Με τα μάτια στραμμένα στη Λεμεσό του 1870 (Δ')

retro-giagkos-araouzos
Γράφει ο Τίτος Κολώτας
Εκ των αναμνήσεων του Ευστάθιου Παρασκευά
Συνέχεια σήμερα και τέλος των αναμνήσεων του Ευστάθιου Παρασκευά Παλαιμάχου όπως μας τις άφησε με λεπτομερείς περιγραφές μέσα από σειρά άρθρων του στην εφημερίδα «Αλήθεια» της Λεμεσού στη δεκαετία του 1930, με τον γενικό τίτλο «Παλαιαί αναμνήσεις».
Μέρος Δ’
Ο ΣΑΪΤ ΠΑΣΑΣ ΕΙΣ ΛΕΜΕΣΟΝ
Κατά την εποχήν αυτήν επεσκέφθη την Λεμεσόν ο Διοικητής της Κύπρου Σαΐτ Πασάς. Ό Καϊμακάμης ειδοποίησε τους προεστούς και τους δασκάλους ότι θα φθάσει εις την πόλιν ο Διοικητής και απεφασίσθη να του κάμουν καλήν υποδοχήν. Ο διδάσκαλος μας Γ. Λουκάς έκαμε και ετόνισε ένα τραγούδι και μας το εδίδαξε να το τραγουδούμεν και την ημέραν της αφίξεως μας ωδήγησεν εκεί όπου είνε σήμερον η παράγκα της κ. Αλεξάνδρας Κίρζη. Προεστοί χριστιανοί και Τούρκοι έφιπποι έτρεξαν εις τον ποταμόν της Γερμασόγειας προς υποδοχήν.

Έφεραν λοιπόν τον Πασάν εν συνοδεία απ’ έξω δε από το σπίτι του Παναή της Παπαδιάς, νυν οικία κυρίας Πιερή εσταμάτησεν ο επίσημος ξένος και η συνοδεία του και ημείς εψάλαμεν το τραγούδι με επί κεφαλής τον Γεώργιον Ευθύβουλον και Νικόλαν Μαυρομούστακον που ήσαν και μεγαλύτεροι και πιο καλλίφωνοι και κατόπιν η συνοδεία προχώρησε και ημείς διελύθημεν. Την επαύριον ο Παυλής Πελεντρίδης ο λεγόμενος Παυλή Μπέης έκαμε χορόν εις το σπίτι του όπου και είχεν ετοιμάσει και δωμάτιον δια να κοιμηθή ο Πασάς. Το σπίτι του ήτο εκεί όπου είνε σήμερον εις την προκυμαίαν τα μαγαζιά και η οικία της άνω ρηθείσης κυρίας Αλεξάνδρας Κίρζη. Ήτο μία μεγάλη οικία κατώγειος, προ της εισόδου ήτο μία βεράντα με 5 καμάρες και κατόπιν άλλες δύο κομμένες με γυαλιά. Μέσα είχε Σάλες, σαλόνια και πολλά δωμάτια.

Τότε εγώ ήμουν οικότροφος εις το σπίτι του πατρός του διδασκάλου μου Γ. Λουκά, έμεινε δε εις αυτό και ο ίδιος ο οποίος είχε προσκληθεί εις τον χορόν τον παρεκάλεσα να με πάρει μαζί του, άλλα μου είπεν πως δεν επιτρέπεται η μεγάλη μου όμως επιθυμία να υπάγω και να ιδώ πρώτην φοράν χορόν με έδωσε την έμπνευσιν να του προτείνω να αφήσει το επανωφόρι του να το φέρω εγώ, το όποιον και εδέχθη. Πράγματι ολίγην ώραν επήρα το επανωφόρι και έτσι τα κατάφερα να εισχωρήσω εις
το σπίτι.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΑΥΛΗΜΠΕΗ
Μόλις εμπήκα μέσα εθαύμασα τον πλούτον του σπιτιού του Παυλήμπεη μέσα στο οποίον εδίδετο ο χορός προς τιμήν του διοικητού της Κύπρου Σαΐτ Πασά. Εις την σάλα είδα τον Πασάν εκάθητο εμπρός σε ένα ωραίο τραπέζι μαζί με άλλους. Επάνω εις το τραπέζι αυτό υπήρχαν ωραία ποτήρια και «τζαϊκά» με τα πιατάκια τους και 2-3 μποτίλιες. Τότε ηρώτησα τι πίνουν και μου είπαν ότι είνε η περίφημη μαστίχα της Χίου. Ηρώτησα επίσης και δια τα πράγματα που ήσαν επάνω στο τραπέζι, διότι μου εφάνηκαν ασυνήθιστα και εκατάλαβα ότι ήσαν πολύτιμα. Μου είπαν ότι τα ποτήρια και οι μποτίλιες ήσαν από κρύσταλλον και τα τσαϊκά με τα πιατάκια τους ήσαν «φαρφουρένια.

Πρώτην φοράν έβλεπα τέτοια πράγματα και ήκουσα τέτοιαν ονομασίαν. Ο χορός άρχισεν, ήτο όλος ο καλός κόσμος της Λεμεσού με τες ωραίες της εποχής, ο Πασάς δεν εχόρεψε αλλ’ έπινε με μερικούς εις το τραπέζι από το οποιον δεν εκινήθη. Εννοείται έπαιρναν και έφερναν διαφόρους μεζέδες που φαντάζομαι πόσον εκλεκτοί θα ήταν.

Αλλ’ η περιέργεια μου δεν εσταμάτησεν έως εδώ, δια τούτο ήθελα να δω και να περιεργασθώ και το δωμάτιον όπου θα έμενεν ο Πασάς να κοιμηθεί ύστερα από τον χορόν. Επλησίασα στην πόρτα όπου έβλεπα καλά μέσα. Είδα μίαν μεγάλην «καριόλαν» με «ουμπρέλλαν» και ουρανόν, όπως εσυνηθίζετο τότε εις τα καλά σπίτια. Η ουμπρέλλα ήτο σκεπασμένη με βελούδον κεντημένον από τιρτίρι (κλωστήν) χρυσόν και εις τα άκρα της εκρέμμοντο φλόκοι χρυσοί πάλιν από τιρτίρι. Η χρυσή αυτή κλωστή ήτο άφθονη και εις τα σκεπάσματα όπου εσχηματίζοντο με αυτήν έβλεπα κλαδιά διαφόρων σχημάτων και σχεδόν το ρούχο των σκεπασμάτων δεν εφαίνετο. Δεν έβλεπες επάνω εις την καριόλαν παρά κεντήματα από χρυσάφι και εις τα άκρα χρυσούς φλόκκους. Τα σινδόνια που μόλις εφαίνοντο ήσαν κεντημένα με «πιπίλαν» επίσης τα μαξιλαροκεντήματα. Το ταπέτο εις το δάπεδον ήτο πολύ ωραίον. Ενθυμούμαι ότι έφυγα με τόσον θαυμασμόν από ό,τι πλούσιον είδα που όταν εκοιμήθηκα έβλεπα είς τον ύπνον μου την μεγαλο- πρέπειαν του σπιτιού του Παυλήμπεη.

Η ΑΝΥΨΩΣΙΣ ΤΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ
Την επαύριον το μεσημέρι ο Γεώργιος Ακάμας έκαμε του Πασά τραπέζι όπου παρεκάθησαν ο Καϊμακάμης Φεττή Εφένδης και μερικοί άλλοι χριστιανοί και Τούρκοι, ήτο δε τόση η ευχαρίστησις του διοικητού από τας περιποιήσεις που του έκαμαν εις την Λεμεσόν, ώστε οι έξυπνοι τότε προύχοντες να επωφεληθώσι της ψυχολογικής του στιγμής και να ζητήσουν κάτι. Και εζήτησαν ως χάριν όπως επιτρέψει να υψώνεται εις τον ιστόν της εκκλησίας Αγ. Νάπας η σημαία της, η οποία, ως είδομεν εις άλλον σημείωμα είχε απαγορευθή να υψώνεται. Μόλις τούτο έγεινε γνωστόν εις την πόλιν όλοι οι ναυτικοί της πόλεως έτρεξαν και εδιόρθωσαν τον ιστόν και ύψωσαν την σημαίαν προ της αναχωρήσεως του Πασά.

ΑΛΛΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΝΤΑ
Κατά το έτος τούτο απέθανεν η Αικατερίνη Φραγκούδη μήτηρ του αειμνήστου Σωκράτη Φραγκούδη και μάμμη του διακεκριμένου συμπολίτου μας κ. Γ. Φραγκούδη. Την αυτήν εποχήν ο περιβόητος Τζεσνόλης πρόξενος της Αμερικής ήρχισε τας ανασκαφάς του εις την Επισκοπήν της επαρχίας μας. Είνε γνωστόν ότι εσύλησε τον τόπον από περίφημα αρχαία αγάλματα και άλλα αντικείμενα.

Η συγκοινωνία τότε μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου εγείνετο με ιστιοφόρα εφόρτωναν κρασιά και έπαιρναν και επιβάτες επίσης δε και επιστολάς αφού η συγκοινωνία με το εξωτερικόν ήτο σπανία. Πλοίαρχοι που ήσαν ιδιοκτήται πλοίων ή εδούλευαν με μισθόν, ήσαν οι Νικόλας Γεωργιάδης, Γεώργιος Λάμπης, Παναγής Λιβέρδος, Δημήτριος Μαρνέρος, Αντώνης Κυρηνιώτης, Μπεναρδής και Γεώργιος Τσαγγαρίδης. Ο αείμνηστος Γιάγκος Αραούζος είχε 3 Μπουμπαρτοκάϊκα που εταξείδευαν εις την Αττάλειαν και Μερσίναν, είχε δε επίσης και ένα πλοίον μεγάλον συντροφικόν με τον Τρύφωνα Ηλιάδην. Αυτό εταξείδευεν εις την Ευρώπην με πλοίαρχον τον καπετάν Αλέξη.

Ενθυμούμαι ότι όταν έφθαναν τα καΐκια του Αραούζου εις το λιμάνι της Λεμεσού ύψωναν την Τουρκικήν σημαίαν και έρριπταν κανονιοβολισμούς, τους οποίους όταν ηκούαμεν ελέγαμεν ότι έφθασε κανένα καΐκι του Αραούζου και έτσι ήτο η διαταγή του ιδιοκτήτου. Μετά παρέλευσιν ολίγου χρόνου ο Αραούζος ηγόρασε μιαν γολέτταν και έβαλε για καπετάνιον της κάποιον Κάσιον Ηλίαν Νουάραν ο οποίος επήρε το καράβι και έφυγε χωρίς ποτέ ο ιδιοκτήτης του να μάθη τι έγεινε και το καράβι και ο καπετάνιος. Ο Θεός ξεύρει εάν εναυάγησαν ή ο καπετάνιος το επήρε και το εσφετερίσθη. Που να μάθη κανείς τότε με την έλλειψιν μέσων συγκοινωνίας.»


http://www.foni-lemesos.com/

Σχόλια