Του Πέτρου Παπαπολυβίου
Αναπλ. Καθηγητή Πανεπιστημίου Κύπρου
Αναπλ. Καθηγητή Πανεπιστημίου Κύπρου
Οι ραγδαίες εξελίξεις στη Συρία και η «υπεροψία και μέθη» του Ερντογάν (μέχρι προσφάτως, θυμίζουμε, πρότυπο εκσυγχρονιστή και ειρηνιστή για κάποιους), φαίνεται να έχουν ανασύρει από τον λήθαργο την εν υπνώσει ιστορική αντιπαράθεση μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας. Αν και οι δύο χώρες ήρθαν σε απευθείας πολεμική σύγκρουση και στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ο τελευταίος, ουσιαστικά, ρωσοτουρκικός πόλεμος διεξήχθη το 1877-1878. Ένας πόλεμος ιδιαίτερα κρίσιμος τόσο για την Ευρώπη, ως ο προπομπός του συνεδρίου του Βερολίνου, όσο και για την Κύπρο: Η εξέλιξη και οι συνέπειες εκείνου του πολέμου προκάλεσαν την αναπάντεχη έλευση της Βρετανίας στην Κύπρο, το 1878, και τη συνεχιζόμενη, έκτοτε, βρετανική παρουσία στο νησί μας…
Ένας άλλος ρωσοτουρκικός πόλεμος, από τους πιο σημαντικούς, αυτός του 1768-1774, άφησε κληρονομιά στον υπόδουλο Ελληνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εκτός από τις προσδοκίες και τις συνέπειες των «Ορλωφικών», και μια μακρά σειρά από χρησμολόγια και «προφητείες» για το «ξανθό γένος», με πιο γνωστό τον «Αγαθάγγελο». Η «οπτασία του Ιερωνύμου Αγαθαγγέλου, ήτοι προφητείαι περί του μέλλοντος των εθνών», γνώρισε αλλεπάλληλες εκδόσεις και ήταν ανάμεσα στα πιο αγαπημένα αναγνώσματα για αρκετές γενιές Ελλήνων. Η Κύπρος, λόγω της εξέλιξης του ενωτικού ζητήματος, ήταν ο τόπος με τους τελευταίους και πιο φανατικούς «Αγαθαγγελικούς», σε όλο τον 20ό αιώνα. Η γενιά των παππούδων μας, που αντιμετωπιζόταν από εμάς με ειρωνικά χαμόγελα συγκατάβασης όταν ανέπτυσσαν τις «προφητείες» του Αγαθάγγελου, θα μας ειρωνεύεται, με τη σειρά της, βλέποντας, εν έτει 2015, την αναβίωση της χρησμολογικής μανίας. Όμως για τον (ελκυστικό) Αγαθάγγελο, θα μιλήσουμε άλλοτε.
Σημαντικά στοιχεία για τις κυπριακές αντιδράσεις στους ρωσοτουρκικούς πολέμους του 1806-1812 και 1853-1856 έχουν δημοσιευθεί από τον Νεοκλή Κυριαζή στο σπουδαίο περιοδικό της Λάρνακας «Κυπριακά Χρονικά», το 1931.
Σύμφωνα με τις προξενικές εκθέσεις οι «αποθρασυνθέντες Έλληνες της Λάρνακος», στις παραμονές του Κριμαϊκού πολέμου, τον Ιούλιο του 1853, τόλμησαν να κραυγάσουν δημοσίως στα καφενεία: «Κάτω ο Σουλτάνος, Ζήτω ο αυτοκράτωρ Νικόλαος! [της Ρωσίας]». Έγραφε, την πρωτοχρονιά του 1854, προς τον πρεσβευτή του στην Κωνσταντινούπολη ο Γάλλος πρόξενος στη Λάρνακα, για ένα ελληνικό καφενείο στην πόλη του Ζήνωνα: «Υπήρχε τοποθετημένον πορτραίτον του αυτοκράτορος Νικολάου, και ο διευθυντής του καφενείου εις τους ερωτώντας αυτόν ποίον παρίστα η εικών αύτη απήντα ότι, αυτός είναι ο μέγας Νικόλαος, που κάμνει τον κόσμον να τρέμη! Πλησίον τούτου ο καφετζής είχε τοποθετήση μίαν μικράν εικονογραφίαν παριστώσαν Έλληνα, κρατώντα εις το χέρι του την εθνικήν σημαίαν και ποδοπατούντα την ημισέληνον.»
Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του φιλορωσικού πυρετού της εποχής αποτελούν τα ενθουσιώδη νεανικά στιχουργήματα του Γεωργίου Ι. Κηπιάδη, από την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Αι Θερμοπύλαι» (Αθήνα 1854), που εντοπίσαμε πριν από λίγα χρόνια:
Ορμήσωμεν λοιπόν,
Κατ’ Οθωμανών.
Το τέρας τρέμει πτοηθέν,
Από τον Ρώσσον κτυπηθέν.
Δεν δύναται δε ουδαμώς.
Ο Ρώσσος πίπτ’ ως κεραυνός.
Συνενωθώμεν το λοιπόν,
Μ’ αίσθημα Ελληνικόν,
Πίωμεν αίμα τουρκικόν.
Υψηλές ελληνικές προσδοκίες, που προκαλούσαν αναστάτωση στην οθωμανική διοίκηση αλλά και στους Αγγλογάλλους συμμάχους της Πύλης στον Κριμαϊκό πόλεμο. Ή, όταν η ιστορία επαναλαμβάνεται…
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος» στις 28 Νοεμβρίου 2015
http://papapolyviou.com/
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου