Γλαύκος Αλιθέρσης (1897-1965)

Του Πέτρου Παπαπολυβίου
Αν. Καθηγητή Πανεπιστημίου Κύπρου

Συμπληρώνονται φέτος πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Μιχαήλ Αντωνίου Χατζηδημητρίου, γνωστού με το φιλολογικό ψευδώνυμο Γλαύκος Αλιθέρσης. Ο Αλιθέρσης γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1897. Τον Ιούλιο του 1913, έχοντας τελειώσει την Τετάρτη τάξη του Hμιγυμνασίου Λεμεσού, έφυγε κρυφά από τους γονείς του για να καταταχθεί στον ελληνικό στρατό, χωρίς όμως να προλάβει να πάρει μέρος στον δεύτερο βαλκανικό πόλεμο. Ο Αλιθέρσης υπηρέτησε ως φρουρός για μερικές βδομάδες στην Άνω Βροντού Σερρών, σε ευζωνικό τάγμα της Έκτης  Μεραρχίας. Από εκεί έγραφε στον πατέρα του, τον Αύγουστο του 1913, δικαιολογώντας την κατάταξή του: «Δεν πρέπει δε να ήσαι θυμωμένος μαζύ μου πως έφυγα, γιατί τι άλλο εμάθαινα εις το σχολείον που μ’ έστελλες, τι άλλο παρά την αγάπην προς την πατρίδα; (…) Και εάν ημείς που είμεθα νέοι που δεν έχομεν υποχρεώ­σεις και μαθηταί όντες ακόμη που νοούμεν καλλίτερον παντός άλλου τα προς την πατρίδα καθήκοντα δεν πάμεν εκεί στον τίμιον αγώνα της διαμάχης των μεγάλων ιδανικών του έθνους, ποίοι θα πάσιν; Οι αγράμματοι και οι γέροντες;»
Το 1915 αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας. Ήταν σπουδαίος αθλητής, παγκυπριονίκης και πανελληνιο­νίκης, και μετά την αποτυχία του να περάσει τις εξετάσεις της Σχολής Ευελπίδων σπούδασε στη Σχολή Γυμναστών, ενώ δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές στη Νομική. Το 1919 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή και εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο. Εργάστηκε για αρκετά χρόνια στα ελληνικά σχολεία της Αλεξάνδρειας και του Καΐρου ως καθηγητής Γυμναστικής, αγαπημένος δάσκαλος για χιλιάδες μαθητές και μαθήτριες. Παρότι είναι γνωστός ως ποιητής, έγραψε και πεζά, θεατρικά έργα, μελέτες και κριτική, μεταφράσεις, ακόμη και μια σύντομη Ιστορία της Νέας Ελληνικής λογοτεχνίας (1938). Όλα αυτά, στη σκιά του Καβάφη, το έργο του οποίου αντιμετώπισε αρνητικά. Τα εφηβικά του αλυτρωτικά ιδανικά κλονίστηκαν πολύ γρήγορα και εντάχθηκε στον ευρύτερο κύκλο των διανοουμένων της Αριστεράς, που κυριαρχούσε στα γράμματα του Αιγυπτιώτη Ελληνισμού στον μεσοπόλεμο και στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Αυτή την άτυπη ένταξη πλήρωσε με απόλυση από το Αβερώφειο Γυμνάσιο, με επίσημη δικαιολογία ότι έγραφε
στίχους την ώρα της Γυμναστικής…
Ο αγώνας της ΕΟΚΑ, ξύπνησε τις νεανικές του μνήμες και η ποιητική του συλλογή «Προσμαρτυρία» (Αλεξάνδρεια 1958), μια έντονη αντιαποικιακή διαμαρτυρία, απαγορεύθηκε να κυκλοφορήσει στην Κύπρο. Εκεί σε μια θεαματική παλινόρθωση της ιδεολογίας των νεανικών του χρόνων έγραφε, «Αχ! Νάμουν νέος να σκοτωθώ στην Κύπρο!» και συμπλήρωνε: «Οι στίχοι μου, είναι μια δήλωση του Εγώ που ακόμα ζη μέσα μου.»
Επέστρεψε στην Κύπρο και στη Λεμεσό στις αρχές του 1963, χωρίς να καταφέρει να πάρει μαζί του τα βιβλία και τα χειρόγραφά του. Ήταν παντρεμένος με τη λεμεσιανή Εύα Ζαφειροπούλου, και είχε αποκτήσει δύο θυγατέρες, τη Γλαύκη (απεβίωσε, παιδούλα 11 χρονών, το 1936) και τη Γλαυκή. Στη Λεμεσό ελάχιστα πράγματα και ανθρώπους βρήκε που να θύμιζαν την πόλη της νεότητάς του, αυτήν που σε μια έκρηξη οργής (εξαιτίας της συμπεριφοράς απέναντι στον Βασίλη Μιχαηλίδη) είχε αποκαλέσει «πόλη των αστόχαστων και των χυδαίων την πόλη». Πέθανε στις 30 Νοεμβρίου 1965. Ελπίζουμε να θυμηθούν και άλλοι την επέτειο του θανάτου του…
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος» 16 Μαΐου 2015
http://papapolyviou.com/

Σχόλια