16 Αυγούστου 1961 : Δολοφονούνται κοντά στη Μονή οι εκ Παραμύθας αγωνιστές Ευριπίδης Νούρος και Νεοκλής Παναγιώτου. Πλήρωσαν με τη ζωή τους , την αντίθεση τους με το Ζυριχικό καθεστώς.


Παναγιώτης Γιώρκας
Πρόεδρος Ιδρύματος Στρατηγού Γεωργίου Γρίβα - Διγενή
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΣΤΥΓΕΡΗΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ:
13 Αυγούστου 1961. Ο Νεοκλής Παναγιώτου Γενικός Γραμματέας του Συνδέσμου Αγωνιστών Λεμεσού πήρε την πρόσκληση να επισκεφθεί τη Λευκωσία με τον συναγωνιστή του Ευριπίδη Νούρο, για τις τελικές διευθετήσεις σχετικά με τον διορισμό τους στο Ρ.Ι.Κ. που είχε αποφασισθεί από τον ίδιο τον Υπουργό.
Οι ανυποψίαστοι αγωνιστές έκλειναν το ραντεβού με τον θάνατο για τις 16 Αυγούστου 1961.
Ξημερώματα της 16ης Αυγούστου οι δυο αγωνιστές ξεκινούσαν από τη Λεμεσό γεμάτοι χαρά και προσδοκία. Στις 10.30 επισκέφθηκαν στη οδό Λήδρας τον συναγωνιστή τους Ανδρέα Λάμπρου. Φεύγοντας, μετ’ εκπλήξεως διαπίστωσαν ότι τελούσαν υπο στενή παρακολούθηση. Ένα επιβατηγό αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας Β 270 με δύο επιβαίνοτες, τους ακολουθούσε σε όλη τη διαδρομή από τη στιγμή που έφθασαν στη πρωτεύουσα. Ανήσυχοι κατευθύνθηκαν στην Αστυνομική Διεύθυνση Λευκωσίας για να καταγγείλουν το συμβάν και να διαμαρτυρηθούν. Απευθύνθηκαν στον αξιωματικό υπηρεσίας, που τους άκουγε με προσοχή, έδειχνε όμως εμφανώς ότι δεν πείθεται από τη καταγγελία. Ελάχιστα λεπτά μετά την άφιξη τους στην Αστυνομική διεύθυνση διαπίστωσαν μετ’ εκπλήξεως ότι το όχημα που τους παρακολουθούσε είχε ήδη σταθμεύσει στο περίβολο της αστυνομικής διεύθυνσης. Αμέσως αντελήφθησαν ότι αυτοί που τους παρακολουθούσαν ήταν εντεταλμένοι του καθεστώτος. Στις έντονες διαμαρτυρίες τους, ο αξιωματικός απαντούσε, ότι δεν έπρεπε να ανησυχούν και ότι το όχημα που τους παρακολουθούσε εκτελούσε εντεταλμένη υπηρεσία.
Ήταν ήδη μεσημέρι. Έφυγαν θορυβημένοι. Το καθεστώς τους παρακολουθούσε στενά. Η πρόσκληση για τον δήθεν διορισμό, ήταν μια απάτη, ένα κόλπο του δαιμόνιου υπουργού, που αποτελούσε το μακρύ χέρι της εξουσίας.
Ο αστυνόμος στην Αστυνομική Δ/νση Λευκωσίας σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό κλήσης του Αστυνομικού Σταθμού Μονής.
-Μόλις έφυγαν από εδώ, σε μια ώρα να τους περιμένετε. Κάντε τη δουλειά σας όπως πρέπει. Ο μεγάλος περιμένει αποτέλεσμα. Με τις φράσεις αυτές ακούμπισε το ακουστικό στη συσκευή.
Το αυτοκίνητο με τους δύο νεαρούς αγωνιστές έτρεχε στο κύριο δρόμο Λευκωσίας - Λεμεσού .Κανένας δεν τους ακολουθούσε πλέον. Εμειναν με την ιδέα ότι το περιστατικό της παρακολούθησης τους μέσα στη Λευκωσία είχε τελειώσει.
Στις 2.30 ντάλα μεσημέρι, είχαν φτάσει στο ύψος του αστυνομικού σταθμού Μονής. Σε λίγα λεπτά θα έφταναν στη πόλη… Ξαφνικά από την αριστερή πλευρά του δρόμου τρεις φιγούρες πετάχτηκαν μπροστά τους. Ο ένας από αυτούς σήκωσε το αυτόματο στέρλιγκ σημάδεψε το αυτοκίνητο, πάτησε παρατεταμένα τη σκανδάλη και η γεμιστήρα άδειασε. Το αυτοκίνητο έκανε μια γκέλα και έπεσε στο χαντάκι. Ο δολοφόνος άλλαξε γεμιστήρα , όπλισε το στερλιγκ και πλησίασε συνοδευόμενος από τους άλλους δύο συνεργούς του. «Κόσκινο τους κάναμε...» διαπίστωσε.
Εικοσιτέσσερεις σφαίρες καρφώθηκαν στο σώμα του Νεοκλή Παναγιώτου. Ο Ευριπίδης Νούρος, εισέπραξε δύο θανατηφόρες βολίδες. Ηταν ακόμη ζωντανός. Συμπέρασμα μόνο 4 σφαίρες αστόχησαν και δεν βρήκαν τα θύματα.
Οι τρεις δολοφόνοι απομακρύνθηκαν αμέσως και ανέφεραν την επιτυχή εκτέλεση της αποστολής τους.
Ο έμπορος που έτυχε να περάσει από το σημείο της ενέδρας λίγα λεπτά αργότερα, αντελήφθη το όχημα μέσα στο χαντάκι διαπίστωσε το φρικτό έγκλημα και θορυβημένος έσπευσε να ενημερώσει τους υπεύθυνους στον παρακείμενο αστυνομικό σταθμό Μονής.
Ο αξιωματικός υπηρεσίας, κάλεσε γερανό από τη πόλη της Λεμεσσού για να ανασύρει το όχημα από το χαντάκι και να το απομακρύνει. Ο οδηγός του γερανοφόρου οχήματος, προσέδεσε το όχημα με τα δύο θύματα του φρικτού εγκλήματος, όπως βρισκόντουσαν στα καθίσματα πλημμυρισμένα στο αίμα. και το έσυρε κατευθυνόμενος στη Λεμεσσό. Ο Νεοκλής ήταν ήδη νεκρός ενώ ο Ευριπίδης ψυχορραγούσε. Σε λίγο θα απαντούσε το φίλο του στα μακρύ ταξίδι προς τον ουρανό….
Το σχέδιο που καταρτίστηκε στη σύσκεψη πριν από 40 ημέρες είχε επιτύχει πλήρως. Οι δύο ενοχλητικοί και ανυπόταχτοι αγωνιστές ήταν ήδη στον άλλο κόσμο. Δεν μπορούσαν πια να βλάψουν το καθεστώς. Πληρωσαν με τη ζωή τους την αντιθεση τους στην εωσφορική μονοκρατορία του ενός που ισοπέδωνε ψυχές, εκμαύλιζε συνειδήσεις, κατέστρεφε περιουσίες και ψυχρά δολοφονούσε εν μέση οδώ, όσους διαφωνούσαν μαζί του.

Σχόλια