(Η φωτογραφία του Κ. Άμαντου, όπως είναι αναρτημένη στην Αίθουσα Καθηγητών του Παγκυπρίου Γυμνασίου, στη Λευκωσία.)
Το 1911 οι Κύπριοι και η ελληνική κυβέρνηση αναζητούσαν γυμνασιάρχη για το Παγκύπριο Γυμνάσιο, φιλόλογο, «άνδρα περιωπής, εγνωσμένης ικανότητος, καλού χαρακτήρος, προσκεκολλημένον μάλλον εις το καθήκον παρά εις τα πολιτικά, σπουδάσαντα, ει δυνατόν, εν Γερμανία». Η πρώτη επιλογή της κυβέρνησης Ελ. Βενιζέλου, ο μικρασιάτης Δημήτρης Γληνός στάθηκε αδύνατο να πειστεί να εργοδοτηθεί στη Λευκωσία. Προσκλήθηκε τότε ο Άμαντος, ο οποίος ήλθε στη Λευκωσία με ετήσιο μισθό 200 λιρών. Έμεινε στη διεύθυνση του Παγκυπρίου για έναν μόνο χρόνο (1911-1912), από τα πιο δύσκολα στην ιστορία του ιστορικού σχολείου, καθώς τότε ενώθηκαν ύστερα από τρία έτη διάσπασης εξαιτίας του Αρχιεπισκοπικού ζητήματος, τα δύο Γυμνάσια («κιτιακό» και «κυρηνειακό»), αφού απομακρύνθηκαν και οι δύο «κομματικοί» γυμνασιάρχες, Μιχ. Βολονάκης και Αθ. Φυλακτού. Οι εντυπώσεις από το σύντομο πέρασμα του Άμαντου από τη Λευκωσία ήταν εξαιρετικές, όμως δέχθηκε την επόμενη χρονιά μιαν πιο συμφέρουσα οικονομικά πρόταση και ανέλαβε τη διεύθυνση της Αμπετείου Σχολής του Καΐρου (1912-1914). Εργάστηκε ως συντάκτης και ως διευθυντής στο Ιστορικό Λεξικό της Ελληνικής γλώσσης, της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1925 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής Βυζαντινής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών και την επόμενη χρονιά μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Κορυφαίος επιστήμονας, μακριά από δόγματα και προκαταλήψεις, προσηλωμένος στη μέθοδο, με πολύπλευρα ερευνητικά ενδιαφέροντα και πλούσιο συγγραφικό έργο ήταν, παράλληλα, έξοχος δάσκαλος, από τους πιο αγαπητούς στον φοιτητόκοσμο της εποχής του. Από τα βιβλία του ξεχωρίζουν οι δύο τόμοι της «Ιστορίας του Βυζαντινού κράτους», τα «Ιστορικαί σχέσεις Ελλήνων, Σέρβων και Βουλγάρων» και «Σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων από του ενδεκάτου αιώνος μέχρι του 1821» και η «Σύντομος ιστορία της Κύπρου», που εκδόθηκε το 1956, στη διάρκεια του αγώνα της ΕΟΚΑ.
Ενδιαφερόταν ενεργά ως πολίτης, ως επιστήμονας και ως Έλληνας για τα εθνικά προβλήματα της χώρας, ενώ το 1945 διατέλεσε υπουργός Παιδείας στην ολιγόμηνη κυβέρνηση Νικ. Πλαστήρα.
Αν και πέρασε μόνο ένα έτος από την Κύπρο και το μοναδικό, τότε, κυπριακό Γυμνάσιο και Διδασκαλείο, άφησε έντονη τη σφραγίδα του, έδωσε ιδιαίτερο βάρος στη διδασκαλία της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας και είχε αξιόλογο έργο και ως πρόεδρος του «Παγκυπρίου Διδασκαλικού Συνδέσμου». Συνέχισε μέχρι τον θάνατό του (Ιανουάριος 1960) να ενδιαφέρεται για την Κύπρο, «την μεγαλυτέραν ελληνικήν νήσον», κατά την έκφρασή του. Στο βιβλίο του για την Κύπρο, βιογραφεί και μερικούς «εκλεκτούς Κύπριους», από τους σύγχρονούς του: Τον «λευκό πολιτευτή» Ιωάννη Κυριακίδη, τον συνάδελφό του στη Φιλοσοφική και στην Ακαδημία, Σίμο Μενάρδο, τον Λαπηθιώτη στρατηγό Ιωάννη Τσαγγαρίδη και τον ευεργέτη Δημοσθένη Σεβέρη. Από τους Κύπριους μαθητές του αναφέρει, το 1956, ως διακριθέντες επιστήμονες και διδασκάλους, τους Λοΐζο Φιλίππου, Κυριάκο Χατζηϊωάννου, Θεόκλητο Σοφοκλέους, Γεώργιο Παπαχαραλάμπους, Κλεάνθη Γεωργιάδη, αλλά και τον ήρωα της Εθνικής Αντίστασης, Ροδίωνα Γεωργιάδη. Από τους συγγραφείς – ερευνητές αναφέρει τους Πορφύριο Δίκαιο, Κων. Σπυριδάκη, Κων. Χατζηψάλτη και Κλεόβουλο Μυριανθόπουλο.
Στον πρόλογο της «Ιστορίας της Κύπρου» ο Άμαντος γράφει ότι όταν του ζητήθηκε να γράψει το βιβλίο (και ενώ είχε περάσει τα 80 του χρόνια), αποδέχθηκε με προθυμία, «διότι πλην των εθνικών λόγων είχα και προσωπικήν υποχρέωσιν προς την μεγαλόνησον» (εννοώντας τη διδασκαλία του στο Παγκύπριο). Αλήθεια, εάν σκέφτονταν πολλοί σαν τον Άμαντο σήμερα, στην Ελλάδα και στην Κύπρο, πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα…
Πέτρος Παπαπολυβίου
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. “Ο Φιλελεύθερος”, στις 7 Μαΐου 2016
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου