Αναζητώντας τα βήματα ενός Κύπριου στρατιώτη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου στα ορεινά της Ορμύλιας

Μερικοί από τους συμμάχους φυγάδες στα βουνά της Ορμύλιας, το 1942. Όρθιος αριστερά, ο πτέραρχος E. Howell, ήρωας της ΡΑΦ.
Ο Γεώργιος Πέτρου, μετά το τέλος των πολεμικών του περιπετειών
Με τον Χριστόφορο Στεφανίδη και τον Άγγελο Μάντσιο, στο λημέρι των φυγάδων του 1941-1942.
Η Ορμύλια όπως την είδαμε από ψηλά
 Την Πέμπτη, 17 Αυγούστου, με μια μεγάλη ομάδα Χαλκιδικιωτών φίλων επισκεφθήκαμε τους δυσπρόσιτους τόπους που περπάτησε κατά το 1941-1942 ο στρατιώτης του «Κυπριακού Συντάγματος» του βρετανικού στρατού και δραπέτης από τις φυλακές του στρατοπέδου «Παύλος Μελάς», Γεώργιος Πέτρου, από το Κελλάκι της επαρχίας Λεμεσού. Ο Γ. Πέτρου ήταν και ο συντάκτης ενός ενδιαφέροντος ημερολογίου, το οποίο εξέδωσα το 2009 από τις εκδόσεις «Επίκεντρο», στη Θεσσαλονίκη, με τίτλο «Αναζητώντας την ελευθερία. Ένας Κύπριος στρατιώτης του βρετανικού στρατού στην κατοχική Θεσσαλονίκη και Χαλκιδική, 1941-1942». Παρότι εδώ και πολλά χρόνια είμαι τακτικός επισκέπτης της περιοχής και σχετικά καλός γνώστης της, δεν είχα αξιωθεί ποτέ να ανεβώ στην περιοχή όπου είχαν στήσει το λημέρι τους, για πολλούς μήνες, κατά το 1941-1942, μια μεγάλη ομάδα ασύλληπτων ανδρών των συμμαχικών δυνάμεων (Βρετανοί, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί και Κύπριοι) με τη φροντίδα των κατοίκων της Ορμύλιας και του Βατοπεδίου, υπό την αρχηγία του αντιστασιακού Αγγελάκη Αγαπητού, δημοκρατικού πολιτευτή και έφεδρου αξιωματικού.
Η επίσκεψή μας ξεκίνησε από τη γυναικεία μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Ορμύλια, όπου μας περίμενε ο πατήρ Σεραπίων Σιμωνοπετρίτης και μια ομάδα καλογριών, που μας συνόδευσαν στην πηγή πάνω από το μοναστήρι. Εκεί ακολούθησε, απροσδόκητα και συγκινητικά, ένα άτυπο σεμνό φιλολογικό μνημόσυνο των ανθρώπων που, από διάφορες χώρες του κόσμου, βρέθηκαν φυγάδες προς την ελευθερία και τη ζωή, στα χωριά της Χαλκιδικής κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Μαζί μας ήταν μια μεγάλη ομάδα από την Ορμύλια, λάτρεις και ερευνητές της ιστορίας του τόπου τους. Επικεφαλής ήταν ο αειθαλής Ορμυλιώτης Χριστόφορος Στεφανίδης, εμβληματική φυσιογνωμία του αριστερού κινήματος και της τοπικής αυτοδιοίκησης στη Χαλκιδική. Μαζί του ο Λάμπης και ο Πέτρος Μαυρομμάτης, ο δάσκαλος Δημήτρης Καρπέτης, κι άλλοι κι άλλες. Από κοντά και ο Νικητιανός καλός μου φίλος, Άγγελος Φ. Μάντσιος.
Αφού αποχαιρετίσαμε το μοναστήρι και τις μοναχές, κι αφού για “τεχνικούς λόγους” η ομάδα έπρεπε να μειωθεί δραστικά, μετά από μια συναρπαστική ανάβαση, μέσα από τους ελαιώνες και τις πανάρχαιες αγριελιές, περπατήσαμε στα μονοπάτια και τα λημέρια που περπάτησε και έζησε ο «Γιώργης ο Κυπραίος» το 1941-1942. Μετά την αναχώρησή του, κι αφού κατάφερε να φτάσει στη Μέση Ανατολή, δεν κατάφερε ποτέ να επιστρέψει και να ανταμώσει τους συντρόφους του, στο Βατοπέδι και στην Ορμύλια.
Στη μνήμη της γενιάς των ανθρώπων που έζησαν τη φρίκη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου στα χωριά της Χαλκιδικής, και στην αγάπη των καλών φίλων της προχθεσινής παρέας με τους οποίους μοιραστήκαμε μια συναρπαστική μέρα, ένα μικρό κομμάτι από τις αφηγήσεις του Γ. Πέτρου:
«(…) εμάς δε τους άλλους μας πήραν σε ένα μέρος ψηλά, πάνω εις το βουνό και εκεί αρχίσαμε να κάνουμε κρησφύγετο, διότι άρχισε ο χειμώνας, ήτο τέλη Σεπτεμβρίου [1941]. Μου έδωσαν από το χωριό εργαλεία, κούσπους, λιβέρι, φτιάρια και άρχισαν οι Αυστραλοί και [οι] Άγγλοι, είμεθα όλοι τώρα εννιά, έβγαζαν πέτρες και έκτιζαν [το] σπίτι. Αρχιτέκτονας ήτο ο Στίοτ, Αυστραλός, ήτο τύπος πολύ εύθυμος. Εγώ μόλις πρόκαμνα και κουβαλούσα τρόφιμα, τα οποία συγκέντρωναν εις το σπίτι του Ιωάννη Ιωαννίδη, και από εκεί τα έπαιρνα εις τον ώμο για το λημέρι, κάπου 3 μίλια πάνω εις το βουνό. Κτίσαν το σπίτι με πέτρες και μετά το κάλυψαν με πηλό, έκοψαν πεύκα, έκαμαν δοκούς (γολίτζια), [και τα] έβαλαν για στέγη. Μετά έβγαλαν σουσούρες, κάτι σαν ρασιά, τα έβαλαν πάνω από τους δοκούς, και μετά έκαμαν πηλό και τα άλειψαν από πάνω και [έριξαν] κάμποσο χώμα. Εις την μέση δε, έκαμαν ένα μεγάλο τζάκι για τη φωτιά, η οποία δεν έσβηνε ούτε ημέρα, ούτε νύκτα. Έκαμαν γύρω από μέσα πάγκους με ξύλα, έβαλαν από πάνω σουσούρες, ένα είδος όπως το λασμαρί, και αυτό ήταν τα στρώματά μας. Κοιμόμασταν οι μισοί και οι άλλοι κάθονταν εις την φωτιά και αλλάζαμε κάθε 4 ώρες. Όταν άρχισε ο χειμώνας έκανε χιόνια πολλά, έτρεχαν νερά από τη στέγη. Σκέφθηκα και είπα εις τους συντρόφους  και έριχναν τη στάκτη από τη φωτιά απάνω εις τη στέγη και έτσι σιγά – σιγά σταμάτησε τελείως, δεν έτρεχε καθόλου και χαρήκαμε. Άρχισαν τότε οι σύντροφοι, όλην την ημέρα έκοβαν ξύλα για τη φωτιά, εγώ δε πήγαινα κάθε ημέρα, και πολλές φορές δύο και τρεις [φορές], κάτω εις το χωριό Βατοπέδι, και κουβαλούσα τρόφιμα εις το κρησφύγετο.
Εν τω αναμεταξύ, μια κυρία από την Ορμύλια, Ευαγγελία [Σαμαρά] το όνομά της, ήτο πολύ πλουσία, είχε κτήματα, αμπέλια, και έναν αλευρόμυλο, όταν έμαθε ότι βρισκόμαστε εκεί, είπεν εις όλους όσοι πήγαιναν να αλέσουν εις τον αλευρόμυλό της να μην της δίνουν χρήματα, αλλά να δίνουν αλεύρι και αυτό θα μας το έδινε, και έτσι εξασφαλίσαμε το ζήτημα για το ψωμί. Με ειδοποίησε η κυρία Ευαγγελία, πήγα εις την Ορμύλια, και μου είπε να πηγαίνω κάθε βδομάδα και όσον αλεύρι μάζευε μου το έδινε. Είχε ο Γιάννης ένα γαϊδούρι, το έπαιρνα και έφερνα το αλεύρι εις το Βατοπέδι, το ζύμωναν οι οικοκυρές εις το Βατοπέδι και έπαιρνα τα ψωμιά πάνω εις το λημέρι. Μου έδωσαν από το Βατοπέδι μίαν μαγείρισσα μεγάλη, χαλκοματένη, και μαγειρεύαμε. Τρώγαμε δε οι μισοί μέσα εις τη μαγείρισσα, και οι άλλοι μισοί μέσα στο καπάκι της <μαγείρισσας>.
Το Δεκέμβριο έκανε πολύ χιόνι, σχεδόν κάλυψε τελείως το σπίτι μας. Ανοίξαμε μίαν τρύπα από την είσοδον και βγαίναμε έξω με την κοιλιά μας. Τα σάνταλα που μας έδωσαν έλιωσαν και είμεθα όλοι ανυπόδητοι. Εμένα μου έδωσε κάποιος από το Βατοπέδι ένα κομμάτι δέρμα του χοίρου, μάλλον μου έραψε με το δέρμα [κάτι] σαν σάνδαλα και τα έβαζα στα πόδια μου για να μπορώ να κουβαλώ τα τρόφιμα. Μια νύκτα, όμως, που χιόνιζε πολλά, πήγαινα με τις προμήθειες πάνω εις το βουνό, δεν μπορούσα να βρω το μονοπάτι διότι το σκέπασε το χιόνι, και ενώ πήγαινα, έπεσα μέσα σε μια λαγκούφα. Εις την προσπάθειά μου δε, για να βγω, έμεινε το ένα σάνδαλο. Το έχασα, αναγκάσθηκα δε να τρέχω, να χοροπηδώ μέσα εις το χιόνι για να μην παγώσω και μόλις την αυγή κατόρθωσα να φθάσω εις το λημέρι. Κινδύνευσα, όμως, νόμιζα ότι αυτό ήτο το τέλος μου. Πάθαν όμως τα πόδια μου από κρυοπαγήματα, έλιωσαν, και με πονούσαν πολύ. Βρήκαν όμως οι σύντροφοί μου το φάρμακο. Έπαιρναν ψίχα του ψωμιού, την έβραζαν και περιτύλιγαν τα πόδια μου και αμέσως σταματούσαν οι πόνοι και έκλειαν και οι πληγές.»…
Πέτρος Παπαπολυβίου
papapolyviou.com/

Σχόλια