Του Λεωνίδα Λεωνίδου
Συχνά χρησιμοποιείται το επιχείρημα ότι ο αγώνας της ΕΟΚΑ δεν έπρεπε να γίνει, ότι ήταν αφετηρία των δεινών μας και ότι η Βρετανία θα παραχωρούσε στην Κύπρο την ελευθερία της εξ ιδίας βούλησης. Αλλά αν μελετήσει κανείς τόσο τις γεωπολιτικές καταστάσεις και εξελίξεις όσο και τα επίσημα βρετανικά έγγραφα πολύ εύκολα διαπιστώνει πόσο επιφανειακή και αφελής είναι η υπόθεση αυτή.
Το 1919 σχετική απόρρητη έκθεση του Βρετανικού Υπουργείου Αποικιών καθορίζει ότι η Κύπρος ήταν ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα της Βρετανίας. Στα μετέπειτα χρόνια και ενόψει της διαμόρφωσης των κέντρων επιρροής μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και τη σταδιακή πόλωση των κρατών σε Δυτικό Συνασπισμό και Σοβιετική Ένωση, η Κύπρος αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τη Βρετανία και το Δυτικό στρατόπεδο. Από τις τότε Βρετανικές αποικίες (Δυτική Αφρική, Χρυσή Ακτή, Σουδάν, Μάλτα, Κένυα, Μαλαισία, Ροδεσία, Παλαιστίνη, Γιβραλτάρ, Βρετανική Γουιάνα και τα Νησιά Φώκλαντ) καμιά άλλη δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει τα στρατηγικά τους σχέδια όσο η Κύπρος. Η ψυχρή και πάγια πολιτική της Βρετανίας έναντι της Κύπρου, ότι το ζήτημα ήταν κλειστό και ότι δεν πρόκειται να γίνει καμιά αλλαγή στο θέμα της κυριαρχίας, διατυπωνόταν συχνότατα σε όλες τις συζητήσεις και με κάθε ευκαιρία και αυτό δεν γινόταν με καμιά άλλη αποικία τους.
Σύμφωνα με τα βρετανικά έγγραφα το Υπουργείο Αποικιών την 1.1.1934 επιβεβαιώνοντας ότι η Κύπρος ήταν αποικία στρατηγικής σημασίας αποφάσισε να επεκτείνει το λιμάνι της Αμμοχώστου. Την 1.1.1947 το ίδιο υπουργείο θεωρούσε ότι “η αποχώρηση από την Παλαιστίνη αύξανε τη στρατηγική σημασία της Κύπρου”. Σε σύσκεψη των Αρχηγών των Ενόπλων Δυνάμεων της Βρετανίας στο Υπουργείο Άμυνας στις 26.2.1947 αποφασίστηκε ότι η Κύπρος θα εχρησιμοποιείτο όχι μόνο ως στρατιωτική βάση αλλά και “για τη μεταφορά παράνομων μεταναστών (δηλ. Εβραίων) από την Παλαιστίνη”. Τον επόμενο χρόνο οι Αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων ενέκριναν την εκπόνηση αριθμού στρατιωτικών έργων στην Κύπρο, το Γιβραλτάρ και στα Νησιά Φώκλαντς αλλά όχι στις άλλες βρετανικές αποικίες όπως η Μάλτα. To 1948 ο τότε Εργατικός υπουργός Αποικιών Creech Jones δήλωνε κατηγορηματικά «... για άλλη μια φορά ... πρέπει να επαναλάβω ότι δεν επιδιώκεται καμία αλλαγή στην κυριαρχία του νησιού». Αυτή η δήλωση που αντανακλούσε την πάγια στάση της Βρετανικής κυβέρνησης επιβεβαιώθηκε με παρόμοιους όρους τον Ιούνιο του 1950 από τον τότε υφυπουργό αποικιών Dugdale και η στάση της Κυβέρνησης στο ζήτημα της Κύπρου παρέμεινε αμετάβλητη. Στις 21 Ιουνίου 1950 ο Συντηρητικός υπουργός Αποικιών Alan Lennox-Boyd δήλωνε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι “η χώρα ως ένα σύνολο υποστηρίζει την Κυβέρνηση, καθιστώντας ξεκάθαρο ότι, λόγω της ζωτικής στρατηγικής σημασίας της, δεν προτιθέμεθα να εγκαταλείψουμε την Κύπρο”. Τη δήλωση αυτή ο ίδιος υπουργός επανέλαβε στο Κοινοβούλιο στις 14.2.1951. Στις 15 Νοεμβρίου 1951 απαντώντας σε ερώτηση του βουλευτή Emrys Hughes κατά πόσο η πολιτική παραχώρησης ανεξαρτησίας στο Σουδάν θα ίσχυε και για την Κύπρο, ο υπουργός Εξωτερικών Anthony Eden απάντησε ότι η Κύπρος αποτελούσε εντελώς διαφορετική περίπτωση. Σε συζήτηση στη Βουλή των Λόρδων στις 13 Ιουλίου 1953 ο Λόρδος Winster δήλωσε ότι η περίπτωση της Ροδεσίας, στην οποία η Βρετανία θα παραχωρούσε ανεξαρτησία ήταν τελείως διαφορετική από εκείνη της Κύπρου, διότι “αντίθετα με τη Ροδεσία σε καμία περίπτωση η Βρετανική κυβέρνηση δεν έχει δώσει διαβεβαίωση στους Κυπρίους για το μέλλον της Κύπρου”. Στις 5 Νοεμβρίου 1953 ο μετέπειτα Συντηρητικός υφυπουργός Εσωτερικών Charles Fletcher-Cooke δήλωνε στη Βουλή “η Κύπρος γίνεται ολοένα και πιο σημαντική κάθε μέρα. Δεν μπορεί βέβαια να αποτελέσει εναλλακτική λύση για τη διώρυγα του Σουέζ, αλλά μπορεί να γίνει ένα σημαντικό και χρήσιμο σημείο στην άμυνα της Μέσης Ανατολής.” Εξ άλλου ο τότε υπουργός αποικιών Oliver Lyttelton αναφερόμενος στο μέλλον της Βρετανικής Γουιάνας δήλωνε στη Βουλή ότι «μερικά από αυτά τα εδάφη θα αποκτήσουν πλήρη ανεξαρτησία - αλλά μερικά μπορεί να μην είναι ποτέ σε θέση να το πράξουν…»
Στις 23.2.1954 ο λόρδος Ogmore δήλωσε τα εξής: “Κύριοι, υπάρχει διαφορά μεταξύ της Κύπρου και τις άλλες αποικίες, στο ότι σήμερα σχεδόν κάθε άλλη αποικία στη βρετανική αυτοκρατορία πιέζει για αυτοδιοίκηση κάποιας μορφής. Η Κύπρος όμως είναι μια αποικία που δεν θα την έχει.
Απαντώντας στις 12 Μαΐου 1954 ερώτηση του Εργατικού βουλευτή E.L.Mallalieu για το μέλλον της Κύπρου ο τότε Συντηρητικός υπουργός Αποικιών Oliver Lyttelton δήλωνε ότι «ήδη η κυβέρνηση της Α.Μ. το έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να υπάρξει αλλαγή στη βρετανική κυριαρχία του νησιού...»
Επιστέγασμα όλης αυτής της πάγιας, στείρας και αμετάθετης βρετανικής πολιτικής έναντι της Κύπρου απετέλεσε και το γνωστό “ουδέποτε (η Κύπρος θα αποκτήσει την ανεξαρτησία της)” του τότε υφυπουργού Αποικιών Henry Hopkinson στις 28 Ιουλίου 1954.
Αυτή η πολιτική της Βρετανίας ίσχυε αποκλειστικά και μόνο για την Κύπρο. Το πόσο σημαντική ήταν η Κύπρος στα στρατηγικά συμφέροντα της Βρετανίας φαίνεται από τα εξής: 1) Η εμμονή της Βρετανίας να διατηρήσει δυο τεραστίας σχετικά έκτασης βάσεις κατά τις διαβουλεύσεις Ζυρίχης - Λονδίνου. 2) Η εγκατάσταση και λειτουργία για 4 δεκαετίες του μεγαλύτερου στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή ηλεκτρονικού κέντρου κατασκοπίας στον Άγιο Νικόλαο. 3) Η εγκατάσταση πυρηνικών όπλων στο Ακρωτήρι. 4) Η χρήση των βάσεων (σε συνεργασία με την τότε Κυπριακή κυβέρνηση) για τη μυστική μεταφορά όπλων στον Σαντάμ Χουσεΐν. 5) Η μετέπειτα χρήση των βάσεων στον πόλεμο εναντίον του Ιράκ. 6) Η χρήση των βάσεων στον πόλεμο εναντίον του “Ισλαμικού κράτους”. Τέλος, απόδειξη ότι η Βρετανία ουδέποτε θα εγκατέλειπε την Κύπρο ως αποικία της αποτελεί το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα διατηρεί δύο κυρίαρχες στρατιωτικές βάσεις στο νησί, όπως, ακόμα και σήμερα, έχει υπό τον έλεγχό της τα Νησιά Φώκλαντ και το Γιβραλτάρ. Είναι λοιπόν εμφανές ότι χωρίς τον αγώνα της ΕΟΚΑ η Βρετανία ουδέποτε θα εγκατέλειπε την Κύπρο.
https://www.facebook.com/leonidas.leonidou.5/posts/1583303798374410
Συχνά χρησιμοποιείται το επιχείρημα ότι ο αγώνας της ΕΟΚΑ δεν έπρεπε να γίνει, ότι ήταν αφετηρία των δεινών μας και ότι η Βρετανία θα παραχωρούσε στην Κύπρο την ελευθερία της εξ ιδίας βούλησης. Αλλά αν μελετήσει κανείς τόσο τις γεωπολιτικές καταστάσεις και εξελίξεις όσο και τα επίσημα βρετανικά έγγραφα πολύ εύκολα διαπιστώνει πόσο επιφανειακή και αφελής είναι η υπόθεση αυτή.
Το 1919 σχετική απόρρητη έκθεση του Βρετανικού Υπουργείου Αποικιών καθορίζει ότι η Κύπρος ήταν ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα της Βρετανίας. Στα μετέπειτα χρόνια και ενόψει της διαμόρφωσης των κέντρων επιρροής μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και τη σταδιακή πόλωση των κρατών σε Δυτικό Συνασπισμό και Σοβιετική Ένωση, η Κύπρος αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τη Βρετανία και το Δυτικό στρατόπεδο. Από τις τότε Βρετανικές αποικίες (Δυτική Αφρική, Χρυσή Ακτή, Σουδάν, Μάλτα, Κένυα, Μαλαισία, Ροδεσία, Παλαιστίνη, Γιβραλτάρ, Βρετανική Γουιάνα και τα Νησιά Φώκλαντ) καμιά άλλη δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει τα στρατηγικά τους σχέδια όσο η Κύπρος. Η ψυχρή και πάγια πολιτική της Βρετανίας έναντι της Κύπρου, ότι το ζήτημα ήταν κλειστό και ότι δεν πρόκειται να γίνει καμιά αλλαγή στο θέμα της κυριαρχίας, διατυπωνόταν συχνότατα σε όλες τις συζητήσεις και με κάθε ευκαιρία και αυτό δεν γινόταν με καμιά άλλη αποικία τους.
Σύμφωνα με τα βρετανικά έγγραφα το Υπουργείο Αποικιών την 1.1.1934 επιβεβαιώνοντας ότι η Κύπρος ήταν αποικία στρατηγικής σημασίας αποφάσισε να επεκτείνει το λιμάνι της Αμμοχώστου. Την 1.1.1947 το ίδιο υπουργείο θεωρούσε ότι “η αποχώρηση από την Παλαιστίνη αύξανε τη στρατηγική σημασία της Κύπρου”. Σε σύσκεψη των Αρχηγών των Ενόπλων Δυνάμεων της Βρετανίας στο Υπουργείο Άμυνας στις 26.2.1947 αποφασίστηκε ότι η Κύπρος θα εχρησιμοποιείτο όχι μόνο ως στρατιωτική βάση αλλά και “για τη μεταφορά παράνομων μεταναστών (δηλ. Εβραίων) από την Παλαιστίνη”. Τον επόμενο χρόνο οι Αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων ενέκριναν την εκπόνηση αριθμού στρατιωτικών έργων στην Κύπρο, το Γιβραλτάρ και στα Νησιά Φώκλαντς αλλά όχι στις άλλες βρετανικές αποικίες όπως η Μάλτα. To 1948 ο τότε Εργατικός υπουργός Αποικιών Creech Jones δήλωνε κατηγορηματικά «... για άλλη μια φορά ... πρέπει να επαναλάβω ότι δεν επιδιώκεται καμία αλλαγή στην κυριαρχία του νησιού». Αυτή η δήλωση που αντανακλούσε την πάγια στάση της Βρετανικής κυβέρνησης επιβεβαιώθηκε με παρόμοιους όρους τον Ιούνιο του 1950 από τον τότε υφυπουργό αποικιών Dugdale και η στάση της Κυβέρνησης στο ζήτημα της Κύπρου παρέμεινε αμετάβλητη. Στις 21 Ιουνίου 1950 ο Συντηρητικός υπουργός Αποικιών Alan Lennox-Boyd δήλωνε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι “η χώρα ως ένα σύνολο υποστηρίζει την Κυβέρνηση, καθιστώντας ξεκάθαρο ότι, λόγω της ζωτικής στρατηγικής σημασίας της, δεν προτιθέμεθα να εγκαταλείψουμε την Κύπρο”. Τη δήλωση αυτή ο ίδιος υπουργός επανέλαβε στο Κοινοβούλιο στις 14.2.1951. Στις 15 Νοεμβρίου 1951 απαντώντας σε ερώτηση του βουλευτή Emrys Hughes κατά πόσο η πολιτική παραχώρησης ανεξαρτησίας στο Σουδάν θα ίσχυε και για την Κύπρο, ο υπουργός Εξωτερικών Anthony Eden απάντησε ότι η Κύπρος αποτελούσε εντελώς διαφορετική περίπτωση. Σε συζήτηση στη Βουλή των Λόρδων στις 13 Ιουλίου 1953 ο Λόρδος Winster δήλωσε ότι η περίπτωση της Ροδεσίας, στην οποία η Βρετανία θα παραχωρούσε ανεξαρτησία ήταν τελείως διαφορετική από εκείνη της Κύπρου, διότι “αντίθετα με τη Ροδεσία σε καμία περίπτωση η Βρετανική κυβέρνηση δεν έχει δώσει διαβεβαίωση στους Κυπρίους για το μέλλον της Κύπρου”. Στις 5 Νοεμβρίου 1953 ο μετέπειτα Συντηρητικός υφυπουργός Εσωτερικών Charles Fletcher-Cooke δήλωνε στη Βουλή “η Κύπρος γίνεται ολοένα και πιο σημαντική κάθε μέρα. Δεν μπορεί βέβαια να αποτελέσει εναλλακτική λύση για τη διώρυγα του Σουέζ, αλλά μπορεί να γίνει ένα σημαντικό και χρήσιμο σημείο στην άμυνα της Μέσης Ανατολής.” Εξ άλλου ο τότε υπουργός αποικιών Oliver Lyttelton αναφερόμενος στο μέλλον της Βρετανικής Γουιάνας δήλωνε στη Βουλή ότι «μερικά από αυτά τα εδάφη θα αποκτήσουν πλήρη ανεξαρτησία - αλλά μερικά μπορεί να μην είναι ποτέ σε θέση να το πράξουν…»
Στις 23.2.1954 ο λόρδος Ogmore δήλωσε τα εξής: “Κύριοι, υπάρχει διαφορά μεταξύ της Κύπρου και τις άλλες αποικίες, στο ότι σήμερα σχεδόν κάθε άλλη αποικία στη βρετανική αυτοκρατορία πιέζει για αυτοδιοίκηση κάποιας μορφής. Η Κύπρος όμως είναι μια αποικία που δεν θα την έχει.
Απαντώντας στις 12 Μαΐου 1954 ερώτηση του Εργατικού βουλευτή E.L.Mallalieu για το μέλλον της Κύπρου ο τότε Συντηρητικός υπουργός Αποικιών Oliver Lyttelton δήλωνε ότι «ήδη η κυβέρνηση της Α.Μ. το έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να υπάρξει αλλαγή στη βρετανική κυριαρχία του νησιού...»
Επιστέγασμα όλης αυτής της πάγιας, στείρας και αμετάθετης βρετανικής πολιτικής έναντι της Κύπρου απετέλεσε και το γνωστό “ουδέποτε (η Κύπρος θα αποκτήσει την ανεξαρτησία της)” του τότε υφυπουργού Αποικιών Henry Hopkinson στις 28 Ιουλίου 1954.
Αυτή η πολιτική της Βρετανίας ίσχυε αποκλειστικά και μόνο για την Κύπρο. Το πόσο σημαντική ήταν η Κύπρος στα στρατηγικά συμφέροντα της Βρετανίας φαίνεται από τα εξής: 1) Η εμμονή της Βρετανίας να διατηρήσει δυο τεραστίας σχετικά έκτασης βάσεις κατά τις διαβουλεύσεις Ζυρίχης - Λονδίνου. 2) Η εγκατάσταση και λειτουργία για 4 δεκαετίες του μεγαλύτερου στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή ηλεκτρονικού κέντρου κατασκοπίας στον Άγιο Νικόλαο. 3) Η εγκατάσταση πυρηνικών όπλων στο Ακρωτήρι. 4) Η χρήση των βάσεων (σε συνεργασία με την τότε Κυπριακή κυβέρνηση) για τη μυστική μεταφορά όπλων στον Σαντάμ Χουσεΐν. 5) Η μετέπειτα χρήση των βάσεων στον πόλεμο εναντίον του Ιράκ. 6) Η χρήση των βάσεων στον πόλεμο εναντίον του “Ισλαμικού κράτους”. Τέλος, απόδειξη ότι η Βρετανία ουδέποτε θα εγκατέλειπε την Κύπρο ως αποικία της αποτελεί το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα διατηρεί δύο κυρίαρχες στρατιωτικές βάσεις στο νησί, όπως, ακόμα και σήμερα, έχει υπό τον έλεγχό της τα Νησιά Φώκλαντ και το Γιβραλτάρ. Είναι λοιπόν εμφανές ότι χωρίς τον αγώνα της ΕΟΚΑ η Βρετανία ουδέποτε θα εγκατέλειπε την Κύπρο.
https://www.facebook.com/leonidas.leonidou.5/posts/1583303798374410
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου