H EΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΓΓΛΟΚΡΑΤΙΑ (1878-1960)

Κωστής Κοκκινόφτας 
Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου 

H καθεστωτική αλλαγή του 1878 βρήκε στο πηδάλιο της Eκκλησίας της Kύπρου τον µετριοπαθή Aρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο1 , ο οποίος υποδέχθηκε µε αισθήµατα ευφορίας τους νέους κατακτητές, γιατί πίστευε πως η «χριστιανική και φιλελεύθερη» βρετανική διοίκηση θα συνεργούσε στην εθνική αποκατάσταση του λαού και στον τερµατισµό των δεινών του2 . Γι’ αυτό και επεδίωξε, σε πρώτο στάδιο, τη συνεργασία µαζί τους για τη βελτίωση του διοικητικού και δικαστικού συστήµατος και την εισαγωγή βασικών µεταρρυθµίσεων, που θα συνέβαλλαν στην ανάπτυξη της γεωργίας, του εµπορίου και της παιδείας, και έθεσε τις βάσεις για τη δυναµική διεκδίκηση του ενωτικού αιτήµατος σε µεταγενέστερο στάδιο. Πρωτοστάτησε για τον σκοπό αυτό στην αποστολή Πρεσβείας, το 1889, στο Λονδίνο, που απαρτίστηκε από τον ίδιο και τους βουλευτές Πασχάλη Kωνσταντινίδη, Aχιλλέα Λιασίδη και Θεόδωρο Περιστιάνη, για την προώθηση του ζητήµατος της εθνικής αποκατάστασης και την επίλυση διαφόρων θεµάτων, που αφορούσαν τη δηµοσιονοµική πολιτική της τοπικής διοίκησης3 .
 Ωστόσο, πολύ γρήγορα οι ελπίδες αυτές διαψεύστηκαν, αφού οι Άγγλοι αντιµετώπισαν την Κύπρο µε κύριο γνώµονα τα συµφέροντα και τις πολιτικές επιδιώξεις τους. Επίσης, δεν αναγνώρισαν προνόµια και δικαιώµατα στην Κυπριακή Εκκλησία και στόχευσαν στην εξασθένιση της επιρροής της στον λαό και στη µείωση της δύναµής της, γεγονός που προκάλεσε, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της αγγλικής διοίκησης, αρκετά προβλήµατα στην εύρυθµη λειτουργία της µε τη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας της και την αµφισβήτηση της κυριότητας σηµαντικών εκτάσεων γης, για τις οποίες δεν είχε τίτλους ιδιοκτησίας. Τα προβλήµατα που δηµιουργήθηκαν απαίτησαν λεπτούς χειρισµούς και πολλά από αυτά επέλυσε ο χρόνος και η διαφοροποίηση των πολιτικών επιλογών των κυβερνώντων, παρά η κατανόηση και συνεργασία της κατοχικής δύναµης µε τους εκπροσώπους της Κυπριακής Εκκλησίας, που κατάφεραν να τη διατηρήσουν «ως τον πιο ζωντανό θεσµό συνέχειας και µονιµότητας» στην κυπριακή πολιτική ζωή της εποχής4 .
Kατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του Σωφρονίου (1865-1900), η Eκκλησία της Kύπρου πρωταγωνίστησε στους εθνικούς εράνους για την ενίσχυση της προσπάθειας απελευθέρωσης των ιστορικών πατρίδων του Eλληνισµού. Aρχιερείς και επιφανείς κληρικοί συµµετείχαν στις επιτροπές που συγκροτήθηκαν στο νησί, το 1896, για την ενίσχυση της Kρητικής Eπανάστασης, και κατά τη διάρκεια του Eλληνοτουρκικού πολέµου του 1897 για την οικονοµική ενίσχυση του ελληνικού στρατού και την αποστολή εθελοντών στα πολεµικά πεδία. Tο ίδιο φαινόµενο παρατηρήθηκε και στα χρόνια που ακολούθησαν µε τη συλλογή εράνων υπέρ του ταµείου της Eθνικής Άµυνας στα µέσα της δεκαετίας του 1900, κατά τους Bαλκανικούς πολέµους του 1912-13, µε την οικονοµική ενίσχυση του ελληνικού στρατού και την εγγραφή εθελοντών, κατά την περίοδο της Mικρασιατικής εκστρατείας του 1919-1922, µε τη στήριξη τόσο της εκστρατευτικής προσπάθειας, όσο και της επούλωσης των πληγών από την επελθούσα καταστροφή, αλλά και αργότερα, όπως στα τέλη της δεκαετίας του 1920, οπότε ο τότε Μητροπολίτης Κυρηνείας (1917-1947) και στη συνέχεια Αρχιεπίσκοπος Kύπρου (1947-1950) Μακάριος Β΄συνέβαλε στην αγορά ενός αεροπλάνου για την πολεµική αεροπορία που πήρε τιµητικά την ονοµασία «Κυρήνεια»5 .
 Tο πέρασµα από τον 19ο στον 20ό αιώνα σηµαδεύτηκε από τον θάνατο του Σωφρονίου, τον Mάιο του 1900, και τη διεκδίκηση του αρχιεπισκοπικού θρόνου από τους Mητροπολίτες Kιτίου (1893-1909) Kύριλλο Παπαδόπουλο και Kυρηνείας (1895-1916) Kύριλλο Bασιλείου. Γύρω από τους δύο Kυρίλλους δηµιουργήθηκαν η Kιτιακή και η Kυρηνειακή παράταξη, η κάθε µία από τις οποίες υποστήριζε µε φανατισµό την επικράτηση του εκλεκτού της. Oι κύριοι υποστηρικτές του Kιτίου Kυρίλλου βρίσκονταν στις τάξεις των επιστηµόνων της νέας γενιάς, οι οποίοι είχαν σπουδάσει στα ελληνικά πανεπιστήµια και εκπροσωπούσαν τη λεγόµενη «αδιάλλακτη» µερίδα του πολιτικού κόσµου, ονοµασία που τους δόθηκε από τη στάση τους έναντι της βρετανικής διακυβέρνησης και τον τρόπο διεκδίκησης του αιτήµατος της Ένωσης µε την Eλλάδα. Aντίθετα, ο Kυρηνείας Kύριλλος είχε τους βασικότερους υποστηρικτές του στους παλαιούς συντηρητικούς πολιτευτές της Λευκωσίας, οι οποίοι, σε αντιδιαστολή προς τους αντιπάλους τους, αποκαλούντο «διαλλακτικοί», λόγω της µετριοπαθούς στάσης τους έναντι των Bρετανών και της αρχής της πολιτικής σύνεσης, που πρόβαλλαν ως κύριο γνώµονα των ενεργειών τους.
Στα χρόνια που ακολούθησαν δηµιουργήθηκε το λεγόµενο Aρχιεπισκοπικό ζήτηµα και η Kυπριακή Eκκλησία δοκιµάσθηκε σκληρά από τα πάθη και τη µισαλλοδοξία των οπαδών των δύο παρατάξεων. Στη διένεξη αναµείχθηκαν και τα Πατριαρχεία Kωνσταντινουπόλεως, Aλεξανδρείας και Iεροσολύµων, που απέστειλαν αντιπροσώπους τους στο νησί για την εξεύρεση λύσης. Aπειλήθηκε τότε γενικότερη κρίση, ιδίως όταν, τον Φεβρουάριο του 1908, το Oικουµενικό Πατριαρχείο εξέλεξε ως νέο Aρχιεπίσκοπο τον από Kυρηνείας Kύριλλο, γεγονός που έθετε υπό αµφισβήτηση το Aυτοκέφαλο της Kυπριακής Eκκλησίας, κάτι, που όπως ήταν επόµενο, δεν αναγνωρίστηκε από την πλειονότητα των Κυπρίων. Για να αποφευχθούν δε περαιτέρω ταραχές, οι βρετανικές αρχές εκκένωσαν το αρχιεπισκοπικό µέγαρο και επέβαλαν αυστηρά µέτρα για την επιβολή της τάξης.
Tελικά, η εκλογή του νέου Aρχιεπισκόπου πραγµατοποιήθηκε µε νοµοσχέδιο που εγκρίθηκε από το Nοµοθετικό Συµβούλιο, τον Aπρίλιο του 1908, οπότε στάληκαν από το Πατριαρχείο Aλεξανδρείας οι Mητροπολίτες Xαλεπίου Nεκτάριος, Πτολεµαΐδος Mιχαήλ και Aξώµης Xριστοφόρος, οι οποίοι διεξήγαγαν τις εκλογές, απόντων των οπαδών του Kυρηνείας Kυρίλλου. Nέος Aρχιεπίσκοπος εξελέγη, όπως αναµενόταν, τον Aπρίλιο του 1909, ο από Kιτίου Kύριλλος. H συµφιλίωση, όµως, των δύο αντιπάλων επήλθε ένα περίπου χρόνο αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1910, µετά που οι απεσταλµένοι και πάλιν του Πατριαρχείου Aλεξανδρείας, Mητροπολίτες Λεοντοπόλεως Σωφρόνιος και Tριπόλεως Mητροφάνης, βοήθησαν στην οριστική επίλυση του ζητήµατος6 .
 Kατά την αρχιερατεία του Kυρίλλου B΄ (1909-1916) καταρτίστηκε για πρώτη φορά Kαταστατικός Xάρτης της Eκκλησίας της Kύπρου και επιδιώχθηκε η µέσω αυτού ρύθµιση των εκκρεµών εκκλησιαστικών ζητηµάτων. Στη συζήτηση για τον διακανονισµό των σχετικών µε τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας και των σχέσεων της Eκκλησίας µε τον λαό και την πολιτεία συµµετείχαν οι Aρχιερείς, οι Ηγούµενοι των µεγάλων Μονών, οι Έλληνες βουλευτές και πολλοί επιφανείς πολίτες. O πρωταγωνιστικός ρόλος στην προετοιµασία του, όµως, ανήκε στον Kρητικό στην καταγωγή Mητροπολίτη Kιτίου (1910-1918), µετέπειτα Aρχιεπίσκοπο Aθηνών (1918-1920), Oικουµενικό Πατριάρχη (1922-1923) και Πατριάρχη Aλεξανδρείας (1926-1935) Mελέτιο Mεταξάκη, ο οποίος και διαµόρφωσε το σύνολο σχεδόν των άρθρων του Καταστατικού Χάρτη, που τέθηκε σε εφαρµογή το 1914. Kάποιες από τις αδυναµίες που παρουσίαζε επιχειρήθηκε να διορθωθούν κατά τη δεκαετία του 1920, επί αρχιερατείας Kυρίλλου Γ΄, οπότε και δηµοσιεύθηκε αναθεωρηµένο τελικό σχέδιο, το 1929. Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή δεν καρποφόρησε, αφού προσέκρουσε στις αντιρρήσεις των Eλλήνων βουλευτών και στα αιτήµατα για αυξηµένη λαϊκή εποπτεία στην εκκλησιαστική περιουσία και στη διοίκηση της Eκκλησίας, µε αποτέλεσµα ο Kαταστατικός Xάρτης του 1914 να παραµείνει σε χρήση µέχρι το 1979, που ψηφίστηκε νέος, ο οποίος εφαρµόστηκε την 1η Iανουαρίου 1980 και αντικαταστάθηκε πρόσφατα τον Σεπτέµβριο του 2010 από τον υφιστάµενο7 .
O Kύριλλος Γ΄ αντιµετώπισε µε επιτυχία αρκετά ζητήµατα κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του (1916-1933), όπως την κρίση που δηµιουργήθηκε από την εισαγωγή του νέου ηµερολογίου, όπου υιοθέτησε τις σχετικές αποφάσεις του Oικουµενικού Πατριαρχείου και της Eκκλησίας της Eλλάδος. Tελικά, ο αριθµός των διαφωνούντων περιορίστηκε σε µεγάλο βαθµό και ο Aρχιεπίσκοπος µε εγκύκλιό του καθόρισε τη 10η Mαρτίου 1924 ως ηµέρα εφαρµογής του νέου ηµερολογίου8 . Πρωτοστάτησε επίσης στην ίδρυση της «Πολιτικής Οργάνωσης Κύπρου» το 1921 και της «Εθνικής Οργάνωσης Κύπρου» το 1930, για τη δυναµικότερη προώθηση των εθνικών διεκδικήσεων, συµβάλλοντας οικονοµικά στη λειτουργία τους και υπηρετώντας σε αµφότερες από το αξίωµα του προέδρου9 .
Ο Κύριλλος Γ΄ διακρίθηκε κυρίως στην ενίσχυση των ελληνικών γραµµάτων, όπου, εκτός από τη µέριµνά του για έκδοση του «Aποστόλου Bαρνάβα», φρόντισε για την ταξινόµηση και καταλογογράφηση του πλούσιου αρχείου της Aρχιεπισκοπής και στήριξε τη λειτουργία της βιβλιοθήκης της, στην οποία διαφυλάχθηκαν σπάνιες κυπρολογικές εκδόσεις. Eπίσης, εξέδωσε σε ελληνική µετάφραση του Xαρίλαου Παπαϊωάννου το έργο του Iωάννη Xάκκεττ για την ιστορία της Eκκλησίας της Kύπρου, φρόντισε για τη µελέτη και καταγραφή των βυζαντινών µνηµείων του νησιού από τον ακαδηµαϊκό Γεώργιο Σωτηρίου, και καθιέρωσε τον Φιλολογικό Διαγωνισµό, που έδωσε µερικά σηµαντικά έργα, όπως αυτά των πρωτοπόρων κυπριολόγων Λοΐζου Φιλίππου και Iερώνυµου Περιστιάνη για τα ελληνικά γράµµατα κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας, του Κλεάνθη Γεωργιάδη για την καταγωγή των Κυπρίων και του Κλεόβουλου Μυριανθόπουλου για την παιδεία στα χρόνια της Αγγλοκρατίας10.
 Aς σηµειωθεί, ότι στον τοµέα της ανάπτυξης των κυπρολογικών σπουδών σηµαντική υπήρξε και η συµβολή του ανεψιού του Kυρίλλου Γ΄, Mητροπολίτη Kιτίου (1918-1937) Nικοδήµου Mυλωνά, ο οποίος πρωτοστάτησε στην έκδοση του επιστηµονικού, λαογραφικού και ιστορικού περιοδικού «Kυπριακά Xρονικά» (1923- 1937), στις σελίδες του οποίου αποθησαυρίστηκε πολύτιµο υλικό, µεγάλο µέρος του οποίου φέρει την υπογραφή του ίδιου του Nικοδήµου11.
 H Eκκλησία της Κύπρου ακολούθησε την περίοδο αυτή πολύ πιο διεκδικητική πολιτική για το εθνικό θέµα, από ό,τι στις πρώτες δεκαετίες της Aγγλοκρατίας. Για παράδειγµα, αµέσως µετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσµίου Πολέµου, στα τέλη του 1918, και ενόψει της διεξαγωγής Συνεδρίου στο Παρίσι για τον καθορισµό του µέλλοντος της Eυρώπης, εστάλη Πρεσβεία στην Aγγλία, αποτελούµενη από τον Aρχιεπίσκοπο Kύριλλο Γ΄ και οκτώ από τα εννέα ελληνικά µέλη του Nοµοθετικού Συµβουλίου, για να θέσει για άλλη µια φορά το ζήτηµα της Ένωσης. H Πρεσβεία παρέµεινε στην Aγγλία για ένα σχεδόν χρόνο, χωρίς όµως να επιτύχει τον αντικειµενικό της σκοπό.
Mερικούς µήνες αργότερα επανασχεδιάστηκε νέα αποστολή, αποτελούµενη από τον Aρχιεπίσκοπο και τους Θεοφάνη Θεοδότου και Πασχάλη Kωνσταντινίδη, που αναχώρησε τον Mάρτιο του 1920 και επέστρεψε στα τέλη του έτους, χωρίς και αυτή τη φορά να επιτύχει τον στόχο της. Παρόµοια αποστολή, που συγκροτήθηκε από τους βουλευτές Mητροπολίτη Kιτίου Nικόδηµο Mυλωνά και Σταύρο Σταυρινάκη, αναχώρησε για τη βρετανική πρωτεύουσα τον Σεπτέµβριο του 1929. Aπέτυχε, όµως, και αυτή στους στόχους της, λόγω της άρνησης των Bρετανών να συζητήσουν τα εθνικά αιτήµατα των Kυπρίων. Πρεσβεία εστάλη ξανά το 1946, αµέσως µετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσµίου Πολέµου, επί τοποτηρητείας (1933-1947) Λεοντίου, ο οποίος µετέβη, µαζί µε τους Zήνωνα Pωσσίδη, Δηµήτριο Δηµητρίου και Iωάννη Kληρίδη, αρχικά στην Aθήνα και στη συνέχεια στο Λονδίνο για την προώθηση του ενωτικού αιτήµατος12.
Eίναι αξιοσηµείωτο, ότι το µεγαλύτερο µέρος των δαπανών των Πρεσβειών καλυπτόταν από την Aρχιεπισκοπή, τις Mητροπόλεις και τις µεγάλες Mονές, ενώ η απόφαση για την αποστολή τους λαµβανόταν σε κοινή σύσκεψη των Aρχιερέων, των Eλλήνων βουλευτών και άλλων επιφανών κληρικών και λαϊκών, υπό την προεδρία του Aρχιεπισκόπου, ενδεικτικό του εθναρχικού ρόλου της Eκκλησίας της Kύπρου. Tον ίδιο εθναρχικό ρόλο υπογράµµιζε, στις πρώτες δεκαετίες της Aγγλοκρατίας, και η παρουσία τεσσάρων υψηλόβαθµων κληρικών, εκλελεγµένων από τον λαό, στο Nοµοθετικό Συµβούλιο: του Mητροπολίτη Kιτίου (1868-1886) Kυπριανού από το 1883 έως το 1886, του Mητροπολίτη Kυρηνείας (1889-1893), στη συνέχεια Kιτίου (1893-1909) και αργότερα Aρχιεπισκόπου Kύπρου (1909- 1916) Kυρίλλου B΄ από το 1889 έως το 1911, του Ηγουµένου Kύκκου Γερασίµου από το 1891 έως το 1901 και του Mητροπολίτη Kιτίου Nικοδήµου Mυλωνά από το 1925 έως το 1931. H ανάµιξή τους στην πολιτική προκάλεσε κατά καιρούς έντονες συζητήσεις και πολλοί ήταν αυτοί, οι οποίοι ζήτησαν επίµονα τον περιορισµό τους στα πνευµατικά τους καθήκοντα. Όµως, επικράτησε τελικά η άποψη, ότι ο κλήρος όφειλε να εξακολουθήσει να διαδραµατίζει τον εθναρχικό του ρόλο: να καθοδηγεί τον λαό στην οδό της ελευθερίας και να αγωνίζεται για την ενίσχυση των εθνικών του παραδόσεων και την προάσπιση των δικαίων του13.
Στο µεταξύ, η πολιτική των Bρετανών στην Kύπρο προκάλεσε µεγάλη δυσφορία στους κατοίκους του νησιού, που διαπίστωναν ότι οι προσδοκίες τους για ειρηνική εθνική δικαίωση και κοινωνική δικαιοσύνη δεν είχαν καµία προοπτική, γεγονός που διόγκωσε τη δυσαρέσκειά τους και οδήγησε στην εξέγερση του Oκτωβρίου του 1931. H αφορµή δόθηκε µε την παραίτηση του Nικοδήµου Mυλωνά, στις 17 Oκτωβρίου, από το Nοµοθετικό Συµβούλιο και την έκδοση διαγγέλµατος, µε το οποίο κήρυσσε την Ένωση της Kύπρου µε την Eλλάδα. Διοργανώθηκαν τότε ογκώδεις συγκεντρώσεις σε διάφορες πόλεις, που κορυφώθηκαν την 21η Oκτωβρίου, οπότε πραγµατοποιήθηκε µεγάλη συγκέντρωση στην Eµπορική Λέσχη της Λευκωσίας, η οποία κατέληξε σε µαχητική πορεία προς το Kυβερνείο. Πολύ γρήγορα, όµως, το αυθόρµητο αυτό λαϊκό κίνηµα κατεστάλη και επιβλήθηκαν στον λαό τιµωρητικά µέτρα, όπως φυλακίσεις, εξορίες και εντοπισµοί των πρωταιτίων. Aνάµεσα σε αυτούς που εξορίστηκαν ήταν οι Mητροπολίτες Kιτίου Nικόδηµος Mυλωνάς και Kυρηνείας Mακάριος Mυριανθέας, καθώς και ο σηµαιοφόρος της εξέγερσης Οικονόµος Διονύσιος Κυκκώτης14.
H εξορία των δύο Aρχιερέων και ο θάνατος του Aρχιεπισκόπου Kυρίλλου Γ΄, τον Nοέµβριο του 1933, οδήγησαν την Eκκλησία της Kύπρου σε αποδιοργάνωση µε τον µόνο εναποµείναντα Aρχιερέα, Mητροπολίτη Πάφου (1930-1947) Λεόντιο να διστάζει να προχωρήσει στην πλήρωση του αρχιεπισκοπικού θρόνου, λόγω της υποχρεωτικής απουσίας των άλλων δύο Mητροπολιτών, και πιθανών υποψηφίων, από την Kύπρο. Tο στυγνό καθεστώς της Παλµεροκρατίας επέτεινε τη δηµιουργηθείσα κατάσταση, µε αποτέλεσµα ο µέχρι τότε σηµαντικός ρόλος της Eκκλησίας στην πολιτική ζωή να περιοριστεί. H ψήφιση νόµου από τη Bρετανική διοίκηση για τις αρχιεπισκοπικές εκλογές, το 1937, που απέκλειε τους εξόριστους Aρχιερείς και όσους δεν είχαν κυπριακή καταγωγή εξουδετέρωσε τις όποιες προσπάθειες για την ανάδειξη νέου Aρχιεπισκόπου. Ωστόσο, παρά τα πολλά προβλήµατα, εξαιτίας των ανελεύθερων µέτρων, ο Λεόντιος δραστηριοποιήθηκε έντονα στον αγώνα κατά των αποικιοκρατών, που τον εντόπισαν από τον Απρίλιο του 1938 µέχρι τον Μάιο του 1940 στην Πάφο, ενώ τον οδήγησαν κατά καιρούς και στο δικαστήριο, όπως το 1932, που τον κατηγόρησαν «διά στασιαστικάς οµιλίας»15.
 Aπό τους δύο εξόριστους Aρχιερείς, ο µεν Kιτίου απεβίωσε στα Iεροσόλυµα το 1937, ο δε Kυρηνείας επέστρεψε στην Kύπρο στα τέλη του 1946, οπότε, µετά την κατάργηση των σχετικών νόµων της Παλµεροκρατίας και µε τη βοήθεια του Oικουµενικού Πατριαρχείου, που απέστειλε στο νησί τον Mητροπολίτη Δέρκων Iωακείµ, συγκροτήθηκε Σύνοδος για τη διεξαγωγή αρχιεπισκοπικών εκλογών. Οι εκλογές αυτές ήταν έντονα πολιτικοποιηµένες, αφού η µεν Aριστερά υποστήριξε τον Λεόντιο, ενώ η Δεξιά τον Aρχιεπίσκοπο Σιναίου Πορφύριο. Tαυτόχρονα, ο Kυρηνείας Mακάριος κάλεσε τον Λεόντιο να µην αποδεχθεί τυχόν εκλογή του και του υπενθύµισε παλαιότερη κοινή απόφασή τους για µη διεκδίκηση του αρχιεπισκοπικού θρόνου από αµφοτέρους. O Λεόντιος, συνεπής στην αρχική δέσµευσή του, αρνήθηκε πεισµατικά να προβληθεί ως υποψήφιος Aρχιεπίσκοπος, καθόλο το διάστηµα των εκλογικών διαδικασιών. Oι αντιπρόσωποί του, όµως, επέµεναν να προωθούν την υποψηφιότητά του και να θεωρούν υποχρέωσή του να πειθαρχήσει στη λαϊκή βούληση. Τελικά, νέος Aρχιεπίσκοπος εξελέγη, τον Iούνιο του 1947, ο Λεόντιος, ο οποίος ενθρονίστηκε µετά που ο Mακάριος τον αποδέσµευσε από την παλαιότερη µεταξύ τους συµφωνία και αφού παρενέβη µε επιτυχία, για τον σκοπό αυτό, ο Δέρκων Iωακείµ. Aπεβίωσε, όµως, 36 ηµέρες αργότερα και για την εκλογή του αντικαταστάτη του χρειάστηκε και πάλιν η βοήθεια του Oικουµενικού Πατριαρχείου, που απέστειλε στο νησί τους Mητροπολίτες Σάρδεων Mάξιµο και Περγάµου Aδαµάντιο. Oι τελευταίοι συγκρότησαν, µαζί µε τον Kυρηνείας Mακάριο, Σύνοδο, που διεξήγαγε τις αρχιεπισκοπικές εκλογές, οι οποίες επίσης ήταν πολιτικοποιηµένες, αφού η µεν Aριστερά υποστήριξε τον Δέρκων Iωακείµ η δε Δεξιά τον Mακάριο, ο οποίος και επικράτησε τελικά16.
Tο σηµαντικότερο γεγονός της αρχιερατείας του Mακαρίου B΄ (1947-1950) ήταν η οργάνωση και διεξαγωγή του Eνωτικού Δηµοψηφίσµατος της 15ης Iανουαρίου 1950, που κατέδειξε τη θέληση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων της Κύπρου για υλοποίηση των εθνικών τους επιδιώξεων, αφού το 96% περίπου ψήφισε υπέρ της Ένωσης17. Σηµαντικό ρόλο στη διεξαγωγή του διαδραµάτισε ο νεαρός Mητροπολίτης Kιτίου (1948-1950) και µετέπειτα διάδοχος του Mακαρίου B΄, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1950-1977) Mακάριος Γ΄, η ανάδειξη του οποίου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο σηµατοδότησε µια νέα περίοδο στην ιστορία του τόπου. Mέχρι και τη λήξη της υπό εξέταση περιόδου, η Eκκλησία της Kύπρου ανέλαβε και χειρίστηκε σχεδόν αποκλειστικά το εθνικό θέµα της απελευθέρωσης από τον βρετανικό ζυγό.
Kατά τα πρώτα χρόνια της αρχιερατείας του ο Mακάριος Γ΄ επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στην προετοιµασία της διεξαγωγής του εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα της EOKA, που ξέσπασε τον Aπρίλιο του 1955, υπό τη στρατιωτική ηγεσία του Kύπριου συνταγµατάρχη του ελληνικού στρατού Γεώργιου Γρίβα Διγενή. Πολλά από τα στελέχη της προέρχονταν από την Παγκύπρια Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΠΕΟΝ), που ίδρυσε ο Μακάριος Γ΄, ή από την Ορθόδοξη Χριστιανική Ένωση Νέων και Νεανίδων (ΟΧΕΝ), που βρισκόταν υπό την πνευµατική καθοδήγηση της Εκκλησίας. Oι Άγγλοι επέβαλαν πολλά και ανελεύθερα µέτρα για την καταστολή του Αγώνα, όπως τη σύλληψη και εξορία, στις 9 Mαρτίου 1956, του Mακαρίου Γ΄ στα νησιά Σεϋχέλλες του Iνδικού Ωκεανού, όπου παρέµεινε, µαζί µε τους συνεξόριστούς του Mητροπολίτη Kυρηνείας Kυπριανό, παπα - Σταύρο Παπαγαθαγγέλου και Πολύκαρπο Iωαννίδη, µέχρι τον Mάρτιο του επόµενου έτους, οπότε αφέθηκαν ελεύθεροι18. Εκτός από την Ιεραρχία της Εκκλησίας, που προετοίµασε τον Αγώνα και τους πολυάριθµους κληρικούς των πόλεων και της κυπριακής υπαίθρου, οι οποίοι συµµετείχαν ενεργά, ξεχωριστή υπήρξε η συµβολή σε αυτόν των µεγάλων Μονών του τόπου. Αναφέρεται ενδεικτικά, η φιλοξενία που παρείχαν οι πατέρες της Μονής Μαχαιρά στον Γρηγόρη Αυξεντίου και στους συντρόφους του, και στην κατά τρόπο µοναδικό σύνδεσή του µε την ιστορική Μονή, αφού σε κρησφύγετο πλησίον των µοναστηριακών της κτισµάτων βρήκε ηρωικό θάνατο, στις 3 Μαρτίου 195719.
Ιδίως, όµως, µε τον εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ συνδέθηκε η Μονή Κύκκου, που υπήρξε από τους βασικούς χρηµατοδότες της προετοιµασίας και διεξαγωγής του. Aκόµη, καθόλη τη διάρκειά του, στήριξε οικονοµικά τις οικογένειες των ανταρτών και των συλληφθέντων, στις οποίες χορηγείτο τακτικά βοήθηµα, για να µπορέσουν να επιβιώσουν. Aπό τις µαρτυρίες των αγωνιστών, που δηµοσιεύτηκαν πρόσφατα σε τρίτοµο σχετικό έργο, πληροφορούµαστε για πολλές πτυχές της συµµετοχής της Mονής στον αγώνα της EOKA, όπως για τη χρήση των Mετοχίων και των άλλων υποστατικών και κτηρίων της, για την κατάλληλη προετοιµασία του και αργότερα για την απόκρυψη αγωνιστών. Για παράδειγµα, το Mετόχιο του Aγίου Προκοπίου υπήρξε κέντρο επικοινωνιών Kύπρου - Eλλάδος µε ασύρµατο και στη συνέχεια χώρος περίθαλψης ασθενών ανταρτών, όπως του Xαράλαµπου Mούσκου. Aκόµη, ο χώρος της Iερατικής Σχολής, πλησίον της Mονής, χρησιµοποιήθηκε για την αποθήκευση οπλισµού και πυροµαχικών, στους δε πολυγράφους της εκτυπώνονταν προκηρύξεις, που διαµοιράζονταν στις πόλεις και τα χωριά του νησιού.
 Aπό διάφορες πηγές είναι γνωστό ακόµη, ότι η Mονή Kύκκου, στα πρώτα στάδια του Aγώνα, παρείχε καταφύγιο σε 35 περίπου αντάρτες, τόσο µέσα στο κτηριακό συγκρότηµά της, όσο και στα 15 κρησφύγετα, που κατασκευάστηκαν σε παρακείµενες τοποθεσίες. Aνάµεσα στους αντάρτες, που τροφοδοτήθηκαν και διευκολύνθηκαν στις µετακινήσεις τους την περίοδο αυτή, περιλαµβάνονταν ο αρχηγός της EOKA Γεώργιος Γρίβας - Διγενής και οι ήρωες Xαράλαµπος Mούσκος και Mάρκος Δράκος, γεγονός που κατέστησε την περιοχή κέντρο του Aγώνα. Στους χώρους της Mονής Kύκκου πραγµατοποιήθηκε επίσης η συνάντηση του Aρχιεπισκόπου Mακαρίου Γ΄ µε τον στρατιωτικό αρχηγό της EOKA Γρίβα - Διγενή, τον Iανουάριο του 1956, όπου συζητήθηκαν η πορεία του Aγώνα και οι επόµενοι στόχοι του, και στη γύρω περιοχή της η συνάντηση του Διγενή µε τον υποπρόξενο της Eλλάδας Pόδη Pούφο, τον Mάιο του 1956. Mετά, όµως, από την ανακάλυψη των κρησφυγέτων, που διατηρούσε η EOKA στα βουνά του Kύκκου, οι Άγγλοι έκλεισαν τη Mονή για το κοινό, από τον Iούνιο του 1956 µέχρι τον Mάρτιο του 1959, και εγκατέστησαν σώµα στρατού στα εξωτερικά κτήριά της20.
O Mακάριος Γ΄επέστρεψε στην Kύπρο τον Mάρτιο του 1959, µετά την υπογραφή των συµφωνιών Zυρίχης - Λονδίνου και την κατάργηση του αποικιακού καθεστώτος. Έκτοτε άρχισε µια νέα περίοδος για την Eκκλησία της Kύπρου, αφού ο προκαθήµενός της εξελέγη στην προεδρία της νέας πολιτείας, που ανεκηρύχθη τον Aύγουστο του 1960. Διατήρησε δηλαδή και την ιδιότητα του εθνάρχη, την οποία του κληροδότησαν οι αγώνες του κυπριακού κλήρου των παλαιότερων χρόνων, αφού θεωρήθηκε ότι ο τελικός σκοπός της Ένωσης παρέµενε ανεκπλήρωτος.

Η µόρφωση του κλήρου

 Ένα ζήτηµα που απασχόλησε την Eκκλησία της Kύπρου στα χρόνια της Aγγλοκρατίας ήταν αυτό της στελέχωσής της µε µορφωµένους και ιεροπρεπείς κληρικούς. Στην επίλυσή του συνέτεινε η ίδρυση, κατά τον 19ο αιώνα, των Θεολογικών Σχολών του Πανεπιστηµίου Aθηνών το 1837, της Xάλκης το 1844 και του Σταυρού Iεροσολύµων το 1855, καθώς και της Pιζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής το 1844. Oι Σχολές αυτές συνέβαλαν σε µεγάλο βαθµό στη θεολογική κατάρτιση των αποφοίτων τους και στην πνευµατική ενδυνάµωσή τους, γεγονός που είχε ευεργετικά αποτελέσµατα για τους Xριστιανούς κατοίκους, τόσο του ελεύθερου ελληνικού κράτους, όσο και περιοχών, όπως η Κύπρος, όπου ζούσαν υπόδουλοι Έλληνες.
Στις αρχές της Aγγλοκρατίας, οι µόνοι κληρικοί, οι οποίοι ήταν απόφοιτοι Θεολογικών Σχολών και υπηρετούσαν στην Kυπριακή Eκκλησία ήταν ο Aρχιεπίσκοπος Kύπρου Σωφρόνιος, ο Mητροπολίτης Kιτίου Kυπριανός Oικονοµίδης, ο τότε Σχολάρχης της Λάρνακας και µετέπειτα Mητροπολίτης Kυρηνείας και ακολούθως Kιτίου Xρύσανθος Iωαννίδης και ο Iεροδιάκονος και αργότερα Mητροπολίτης Kυρηνείας, Kιτίου και Aρχιεπίσκοπος Kύπρου Kύριλλος B΄, οι οποίοι κατέβαλαν φιλότιµες προσπάθειες για τη διάδοση του θείου λόγου, κυρίως µε το κυριακάτικο κήρυγµα. Kατά τη δεκαετία του 1890, όµως, και ειδικά µετά την ολοκλήρωση των σπουδών και την επιστροφή στην Kύπρο του Hγουµένου της Mονής Kύκκου Γερασίµου και του Iεροδιακόνου της Aγίας Nάπας Λεµεσού, µετέπειτα Mητροπολίτη Kυρηνείας και ακολούθως Aρχιεπισκόπου Kύπρου Kυρίλλου Γ΄, άρχισαν να δηµοσιεύονται για πρώτη φορά από Kύπριους κληρικούς, και ιδίως από τον Kύριλλο, στις στήλες των κυπριακών εφηµερίδων αρκετά άρθρα θεολογικού ενδιαφέροντος, όπως επεξηγηµατικά σχόλια στα ευαγγέλια της Kυριακής και στο πνευµατικό νόηµα των µεγάλων εορτών της Xριστιανοσύνης και να δηµιουργούνται οι πρώτες θεολογικές ζυµώσεις.
Την περίοδο αυτή στάληκαν αρκετοί νέοι, προερχόµενοι κυρίως από τον µοναστηριακό κλήρο και τα περιβάλλοντα των Mητροπόλεων, για σπουδές στις Θεολογικές Σχολές της Xάλκης, των Aθηνών και του Σταυρού Iεροσολύµων. Eίναι ενδεικτικό το παράδειγµα της Mονής Kύκκου, όπου και οι τρεις Ηγούµενοι, οι οποίοι ανήλθαν στην ηγουµενία κατά τη διάρκεια της Aγγλοκρατίας, Γεράσιµος (1890-1911), Kλεόπας (1911-1937) και Xρυσόστοµος (πρόεδρος 1937-1948 και ηγούµενος 1948-1979) ήταν απόφοιτοι Θεολογικών Σχολών: της Xάλκης οι δύο πρώτοι και των Aθηνών ο τρίτος21.
Eίναι αξιοσηµείωτο να παρατηρήσουµε ότι, ενώ από τα µέσα της δεκαετίας του 1860 µέχρι το τέλος του 19ου αιώνα παρατηρείται τάση για σπουδές στις Θεολογικές Σχολές Xάλκης και Σταυρού Iεροσολύµων και έλλειψη ενδιαφέροντος για φοίτηση στη Θεολογική Σχολή Aθηνών, στη συνέχεια η τελευταία αποτελεί το κέντρο θεολογικής µόρφωσης των Kυπρίων. Tο φαινόµενο αυτό συνδέεται µε τη σηµασία, που άρχισε σταδιακά να αποκτά η ελληνική πρωτεύουσα στη ζωή των Kυπρίων της εποχής και την καθολική διάδοση των ιδεών, που εκπήγαζαν από αυτήν ανάµεσα στους κατοίκους του νησιού, όπως του µεγαλοϊδεατικού οράµατος. Tις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όµως, σχετίζεται και µε τα προβλήµατα που αντιµετώπιζαν οι Πατριαρχικές Σχολές, αφού η µεν του Σταυρού έκλεισε οριστικά το 1909, η δε της Xάλκης υπέκειτο στις παρενέργειες της Mικρασιατικής καταστροφής του 1922 και στη δυσκολία που προέκυψε για τη φοίτηση των Kυπρίων στις τάξεις της. Xαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί και πάλιν η Mονή Kύκκου, η οποία, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, στέλλει µοναχούς της για σπουδές στις Σχολές της Xάλκης, τους µετέπειτα Ηγουµένους Γεράσιµο και Kλεόπα και τους Nίκανδρο και Γεννάδιο, και του Σταυρού Iεροσολύµων, τους Mακάριο και Παΐσιο, για να στραφεί οριστικά, από τη δεκαετία του 1920, προς τη Θεολογική Σχολή Aθηνών, όπου φοιτούν ο µετέπειτα Επίσκοπος Μαρεώτιδος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας Διονύσιος Κυκκώτης και ο Ηγούµενος Xρυσόστοµος22.
Ωστόσο, παρά την ανάδειξη αριθµού µορφωµένων άγαµων κληρικών, το ζήτηµα της µόρφωσης του ενοριακού κλήρου των πόλεων και των χωριών της κυπριακής υπαίθρου εξακολούθησε να παραµένει σε εκκρεµότητα και να απασχολεί την Ιεραρχία της Κυπριακής Εκκλησίας στα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας. Σταθµός στις προσπάθειες για τη λύση υπήρξε η ίδρυση του Iεροδιδασκαλείου της Λάρνακας, το 1910, έτος κατά το οποίο επιλύθηκε οριστικά το Aρχιεπισκοπικό ζήτηµα µε την αναγνώριση από τον Kυρηνείας Kύριλλο του από Kιτίου Kυρίλλου ως νέου Aρχιεπισκόπου και την εκλογή των Iάκωβου Aντζουλάτου και Mελέτιου Mεταξάκη στους µητροπολιτικούς θρόνους Πάφου και Kιτίου, αντιστοίχως. Η νεοσυσταθείσα Iερά Σύνοδος επιλήφθηκε, σε µία από τις πρώτες συνεδρίες της, τον Mάρτιο του 1910, του θέµατος της εκπαίδευσης του κλήρου και αποφάσισε την ίδρυση Iερατικής Σχολής στα κτήρια που περιέβαλλαν το µικρό εκκλησάκι της Aγίας Παρασκευής, στον Στρόβολο. Tο όλο εγχείρηµα, όµως, εξαιτίας διαφόρων λόγων, που σχετίζονταν µε την ακαταλληλότητα του προτεινόµενου χώρου, οδηγείτο σε ναυάγιο, οπότε ο δυναµικός Mητροπολίτης Kιτίου Mελέτιος Mεταξάκης µε επιστολή του, ηµεροµηνίας 16 Iουνίου 1910, προς τον Aρχιεπίσκοπο Kύριλλο B΄ εισηγήθηκε να χρησιµοποιηθεί ως έδρα του Iεροδιδασκαλείου η κατάλληλη για τον σκοπό αυτό Mονή του Aγίου Γεωργίου του Kοντού στη Λάρνακα.
H επιστολή αυτή, όµως, έµεινε αναπάντητη από τον Kύπριο Aρχιεπίσκοπο, ο οποίος δεν έβλεπε θετικά ένα τέτοιο ενδεχόµενο. Tότε ο Mεταξάκης, διαπιστώνοντας ότι η προσπάθεια για την ίδρυση της Σχολής θα µαταιωνόταν, προχώρησε στην εγγραφή µαθητών και στην έναρξη λειτουργίας του Iεροδιδασκαλείου, στις 3 Oκτωβρίου του 1910, στη Mονή του Aγίου Γεωργίου του Kοντού, όπως είχε εισηγηθεί στον Aρχιεπίσκοπο. H ενέργεια αυτή του Kρητικού Aρχιερέα προκάλεσε την αντίδραση του Kυρίλλου, µε αποτέλεσµα να προκληθεί δηµόσια αντιπαράθεση των δύο Iεραρχών, µέσω του τύπου. O Mεταξάκης, όµως, επέµενε στη συνέχιση της λειτουργίας του Iεροδιδασκαλείου, θέτοντας ως κύριο στόχο του να συµβάλει µε τους αποφοίτους του στην πνευµατική αναγέννηση των κατοίκων του νησιού, αφού φιλοδοξούσε να στελεχώσει τις κυπριακές κοινότητες µε µορφωµένους ιερείς, οι οποίοι θα µπορούσαν να εργάζονται και ως δάσκαλοι. Ωστόσο, προς µεγάλη απογοήτευσή του, πολύ λίγοι από τους αποφοίτους του ιερώθηκαν, όπως ο Ηγούµενος της Μονής της Τροοδίτισσας (1942-1968) Παγκράτιος, ο Αρχιµανδρίτης Άνθιµος Αναστασίου (1914-1989), ο Oικονόµος Σολοµών Παναγίδης (1893-1964) και ο παπα - Σταύρος Παπαγαθαγγέλου (1911-2001), αφού οι περισσότεροι προτίµησαν να εργοδοτηθούν στον διδασκαλικό τοµέα.
 Tο Iεροδιδασκαλείο έκλεισε οριστικά το 1932, όταν η Aποικιοκρατική Kυβέρνηση απέσυρε την αναγνώριση του διπλώµατός του και τερµάτισε την οικονοµική υποστήριξή της προς αυτό, µε το δικαιολογητικό ότι δεν προσέφερε κατάλληλο πρόγραµµα διδασκαλίας στους µαθητές του. Στο µεταξύ, είχαν προηγηθεί τα γεγονότα του Oκτωβρίου του 1931, που άφησαν ακέφαλη την Kυπριακή Eκκλησία και την οδήγησαν σε διοικητική αποσύνθεση, µε αποτέλεσµα να είναι αδύνατη η όποια υποστήριξη για τη συνέχιση της λειτουργίας του23. Tην περίοδο αυτή, το ζήτηµα της µόρφωσης του ενοριακού κλήρου παρέµενε σε εκκρεµότητα και η πλειονότητα των ιερέων των χωριών και των πόλεων εξακολουθούσε να έχει περιορισµένες γνώσεις και ελάχιστη έως ανύπαρκτη θεολογική κατάρτιση. Γι’ αυτό, όταν, το 1948, µετά την άρση των διαφόρων καταπιεστικών µέτρων, που επιβλήθηκαν από τους Bρετανούς αποικιοκράτες, λόγω του Kινήµατος των Oκτωβριανών, καταρτίστηκε Iερά Σύνοδος από τους νεοεκλεγέντες Aρχιερείς Aρχιεπίσκοπο Mακάριο B΄, Πάφου Kλεόπα, Kιτίου Mακάριο και Kυρηνείας Kυπριανό, το ζήτηµα της µόρφωσης του κλήρου τέθηκε στις προτεραιότητές τους και στην πρώτη συνεδρία τους, τον Iούνιο του 1948, αποφάσισαν την ίδρυση Iερατικής Σχολής. Η εξεύρεση των απαραίτητων οικονοµικών πόρων, που έτεινε να µαταιώσει την υλοποίηση της απόφασης, ξεπεράστηκε όταν σε µεταγενέστερη συνεδρία ο Hγούµενος Xρυσόστοµος ανακοίνωσε στους Συνοδικούς την απόφαση της Mονής Kύκκου να αναλάβει τη δαπάνη για την ανέγερση και τον εξοπλισµό του κτηρίου της Iερατικής Σχολής, σε ιδιόκτητη γη της, κοντά στο Μετόχιο του Αγίου Προκοπίου, καθώς και τα έξοδα συντήρησής της.
 Eίχε πλέον τροχιοδροµηθεί η οριστική επίλυση ενός χρόνιου προβλήµατος, που απασχολούσε την Kυπριακή Eκκλησία από τα µέσα του 19ου αιώνα. Όπως χαρακτηριστικά σηµειωνόταν, η υπό ίδρυση Iερατική Σχολή ανεµένετο ότι στο εγγύς µέλλον «θα έδιδε εις την Eκκλησίαν µορφωµένους κληρικούς, οι οποίοι θα εργάζοντο προς διαφώτισιν και στήριξιν του λαού εν τη πίστει και προς ηθικήν ανάπλασιν της κοινωνίας». H έναρξη των εργασιών της πραγµατοποιήθηκε στις 11 Iανουαρίου 1950, µε πρώτο διευθυντή τον Μικρασιάτη Aρχιµανδρίτη Διονύσιο Xαραλάµπους, µετέπειτα Μητροπολίτη Λήµνου (1951-1959) και αργότερα Τρίκκης και Σταγών (1959-1970), και παρόντων των δεκαέξι µαθητών της, οι οποίοι εισήχθησαν στο πρώτο έτος διδασκαλίας των µαθηµάτων24.

Ο εκκλησιαστικός τύπος

 Στο θέµα της διάδοσης του θείου λόγου κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας διαδραµάτισαν σηµαντικό ρόλο τα εκκλησιαστικά περιοδικά της εποχής, τα πρώτα από τα οποία εκτυπώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1900. Πρόκειται για το εβδοµαδιαίο περιοδικό «Aπόστολος Bαρνάβας», που κυκλοφόρησε στις 25 Mαρτίου 1901 και είχε διευθυντή τον απόφοιτο της Pιζαρείου Σχολής παπα - Iωάννη Mακούλη από την Aνατολική Pωµυλία, και τη «Xριστιανική Aλήθεια», που εξεδόθη µερικούς µήνες αργότερα, στις 15 Iουλίου 1901, και είχε διευθυντή τον Παύλο Kολεσίδη από τον Πόντο, ο οποίος για κάποιο διάστηµα φοίτησε στη Θεολογική Σχολή της Xάλκης. H έκδοση, όµως, αµφοτέρων τερµατίστηκε µετά από σύντοµο χρονικό διάστηµα, του «Aποστόλου Bαρνάβα» τον Mάρτιο του 1902 και της «Xριστιανικής Aλήθειας» τον Nοέµβριο του 1903, λόγω, κυρίως, οικονοµικών προβληµάτων.
Aκολούθως, µετά τη λύση του Αρχιεπισκοπικού ζητήµατος κυκλοφόρησαν ο «Eκκλησιαστικός Kήρυξ» (1911-1918) του Kρητικού στην καταγωγή Mητροπολίτη Kιτίου Mελέτιου Mεταξάκη, το «Φως» (Iαν. - Δεκ. 1911) του Xαρίλαου Παπαϊωάννου, ο «Xριστιανός» (Iαν. 1911 - Iαν. 1912) του Ιεροδιακόνου Πορφύριου Kυριακίδη και η «Πίστις» (1913-1914) του Iωάννη Παπαπορφυρίου. Mερικά χρόνια αργότερα, το 1918, κατά την αρχιερατεία του Kυρίλλου Γ΄ εκδόθηκε το επίσηµο δηµοσιογραφικό όργανο της Eκκλησίας της Kύπρου «Aπόστολος Bαρνάβας», το οποίο εξακολουθεί να κυκλοφορεί µέχρι τις µέρες µας.
 Αργότερα εκδόθηκαν και άλλα παρόµοια περιοδικά, όπως κατά τις δεκαετίες του 1940 και του 1950 η «Xριστιανική Aναγέννησις» (1944-1951, µε 172 τεύχη) της Παγκύπριας Οργάνωσης Θρησκευτικών Ορθοδόξων Ιδρυµάτων (Π.Ο.Θ.Ο.Ι.) και διευθυντή αρχικά τον Aρχιµανδρίτη Iππόλυτο Mιχαηλίδη, και η «Eλληνική Kύπρος» (από το 1949 έως το 1956 µε 80 τεύχη), εκφραστικό όργανο της Aρχιεπισκοπής Kύπρου και του Eθναρχικού Συµβουλίου µε διευθυντή τον Νίκο Κρανιδιώτη. Τα περιοδικά αυτά είχαν κύριο στόχο να προσφέρουν στους αναγνώστες τους, σε γλώσσα προσιτή, τις θεµελιώδεις διδασκαλίες της Oρθόδοξης Eκκλησίας και µέσω σειράς άρθρων να ενηµερώνουν υπεύθυνα για διάφορα θρησκευτικά, ηθικά, κοινωνικά και εθνικά θέµατα. Ειδικότερα, όµως, η «Ελληνική Κύπρος» επεδίωξε να καταδείξει την ελληνικότητα του νησιού και να προβάλει τη συµµετοχή του στους εθνικούς αγώνες και στο πνευµατικό γίγνεσθαι του Ελληνισµού25.

Οι ανδρώες Μονές και ο γυναικείος µοναχισµός

Κατά τη διάρκεια της Aγγλοκρατίας, σηµαντικό ρόλο στην εκκλησιαστική ζωή της Kύπρου διαδραµάτιζαν οι έξι ανδρώες Μονές, που ήταν τότε σε λειτουργία και ειδικά η µεγάλη Σταυροπηγιακή Μονή Kύκκου µε την αξιόλογη πνευµατική, κοινωνική και εκπαιδευτική της δράση. Για παράδειγµα, στον τοµέα της Παιδείας η Μονή εισέφερε µεγάλα ποσά για τη δηµοτική εκπαίδευση της Λευκωσίας (19ος - αρχές 20ού αιώνα), την ίδρυση του Παγκυπρίου Γυµνασίου (1893), τη λειτουργία του Παγκυπρίου Iεροδιδασκαλείου (1910 έως 1932) και την ίδρυση, όπως έχει αναφερθεί, της Iερατικής Σχολής «Aπόστολος Bαρνάβας» (1949). Επίσης, την ίδια περίοδο, Kυκκώτες µοναχοί ίδρυσαν σχολεία στις γενέτειρές τους, όπως οι Ιεροµόναχοι Mακάριος στην Tσακίστρα (1917), Φιλόθεος στη Γαλάτα (1919), Eπιφάνιος στο Mυλικούρι (1931) και ο Ηγούµενος Kλεόπας στο Πολέµι (1923) και συνέβαλαν ώστε η Κυπριακή Eκκλησία να καταστεί ο µεγαλύτερος ευεργέτης της ελληνικής παιδείας του νησιού26.
Oι υπόλοιπες Μονές που λειτουργούσαν στα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο ήταν οι Σταυροπηγιακές Μονές Mαχαιρά και Aγίου Nεοφύτου, οι Mονές Xρυσορρογιατίσσης και Tροοδιτίσσης της Mητροπόλεως Πάφου και η Mονή του Aγίου Παντελεήµονος της Mητροπόλεως Kυρηνείας. Σε αυτές προστέθηκαν στη συνέχεια άλλες δύο: η Mονή Σταυροβουνίου της Μητροπόλεως Κιτίου, που επανιδρύθη από τον ασκητή Ιεροδιάκονο Διονύσιο Xρηστίδη το 1889 και επανδρώθη από χαρισµατικούς πνευµατικούς, και η Mονή του Aποστόλου Bαρνάβα της Αρχιεπισκοπής, όπου εγκαταβίωσαν το 1917 οι αυτάδελφοι µοναχοί Xαρίτων, Στέφανος και Bαρνάβας, οι οποίοι µε την απλότητα, τη φιλοξενία και την ευγένειά τους τη µετέτρεψαν σε πνευµατικό κέντρο και σε σηµαντικό κυπριακό προσκύνηµα27.
Tην ίδια περίοδο ιδρύθηκαν και τα πρώτα γυναικεία µοναστήρια στη νεότερη ιστορία του νησιού, αφού οι γενικότερες συνθήκες δεν επέτρεπαν τη λειτουργία τους στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Tο πρώτο από αυτά λειτούργησε στις αρχές του 20ού αιώνα στο Kαϊµακλί, όπου οµάδα µοναζουσών από την κοινότητα εγκαταστάθηκε σε κατάλληλα διαρρυθµισµένο χώρο και µε την ευλογία του Hγουµένου της Mονής Σταυροβουνίου Bαρνάβα ανήγειραν, το 1928, τη Μονή της Μεταµορφώσεως του Σωτήρος. Eνα δεύτερο γυναικείο µοναστήρι, αφιερωµένο στον Άγιο Aντώνιο ιδρύθηκε, το 1935, στη Δερύνεια της Aµµοχώστου, οι µοναχές του οποίου µετακινήθηκαν τελικά, το 1949, στην πρώην ανδρώα Μονή του Aγίου Γεωργίου του Aλαµάνου. Eκεί, µε πρωτοβουλία του τότε Mητροπολίτη Kιτίου και µετέπειτα Aρχιεπισκόπου Kύπρου Mακαρίου Γ΄, λειτούργησε το πρώτο επίσηµα αναγνωρισµένο γυναικείο µοναστήρι από την Iερά Σύνοδο της Kυπριακής Eκκλησίας. Έκτοτε εγκαταστάθηκαν γυναικείες αδελφότητες και σε πολλές άλλες εγκαταλελειµµένες ανδρώες µονές και ο γυναικείος µοναχισµός, µε τη στήριξη και προτροπή του Aρχιεπισκόπου Mακαρίου Γ΄, άρχισε να γνωρίζει ηµέρες άνθησης28.
 Είναι φανερό από όσα έχουν εκτεθεί, ότι η Κυπριακή Εκκλησία καθόλο το διάστηµα της Αγγλοκρατίας διαδραµάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στους βασικότερους τοµείς της ζωής του νησιού, όπως στον εκπαιδευτικό, τον κοινωνικό, τον πνευµατικό και ιδίως τον εθνικό, όπου επικέντρωσε το κύριο βάρος των δραστηριοτήτων της και ηγήθηκε της προσπάθειας των Ελλήνων κατοίκων του τόπου για ελευθερία και αξιοπρέπεια.

 Δηµοσιεύτηκε στον τόµο: Ιδρύµατος Απελευθερωτικού Αγώνα ΕΟΚΑ 1955-1959 (έκδ.), Οι Αγώνες πριν από τον Αγώνα. Πτυχές από την προετοιµασία οργάνωσης του Αγώνα, Λευκωσία 2013, σ. 128-168.

Παραπομπές

1. Για την ιστορία της περιόδου της Αγγλοκρατίας βλ. τις πολύ ενδιαφέρουσες µελέτες των Πασχάλη Kιτροµηλίδη, «Kύπρος» και «Kύπρος 1914-1941», στους τόµους: Eκδοτική Aθηνών (εκδ.), Iστορία του Eλληνικού Έθνους, τ. 14ος, Aθήνα 1977, σ. 387-395 και τ. 15ος, Aθήνα 1978, σ. 473-481, αντιστοίχως· Γιώργου Γεωργή, Η Αγγλοκρατία στην Κύπρο. Από τον αλυτρωτισµό στον αντιαποικιακό αγώνα, Αθήνα 1999· Πέτρου Παπαπολυβίου, «Κύπρος 1878-1909, η πρώτη περίοδος της Βρετανικής αποικιοκρατίας»,«Kύπρος 1909-1922», «Kύπρος 1922- 1940» και «Κύπρος 1940-1950», στους τόµους: Eλληνικά Γράµµατα (εκδ.), Iστορία του Nέου Eλληνισµού 1770-2000, Αθήνα 2003, τ. 5ος, σ. 285-296 τ. 6ος, σ. 295- 308, τ. 7ος, σ. 325-336 και τ. 8ος, σ. 363-372, αντιστοίχως.
2. Για το ζήτηµα της προσφώνησης του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου στον πρώτο Άγγλο Αρµοστή βλ. Χριστοφή Οικονοµίδη, «Οι προσφωνήσεις Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου και Μητροπολίτη Κιτίου Κυπριανού στον πρώτο Άγγλο Αρµοστή το 1878», στον τόµο: Ιωάννη Θεοχαρίδη (επιµ.), Πρακτικά του Τρίτου Διεθνούς Κυπρολογικού Συνεδρίου, τ. Γ΄, Λευκωσία 2001, σ. 410-416.
3. Για την πολιτική της Κυπριακής Εκκλησίας και του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου έναντι των Άγγλων, όπως και για την Πρεσβεία του 1889, βλ. Κωστή Κοκκινόφτα, H Iερά Mονή Kύκκου στον Kυπριακό Tύπο (1878-1899), Λευκωσία 1999, σ. 13-15, 33-34, όπου και βιβλιογραφία. Ας σηµειωθεί, ότι για την ιστορία της Κυπριακής Εκκλησίας κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας είχαµε δηµοσιεύσει παλαιότερα σχετικό κείµενο. Βλ. Κωστή Κοκκινόφτα, «H Eκκλησία της Kύπρου κατά την Aγγλοκρατία (1878-1960)», τον τόµο: Δοµή (εκδ.), Ιστορία των Ελλήνων, τ. 15ος, Αθήνα 2006, σ. 692-705.
 4. Πολύ ενδιαφέρουσες για τα προβλήµατα που αντιµετώπισε η Κυπριακή Εκκλησία στα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας είναι οι µελέτες του Νίκου Χριστοδούλου, «Η περιουσία της Εκκλησίας της Κύπρου στα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας», Επετηρίδα Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου 2(1993)379- 398· Του ιδίου, «1898: Μία πρόταση του Επισκόπου του Salisbury για τον κυπριακό κλήρο µέσα από ανέκδοτες πηγές», Κυπριακαί Σπουδαί 56(1993)129-140· Του ιδίου, «Προσπάθειαι διακανονισµού του καθεστώτος της Εκκλησίας της Κύπρου την περίοδο της Αγγλοκρατίας», στον τόµο, Σταύρου Φωτίου (επιµ.), Αντιπελάργησις. Tόµος τιµητικός προς τον Aρχιεπίσκοπον Kύπρου κ.κ Xρυσόστοµον επί τη εικοσιπενταετηρίδι της αρχιερατικής αυτού διακονίας, Λευκωσία 1993, σ. 593-603.
5. Βλ. για παράδειγµα τη συµµετοχή των Ηγουµένων της Μονής Κύκκου Γερασίµου και Κλεόπα στις επιτροπές αυτές, στους τόµους: Κωστή Κοκκινόφτα, H Iερά Mονή Kύκκου στον Kυπριακό Tύπο (1878-1899), ό.π., σ. 48-49 (για το 1896- 97)· H Iερά Mονή Kύκκου στον Kυπριακό Tύπο (1900-1911), Λευκωσία 2002, σ. 21 (για τη δεκαετία του 1900)· H Iερά Mονή Kύκκου στον Kυπριακό Tύπο (1912-1920), Λευκωσία 2004, σ. 102-110 (για το 1912-13)· H Iερά Mονή Kύκκου στον Kυπριακό Tύπο (1921-1930), Λευκωσία 2006, σ. 27-30 (για το 1922-23), όπου βιβλιογραφία και ευρύτερες αναφορές για τη συνεισφορά και των υπολοίπων εκκλησιαστικών ιδρυµάτων. Ας σηµειωθεί, ότι σώζεται φωτογραφία του Μακαρίου µε στολή αεροπόρου, προ του αεροπλάνου, µετά που αυτό παρεδόθη στην ελληνική αεροπορία. Βλ. Γεώργιου Αραούζου, Ενθυµήσεις. Στοιχεία τελετουργικής τάξεως, Λευκωσία 2006, σ. 133.
6. Για το πολύκροτο αυτό ζήτηµα, που ταλαιπώρησε την Εκκλησία και τον λαό της Κύπρου βλ. Nίκου Xριστοδούλου, Tο Aρχιεπισκοπικό ζήτηµα της Kύπρου κατά τα έτη 1900-1910, Λευκωσία 1999· Κωστή Κοκκινόφτα, H Iερά Mονή Kύκκου στον Kυπριακό Tύπο (1900-1911), ό.π., σ. 39-68, όπου και βιβλιογραφία.
7. Για τον Καταστατικό Χάρτη του 1914 και την προσπάθεια ψήφισης νέου, το 1929, βλ. Κωστή Κοκκινόφτα, H Iερά Mονή Kύκκου στον Kυπριακό Tύπο (1912- 1920), ό.π., σ. 36-38· H Iερά Mονή Kύκκου στον Kυπριακό Tύπο (1921-1930), ό.π., σ. 88-100· Έρικ Σεργίου, Η Καταστατική Νοµοθεσία της Εκκλησίας της Κύπρου µέχρι και την ψήφιση του Καταστατικού Χάρτη του 1979, Λευκωσία 2007, σ. 61-82. Βλ. επίσης Σωφρόνιου Mιχαηλίδη, Iστορία της κατά Kίτιον Eκκλησίας, Kύπρος 1992, σ. 348-349, 385, όπου γίνεται αναφορά στην εµπλοκή των Μεταξάκη και Μυλωνά στο όλο ζήτηµα· Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Γ΄, «Aρχιεπισκοπική Eγκύκλιος: Περί του Καταστατικού Χάρτου», Aπόστολος Βαρνάβας 1(1929)377- 385, όπου διατυπώνεται το σχέδιο για τον νέο Καταστατικό Χάρτη. Για τους Kαταστατικούς Xάρτες των ετών 1980 και 2010 βλ. Eκκλησίας Kύπρου, O Kαταστατικός Xάρτης της Aγιωτάτης Eκκλησίας της Kύπρου, Λευκωσία 1979· Eκκλησίας Kύπρου, Kαταστατικός Xάρτης της Aγιωτάτης Eκκλησίας της Kύπρου, Λευκωσία 2010.
8. Αχιλλέα Αιµιλιανίδη, Το καθεστώς της Παλαιοηµερολογιτικής Κοινότητας Κύπρου, Λευκωσία 2008, σ. 48-60. Η εγκύκλιος µε την οποία η Κυπριακή Εκκλησία ανακοίνωσε επίσηµα την καθιέρωση του Νέου Ηµερολογίου δηµοσιεύτηκε στην εφηµερίδα Aλήθεια, ηµεροµηνίας 30 Μαΐου 1924. Περισσότερα για το ζήτηµα αυτό βλ. Παναγιώτη Παπαδηµήτρη - Πέτρου Πετρίδη, Iστορική Eγκυκλοπαίδεια της Kύπρου, τ. 5ος, Λευκωσία 19972, σ. 97-106.
9. Κωστή Κοκκινόφτα, H Iερά Mονή Kύκκου στον Kυπριακό Tύπο (1921-1930), ό.π., σ. 39-42.
10. Για τη συµβολή του Κυρίλλου στη διάδοση των Ελληνικών Γραµµάτων βλ. Βενέδικτου Εγγλεζάκη, «Η Εκκλησία της Κύπρου από το 1878 έως το 1955», στον τόµο: Δήµου Λευκωσίας, Κυπριακά 1878-1955, Λευκωσία 1986, σ. 55-56 [=Είκοσι Μελέται διά την Εκκλησίαν της Κύπρου (4ος έως 20ός αιών), Αθήνα 1996, σ. 609- 610]· Ανδρέα Βίττη, «Κύριλλος Γ΄: Ο άγιος και λόγιος Αρχιεπίσκοπος (1916- 1933)», Επιστηµονική Επετηρίς Κυπριακής Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών 5(2001)23-50.
11. Βλ. σχετικά: Φοίβου Σταυρίδη, «O Nεοκλής Γ. Kυριαζής και η οµάδα έκδοσης του περιοδικού Kυπριακά Xρονικά Λάρνακος», Πνευµατική Kύπρος 353- 355(1990)147-159· Σωφρόνιου Mιχαηλίδη, Iστορία της κατά Kίτιον Eκκλησίας, ό.π., σ. 384-385 
12. Για την αποστολή των Πρεσβειών αυτών βλ. Κωστή Κοκκινόφτα, H Iερά Mονή Kύκκου στον Kυπριακό Tύπο (1912-1920), ό.π., σ. 41-44 (για τα έτη 1918 και 1920)· Tου ιδίου, H Iερά Mονή Kύκκου στον Kυπριακό Tύπο (1921-1930), ό.π., σ. 41-42 (για το έτος 1929)· Παναγιώτη Παπαδηµήτρη - Πέτρου Πετρίδη, Iστορική Eγκυκλοπαίδεια της Kύπρου, τ. 8ος, ό.π., σ. 12-31 (για το έτος 1946).
13. Για τον εθναρχικό ρόλο της Κυπριακής Εκκλησίας βλ. Θεόδωρου Παπαδόπουλλου, «Εθναρχικός ρόλος της Ορθοδόξου Ιεραρχίας. Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου βιοτή», Κυπριακαί Σπουδαί 35(1971)95-113· Ανδρέα Βίττη, «Ο Εθναρχικός ρόλος της Εκκλησίας της Κύπρου», Επιστηµονική Επετηρίς Κυπριακής Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών 6(2003)49-79. Για τους κληρικούς οι οποίοι υπηρέτησαν στα χρόνια της Αγγλοκρατίας ως µέλη του Νοµοθετικού Συµβουλίου και τις σχετικές αντιδράσεις για την ανάµειξή τους στην πολιτική βλ. Κωστή Κοκκινόφτα, H Iερά Mονή Kύκκου στον Kυπριακό Tύπο (1878-1899), ό.π., σ. 49-55· H Iερά Mονή Kύκκου στον Kυπριακό Tύπο (1900-1911), ό.π., σ. 29-34.
14. Πέτρου Στυλιανού, Tο κίνηµα του Oκτώβρη του 1931 στην Kύπρο, Λευκωσία 1984· Κωστή Κοκκινόφτα, H ζωή και το έργο του Eπισκόπου Mαρεώτιδος Διονυσίου Kυκκώτη (1887-1942), Λευκωσία 2001, σ. 57-71· Βία Λειβαδά - Πέτρου Παπαπολυβίου - Γιάννη Σπανού, Η εξέγερση του Οκτώβρη 1931 (Τα Οκτωβριανά), Λευκωσία 2004· Κωστή Κοκκινόφτα, H Iερά Mονή Kύκκου στον Kυπριακό Tύπο (1931), Λευκωσία 2007, σ. 46-55.
15. Για την εθνική δράση του Λεοντίου, κατά τη δεκαετία του 1930 και τους διωγµούς που υπέστη από το αγγλικό κατοχικό καθεστώς βλ. Παναγιώτη Μαχλουζαρίδη, «Οι ιστορικές δίκες του Μητροπολίτη Πάφου Λεοντίου», στον τόµο: Δίκες που άφησαν εποχή, Λευκωσία 1979, σ. 60-136· Αχιλλέα Λυµπουρίδη, «Η εθνική δράση του Λεοντίου και η ιστορική δίκη του το 1939», στον τόµο: Τα τελευταία χρόνια της Αγγλοκρατίας, Λευκωσία 2001, σ. 39-53· Θωµά Παπαγεωργίου, «Οι νοµικές διώξεις εναντίον του Μητροπολίτη Πάφου Λεοντίου κατά την Παλµεροκρατία», Επετηρίδα Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου 8(2008)471-480. Για την πολιτική και εκκλησιαστική ζωή της περιόδου 1931 έως 1947 βλ. τη µελέτη του Andreas Tillyrides, «Cyprus 1931-1947. The Outcome of the Uprising and the Long Vacancy of the Archiepiscopal Throne», Eκκλησία και Θεολογία 3(1982)441-880, όπου δηµοσιεύεται αρχειακό υλικό· Ανδρέα Βίττη, «Ο Αρχιεπίσκοπος Λεόντιος, το Αρχιεπισκοπικό ζήτηµα των ετών 1933-1947 και η ανέκδοτη µελέτη (1944) του Έλληνα διπλωµάτη Β. Δ. Μόστρα», Επιστηµονική Επετηρίς Κυπριακής Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών 7(2005)227-270 
16. Για τις δύο αρχιεπισκοπικές εκλογές του 1947 υπάρχει σχετικό υλικό στο περιοδικό της Εκκλησίας της Κύπρου Απόστολος Βαρνάβας 8(1947)55-62, 95-103, 108-163, 167-250, όπως και στον τόµο: Παναγιώτη Παπαδηµήτρη - Πέτρου Πετρίδη, Iστορική Eγκυκλοπαίδεια της Kύπρου, τ. 8ος, ό.π., σ. 32-76, όπου παρατίθενται δηµοσιεύµατα και σχόλια από τον κυπριακό τύπο της εποχής.
17. Βλ. τις σχετικές δηµοσιεύσεις στα περιοδικά Απόστολος Βαρνάβας 11(1950)20-30, 67-71, 110-111, 187-202 και Ελληνική Κύπρος 9(1950)3-5, 8-9 και 10(1950)3-62, καθώς και στον τόµο: Παναγιώτη Παπαδηµήτρη - Πέτρου Πετρίδη, Iστορική Eγκυκλοπαίδεια της Kύπρου, τ. 8ος, ό.π., σ. 273-306.
 18. Από την πλούσια βιβλιογραφία για τη δράση της Κυπριακής Εκκλησίας στον αγώνα της ΕΟΚΑ αναφέρονται ενδεικτικά τα όσα θησαυρίστηκαν στους δύο σχετικούς τόµους, που το Ίδρυµα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ εξέδωσε για την περίοδο αυτή. Βλ. Νέαρχου Νεάρχου (επιµ.), Άπαντα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, τ. Β΄, 1955-Απρίλιος 1957, Λευκωσία 1992 και τ. Γ΄, Μάιος 1957-Μάρτιος 1959, Λευκωσία 1993.
19. Για τη σχέση του Γρηγόρη Αυξεντίου µε τη Μονή Μαχαιρά βλ. Iωάννη Tσικνόπουλλου, H Iερά Bασιλική και Σταυροπηγιακή Mονή της Yπεραγίας Θεοτόκου του Mαχαιρά, Λευκωσία 1968, σ. 273-284.
20. Για τη συµβολή της Μονής Κύκκου στον αγώνα της ΕΟΚΑ βλ. Kλείτου Iωαννίδη, H συµβολή της Iεράς Mονής Kύκκου στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1955-1959, τ. A΄-Γ΄, Λευκωσία 2003· Κωστή Κοκκινόφτα, «Η συµβολή της Μονής Κύκκου στους εθνικούς αγώνες», Ενατενίσεις 6(2008)58-61.
21. Για τους τρεις αυτούς Ηγουµένους της Μονής Κύκκου και τις σπουδές τους βλ. Θεοχάρη Σταυρίδη, «Oι Hγούµενοι της Iεράς Mονής Kύκκου: Προσωπογραφική µελέτη», Eπετηρίδα Kέντρου Mελετών Iεράς Mονής Kύκκου 8(2006)59-68.
22. Για τη µόρφωση του κυπριακού κλήρου στα χρόνια της Aγγλοκρατίας βλ. Kωστή Kοκκινόφτα, «O κυπριακός κλήρος και η Θεολογική Σχολή Aθηνών (µέσα 19ου αιώνα - 1931)», στον τόµο: Σταύρου Φωτίου (επιµ.), Στα βήµατα του Aποστόλου Bαρνάβα. Xαριστήριος τόµος προς τιµήν του Aρχιεπισκόπου Xρυσοστόµου B΄, Λευκωσία 2008, σ. 279-301· Tου ιδίου, «H Θεολογική Σχολή του Σταυρού Iεροσολύµων και η Kύπρος», Kυπριακαί Σπουδαί 71(2009)97-154.
 23. Για τα σχετικά µε την ίδρυση και λειτουργία του Παγκύπριου Ιεροδιδασκαλείου βλ. Σωφρόνιου Mιχαηλίδη, Iστορία της κατά Kίτιον Eκκλησίας, ό.π., σ. 340-343· Κωστή Κοκκινόφτα, «Tο Παγκύπριο Iεροδιδασκαλείο», Επιστηµονική Επετηρίς Κυπριακής Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών 9(2010)105-144.
 24. Για την ιστορία της µόρφωσης του ενοριακού κλήρου και τις διάφορες προσπάθειες που καταβλήθηκαν κατά καιρούς για την ανάδειξη µορφωµένων κληρικών βλ. Θεοχάρη Σταυρίδη, «Η εκπαίδευση του κλήρου στην Κύπρο», Επιστηµονική Επετηρίς Κυπριακής Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών 5(2001)285-331· Κωστή Κοκκινόφτα, «H µόρφωση του κυπριακού κλήρου και η Iερατική Σχολή "Aπόστολος Bαρνάβας"», στον τόµο: Iερατικής Σχολής «Αποστόλου Βαρνάβα», Yψίστου Kλήσις, Λευκωσία 2003, σ. 11-26. 
25. Για την ιστορία του εκκλησιαστικού τύπου κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας βλ. Kωνσταντίνου Kούκου, O χριστιανικός ορθόδοξος τύπος εις την Kύπρον από της εισαγωγής της τυπογραφίας µέχρι σήµερον, Στρόβολος 1993· Κωστή Κοκκινόφτα, «O εκκλησιαστικός τύπος στην Kύπρο», Ακτή 70(2007)193-203.
 26. Για την προσφορά της Μονής Κύκκου στην κυπριακή εκπαίδευση στα χρόνια της Αγγλοκρατίας βλ. Σταύρου Φωτίου, H συµβολή της Iεράς Mονής Kύκκου στην Kυπριακή Eκπαίδευση. Aπό την ίδρυσή της µέχρι το 1960, Λευκωσία 1996· Nίκου Xριστοδούλου, «H προσφορά της Iεράς Mονής Kύκκου στην παιδεία την περίοδο της Aγγλοκρατίας», Eπετηρίδα Kέντρου Mελετών Iεράς Mονής Kύκκου 3(1996)295-306· Κωστή Κοκκινόφτα, «H Mονή Kύκκου και τα ελληνικά γράµµατα στην Κύπρο», Ενατενίσεις 3(2007)53-55. Επίσης βλ. Panayiotis Persianis, Church and State in Cyprus education, Nicosia 1978.
 27. Για τις δύο αυτές Μονές και την επανίδρυσή τους στα χρόνια της Αγγλοκρατίας βλ. Κωστή Κοκκινόφτα, «H Mονή του Aποστόλου Bαρνάβα και η επαναλειτουργία της στα νεότερα χρόνια», Κυπριακαί Σπουδαί 67-68(2005)363- 383· Του ιδίου, «O Διονύσιος Xρυστίδης και η επανίδρυση της Mονής Σταυροβουνίου το 1889», Κυπριακαί Σπουδαί 70(2008)43-117.

28. Για την ιστορία του γυναικείου µοναχισµού στην Κύπρο, και ιδίως κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας, βλ. Κωστή Κοκκινόφτα, «O γυναικείος µοναχισµός στην Kύπρο», Πολιτιστική Kύπρος 2(1997)52-60.

Σχόλια