Εκατόν οκτώ νεκροί, 9 απαγχονισθέντες, 3 ολοκαυτώματα, εκατοντάδες φυλακίσεις και 14 νεκροί από βασανιστήρια. Αυτή θα μπορούσε να είναι σε αριθμούς η ιστορία του 1995-1959.
Ένα έπος γραμμένο με το αίμα των ηρώων του. Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο νεαρός -τότε- βοσκός από την Κυθρέα, Σπύρος Χατζηγιακουμή. Ο άνθρωπος που θα αφήσει την τελευταία του πνοή κατά τη διάρκεια φρικτών βασανιστηρίων μέσα σε μια αποθήκη στους λόφους του χωριού του, την οποία οι Άγγλοι είχαν μετατρέψει σε δωμάτιο ανάκρισης.
Η τρομακτική αλήθεια πίσω από το έγκλημα αυτό, που η Βρετανία προσπάθησε να κρατήσει θαμμένο για 60 χρόνια, έρχεται στο φως, μέσα από τα απόρρητα έγγραφα και τις θαμμένες επιστολές ανθρώπων που το έζησαν, και που για πρώτη φορά δημοσιεύονται αυτούσια από τον REPORTER.
Άνθρωποι-κλειδιά στην ιστορία δύο Βρετανοί στρατιωτικοί: ο τότε Grenadier Guard, Τζέιμι Έικιν και ο Ταγματάρχης και προσωπικός του φίλος, Μάικλ Στιούρτον. Μέλη και οι δύο του 2ου Τάγματος των Grenadier Guards στην Κύπρο το 1958.
Πρόσφατα μάλιστα, η βρετανική εφημερίδα «Mail on Sunday» είχε αναφερθεί στο κέντρο κράτησης της Κυθρέας και τους βασανισμούς που υπέστησαν εκεί κρατούμενοι αγωνιστές, στηριζόμενη στις μαρτυρίες του Έικιν όπως καταγράφηκαν στο βιβλίο «Unsung Heroes and a few villains» του Algy Cluff.
Ο 80χρονος σήμερα Τζέιμι Έικιν μίλησε αποκλειστικά στον REPORTER και αποκάλυψε τα όσα φρικτά έζησε στους λόφους της Κυθρέας ως φρουρός του κέντρου κράτησης, ενώ μας παραχώρησε, από κοινού και με τον γιό του αποβιώσαντος Ταγματάρχη Στιούρτον, το αρχείο των εγγράφων που αποκαλύπτουν το μέγεθος της φρίκης και όλα όσα διαδραματίστηκαν εκείνο τον Οκτώβρη του 1958, το οποίο και δημοσιεύουμε.
Η έφοδος της Κυθρέας
Στη επιδρομή του βρετανικού στρατού στην Κυθρέα, τον Οκτώβρη του 1958, δεκάδες άνδρες συνελήφθησαν και πέρασαν μπροστά από κουκουλοφόρο προδότη. Αυτοί για τους οποίους το νεύμα του κουκουλοφόρου ήταν αρνητικό, απελευθερώνονταν. Οι υπόλοιποι κατέληγαν αλυσοδεμένοι σαν τα ζώα στο στάβλο της μάντρας του Σαββή του Καλογήρου, στους λόφους του χωριού, περιμένοντας τη σειρά τους για ανάκριση.
Ανάμεσά τους και ο Σπύρος Χατζηγιακουμή, 26 χρονών έγγαμος και πατέρας τεσσάρων παιδιών, βιοπαλαιστής και ενεργό μέλος της ΕΟΚΑ από την αρχή του αγώνα.
Ο Σπύρος Χατζηγιακουμή στην ΕΟΚΑ είχε αναλάβει ως σύνδεσμος και ως τροφοδότης αντάρτικων ομάδων της περιοχής Πενταδακτύλου. Διεκπεραίωνε όλες τις δύσκολες αποστολές που του ανατίθεντο με θάρρος και αυτοθυσία.
Η δράση του όπως ήταν αναμενόμενο κάποια στιγμή έγινε αντιληπτή από τους Άγγλους οι οποίοι στις 13 Οκτωβρίου 1958 τον συνέλαβαν με αποτέλεσμα να καταλήξει και αυτός κρατούμενος στην μάντρα Καλογήρου.
Τα βασανιστήρια των αγωνιστών από τους Βρετανούς μέσα στην παλιά χαρουπαποθήκη δίπλα από τον αχυρώνα της μάντρας, την οποία είχαν μετατρέψει σε δωμάτιο ανάκρισης, είναι πραγματικά ανατριχιαστικά.
Η νύχτα της δολοφονίας Χατζηγιακουμή
Την νύχτα της 16ης Οκτωβρίου ο 26χρονος Χατζηγιακουμή οδηγείται για ανάκριση, και εκεί ξεκινάει το μαρτύριό του.
Αποφασισμένος να μη μαρτυρήσει, υπομένει τα σκληρά βασανιστήρια των αντρών των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, και των επικουρικών τους.
Μετά από ώρες άγριου ξυλοδαρμού και τρυπημάτων με ξυφολόγχες, τελικά αφήνει την τελευταία του πνοή στα χέρια των δυναστών του, οι οποίοι σε μία προσπάθεια να καλύψουν το αποτρόπαιο έγκλημά τους, λένε αργότερα, πως ο Χατζηγιακουμή επιχείρησε να αποδράσει και στην προσπάθειά του αυτή έπεσε από ένα λόφο και χτύπησε θανάσιμα στο κεφάλι.
Το άψυχο σώμα όμως του ήρωα, το οποίο παραδόθηκε την επομένη στην οικογένεια, δεν μπορούσε να κρύψει τη φρίκη του τέλους του. Η χήρα του, Ειρήνη Χατζηγιακουμή, περιγράφοντας τότε τα πόδια του, είχε πει πως αυτά ήταν τρυπημένα λες και κρατούσες μπάρα με βελόνες και τον κτυπούσες, ενώ γυναίκες που ξεσκέπασαν το νεκρό, διαπίστωσαν πως το κεφάλι του από πίσω ήταν «κούφιο», και στο κάτω μέρος της κοιλιάς υπήρχε τρύπημα από ξιφολόγχη.
Όσες προσπάθειες και να έκανε η οικογένεια για να λάμψει η αλήθεια έπεσαν στο κενό, αφού τα στόματα παρέμεναν κλειστά και η εκταφή την οποία αιτήθηκαν δεν επετράπη. Ακόμη και πάνω από τον τάφο του Χατζηγιακουμή τις πρώτες μέρες μετά την ταφή του, ελικόπτερο των Βρετανών έκοβε βόλτες, για να διασφαλίσει ότι κανένας δεν θα ξεθάψει το σώμα του. Στη θανατική ανάκριση του τότε ιατροδικαστή Χρίστου Ιωαννίδη με ημερομηνία ένα χρόνο μετά τη δολοφονία, η αιτία θανάτου του έμεινε αναπάντητη (open verdict), αφού όπως ο ίδιος περιέγραφε στην έκθεσή του, οι εξηγήσεις που έλαβε από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, δεν ήταν πειστικές.
Μέσα σε όλο αυτό το τοπίο συγκάλυψης, δύο άνδρες του Βρετανικού στρατού, αηδιασμένοι από τα όσα είχαν γίνει, όρθωσαν το ανάστημά τους και μίλησαν από την πρώτη στιγμή.
Την αρχή έκανε ο 19χρονος τότε Τζέιμι Έικιν, ο οποίος τη νύχτα που βασανίστηκε ο Χατζηγιακουμή, ήταν φρουρός έξω από το κέντρο κράτησης της Κυθρέας και άκουγε τις κραυγές του μαρτυρίου. Μαζί με τον Έικιν ακόμη δύο συνάδελφοί του στρατιώτες εκείνη τη νύχτα γίνονται επίσης μάρτυρες των εγκλημάτων που διαπράττονται μέσα στην χαρουπαποθήκη.
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τον Έικιν, ήρθε την αμέσως επόμενη μέρα, όταν όπως μάς αποκαλύπτει στη συνέντευξή του, τον πλησίασε ένας άνδρας τον οποίο μόνο ως «ρεμάλι» θα μπορούσε να χαρακτηρίσει, και που ήταν ή Τ/κ ή Ε/κ, αλλά σίγουρα είχε άμεση σχέση με το κέντρο ανακρίσεων. Ο άνδρας αυτός του είπε πως την προηγούμενη νύχτα κάποιος πέθανε πάνω στα βασανιστήρια, και πως θα πουν ότι πέθανε προσπαθώντας να αποδράσει.
Λίγα λεπτά αργότερα και αναστατωμένος από τα όσα άκουσε, παρατηρεί στον περιφραγμένο χώρο του αχυρώνα όπου υπήρχαν οι κρατούμενοι, έναν από αυτούς να είναι ξαπλωμένος σε άθλια κατάσταση, και εμφανώς ξυλοκοπημένος από τους ανακριτές.
«Προσπάθησα με τα λίγα Ελληνικά που ξέρω να του πω πως θα του φέρουμε βοήθεια, αλλά δεν φάνηκε να με καταλαβαίνει. Του φέραμε τελικά μερικές κουβέρτες και τον σκεπάσαμε, και ειδοποίησα με τον ασύρματο τον Ταγματάρχη και φίλο μου, Μάικλ Στούρτον. Του είπα να φέρει και ιατρικές προμήθειες.»
«Όταν ήρθε του αποκάλυψα όλα όσα ακούσαμε και όσα ένας από τους στρατιώτες είχε δει κατά τη διάρκεια της νύχτας.»
Ο Μάικλ Στιούρτον έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στον Έικιν τον οποίο γνώριζε αρκετά καλά, αποφασίζει να πάρει το θέμα στα ψηλά δώματα της διοίκησης, παρακάμπτοντας τον στρατό, γιατί όπως λέει και στις προσωπικές του επιστολές, που δημοσιεύουμε, φοβόταν πως από τον στρατό θα γινόταν συγκάλυψη.
Θέλοντας η υπόθεση να φτάσει στα αυτιά του ίδιου του Κυβερνήτη, Χιού Φούτ, πηγαίνει στον ιδιαίτερο γραμματέα του, Ρομπ Μπράουνινγκ , τον οποίο γνώριζε προσωπικά, και καταγγέλλει το γεγονός. Μαζί με τον Μπράουνινγκ ετοιμάζουν επίσημη επιστολή καταγγελίας.
Στην επιστολή, όπως φαίνεται και πιο κάτω, ο Στιούρτον λέει πως ένας από τους στρατιώτες που φύλασσαν το κέντρο κράτησης είχε δει την νύχτα της 16ης Οκτωβρίου «να κρατάνε το κεφάλι του κρατουμένου και να τον χτυπάνε επανειλημμένα στο λαιμό, ενώ τον χτυπούσαν και στην κοιλιά, αλλά και στο πίσω μέρος των γόνατων με μπλοκς πάγου, και είδε να τοποθετούν κομμάτια υφάσματος πάνω στο πρόσωπο του κρατουμένου και να ρίχνουν από πάνω νερό».
Η επιστολή αυτή φτάνει στο γραφείο του Κυβερνήτη, και όταν πια ενημερώνεται για τα όσα φρικτά είχαν λάβει χώρα στους λόφους της Κυθρέας, δίνει εξοργισμένος εντολή, να τον συνοδεύσουν στο σημείο.
Ενδεικτό εξάλλου το γεγονός πως το μέρος στο οποίο ξεψύχησε ο Χατζηγιακουμή, ο ίδιος ο Στιούρτον, σε μία άλλη επιστολή του προς τον πρώην στρατιωτικό και συγγραφέα Όλιβερ Λίντσει αρκετά χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα το 1991, χαρακτήριζε ως τον «τόπο του εγκλήματος».
Οι πληροφορίες στην εν λόγω επιστολή Στιούρτον, θα χρησιμοποιούνταν από τον Όλιβερ Λίντσει για το βιβλίο που ετοίμαζε «Regimental History». Το βιβλίο πράγματι εκδόθηκε το 1996, αλλά με καμία αναφορά στα γεγονότα της Κυθρέας, αφού το κομμάτι αυτό λογοκρίθηκε απο το Υπουργείο Άμυνας της Βρετανίας, και τελικώς αποκόπηκε από το τελικό περιεχόμενο.
Ανάμεσα σ΄άλλα γράφει ο Στιούρτον στον Λίντσει:
Η έφοδος του Κυβερνήτη στην Κυθρέα
Η επικείμενη έφοδος του Κυβερνήτη Φουτ στο κέντρο κράτησης της Κυθρέας, διέρρευσε και οι υπαίτιοι του θανάτου του Χατζηγιακουμή, φρόντισαν να κρύψουν κάθε ίχνος. Έτσι όταν πια έφτασε ο Κυβερνήτης δεν βρήκε απολύτως τίποτα που να αποδεικνύει όσα ο Στιούρτον είχε καταγγείλει στην επιστολή του, παρά μόνο στιβαγμένους κρατούμενους να κείτονται σε άθλιες συνθήκες μέσα στον αχυρώνα.
Ο Σάββας Κούνου, που ήταν ένας από αυτούς, μιλώντας στον REPORTER μάς είπε πως θυμόταν την επίσκεψη Φουτ και μάς αποκάλυψε πως την προηγουμένη «είχε δοθεί η εντολή να μην αγγίξουν κανένα μας, γιατί θα ερχόταν ο Κυβερνήτης για επιθεώρηση και δεν ήθελαν να έχουμε φρέσκα χτυπήματα που θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά».
«Όταν ήρθε ο Κυβερνήτης και μας είδε, γύρισε στους υπεύθυνους του κέντρου κράτησης και τους είπε ‘Αυτοί είναι άνθρωποι ή σαρδέλες;’ εμφανώς ενοχλημένος από τον τρόπο που μάς είχαν στιβαγμένους εκεί».
«Μετά την επίσκεψη Φουτ οι υπεύθυνοι μας μάζεψαν όλους και μας μετέφεραν στο Special Branch της Λευκωσίας».
Ο Τζέιμι Έικιν στη συνέντευξη του στον REPORTER λέει εξάλλου, για την επίσκεψη του Κυβερνήτη, πως παρά το γεγονός ότι όλα φαίνονταν φυσιολογικά, όταν έφτασε στο κέντρο της Κυθρέας, δεν ξεγελάστηκε, αλλά ζήτησε να μάθει περισσότερα για το περιστατικό, αλλά και για την ταυτότητα του ανθρώπου που το κατήγγειλε, την οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν γνώριζε.
Η προσπάθεια να θαφτεί η αλήθεια
Η συνέχεια βρίσκει τον Ταγματάρχη Στιούρτον εκτεθειμένο σε ένα εχθρικό περιβάλλον όλων όσων μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούσε συναδέλφους του. Η επιθυμία του να μην αποκαλυφθεί το όνομά τόσο του ιδίου, όσο και του πληροφοριοδότη του, Τζέιμι Έικιν, κάτι άλλωστε που αναφέρει και στο τέλος της επιστολής που συνέταξε για τον Κυβερνήτη, πέφτει τελικά στο κενό, αφού λίγο μετά την καταγγελία του, ο Μπράουνινγκ τον ενημερώνει πως δέχθηκε αφόρητες πιέσεις από τον Κυβερνήτη Φούτ, και αναγκάστηκε να αποκαλύψει την ταυτότητα του ανθρώπου που έκανε την καταγγελία.
Το γεγονός αυτό τον φέρνει στο προσκήνιο με τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν και τα οποία περιγράφει ένα προς ένα στην επιστολή του στον Όλιβερ, να είναι ενδεικτικά της προσπάθειας, το περιστατικό της Κυθρέας να μείνει θαμμένο στις τάξεις των βρετανικών αρχών και να μην αποκαλυφθεί ποτέ.
Την ίδια όμως εχθρική συμπεριφορά αντιμετώπισε και ο Έικιν, ο οποίος, όπως μας λέει, το κλίμα στην συνέντευξη στην οποία κλήθηκε μετά το περιστατικό από άνδρες του Army Special Branch, ήταν αρκετά εχθρικο, και στην αναφορά που τον έβαλαν να γράψει προσπάθησαν να δυσφημίσουν όλα όσα είχε ισχυριστεί πως συνέβησαν στην Κυθρέα.
Παρηγορητικό ωστόσο, το γεγονός ότι μερικά χρόνια αργότερα, όπως έμαθε, δύο αξιωματικοί του στρατού (όχι Grenadiers Guards) που είχαν σχέση με το ανακριτικό κέντρο, αναγκάστηκαν σε αποχώρηση από το στρατό, εξαιτίας των όσων είχαν συμβεί. Πάντως ο Έικιν, μας είπε, πως ποτέ δεν έμαθε για ποιους πρόκειται ή την ταυτότητα αυτών που τους εξουσιοδότησαν για τις ανακρίσεις.
«Με σακατέψανε, αλλά δεν πρόδωσα τους φίλους μου!»
«Με σακατέψανε, αλλά δεν πρόδωσα τους φίλους μου!»
Δύο από τους συγκρατούμενους του Χατζηγιακουμή, οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ, Σάββας Κούνου και Μιχαλάκης Αγγελή, 80 ετών σήμερα, θυμούνται και περιγράφουν στον REPORTER όλα όσα έζησαν στην μάντρα της Κυθρέας.
Ο Μιχαλάκης Αγγελή 18 χρονών τότε, τα θυμάται όλα, όπως μας λέει, σαν να ‘ταν χθες.
«Με σακατέψανε, έχω ακόμη προβλήματα στο στομάχι από το ξύλο...». «Με βασάνιζαν 6-7 ώρες άλλα δεν πρόδωσα τους φιλούς μου», λέει με συγκίνηση. Στην αποθήκη των βασανιστηρίων θυμάται να του βάζουν τα χέρια πάνω σε ένα τραπέζι και να τα χτυπάνε από πάνω με το «κουρπάτσι», ενώ τα πόδια του ήταν δεμμένα. «Με χτυπούσαν παντού, και κυρίως στο στομάχι. Θυμάμαι τρεις Βρετανούς και έναν Τ/κ αστυνομικό».
«Άκουσα τα τελευταία λόγια του Χατζηγιακουμή όταν τον βασάνιζαν...»
Ο Σάββας Κούνου 18 χρονών κι αυτός τότε, όταν συνελήφθη από τους Άγγλους παρέμεινε κρατούμενος στην μάντρα της Κυθρέας για 22 μέρες.
«Μας έπαιρναν μέσα στην αποθήκη για ανάκριση έναν έναν. Μας βασάνιζαν και μετά ξανά τα ίδια».
«Εμένα μου τρύπησαν την πατούσα του ποδιού μου με την ξυφολόγχη».
«Σε κάποια φάση έβαλαν τα χέρια μου πάνω στο τραπέζι και ένας από τους βασανιστές με ρώτησε: ‘Με αυτό το δάχτυλο τραβάς τη σκανδάλη;’ και τότε ο άλλος το χτύπησε με ένα ρόπαλο και το σπασε. Έκανε το ίδιο και με το διπλανό δάχτυλο, ρωτώντας αν με αυτό τραβώ την περόνη της χειροβομβίδας. Μου έσπασαν δύο δάχτυλα και μου ξερρίζωσαν ένα νύχι».
«Κάποια άλλη στιγμή μου έβαλαν ένα σιδερένιο κουβά στο κεφάλι και χτυπούσαν από πάνω. Ακόμη έχω πρόβλημα με την ακοή μου».
Ένα από τα χειρότερα βασανιστήρια, θυμάται, ήταν εκείνο που του έβαλαν μια κουκούλα με φούσκα πετρελαίου μέσα. Στη συνέχεια τοποθέτησαν ένα σακί με άμμο στην κοιλιά και χτυπούσαν πάνω με ξύλα.
«Όταν φώναζες από τον πόνο, ρουφούσες από την κουκούλα πετρέλαιο».
«Στα πόδια, όταν μας χτυπούσαν με τα ρόπαλα, αμέσως μετά τα έβαζαν μέσα σε ένα κουβά με πάγο για να μην μείνουν σημάδια».
«Από όλα αυτά ακόμη έχω πρόβλημα στα αυτιά, έχω κάνει μία εγχείρηση στον αφαλό και απο κάτω στο πόδι έχω ακόμη το σημάδι της ξυφολόγχης».
«Ακόμη και στο φαΐ και το νερό μας έκαναν καψόνια. Μας έφερναν θυμάμαι τον κουβά για να πιούμε νερό και μέσα είχαν ρίξει ακαθαρσίες από τα ζώα. Πολλές φορές μάς άφηναν χωρίς νερό και φαΐ για μέρες».
«Με τον Χατζηγιακουμή ήμασταν μαζί. Ήμασταν τα κοπελούθκια του, επειδή ήταν μεγαλύτερος και εμείς οι μιτσιοί. Μας έδινε κουράγιο, οι μεγάλοι έδιναν θάρρος στους πιο μικρούς, καμιά φορά όμως κι εμείς οι μικροί δίναμε θάρρος στους μεγαλύτερους».
«Θυμάμαι τη νύχτα που τον πήραν για ανάκριση. Σε κάποια στιγμή άκουσα την φωνή του, που φώναξε... ‘Παναγία μου!’. Ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα από το στόμα του. Μετά ούτε τον ξανά ακούσαμε, ούτε τον ξανά είδαμε ποτέ. Μάθαμε την επόμενη μέρα ότι ήταν νεκρός».
Εξήντα χρόνια αναζητώντας δικαίωση
Όταν πέθανε ο Σπύρος Χατζηγιακουμή, άφησε πίσω του σύζυγο και τέσσερα ορφανά. Η χήρα Ειρήνη Χατζηγιακουμή πέθανε πολλά χρόνια αργότερα, χωρίς να δει δικαίωση για τη φρικτή δολοφονία του συζύγου της. Ο ένας από τους γιούς του ήρωα, ο Αντρέας Χατζηγιακουμή, ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του πολέμησε το 1974 κατά την τουρκική εισβολή, όπου και από τις 22 Ιουλίου χάθηκαν τα ίχνη του και ήταν στον κατάλογο των αγνοουμένων, μέχρι που βρέθηκαν τα οστά του και ταυτοποιήθηκαν με την μέθοδο του DNA.
Για την οικογένεια, η αποκάλυψη της αλήθειας και η τιμωρία των ενόχων είναι ζήτημα ηθικής δικαίωσης, μας λέει ο εγγονός του ήρωα που φέρει και το όνομά του, Σπύρος Χατζηγιακουμή.
Αυτή τη στιγμή, όπως μας πληροφόρησε είναι σε αναμονή, μετά και από συνενόηση με το σύνδεσμο αγωνιστών, επειδή ακόμη δεν έχει συμπεριληφθεί το όνομα του παππού του στην αγωγή που ξεκίνησαν επιζήσαντες αγωνιστές που βασανίστηκαν από τους Άγγλους, και θα ζητήσουν να το συμπεριλάβουν.
Ωστόσο, αν δεν συμπεριληφθεί το όνομα του παππού του, τότε η οικογένεια προτίθεται, όπως μας είπε ο Σπύρος Χατζηγιακουμή, από μόνη της να κινήσει όλες τις νόμιμες διαδικασίες, για ηθική, έστω και τώρα, δικαίωση.
http://www.reporter.com.cy/
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου