Σπύρος Δημητρίου
Αντιπρόεδρος Ιδρύματος Στρατηγού Γεωργίου Γρίβα – Διγενή
Κι αμέσως μετά
Ε, αυτά έχει το βουνό... Τι να γίνει;
Το μυαλό του φυσικά ήταν στον Αγώνα αλλά και στην επίσκεψη του Έλληνα Πρόξενου Ρόδη Ρούφου. Το είχε ζητήσει να το κανονίσει η Λούλα Κοκκίνου στην τελευταία συνάντηση που είχαν, και η αγωνία του ήταν μεγάλη μην τυχόν συμβεί κάποιο απρόοπτο εξαιτίας των αυξημένων στρατιωτικών επιχειρήσεων κοντά στα λημέρια τους.
Έτσι και ο ίδιος θα είχε μια κατ΄ιδίαν συνάντηση μαζί του για να συζητήσουν τα θέματα του κυπριακού αλλά ταυτόχρονα θα έδινε κι ένα τόνο χαράς, αυτές τις άγιες μέρες, στους αντάρτες του.
Αντιπρόεδρος Ιδρύματος Στρατηγού Γεωργίου Γρίβα – Διγενή
Το Πάσχα του 1956 βρήκε τον Διγενή και τους αντάρτες του στους «Μαύρους Κρεμμούς». Επικηρυγμένοι και κυνηγημένοι ο Αρχηγός και τα παλικάρια του ανέμεναν την Ανάσταση του Θεανθρώπου. Εξαιτίας των τελευταίων γεγονότων η τροφοδοσία τους σε φαγητό και αλληλογραφία ήταν δύσκολη λόγω των αγγλικών στρατευμάτων που βρίσκονταν στην περιοχή και είχαν αποκλείσει τα πάντα.
Ανάμεσα στα βράχια και με συντροφιά τα άγρια πουλιά του βουνού υποδέχθηκαν την Ανάσταση του Κυρίου και το Άγιο Πάσχα. Πάνω τους ο άγριος καιρός να τους σκεπάζει, το κρύο και η βροχή, αλλά η καρδιά και η ψυχή τους ήταν δοσμένη στον Ιερό Αγώνα και η επιθυμία τους, μαζί το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης, να έρθει και η δική τους Ανάσταση με την απελευθέρωση του νησιού και την ΕΝΩΣΗ με την Ελλάδα.
Μόνο η καμπάνα του Κύκκου τους συντρόφευε και οι χτύποι της ήταν σα να άκουγαν την θεία λειτουργία.
Έτσι κάπως υποδέχθηκαν την ημέρα του Πάσχα 6 Μαίου 1956, χωρίς να τσουγκρίσουν αυγά, χωρίς πολλές κουβέντες και σχόλια. Ο Διγενής καταλάβαινε το πόσο δύσκολα ήταν για τα νέα παιδιά μια τέτοια κατάσταση και προσπαθούσε με κανένα αστείο ή πείραγμα να τους φτιάξει λίγο την διάθεση :
Μήπως θυμηθήκατε τις μανάδες σας, τους ρωτούσε.
Ανάμεσα στα βράχια και με συντροφιά τα άγρια πουλιά του βουνού υποδέχθηκαν την Ανάσταση του Κυρίου και το Άγιο Πάσχα. Πάνω τους ο άγριος καιρός να τους σκεπάζει, το κρύο και η βροχή, αλλά η καρδιά και η ψυχή τους ήταν δοσμένη στον Ιερό Αγώνα και η επιθυμία τους, μαζί το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης, να έρθει και η δική τους Ανάσταση με την απελευθέρωση του νησιού και την ΕΝΩΣΗ με την Ελλάδα.
Μόνο η καμπάνα του Κύκκου τους συντρόφευε και οι χτύποι της ήταν σα να άκουγαν την θεία λειτουργία.
Έτσι κάπως υποδέχθηκαν την ημέρα του Πάσχα 6 Μαίου 1956, χωρίς να τσουγκρίσουν αυγά, χωρίς πολλές κουβέντες και σχόλια. Ο Διγενής καταλάβαινε το πόσο δύσκολα ήταν για τα νέα παιδιά μια τέτοια κατάσταση και προσπαθούσε με κανένα αστείο ή πείραγμα να τους φτιάξει λίγο την διάθεση :
Μήπως θυμηθήκατε τις μανάδες σας, τους ρωτούσε.
Κι αμέσως μετά
Ε, αυτά έχει το βουνό... Τι να γίνει;
Το μυαλό του φυσικά ήταν στον Αγώνα αλλά και στην επίσκεψη του Έλληνα Πρόξενου Ρόδη Ρούφου. Το είχε ζητήσει να το κανονίσει η Λούλα Κοκκίνου στην τελευταία συνάντηση που είχαν, και η αγωνία του ήταν μεγάλη μην τυχόν συμβεί κάποιο απρόοπτο εξαιτίας των αυξημένων στρατιωτικών επιχειρήσεων κοντά στα λημέρια τους.
Έτσι και ο ίδιος θα είχε μια κατ΄ιδίαν συνάντηση μαζί του για να συζητήσουν τα θέματα του κυπριακού αλλά ταυτόχρονα θα έδινε κι ένα τόνο χαράς, αυτές τις άγιες μέρες, στους αντάρτες του.
Πηγή:
Νίκου Παπαναστασίου ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΑΥΚΑΛΙΔΗΣ. ΤΟ «ΑΓΡΙΝΟ» ΤΗΣ ΕΟΚΑ Εκδόσεις Προσωπική Λευκωσία 2009.
Νίκου Παπαναστασίου ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΑΥΚΑΛΙΔΗΣ. ΤΟ «ΑΓΡΙΝΟ» ΤΗΣ ΕΟΚΑ Εκδόσεις Προσωπική Λευκωσία 2009.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου