Tο 1833 σημειώθηκαν στην Κύπρο τρεις συντονισμένες, σχεδόν ταυτόχρονες, εξεγέρσεις: η πρώτη, υπό τον Νικόλαο Θησέα[πρώην αγωνιστή της ελληνικής επανάστασης του 1821] με επίκεντρο την περιοχή Λάρνακας, Αγίου Γεωργίου Κοντού και Σταυροβουνίου. Η δεύτερη, υπό τον καλόγερο ΙωαννίκιοΛαζιμάνο από τον Άγιο Ηλία Καρπασίας με επίκεντρο την Καρπασία και η τρίτη, στην επαρχία Πάφου με συμμετοχή Ελλήνων και Τούρκων υπό την αρχηγία του Γκιαούρ Ιμάμη. Τα κινήματα αυτά είχαν οικονομικά, πολιτικά και εθνικοαπελευθερωτικά κίνητρα.
Πιο συγκεκριμένα, ο Γκιαούρ Ιμάμης φαίνεται ότι είχε υποκινηθεί και υποβοηθηθεί από τον ηγεμόνα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλι, πρώην Γενίτσαρος από την Καβάλα. Μωχάμετ Άλι που βρισκόταν την εποχή εκείνη σε εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία, εποφθαλμιούσε την Κύπρο και την Κρήτη. Ο Γκιαούρ Ιμάμης γνώριζε καλά τόσο τον Ιωαννίκιο, όσο και τους αδελφούς Θησέα.
Η προσωπικότητα του Νικόλαου Θησέα είναι ξεχωριστή. Γεννήθηκε στην Κύπρο αρχές του 19ου αιώνα. Είχε τέσσερα αδέλφια, τον Λεόντιο, τον Κυπριανό που ήταν ο κύριος μέτοχος της εταιρείας «Κυπριανός Θησεύς και Σια στη Λάρνακα», τον Θεοφύλακτο, έμπορα και αργότερα Αρχιμανδρίτη και τη Μαρίτσα. Θείος των Θησέων, ήταν ο εθνομάρτυρας, Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός. Το 1815 ο Νικόλαος Θησέας βρίσκεται εγκατεστημένος στη Μασσαλία, όπου ως έμπορος εισάγει στη Γαλλία προϊόντα από την Κύπρο και τη Συρία [κρασιά, λάδι, αραβικά άλογα κ.ά]. Από διάφορες ιστορικές πηγές φαίνεται ότι ήταν πολύ μορφωμένος, δίδασκε δε κατά διαστήματα στη σχολή της Τεργέστης. Μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και τούρκικα.
Ενώ ήταν στη Μασσαλία συνδέθηκε στενά με τη Φιλική Εταιρεία και
το Ελληνόφωνο Ξενοδοχείο, που αποτελούσε την πρόδρομη οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας στη Γαλλία. Η οργάνωση αυτή είχε αποστείλει μέχρι το 1814, 40.000 χιλιάδες τουφέκια στην Ελλάδα. Η Φιλική Εταιρεία είχε αναθέσει στον Θησέα, το έργο της στρατολόγησης Ελλήνων και Γάλλων εθελοντών που θα στέλλονταν στην επαναστατημένη Ελλάδα. Ο ίδιος πρόσφερε πολλά χρήματα για την προετοιμασία της Ελληνικής επανάστασης, ενώ μαζί με άλλους εμπόρους της Μασσαλίας πήγε στην Ελλάδα για να πολεμήσει, αφήνοντας πίσω του, περιουσία, εμπόριο και σχολεία. Η πολεμική και εθνική δράση του Νικόλαου Θησέα στην Έλλαδα ήταν πολύπλευρη. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες, όπως στο Ναύπλιο και στο Μοριά, πολεμώντας κατά του Ιμπραήμ. Ήταν υπασπιστής του Δημήτριου Υψηλάντη, είχε δε στενούς δεσμούς με την ηγεσία, όπως τον Ιωάννη Καποδίστρια και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Μετά το τέλος της επανάστασης, επέστρεψε στη Μασσαλία όπου επαναδραστηριοποιήθηκε ξανά στο εμπόριο
Το 1821, λίγο μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, ο άλλος του αδελφός, ο Θεοφύλακτος, ήρθε στην Κύπρο και κυκλοφόρησε στη Λάρνακα -παρά τις αντιρρήσεις του θείου του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού-, την επαναστατική εγκύκλιο της Φιλικής Εταιρείας. Στις 9 του Απρίλη, οι Τούρκοι συνέλαβαν τον πατέρα και τον αδελφό του Λεόντιο, για να πάρουν πληροφορίες για τη δράση του Θεοφύλακτου. Οι δύο άνδρες δεν λύγισαν. Πέθαναν από τα βασανιστήρια που τους είχε υποβάλει ο τούρκος κυβερνήτης Κουτσιούκ Μεχμέτ.
Το 1832-33, οι αδελφοί Θησέα εμφανίστηκαν στη Λάρνακα για να διεκδικήσουν την περιουσία του πατέρα τους και του θείου τους, Αρχιεπισκόπου Κυπριανού. Οι περιουσίες είχαν δημευθεί από το σφαγέα της Κύπρου Κουτσιούκ Μεχμέτ, μετά το αιματοκύλισμα του Ιουλίου του 1821. Και ενώ ο Σουλτάνος είχε διατάξει την επιστροφή των δημευθεισών περιουσιών στους νόμιμους και νομιμόφρονες ιδιοκτήτες, η τροπή των γεγονότων οδήγησε στη εξέγερση του 1833.
Συγκεκριμένα: την 1η Μαρτίου 1833, ο νέος κυβερνήτης Σαΐτ Μεχμέτ απαίτησε τη συλλογή των καθυστερημένων φόρων, που λίγο πριν είχαν διαγραφεί με δική του απόφαση. Η επαναφορά των φόρων προκάλεσε κοινωνική αναταραχή με επίκεντρο τη Λάρνακα. Τις επόμενες μέρες έγιναν μεγάλες συγκεντρώσεις στη Λάρνακα και Λευκωσία. Η μεγαλύτερη έγινε έξω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Κοντού. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, στη συγκέντρωση εκείνη συμμετείχαν επτά με οκτώ χιλιάδες άνθρωποι, από ένα ελληνικό πληθυσμό που δεν ξεπερνούσε παγκύπρια τις 30.000 χιλιάδες. Πρωταγωνιστής της εξέγερσης ήταν ο Νικόλαος Θησέας μαζί με άλλους Κύπριους που πολέμησαν στην Έλλαδα. Ένας από αυτούς ήταν ο μοναχός Ιωαννίκιος που κινήθηκε στην Καρπασία. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, ο Ιωαννίκιος είχε βρεθεί και εκπαιδευτεί στη Λάρνακα για ένα και πλέον μήνα, μαζί με τον Θεοφύλακτο Θησέα.
Επί κεφαλής του πλήθους, ο Νικόλαος Θησέας βάδισε προς τα προξενεία της Λάρνακας, ζητώντας από τις προξενικές αρχές την παρέμβασή τους για την ακύρωση της φορολογίας, ενώ από τον Μητροπολίτη Κιτίου Λεόντιο Β’, ζητήθηκε η βοήθειά του, για να αλλάξει στάση ο Αρχιεπίσκοπος Πανάρετος, που είχε ταχθεί με το μέρος του Τούρκου διοικητή όσον αφορά την πληρωμή των φόρων.
Πολλοί ιστορικοί της Τουρκοκρατίας πιστεύουν ότι ο σκοπός των αδελφών Θησέα πέρα από την ακύρωση της φορολογίας, ήταν η αποτίναξη της τουρκικής σκλαβιάς με την αρωγή της Γαλλίας μέσω του Προξένου της στη Λάρνακα, Μποτού. Οι ίδιοι ιστορικοί θεωρούν ότι η επανάσταση του Νικόλαου Θησέα το 1833, ήταν η πρώτη σύγχρονη προσπάθεια για «ανεξαρτησία» της Κύπρου, αφού η πόρτα της ενσωμάτωσης με την Ελλάδα είχε κλείσει το 1828, όταν ο Καποδίστριας αρνήθηκε να δεχθεί την κυπριακή αντιπροσωπεία στην οποία συμμετείχε μεταξύ άλλων ο Λαρνακέας γιατρός Παύλος Βαλσαμάκης. Παρόμοιες προσπάθειες για ανεξαρτησία, είχε κάνει ο Νικόλαος Θησέας και πριν το 1833, όταν επισκέφθηκε ο ίδιος το Λονδίνο. Προσπάθειες που όμως δεν τελεσφόρησαν.
Μετά την επίτευξη του στόχου της ακύρωσης της φορολογίας, ο Νικόλαος Θησέας, προσπαθώντας να κρατήσει ζωντανή την επανάσταση και περιμένοντας τον οπλισμό που του είχε υποσχεθεί ο Γάλλος πρόξενος, οδήγησε τις τρεις χιλιάδες άοπλους άνδρες στο Σταυροβούνι, όπου παρέμειναν τον υπόλοιπο Μάρτιο και Απρίλιο. Στο μεταξύ, η συμφωνία ειρήνης μεταξύ του Σουλτάνου και του Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου, οδήγησε στην επιστροφή του τουρκικού στρατού στην Κύπρο και στη ακύρωση της αποστολής των όπλων από το εξωτερικό. Οι εξελίξεις αυτές ανάγκασαν τον Νικόλαο Θησέα να διαλύσει τις ομάδες του και να διαφύγει στη Ρόδο με την προτροπή και βοήθεια του Γάλλου πρόξενου Μποτού. Το ίδιο συνέβη και με τον Θεοφύλακτο, που κατέφυγε στην Παλαιστίνη και πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Ο άλλος αδελφός, ο Κυπριανός, ήταν ήδη εγκατεστήμενος στη Σύρο. Και οι τρεις έχασαν την πολύ μεγάλη περιουσία τους στην Κύπρο.
Όσον αφορά τον Γάλλο πρόξενο Μποτού, δολοφονήθηκε, μάλλον δηλητηριασμένος, λίγο μετά την αναχώρηση του Νικόλαου Θησέα. Είχε προσπαθήσει να διαψεύσει τη γαλλική ανάμειξη στα γεγονότα και να αθωώσει στα μάτια των Τούρκων τη στάση των αδελφών Θησέα στην εξέγερση, χωρίς φαίνεται να τα καταφέρει. Πολλοί Κύπριοι είχαν παράπονα από τη Γαλλία και τον πρόξενό της, γιατί με την στάση τους, βρέθηκαν εκτεθειμένοι στις αντεκδικήσεις των Τούρκων.
Ο Νικόλαος Θησέας αφού περιπλανήθηκε μέχρι το 1839, επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου διορίστηκε πρώτος πρόξενος της χώρας στη Βηρυτό. Μετά από κάποια χρόνια επέστρεψε στη Αθήνα. Με επιστολή που έστειλε στον Αρχιεπίσκοπο Κύριλλο το 1849, πρόσφερε δέκα υποτροφίες σε Κύπριους για να σπουδάσουν με δικά του έξοδα στην Αθήνα. Πέθανε το 1854 από χολέρα.
Όσον αφορά την εξέγερση στην Καρπασία και την Πάφο καταπνίγηκαν και οι δύο στο αίμα. Νεότερα ιστορικά στοιχεία, ανατρέπουν τη γνώση που είχαμε για τον μοναχό Ιωαννίκιο, ότι δηλαδή συνελήφθη τον Αύγουστο του 1833 και υπέστη στη Λευκωσία τον δι’ ανασκοπολισμού θάνατο [παλούκωμα]. Σύμφωνα με νεότερα έγγραφα που δημοσιεύτηκαν, ο Ιωαννίκιος διέφυγε το 1833 τη σύλληψη. Συνελήφθη στις 18/5/1839 κατά την επιστροφή του από το Φλαμούδι στο Δαυλό. Οι Τούρκοι που όλα αυτά τα χρόνια τον καταζητούσαν, τον έδεσαν πισθάγκωνα και τον οδήγησαν κοντά στην περιοχή Κορωνιά, σ’ ένα ψηλό βράχο που ονομάζεται «τα λιχάρκα [λιθάρκα] του Κονόμου«, ένα χλμ. νοτιοδυτικά του Κάστρου της Καντάρας. Από τα «λιθάρκα του Κονόμου» τον έριξαν δύο φορές μέχρι να πεθάνει. Τον έθαψαν οι συνμοναχοί του στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου του Δαυλού, εκεί που υπηρέτησε τον Θεό επί σειρά ετών, ως οικονόμος του μοναστηριού.
Τέλος ο Γκιαούρ Ιμάμης που είχε διαφύγει στην Αίγυπτο, όταν επέστρεψε αργότερα στην Κύπρο, πιάστηκε και αποκεφαλίστηκε.
Πρέπει να τονίσουμε ότι, το κίνημα του 1833, ήταν η τελευταία προσπάθεια που έγινε για την ελευθερία της Κύπρου την περίοδο της τουρκοκρατίας, μέχρι την κατάληψη του νησιού από τους Άγγλους το 1878. Οι επόμενες μεγάλες εξεγέρσεις που θα ακολουθήσουν, ήταν τα Οκτωβριανά του 1931 και ο αγώνας της ΕΟΚΑ του 1955.
Πηγές: 1. Άντρος Παυλίδης, Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια [Μ.Κ.Ε.], τόμ. 6, σσ.34-38, Φιλοκυπρός, Λευκωσία 1987 2. Χάρης Χριστοδούλου, Κυπριακαί Σπουδαί, Τόμος ΞΔ΄-ΞΕ΄, 2000-2001, Λευκωσία 2003 [η μελέτη αναφέρεται στα νέα στοιχεία τα σχετικά με το μοναχό Ιωαννίκιο]. 3. Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, Πρακτικά του Δευτέρου Διεθνούς Κυπριολογικού Συνεδρίου [Λευκωσία, 20-25 Απριλίου 1982], τόμ. Γ΄, Λευκωσία 1987.
http://larnacainhistory.wordpress.com/
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου