Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΡΙΒΑΣ - ΔΙΓΕΝΗΣ ΣΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940-1941


Σπύρος Δημητρίου
Αντιπρόεδρος Ιδρύματος Στρατηγού Γεωργίου Γρίβα - Διγενή


Το καλοκαίρι του 1939 τα πολιτικά γεγονότα στην Ελλάδα και την Ευρώπη τρέχουν με γρήγορους ρυθμούς. Οι δυνάμεις του Άξονα (Γερμανία-Ιταλία) έχουν κυριαρχήσει παντού, ενώ η πολιτική του κατευνασμού απέναντι στο Χίτλερ από την Αγγλία και τη Γαλλία απέτυχε. Η Γερμανία έχει προσαρτήσει ήδη την Αυστρία από το 1938 και,  μέχρι τον Ιούνιο του 1940, θα έχει καταλάβει την Πολωνία, τη Δανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και τη Νορβηγία, εφαρμόζοντας τη θεωρία της περί ζωτικού χώρου. Η Γαλλία και η Αγγλία θα κηρύξουν τον πόλεμο στη Γερμανία κι αμέσως θ’ αρχίσει ο βομβαρδισμός των βρετανικών πόλεων από τη γερμανική αεροπορία, ενώ οι Γάλλοι θα ηττηθούν απ’ τα γερμανικά στρατεύματα στη γραμμή Μαζινώ στις 22 Ιουνίου 1940.
Η φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι είχε καταλάβει στο πλαίσιο της επεκτατικής της πολιτικής το 1936 την Αιθιοπία και σειρά είχαν τώρα τα Βαλκάνια και η Ελλάδα, με την οποία υπήρχαν ζητήματα από παλιά. Οι Ιταλοί πάντα εποφθαλμιούσαν τα νησιά του Ιονίου και τη βόρεια Ήπειρο και με την κατοχή των Δωδεκανήσων είχαν ένα επιπλέον έρεισμα για να εχθρεύονται την Ελλάδα. Ο Μουσολίνι, ακόμη, έπρεπε να αποδείξει στο Χίτλερ ότι ήταν άξιος για τη συνεργασία τους, γι’ αυτό και έθεσε στη σφαίρα επιρροής του τη Μεσόγειο, ώστε να εκτοπίσουν τους Άγγλους, ιδιαίτερα από την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Ο υπερφίαλος Μουσολίνι ονειρευόταν την επανασύσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και περιελάμβανε στις κτήσεις του την Κέρκυρα, την Κρήτη, την Κύπρο. Η Ελλάδα, λοιπόν, ήταν ο επόμενος στόχος για τον Μουσολίνι, που την θεωρούσε εύκολη λεία, αξιοποιώντας τον αποπνικτικό εναγκαλισμό που είχε επιβάλει στην Αλβανία.
Η ελληνική κυβέρνηση, αφήνοντας την ουδετερότητα, είχε ταχθεί στο πλευρό των συμμάχων και ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς με τον αρχηγό του Γ.Ε.Σ., στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο, κάτω από δύσκολες συνθήκες, οργάνωναν όσο καλύτερα γινόταν την άμυνα της χώρας.
Στις αρχές Απριλίου 1939 η Ιταλία εισβάλει και καταλαμβάνει την Αλβανία,  δημιουργώντας χερσαία πλεονεκτήματα για την στρατιωτική επίθεση κατά της Ελλάδος.
Πράγματι, τα μαύρα σύννεφα που έβλεπε ο ταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας να απλώνονται στην Ευρώπη είχαν φτάσει πλέον έξω από την πόρτα της Ελλάδας.


2. ΣΤΟ 3ο ΕΠΙΤΕΛΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ Γ.Ε.Σ.

Ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος ανέλαβε την αρχηγία του Γενικού Επιτελείου Στρατού (Γ.Ε.Σ) κατά την 1η Αυγούστου 1936, επωμιζόμενος την οργάνωση και σχεδίαση της ελληνικής στρατιωτικής άμυνας με την ταυτόχρονη προπαρασκευή του ελληνικού στρατού για πόλεμο. Γράφει ο ίδιος:

«Την υπεύθυνον ταύτην θέσην της προπαρασκευής του στρατού δια πόλεμον, ανέλαβον με το πνεύμα επίσης ότι παν ό, τι θέλει συμπληρωθή ή και μεταβληθή εν τω στρατεύματι τη εισηγήσει μου, θ’ αποφασισθή κατόπιν πλήρους μελέτης όλων των στοιχείων και κυρίως άτινα απορρέουν εκ των εν πολέμω αναγκών.
Προ παντός άλλου, απέβλεψα εις την ανασυγκρότησιν του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ώστε να οργανωθή τούτο επί το αποδοτικώτερον».

Με βάση τον σχεδιασμό αυτό θα μετατεθούν να στελεχώσουν τα Επιτελικά Γραφεία του στρατού αξιωματικοί με μόρφωση και ικανότητα σε όλους του τομείς. Μέσα σ’ αυτούς και ο ταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας, που θα μετατεθεί τον Αύγουστο του 1939 στο 3ο Επιτελικό Γραφείο του Γ.Ε.Σ, με διοικητή τον συνταγματάρχη πυροβολικού Στυλιανό Κιτριλάκη.
Η αναμόρφωση του 3ου Επιτελικού Γραφείου, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του στρατηγού Αλέξανδρου Παπάγου, περιελάμβανε το τμήμα των επιχειρήσεων, το τμήμα των οχυρώσεων, την αντιαεροπορική άμυνα και τις διαβιβάσεις. Ο ταγματάρχης Γρίβας τοποθετήθηκε στο τμήμα επιχειρήσεων και είχε άμεση επαφή με το γραφείο του στρατηγού Παπάγου, τόσο για τις εκπονούμενες μελέτες όσο και για την μεταφορά των εντολών στην πρώτη γραμμή αμύνης.
Μετά την κατοχή της Αλβανίας από τους Ιταλούς τροποποιήθηκαν τα επιχειρησιακά σχέδια σύμφωνα με τα νέα γεγονότα και τις συνθήκες. Από το φθινόπωρο του 1939 η Ευρώπη θα γινόταν ένα μεγάλο θέρετρο πολέμου.
Η Ιταλία, ακολουθώντας κατά πόδας τη Γερμανία, κήρυξε τον πόλεμο κατά της Γαλλίας και της Αγγλίας και κλιμάκωσε τις πιέσεις προς την Ελλάδα. Συγκέντρωνε τις στρατιωτικές της δυνάμεις στην κατεχόμενη Αλβανία, ενώ οι ιθύνοντες διαβεβαίωναν τον Μουσολίνι ότι δεν θα έβρισκαν ισχυρή αντίσταση κατά την επίθεση,  αφού διέθεταν μεγαλύτερο και ισχυρότερο στρατό από την Ελλάδα.
Η κλιμάκωση των πιέσεων ξεκίνησε στην αρχή με έντονη προπαγάνδα και διαβήματα  και στη συνέχεια με αεροπορικές επιδρομές και βομβαρδισμούς πλοίων, με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό της «Έλλης» ανήμερα της Παναγίας στο λιμάνι της Τήνου. Η ελληνική κυβέρνηση δεν ανακοίνωσε την προέλευση των αεροσκαφών, για να μην οξύνει περισσότερο την ήδη τεταμένη κατάσταση. Όλα έδειχναν ότι είχαμε μπει στην τελική ευθεία της σύγκρουσης.
Στις 24 Αυγούστου 1940 ο στρατηγός Παπάγος έστειλε τον ταγματάρχη Γεώργιο Γρίβα στα Ιωάννινα, στην έδρα της VIII Μεραρχίας, να παραδώσει επιστολή στο διοικητή της, υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο, με την οποία τον ενημέρωνε για την υπάρχουσα κατάσταση και του έδινε εντολές για συμπληρωματικά μέτρα στην πρώτη γραμμή αμύνης.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της νύχτας της 27ης Οκτωβρίου προς την 28η Οκτωβρίου 1940 ο Ιταλός πρέσβης Γκράτσι επέδωσε το περιβόητο τελεσίγραφο στον Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά. «Alors, c'est la guerre!» («Λοιπόν,  αυτό σημαίνει πόλεμος!») ήταν η θαρραλέα απάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά,  που σήμαινε ΟΧΙ και μαζί του ήταν και το ΟΧΙ όλων των Ελλήνων. Στις 5:30 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, λίγο πριν λήξει το τελεσίγραφό τους, οι Ιταλοί θα επιτίθονταν στην Ελλάδα. 


3. Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΡΙΒΑΣ ΣΤΟ ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΕΙΟΥ

Το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940 βρήκε τον ταγματάρχη Γεώργιο Γρίβα στο 3ο Επιτελικό Γραφείο του Γ.Ε.Σ  να εργάζεται πυρετωδώς πάνω σε σχέδια και χάρτες σε συνεργασία με τα υπόλοιπα Γραφεία του Επιτελείου. Τα ελληνόπουλα με το χαμόγελο στα χείλη φεύγουν για το μέτωπο. Μαζί τους και εθελοντές από την Κύπρο θα πάνε να  πολεμήσουν για την λευτεριά της Ελλάδας.
Το μεσημέρι ακολούθησε και το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν:
«Αι ημέτεραι στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουσιν από της 05:30 ώρας της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».

Συγκροτείται το Γενικό Στρατηγείο υπό την αρχηγία του στρατηγού Αλέξανδρου Παπάγου, στο επιτελείο του οποίου θα είναι άμεσος συνεργάτης ο ταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας. Γράφει ο ίδιος για εκείνη την περίοδο:

«Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος εύρε την Ελλάδα περισσότερον  αποφασιστικήν και ηνωμένη, παρά ο πρώτος. Ο καταστρεπτικός διχασμός, ο οποίος είχε δοκιμάσει την χώραν μας εις τον πρώτον παγκόσμιον πόλεμον και είχεν επισωρεύσει ανεπανορθώτους συμφοράς εις το Ελληνικόν Έθνος, είχεν υποχωρήσει τώρα πρό του αισθήματος της εθνικής τιμής, εθνικής αξιοπρεπείας και των επιτακτικών αξιώσεων δια την εθνικήν ακεραιότητα και την απολύτρωσιν των υποδούλων εισέτι τμημάτων του Ελληνισμού.
Δια τούτο, όταν η φασιστική Ιταλία εισέβαλεν εις το Ελληνικόν έδαφος, σύσσωμον το Έθνος ανέλαβε τον αγώνα. Η εκλογή μας αυτήν την φοράν υπήρξε εύκολος. Ηκολουθήσαμεν εκείνους, οι οποίοι είχον ως έμβλημά των την ελευθερίαν. Εκείνους, οι οποίοι ηγωνίζοντο εναντίον της βίας και της τυραννίας, υπέρ των δημοκρατικών δικαιωμάτων και της εθνικής ελευθερίας των λαών. Παρά τας απογοητεύσεις, τας οποίας εδοκιμάσαμεν εκ μέρους των συμμάχων μας από του 1920 μέχρι του 1940, ετάχθημεν πάλιν παρά το πλευρόν των, διότι ειλικρινώς επιστεύομεν, ότι ηγωνίζοντο υπέρ της δικαιοσύνης και των δημοκρατικών ελευθεριών».

Ο ταγματάρχης Γρίβας, σκυμμένος νυχθημερόν πάνω στους χάρτες, καταστρώνει σχέδια και εισηγείται στρατηγικές για το πώς θα αντιμετωπιστεί ο εχθρός στα βουνά της Ηπείρου. Η μόρφωση και η στρατιωτική κατάρτιση των προηγούμενων χρόνων τώρα θα είναι απαραίτητες όσο ποτέ άλλοτε. Όμως, ο ίδιος δεν ησυχάζει που βρίσκεται στα μετόπισθεν μακριά απ’ τα πεδία των μαχών. Ζητά αμέσως να μετατεθεί στην πρώτη γραμμή του πολέμου, για να εισπράξει την άρνηση του Αρχηγού, δείχνοντάς του ότι είναι χρήσιμος στον σχεδιασμό των επιχειρήσεων του Στρατηγείου. Υποβάλλει την παραίτησή του από τις τάξεις του στρατού σε ένδειξη διαμαρτυρίας, μια κίνηση που σε καιρό πολέμου θα επέφερε πολύ αυστηρή ποινή. Παρόλο τον κίνδυνο του στρατοδικείου, υποβάλλει άλλες δυο φορές παραίτηση. Ο αρχιστράτηγος Παπάγος τελικά πείθεται και τον στέλνει στο μέτωπο. Ο ίδιος αφηγείται για εκείνες τις μέρες:

«Η Ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδος τον Οκτώβριο του 1940 με βρήκε να υπηρετώ στο Γραφείο Επιχειρήσεων του Γενικού Στρατηγείου. Εντός όμως ολίγων εβδομάδων είχα τοποθετηθεί, κατόπιν δικής μου αιτήσεως, στην πρώτη γραμμή του πυρός ως Επιτελάρχης της II Μεραρχίας Πεζικού».

Τα νέα που καταφθάνουν από το μέτωπο είναι κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικά. Για αυτά τα αποτελέσματα γράφει το Γ.Ε.Σ :

«Ο Ελληνικός Στρατός, αποδυθείς μετ’ ενθουσιασμού εις την υπεράσπισιν του πατρίου εδάφους, είχε κατορθώσει να συγκρατήση τον εισβολέα, παρά την ισχυράν αυτού υπεροχήν εις πολεμικά μέσα, ιδία εις Αεροπορίαν και άρματα και να εξαναγκάση τούτον από της 9ης Νοεμβρίου όπως εγκαταλείψη πάσαν περαιτέρω επιθετικήν ενέργειαν και μεταπέση εις αμυντικήν διάταξιν, εν αναμονή συγκεντρώσεως δυνάμεων».

Αμέσως άρχισε η ελληνική αντεπίθεση και σε λιγότερο από ένα μήνα είχαμε φτάσει στο Αργυρόκαστρο. Η λόγχη του Έλληνα στρατιώτη πέταξε τους Ιταλούς έξω από τη χώρα και ο Ελληνικός Στρατός πάτησε τα βουνά και τις πόλεις της Βορείου Ηπείρου,  κυνηγώντας τον εχθρό που είχε τραπεί σε φυγή. Η ιαχή ΑΕΡΑΣ ακούστηκε απ’ άκρου εις άκρου στο μέτωπο του πολέμου ως κραυγή ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ και ΝΙΚΗΣ απέναντι στο φασίστα εισβολέα. Η μικρή Ελλάδα απέσπασε διθυραμβικά σχόλια για τις νίκες της ακόμη κι απ’ τους Γερμανούς.
Σύμφωνα με τις νέες εξελίξεις ο αρχιστράτηγος Παπάγος αποφάσισε να δημιουργήσει κλιμάκιο του Γενικού Στρατηγείου στην Ήπειρο με τον ίδιο επικεφαλής. Αναφέρει γι’ αυτό το Γ.Ε.Σ:

«Προς ικανοποίησιν όλων των απαιτήσεων ο Αρχιστράτηγος απεφάσισεν όπως, διατηρών την όλην διεύθυνσιν των επιχειρήσεων, ως και τα λοιπά καθήκοντά του, μετασταθμεύση εξ Αθηνών εις Ήπειρον με τμήμα του Επιτελείου του, όπερ και αποτέλεσε το προκεχωρημένον Κλιμάκιον του Γενικού Στρατηγείου (ΠΚΓΣ), με Σταθμόν Διοικήσεως τα Ιωάννινα και το οποίον ήρχισε λειτουργούν από της 16:00 της 17ης Δεκεμβρίου».

Μαζί του πήρε και τον ταγματάρχη Γεώργιο Γρίβα, που δυο μέρες μετά, στις 19 Δεκεμβρίου 1940, προάγεται κατ’ εκλογήν στον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη.
Ο νέος Αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας θα μείνει μέχρι τις αρχές του Γενάρη του 1941 στα Ιωάννινα βασικό στέλεχος στο επιτελείο του Αρχιστρατήγου Παπάγου στον τομέα του σχεδιασμού των επιχειρήσεων. Ακολούθως θα αναχωρήσει για να συναντήσει την II Μεραρχία που είχε μετακινηθεί από την Αθήνα κατόπιν διαταγής του Αρχηγού την 1η Νοεμβρίου 1940. Ο ίδιος αφηγείται πώς συνάντησε τη νέα του μονάδα:

«Ταξίδεψα μέσα από χιόνια με μουλάρι και πεζός για να βρω στο Ηπειρωτικό μέτωπο τη νέα μου μονάδα, η οποία αποτελούσε  τμήμα του Α΄ Σώματος Στρατού. Την αποκαλούσαν «Σιδηρά Μεραρχίαν» και πράγματι φάνηκε αντάξια του ονόματός της. Γιατί όχι μόνο αναχαιτίσαμε τον υπεράριθμο ιταλικό στρατό, αλλά κατορθώσαμε να τον αναγκάσουμε να υποχωρήσει καθ’ όλον το μέτωπο, καθώς εμείς προχωρούσαμε σιγά-σιγά πολεμώντας εις το βραχώδες και δασώδες έδαφος της Αλβανίας».


4. Η ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ II ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ.

Η II Μεραρχία στην έναρξη του πολέμου ανήκε στις εφεδρείες που κρατούσε ο στρατηγός Παπάγος στα μετόπισθεν και είχε την έδρα της στην Αθήνα. Βλέποντας ο Παπάγος την εξέλιξη του πολέμου, διέταξε την μετακίνησή της στο μέτωπο την 1η Νοεμβρίου 1940. Εντάχθηκε στη δύναμη του Α΄ Σώματος Στρατού (Α΄ Σ.Σ) και είχε διοικητή τον υποστράτηγο Γεώργιο Λάβδα. Στην II Μεραρχία ανήκε το 3ο Σύνταγμα Πεζικού, το 34ο Σύνταγμα Πεζικού (ήταν στην VIII Μεραρχία και επανήλθε στις 4 Δεκεμβρίου), το 36ο Σύνταγμα Πεζικού,  το 39ο Σύνταγμα Ευζώνων (ήταν στην VIII Μεραρχία και επανήλθε στις 16 Νοεμβρίου), το II Σύνταγμα Πυροβολικού και η II Ομάδα Αναγνωρίσεως.
Η II Μεραρχία ξεκίνησε την μετακίνησή της στο μέτωπο με όλα τα μέσα και, με διαδοχικούς σταθμούς την Καλαμπάκα, τη Νέα Κουτσούφλιανη και την Κόνιτσα, έφτασε το απόγευμα της 16ης Νοεμβρίου 1940 στην περιοχή Κήποι – Ελάτη. Την ίδια μέρα ο Διοικητής της II Μεραρχίας έλαβε προφορική εντολή από το Α΄Σ.Σ. να συνεχίσει τα μεσάνυχτα τις επιθετικές επιχειρήσεις στα δεξιά της VIII Μεραρχίας. Έγιναν οι προπαρασκευαστικές ενέργειες και στις 14:00 της 17ης Νοεμβρίου έλαβε την πρώτη διαταγή από το Α΄ Σ.Σ. που καθόριζε την επίθεση στην κατεύθυνση ΓΚΡΑΜΠΑΛΑ – ΒΙΓΛΑ – ΛΑΜΑΡΙ –ΝΤΟΥΣΚΑ. Αριστερά της II Μεραρχίας θα έκανε επίθεση η VIII Μεραρχία και δεξιά της η Μεραρχία Ιππικού. Στις 18 Νοεμβρίου η II Μεραρχία μπαίνει στη μάχη εναντίον των Ιταλών εισβολέων, γράφοντας νέες σελίδες δόξας. Στην Ιστορία της ΙΙ Μεραρχίας του Γ.Ε.Σ γράφουν για αυτή τη μάχη:

«Τα τμήματα της Μεραρχίας, με το πρώτον σάλπισμα, προχωρούν και καταλαμβάνουν την τοποθεσίαν ΒΙΓΛΑ κατόπιν σκληρού αγώνος, ενώ τα αμυνόμενα Ιταλικά Στρατεύματα υποχωρούν ατάκτως. Η επίθεσις συνεχίζεται και κατόπιν ηρωικών προσπαθειών τα τμήματα της ΙΙ Μεραρχίας  ολοκληρώνουν την κατάληψιν του Συγκροτήματος ΝΤΟΥΣΚΑ μέχρι της 22ας Νοεμβρίου». Μεταξύ του εγκαταλειφθέντος πολεμικού υλικού υπό των Ιταλών εις το χωρίον ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ της καταληφθείσης περιοχής ήσαν 7 βαρέα πυροβόλα, 200 φορτηγά αυτ/τα, 100 ποδήλατα και 300 δίκυκλα».

Μετά από αυτά η ΙΙ Μεραρχία μεταφέρει τις δυνάμεις της κοντά στο χωριό ΔΡΥΜΑΔΕΣ, για να ενεργήσει επιθέσεις δυτικά του όρους ΝΕΜΕΡΣΚΑ, στην κοιλάδα του ποταμού ΣΟΥΧΟΥ. Οι ιταλικές δυνάμεις του Σώματος της ΤΣΑΜΟΥΡΙΑΣ κατείχαν τη στενωπό της ΚΑΚΑΒΙΑΣ, το νοτιοδυτικό τμήμα της κοιλάδας του ποταμού ΣΟΥΧΟΥ με το ομώνυμο χωριό, το χωριό ΛΙΜΠΟΧΟΒΟ και το χωριό ΠΟΛΙΤΣΑΝΙ, που το κατείχε ένα αλβανικό τάγμα. Δόθηκε διαταγή στην ΙΙ Μεραρχία να καταλάβει το χωριό ΠΟΛΙΤΣΑΝΙ. Την επίθεση ανέλαβε το 3ο Σ.Π με δυο τάγματα και με έργα εκστρατείας λόγω της τοποθεσίας. Το 3ο Σ.Π, εφαρμόζοντας πονηρή στρατηγική, απασχόλησε τον εχθρό κατά μέτωπο και έκανε την κύρια επίθεση από τον νότο κινούμενο στα ψηλότερα υψώματα της ΝΕΜΕΡΣΚΑΣ. Γράφει το Γ.Ε.Σ στην Ιστορία της ΙΙ Μεραρχίας:

«Η επίθεσις ήρχισεν την πρωίαν της 25ης Νοεμβρίου. Οι ηρωικοί μαχηταί της ΙΙ Μεραρχίας με αυτοθυσίαν και αυταπάρνησιν επιτίθενται  κατά του πεισματωδώς αμυνομένου εχθρού και εντός ολίγου καταλαμβάνουν τον αντικειμενικόν τους σκοπόν... Ο Δ/της του Αλβανικού Τάγματος Ταγ/ρχης ΕΡΤΖΙΚ, συλληφθείς αιχμάλωτος, εξέφρασε τον θαυμασμόν του δια την Ελληνική τόλμην και το εξαίρετο Σχέδιον του Συν/τος».

Στη συνέχεια το 3ο Σ.Π  προχώρησε βόρεια του χωριού ΠΟΛΙΤΣΑΝΙ και μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου είχε καταλάβει και τα γύρω χωριά. Κατά τη διάρκεια αυτής της επιχείρησης η ιταλική αεροπορία βομβάρδιζε συνεχώς τις ελληνικές δυνάμεις.
Την 1η Δεκεμβρίου 1940 η II Μεραρχία έλαβε εντολή από Α΄ Σ.Σ  να διαθέσει δυο τάγματα και πυροβολικό και υπό την αρχηγία του Αντ/ρχη  Κατσώτα να καταλάβουν τα χωριά ΣΟΥΧΟΥ και ΣΤΕΓΚΟΠΟΥΛΟ, τα οποία κατείχε ο εχθρός μαζί με το χωριό ΛΙΜΠΟΧΟΒΟΝ, και να αποκλείσουν με πυρά την οδό ΚΑΚΑΒΙΑΣ-ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟΥ. Η επίθεση ξεκίνησε στις 2 Δεκεμβρίου 1940 και με την θυελλώδη εξόρμηση των στρατιωτών της II Μεραρχίας τα χωριά κατελήφθησαν και υψώθηκε η ελληνική σημαία.
Η II Μεραρχία συνέχισε τις επιθέσεις της συμμετέχοντας στις σκληρές μάχες στο ΜΠΟΥΣΕΙ ΣΕΦΕΡ ΚΑΙ ΑΓΑΙΤ,  βρισκόμενη δυτικά του Δρίνου ποταμού, απ’ όπου και θα εξορμούσε. Μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου τα συγκροτήματα της II Μεραρχίας διεξήγαγαν σκληρές μάχες κάτω από πολύ δυσμενείς καιρικές συνθήκες, για να βελτιώσουν τις θέσεις της, ώστε να είναι πιο ευνοϊκές οι προϋποθέσεις για την κατάληψη του ΤΕΠΕΛΕΝΙΟΥ. Την ίδια μέρα ένα τάγμα της II Μεραρχίας έδωσε  σκληρή μάχη και κατέλαβε το χωριό ΧΟΡΜΟΒΑ, συλλαμβάνοντας περίπου 200 αιχμαλώτους. Στις 19 Δεκεμβρίου 1940 τα τμήματα της II Μεραρχίας άρχισαν την προπαρασκευή για την επίθεση προς ΜΠΕΝΙΤΣΑ-ΤΕΠΕΛΕΝΙ με βάση εξόρμησης το ορεινό γεμάτο χαράδρες όγκο ΜΠΟΥΣΕΙ-ΣΕΦΕΡ-ΑΓΑΙΤ, που στο μεταξύ είχε μετατραπεί σε παγόβουνο, κάνοντας ακόμη πιο δύσκολη την διαδικασία εξόρμησης της Μεραρχίας.
Η επίθεση άρχισε το πρωί της 20ης Δεκεμβρίου 1940 και οι ηρωικοί μαχητές της II Μεραρχίας μετά από σκληρές μάχες κατέλαβαν το χωριό ΜΠΕΝΙΤΣΑ. Τις επόμενες μέρες έγιναν τοπικές επιχειρήσεις, για να βελτιώσουν τις θέσεις τους οι δυνάμεις της II Μεραρχίας. Στις 28 Δεκεμβρίου προσπάθησαν να καταλάβουν την τοποθεσία ΛΕΚΛΙ, ανατολικά του Δρίνου, αλλά ήταν ισχυρά οχυρωμένη με διπλά συρματοπλέγματα και οι προσπάθειες απέτυχαν.


5. Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΡΙΒΑΣ ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ ΣΤΗΝ II ΜΕΡΑΡΧΙΑ

Ο Αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας, κάτω από πολύ δύσκολες καιρικές συνθήκες, έφτασε δια μέσου των βουνών στην έδρα της II Μεραρχίας στις 23 Ιανουαρίου 1941, αντικαθιστώντας τον Αντισυνταγματάρχη πεζικού Χριστοδουλίδη Δημήτριο στη θέση του Επιτελάρχη.
Ο διοικητής της II Μεραρχίας, υποστράτηγος Γεώργιος Λάβδας, ήταν λίγο μεγάλος κι έτσι μεγάλο βάρος της διοίκησης έπεφτε στον Επιτελάρχη. Ο αεικίνητος Αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας όργωσε το μέτωπο της Μεραρχίας, εμψυχώνοντας του στρατιώτες και τους αξιωματικούς του. Επίσης, κατέστρωσε τα  σχέδια της αμυντικής διάταξης, αλλά και τα επιχειρησιακά σχέδια για τις επιθετικές εξορμήσεις των μονάδων της Μεραρχίας. Ήταν η «ψυχή» της Μεραρχίας. Ας  διαβάσουμε από την Ιστορία της II Μεραρχίας του Γ.Ε.Σ την δραστηριότητά της συνοπτικά κατά την περίοδο που ήταν επιτελάρχης ο Αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας:

«Η II Μεραρχία από της 1ης Ιανουαρίου 1941, μεταπεσούσα εις αμυντικήν διάταξιν, κατείχε τον νοτιανατολικώς Τεπελενίου τομέα, συμπεριλαμβάνοντα τα χωρία Μαλέσοβα, Χόρμοβα, και τον ορεινόν όγκον Μπούζει Σεφέρ Αγιάτ. Εν τη τοποθεσία ταύτη  η Μεραρχία απέκρουσε επιτυχώς εξαπολυθείσας κατά του δεξιού της επιθέσεις.
Την 15ην Φεβρουαρίου επαναλήφθησαν αι επιθετικαί ενέργειαι δια των 34ου και 39ου Συνταγμάτων προς Μεστάνι-Πέκλι, καταληφθείσης της κορυφής Γκόλιτο επί του χιονοσκεπούς όρους Νεμέρσκα. Κατ’ αυτάς συνελήφθησαν αιχμάλωτοι 34 αξιωματικοί και 775 οπλίται. Αι επιχειρήσεις διεκόπησαν την 20ην Φεβρουαρίου λόγω ενσκηψάσης σφοδρής χιονοθυέλλης. Η επίθεσις επανελήφθη την 7η Μαρτίου δια του 34ου Συντάγματος και του διατεθέντος εκ της IV Μεραρχίας 11ου τοιούτου. Την 8η Μαρτίου το 34ο Σύνταγμα, κατόπιν σκληρού αγώνος σώματος προς σώμα, καθ’ όν εχρησιμοποιήθησαν ακόμη και λίθοι, κατέλαβε το ισχυρώς ωργανωμένον ύψωμα 739, διαλύσαν  το κατέχον τούτο ιταλικόν τάγμα, ούτινος συνέλαβε τον ταγματάρχην διοικητήν μετά του επιτελείου του και περί 300 οπλίτες αιχμαλώτους.
Κατά την αρξαμένην την 9ην Μαρτίου μεγάλην εαρινήν ιταλικήν επίθεσιν, η Μεραρχία υπέστη σοβαρούς βομβαρδισμούς. Εκτοξευθείσαι την 18ην και 24ην Μαρτίου ισχυραί επιθέσεις κατά του δεξιού της απεκρούσθησαν επιτυχώς.
Μετά την γερμανικήν εισβολήν η II Μεραρχία ήρξατο αποχωρούσα εξ Αλβανίας την 16ην Απριλίου. Κατόπιν της συνθηκολογήσεως, παραδόσασα τον οπλισμόν της, συνεκεντρώθη εις την περιοχήν των Ιωαννίνων. Εκείθεν εκινήθη προς Αγρίνιον-Ναύπακτον διαλυθείσα».

Η υποχώρηση της II Μεραρχίας έγινε υπό την καθοδήγηση του Επιτελάρχη Γεωργίου Γρίβα συντεταγμένα και με υποδειγματικό τρόπο, όπως διαβάζουμε στον στρατιωτικό του φάκελο από την έκθεση του διοικητή υποστρατήγου Γεωργίου Λάβδα.

Ο Αντισυνταγματάρχης Γρίβας εισηγήθηκε στον Υποστράτηγο Λάβδα να μην παραδώσουν τον οπλισμό τους στους Γερμανούς, θεωρώντας αυτήν την πράξη ατιμωτική. Ο Υποστράτηγος Λάβδας συμφώνησε. Όμως η Μεραρχία ανεκόπη κοντά στα Ιωάννινα και ο Γρίβας διέφυγε την τελευταία στιγμή έχοντας μαζί του το περίστροφο. Περιπλανώμενος στα γύρω βουνά κατάφερε μετά από πολλές ταλαιπωρίες να φθάσει στην Αθήνα. 

Πηγή : Σπύρου Δημητρίου Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας Διγενής ο Αρχηγός της ΕΟΚΑ Εκδόσεις Πελασγός Αθήνα 2017

Σχόλια