12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944
Οι Γερμανοί έφευγαν από την Αθήνα
και ταυτόχρονα έφτανε
ένας Κύπριος κατάσκοπός τους
με ειδική αποστολή
Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ «ΘΕΟΔΟΣΙΑ» - ΤΙ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΥ ΔΟΣΙΛΟΓΟΥ
Ο Κύπριος Χανς Γεωργιάδης που ήρθε στην Αθήνα όταν έφευγαν οι Γερμανοί. |
Του Δημοσθένη Κούκουνα
Ακριβώς τις μέρες που τα γερμανικά στρατεύματα εγκατέλειπαν την Αθήνα, στις 12 Οκτωβρίου 1944, έφτανε στην Αθήνα ένας Κύπριος μυστικός πράκτοράς τους με σημαντική ειδική αποστολή. Το περιστατικό είναι εντελώς άγνωστο, ουδέποτε έχει αναφερθεί βιβλιογραφικά κάπου, αλλά τα ντοκουμέντα που υπάρχουν είναι αδιαμφισβήτητα.
Το δίνω στη δημοσιότητα τώρα, διότι μόλις πρόσφατα το ανέσυρε η ιστορική έρευνα. Με αφορμή την έκδοση του ημερολογίου ενός παλαιού δοσιλόγου, που είναι πράγματι πολύ αποκαλυπτικό, συγκλονιστικό θα έλεγα, και που αυτή την εποχή το επιμελούμαι για να εκδοθεί, ξαναδιάβασα μία εγγραφή που θέλησα να την διασταυρώσω. Η αλήθεια είναι πως κουράστηκα πολύ να βρω την αντίστοιχη περίπτωση, αλλά νομίζω πως είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
Σύμφωνα λοιπόν με τα απόρρητα βρετανικά αρχεία, που προ ολίγων μόλις ετών αποδεσμεύθηκαν, έφτασε μυστικά τις μέρες της Απελευθέρωσης ο Κύπριος αυτός (ονόματι Χανς Γεωργιάδης), εφοδιασμένος με ασύρματο, διάφορα άλλα είδη, καθώς και τεράστιο ποσόν σε αγγλικά και αμερικανικά χαρτονομίσματα, προκειμένου να εκτελέσει τις διαταγές που είχε. Το δρομολόγιό του άρχιζε από το Βερολίνο και προορισμός του ήταν μέσω Βιέννης και Θεσσαλονίκης η Αθήνα. Αν και η αποστολή του ήταν άμεσης προτεραιότητας και υπήρχε διαταγή να εξευρίσκονται αεροπορικά μέσα για τον προορισμό του, οι αντικειμενικές δυσκολίες ήταν τεράστιες και τελικά χρειάστηκε τέσσερις ημέρες για να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας, που τελούσε ακόμη υπό τον έλεγχο των αποχωρούντων Γερμανών.
Είχε ειδοποιηθεί να τον περιμένει και να τον διευκολύνει για τα στοιχειώδη, χωρίς όμως να γνωρίζει ή να αναμιχθεί στην αποστολή του, ένας Γερμανός αρχαιολόγος που ζούσε από ετών στην Ελλάδα. Αυτός ήταν ο Ερνστ Κίρστεν, που ως επιστρατευμένος έφεδρος αξιωματικός της αεροπορίας (αλλά και ως πρώην αξιωματικός των SA) υπηρετούσε στη γερμανική αντικατασκοπία και μάλιστα ως υποδιοικητής, ενώ μεταπολεμικά χρειάστηκε να εγκαταλείψει την αρχαιολογία, διέπρεψε όμως στην επιστήμη της ιστορικής γεωγραφίας στη Γερμανία. Η στάση του κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Ελλάδα τον αμαύρωσε επιστημονικά, ιδίως λόγω της συμπεριφοράς του ως επιτρόπου στο γερμανικό στρατοδικείο, που θεωρήθηκε "θηριώδης" καθώς με το παραμικρό πταίσμα ενός υποδούλου Έλληνα ζητούσε τη θανατική καταδίκη του! (βλ. "Καθημερινή" 13.2.1952). Ωστόσο, φεύγοντας ακαταδίωκτος από την Ελλάδα και επανερχόμενος στην πατρίδα του με το τέλος του πολέμου, αναδείχθηκε το 1946 υφηγητής του Πανεπιστημίου της Γοτύγγης.
Αυτή ήταν η μόνη επαφή που είχε εντολή να χρησιμοποιήσει ο Γεωργιάδης για να ρυθμίσει τα πρώτα διαδικαστικά. Το πρώτο βράδυ, επειδή ήταν και αργά, ο Κίρστεν (που γι’ αυτόν ήταν το τελευταίο του, καθώς θα έφευγε με τους τελευταίους Γερμανούς) τον μετέφερε με αυτοκίνητο στην Αθήνα και τον φιλοξένησε στο δωμάτιό του στο Ψυχικό. Τον καθοδήγησε όμως πώς να βρει ασφαλή στέγη για το επόμενο διάστημα και έσπευσε να εξαφανιστεί και αυτός.
Ο Γεωργιάδης πήγε στην πανσιόν, που του σύστησε ο Κίρστεν ως κατάλληλη, νοίκιασε ένα δωμάτιο προκαταβάλλοντας για ένα μήνα το τεράστιο για τα δεδομένα ποσόν των πενήντα χρυσών λιρών, τακτοποίησε τα πράγματά του, μεταξύ των οποίων και τον ασύρματο, και βγήκε έξω στους δρόμους – ενώ τα αθηναϊκά πλήθη παραληρούσαν – για να βρει τις επαφές που είχε κατά νου. Βεβαιωμένα μεταξύ άλλων κατόρθωσε να βρει δύο παλαιούς Έλληνες φίλους του που ζούσαν στην Αθήνα.
Και τους δύο τους είχε γνωρίσει στο Αμβούργο, όπου ζούσαν, και είχε συνδεθεί φιλικά μαζί τους. Και οι δύο ήταν ποντιακής καταγωγής και είχαν σπουδάσει στη Γερμανία, συγκατοικούσαν μάλιστα σε μια μικρή φοιτητική εστία που είχε δημιουργήσει ο Πιζάνης για τους Πόντιους φοιτητές. Στην αθηναϊκή κοινωνία, παρά το νεαρό της ηλικίας τους, ήταν γνωστοί. Ο ένας ήταν ο σκηνοθέτης Τάκης Μουζενίδης και ο άλλος ο γυναικολόγος Άγγελος Πιστοφίδης.
Κατά την προεργασία που είχε γίνει από τις γερμανικές υπηρεσίες πριν από την αποστολή του, του βρήκαν τις τωρινές διευθύνσεις τους στην Αθήνα για να διευκολυνθεί ο Γεωργιάδης και να μην χάνει χρόνο στην αναζήτησή τους. Τους συνάντησε και τους δύο, οι οποίοι εξεπλάγησαν για το ότι είχε έρθει με γερμανική αποστολή, ενώ οι Γερμανοί πλέον είχαν φύγει. Στο μαιευτήριο Έλενας, που συνάντησε τον γιατρό Πιστοφίδη, του εμπιστεύθηκε το μεγαλύτερο μέρος από τα χρήματα που είχε φέρει, ο δε Κύπριος κράτησε ένα σημαντικό μεν αλλά μικρότερο ποσόν. Ο Μουζενίδης, που εν τω μεταξύ είχε μεταστραφεί πολιτικά και ανήκε τώρα στο ΕΑΜ, προσπάθησε να τον πείσει ότι πια είναι περιττή οποιαδήποτε αποστολή και αν έχει και τον συμβούλευσε να παραδοθεί.
Και πράγματι αυτό έκανε μετά από δύο μέρες. Αφού εξαφάνισε κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να τον εμπλέξει περισσότερο, όπως τις στολές που είχε μαζί του (για τον φόβο μήπως σε περίπτωση ανακάλυψης και σύλληψής του εκληφθεί ως ενεργός κατάσκοπος και εκτελεσθεί επί τόπου), και πήγε στην αστυνομία και παραδόθηκε. Όσα δήλωσε στους έκπληκτους αστυνομικούς, ότι ήταν αξιωματικός της γερμανικής αεροπορίας και ότι ήταν Κύπριος με αποστολή κλπ., δεν τους φάνηκαν και πολύ σοβαρά, με αποτέλεσμα να μην του δίνουν την ανάλογη σημασία. Τελικά, τον πήραν με τα πολλά οι Άγγλοι και άρχισαν να τον ανακρίνουν εξαντλητικά, αφού τον μετέφεραν σε στρατόπεδο Γερμανών αιχμαλώτων στην Αίγυπτο.
Εκεί όμως ήταν και ο τελικός προορισμός του ως κατασκόπου των Γερμανών. Διότι αυτή ακριβώς ήταν η αποστολή του: Να πάει στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με δύο σκάφη που θα αγόραζε σε συνεργασία με τον Πατρινό εμποροπλοίαρχο Κωνσταντίνο Φλαμή, ο οποίος ήταν ένας άλλος φανατικός κατάσκοπός τους σε όλη την Κατοχή, εξ ου και καταδικάστηκε σε θάνατο από τα ελληνικά δικαστήρια, αλλά αργότερα έτυχε χάριτος και τελικά αποφυλακίστηκε και επανήλθε στη γενέτειρά του, όπου τα υπόλοιπα χρόνια του έζησε εκεί με την οικογένειά του.
Η εγγραφή στο ημερολόγιο του παλαιού δοσιλόγου, το οποίο – όπως προανέφερα – επεξεργάζομαι ώστε να εκδοθεί προσεχώς, έχει ως εξής:
«Τώρα βεβαιούμαι ότι τον ως διά μαγείας εξαφανισθέντα ελληνογερμανοκύπριο επιχειρηματία προ αρκετών ημερών δεν πρόκειται να τον επανίδουμε. Εξ ακριτομυθίας επληροφορήθην ότι μετεφέρθη σε ειδική υπηρεσία. Πολύ μυστηριώδης τύπος ανθρώπου, του κόσμου μεν, αλλά με διεισδυτικώτατο βλέμμα και ιδιαιτέρως συμπαθής. Την αυτήν ημέρα που τα γερμανικά στρατεύματα αποχωρούσαν από τας Αθήνας, εκείνος έφθανε με αποστολή! Εξ ου και τα όσα εδήλωνε προς ημάς, αλλά προφανώς και προς τους ανακριτάς, προεκάλουν ειρωνικά χαμόγελα. Αν η εμφάνισίς του δεν ήτο σοβαρά, κανείς δεν θα έδιδε σημασία. Όσα ισχυρίζετο δεν εξελαμβάνοντο ως σοβαρά και εκ πρώτης όψεως ένας παρανοϊκός μόνον θα τα ισχυρίζετο.
Κατά τα λεγόμενά του ο εν λόγω (Γεωργιάδης – αληθινό το όνομά του; Αλλά αν είναι ψευδώνυμο δεν είχε φαντασία εκείνος που το επέλεξε), ήλθε στην πρωτεύουσα με γερμανική ειδική αποστολή. Λανθασμένος συντονισμός χρόνου; Υπερφίαλος, μεγαλομανής ή μυθομανής; Μας έλεγε ότι υπήρξε καπνέμπορος, όπως και ο κυπριακής καταγωγής αιγυπτιώτης πατέρας του, με ιδιόκτητη βιομηχανία σιγαρέττων στο Αμβούργο, ταυτοχρόνως με μεγάλη επιχείρηση εμπορίου μετεχειρισμένων πολυτελών αυτοκινήτων εις την Γερμανία, αλλά και μέτοχος του εν Πειραιεί εργοστασίου αεροπλάνων (του συγκροτήματος Μποδοσάκη), συνεταίρος του αδελφού Αγνίδη, του Ομήρου Πιζάνη κλπ. κλπ. Ποτέ όμως δεν είχε επισκεφθή μέχρι τούδε την Ελλάδα, παρά μόνον την ημέρα που έφευγαν οι Γερμανοί! Αι, τα παραλέει…
Δεν θα έδιδα την παραμικρά σημασία, αν δεν έβλεπα ιδίοις όμμασι κατά το επισκεπτήριο χθες να τον αναζητή ο σκηνοθέτης Μουζενίδης, που τον γνωρίζω καλά όταν ησχολήθην με τα καλλιτεχνικά. Αλλά ήδη είχε μεταφερθή με ειδικό δρομολόγιο. Ο Μουζενίδης τον είχε επισκεφθή και τις πρώτες ημέρες που συνελήφθην, έδειχνε δε να συνδέεται στενώς μαζί του.
Νεώτεραι πληροφορίαι από συνάδελφον: Ο εν λόγω εδήλωνε ότι ήτο αξιωματικός της Λουφτβάφφε, ως τοιούτος ότι είχε υπηρετήσει εις Μέσην Ανατολήν, ότι διέθετε αυθεντικά διαβατήρια γερμανικό και εγγλέζικο τα οποία και κατέθεσε κλπ. Ακόμη ότι όταν αρχικώς συνελήφθη επήγε πεζή στην πανσιόν όπου είχε ενοικιάσει δωμάτιο διά να παραλάβη συσκευή ασυρμάτου που είχε αφήσει εκεί, συνοδευόμενος απλώς από αστυφύλακα, διότι προφανώς δεν επίστευαν όσα εδήλωνε. Και επειδή δεν εύρισκε εύκολα την οδόν που την έλεγε με παραφθοράν, παρ’ ολίγον ο αστυφύλαξ να αναλάβη πρωτοβουλίαν και να τον εγκαταλείψη βαρεθείς τα ψέματά του. Δεν έχει ξανασυμβή κάτι παρόμοιο! Καλού κακού μετεφέρθη τελικώς εις Γουδί, παραπεμφθείς στους Εγγλέζους».
Αυτά έγραφε τον Νοέμβριο 1944 στο ημερολόγιο που διατηρούσε όντας πλέον κρατούμενος των ελληνικών και των συμμαχικών αρχών ο δοσίλογος, ο οποίος μετά από πολλά χρόνια μού το παραχώρησε. Και αυτή η εγγραφή, ανάμεσα σε πολλές άλλες συγκλονιστικού ενδιαφέροντος, με οδήγησε στην αναζήτηση των ιστορικών στοιχείων για την «Επιχείρηση Θεοδοσία», όπως ονομαζόταν, που ήταν η αγορά δύο πλοίων με προορισμό να εγκατασταθούν στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας και από εκεί να μεταδίδουν πληροφορίες προς τη Γερμανία ή να εκτελούν δολιοφθορές. Το ένα εξ αυτών θα ήταν νοσοκομειακό πλοίο με ισπανική σημαία (ουδέτερη) και Ισπανό κυβερνήτη, είχε δε συμφωνηθεί να αγοραστεί από τον Πατρινό εμποροπλοίαρχο Φλαμή που το είχε ήδη βρει. Ούτε τα χρήματα αυτά του Φλαμή, που ήταν ένα τεράστιο ποσό χρυσών λιρών και αυθεντικού συναλλάγματος, ούτε του Γεωργιάδη (πλην ενός μικρού ποσού) εντοπίστηκαν ποτέ. Τα τυχερά του επαγγέλματος, ακόμη και για καταδικασμένους επί εσχάτη προδοσία, που φυσικά κάποια στιγμή απελευθερώθηκαν – και εκείνοι θα ήξεραν πού να τα βρουν. Όπως συνήθως γίνεται με τα λύτρα μεγαλοαπαγωγέων ή τα κλοπιμαία μεγάλων ληστειών.
Ποιες ακριβώς ήταν οι επιχειρησιακές ανάγκες, που ανάγκασαν τους ιθύνοντες της γερμανικής κατασκοπείας στο Βερολίνο να οργανώσουν αυτή την τόσο παρακινδυνευμένη αποστολή, η οποία και τελικά απέτυχε, δεν είναι γνωστό. Εντασσόταν όμως στο γενικότερο πνεύμα τους να αφήσουν μηχανισμούς άντλησης πληροφοριών και εκτέλεσης δολιοφθορών στα εδάφη που δεν είχαν πλέον υπό τον έλεγχό τους. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, τέτοια δίκτυα που εντοπίστηκαν ήδη από τις πρώτες μέρες μετά την Απελευθέρωση είχαν δημιουργηθεί και ήταν ενισχυμένα με τα ανάλογα μηχανήματα και αφειδή οικονομικά μέσα. Από προσωπικό είχαν κυρίως Έλληνες και κάποιους Ελληνογερμανούς, ακόμη και Εβραίους – όπως η περίφημη αρχιρεμπέτισσα Ρόζα Εσκενάζη ή και η Έλλη Βουτσινά, που τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν Εβραία…
Δημοσθένης Κούκουνας
http://aera2012.blogspot.com/
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου