Παροικία, προνόμια και βάιλοι της Βενετίας στην Κύπρο

Post image for Παροικία, προνόμια και βάιλοι της Βενετίας στην Κύπρο
Γράφει η Νάσα Παταπίου

Αναφορά στην παροικία των Βενετών εμπόρων στην Κύπρο από τα τέλη του 12ου αιώνα, στις φοροαπαλλαγές που δικαιούνταν και στο ότι το ίδιο το νησί δεν επωφελείτο σε τίποτα από την παραμονή τους, καθώς όλα τους τα κέρδη μεταφέρονταν στη Βενετία

Η παρουσία των Βενετών μαρτυρείται στην Κύπρο ήδη από τον 12ο αιώνα, αφού το 1147 είχε επικυρωθεί το χρυσόβουλλο του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού, με το οποίο επιτρεπόταν η επέκταση των εμπορικών προνομίων των Βενετών τόσο στην Κρήτη όσο και στην Κύπρο.

Τα πιο πάνω στοιχεία τεκμηριώνουν ότι τουλάχιστον από τα τέλη του 12ου αιώνα υφίστατο στην Κύπρο μια παροικία Βενετών εμπόρων. Οι Βενετοί έμποροι, όπως μαρτυρείται στις πηγές, ήταν εγκατεστημένοι στη Λεμεσό, στην Αμμόχωστο, στη Λευκωσία αλλά και στην Πάφο. Στις αρχές μάλιστα του 13ου αιώνα ζούσαν περίπου εβδομήντα πέντε Βενετοί στην Κύπρο, πολλοί από τους οποίους είχαν ιδιοκτησίες όχι μόνο στις πόλεις, αλλά και σε αγροτικές εγκαταστάσεις στην ύπαιθρο.
Από πολύ ενωρίς και συγκεκριμένα το 1293 είχε αφιχθεί στην Κύπρο πρεσβεία εκ μέρους της Γαληνοτάτης, με σκοπό τη σύναψη συνθήκης διομολογήσεων σχετικών με τη νομική θέση των Βενετών που ζούσαν στη μεγαλόνησο. Η προσπάθεια αυτή δεν είχε αίσιο τέλος, ωστόσο η Γαληνοτάτη κατόρθωσε το 1306 να πετύχει τον στόχο της, υπενθυμίζοντας στον βασιλιά της Κύπρου ότι οι Βενετοί κατείχαν περιουσίες, δικαιώματα αλλά και προνόμια στην Κύπρο και ειδικά στις πόλεις Λεμεσό και Λευκωσία. Ας σημειωθεί ότι η εμπορική σημασία της Κύπρου μετά την πτώση της Άκρας, από το λατινικό βασίλειο της Ιερουσαλήμ στην εξουσία των μουσουλμάνων,
η οποία αποτελούσε μεγάλο εμπορικό και στρατιωτικό κέντρο, είχε αυξηθεί εφόσον η εμπορική δραστηριότητα μεταφέρθηκε στη μεγαλόνησο.

Παραχώρηση προνομίων
Τα κυριότερα προνόμια τα οποία παραχωρήθηκαν το 1306 στους Βενετούς ήταν τα εξής. Τόσο οι Βενετοί όσο και οι Λευκοί Βενετοί, δηλαδή, πολίτες της Γαληνοτάτης με καταγωγή από την Ανατολή και κυρίως τη Συρία, είχαν το δικαίωμα να εγκαθίστανται στην Κύπρο και να απαλλάσσονται από οποιονδήποτε δασμό. Επίσης, τα μέλη της βενετικής παροικίας στην Κύπρο είχαν το δικαίωμα να διατηρούν αγορά καθώς και εκκλησία στη Λευκωσία, Λεμεσό και Αμμόχωστο, και επίσης κατοικία για τον βάιλο ή πρέσβη τους. Είχαν ακόμη το δικαίωμα με κάποιους όρους να αγοράζουν σπίτια αλλά να μην τα οχυρώνουν και οι διαφορές μεταξύ δύο Βενετών να εκδικάζονται από βενετικό δικαστήριο. Τέλος, σε περίπτωση θανάτου κάποιου Βενετού, ακόμη και εάν είχε αφήσει διαθήκη, η περιουσία του κατέληγε στη Δημοκρατία της Βενετίας. Ουσιαστική υποχρέωση της Βενετίας προς την Κύπρο ήταν να μην βοηθά τους εχθρούς της και να ενισχύει την άμυνά της με την επιστράτευση των Βενετών που βρίσκονταν εδώ εγκατεστημένοι.
Η μεγαλύτερη εμπορική παροικία βρισκόταν στη Λεμεσό και στην ίδια πόλη οι Βενετοί έμποροι διέθεταν καταστήματα, κατοικίες, αμπέλια, περιβόλια καθώς και δύο εκκλησίες των Αγίων Γεωργίου και Μάρκου. Παροικία Βενετών υπήρχε, όπως προαναφέραμε, και στην πρωτεύουσα Λευκωσία καθώς και στην Αμμόχωστο, που ήταν σημαντικό εμπορικό κέντρο, ιδιαίτερα μετά την πτώση της Άκρας.
Μετά την παραχώρηση προνομίων στους Βενετούς που διαβιούσαν στην Κύπρο, η θαλασσοκράτειρα Βενετία φρόντιζε να διορίζει εκπροσώπους της, δηλαδή, προξένους, για να την εκπροσωπούν και για να μεριμνούν τόσο για τα συμφέροντα της ίδιας της Δημοκρατίας όσο και αυτά των υπηκόων της. Ο Βενετός πρόξενος στην Κύπρο όπως και αυτός στην Κωνσταντινούπολη έφερε τον τίτλο του βαΐλου, ενώ αυτοί της Αλεξανδρείας καθώς και της Δαμασκού αποκαλούνταν απλώς πρόξενοι. Ο Βενετός βάιλος στην Κύπρο είχε βοηθό έναν καγκελάριο, που εκτελούσε εργασίες γραμματέα ή νοταρίου, καθώς και έναν αριθμό προσωπικού για εξυπηρέτησή του. Επίσης είχε, σύμφωνα με μια πηγή, τουλάχιστον έξι άλογα στη διάθεσή του. Επιπρόσθετα ο βάιλος είχε στην υπηρεσία τους τρεις ραβδούχους (bastonieri) ως σωματοφύλακες, τους μισθούς των οποίων κάλυπτε η Γαληνοτάτη. Οι ραβδούχοι καλούνταν έτσι επειδή έφεραν στα χέρια τους μεγάλες ράβδους με αργυρό μήλο και προπορεύονταν του βαΐλου κατά τις εξόδους του. Ο βάιλος ήταν υποχρεωμένος να εορτάζει με κάθε επισημότητα την ημέρα του Αγίου Μάρκου, προστάτη της Βενετίας, και με ενίσχυση προερχόμενη από τα μέλη της παροικίας. Όπως κάθε αξιωματούχος ο οποίος διοριζόταν σε αποικία της Βενετίας, έτσι και ο βάιλος υπηρετούσε για διετή θητεία. Μετά τη λήξη της θητείας του επέστρεφε πίσω στη Βενετία και λογοδοτούσε για το έργο που είχε επιτελέσει, αφού πρώτα έφθανε στην Κύπρο ο διάδοχός του.
Με την υπογραφή των διομολογήσεων το 1306 μεταξύ της Γαληνοτάτης και του βασιλιά της Κύπρου, διορίστηκε ήδη το επόμενο έτος 1307 ο πρώτος Βενετός βάιλος στην Κύπρο, Σιμών Adventurato. Οι διομολογήσεις προς όφελος των Βενετών συνεχίστηκαν και κατά τα έτη της βασιλείας του Ούγου Δ’ Lusignan, αλλά και αργότερα όταν ανήλθε στον θρόνο ο βασιλιάς Πέτρος Α’, ο οποίος όχι μόνο επικύρωσε τα ήδη υπάρχοντα προνόμια, αλλά ταυτόχρονα τους παραχώρησε και νέα. Η επικύρωση και επέκταση των προνομίων και στη συνέχεια η εξασφάλιση οικονομικής βοήθειας του βασιλιά από τη Βενετία αλλά και από οικονομικά εύρωστους Βενετούς είχαν ανοίξει τον δρόμο μετά πάροδο ετών ώστε η Κύπρος να περιέλθει στην εξουσία της Γαληνοτάτης. Ενδεικτικό παράδειγμα η οικογένεια των Κορνάρων, που είχε δανείσει στον βασιλιά ένα πολύ μεγάλο ποσό με υπέρογκο τόκο, γεγονός το οποίο τον ανάγκασε να τους παραχωρήσει για εκμετάλλευση τις αλυκές της Κύπρου, ενώ αργότερα, ένεκα του χρέους, τους παραχώρησε το πλούσιο φέουδο της Επισκοπής.
Oι διορισμοί των Βενετών βαΐλων συνεχίστηκαν έως και το έτος 1489 και στη συνέχεια το αξίωμα αυτό καταργήθηκε, αφού η Δημοκρατία της Βενετίας κατόρθωσε με επιδέξιο τρόπο να περάσει στην εξουσία της την Κύπρο. Στους χρονογράφους, στους περιηγητές αλλά και σε εκδομένο και αρχειακό υλικό απαντούν συχνά πολλά στοιχεία και πληροφορίες για τους Βενετούς βαΐλους και το έργο που επιτελούσαν στη μεγαλόνησο. Ο χρονικογράφος μας Λεόντιος Μαχαιράς μνημονεύει τους Βενετούς βαΐλους από τις αρχές του 14ου αιώνα επί βασιλείας του Πέτρου Β’ Lusignan. Ο ίδιος διηγείται και τη μεγάλη διαμάχη των δύο παροικιών των Βενετών και Γενουατών στην Αμμόχωστο, με αποτέλεσμα στο τέλος η πόλη να πέσει στην εξουσία της Γένουας. Η πιο πάνω έριδα είχε προκύψει κατά την τελετή της στέψης του βασιλιά της Κύπρου στην Αμμόχωστο ως βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Η αφορμή δόθηκε επειδή οι βάιλοι των δύο παροικιών της Γένουας και της Βενετίας στην Αμμόχωστο, μετά τη στέψη του βασιλιά, φιλονίκησαν ποιος από τους δυο θα κρατούσε στη δεξιά πλευρά τα ηνία του αλόγου του, όταν ίππευσε για να μεταβεί στο ανάκτορο. Βέβαια, αυτή η έριδα και διαμάχη αποτελούσε μόνο την αφορμή, όπως προαναφέραμε, στην ουσία όμως οι δύο ναυτικές δυνάμεις είχαν αγεφύρωτες διαφορές, οι οποίες σχετίζονταν με τα οικονομικά και εμπορικά τους συμφέροντα στα λιμάνια της Ανατολής. Ο Μαχαιράς επίσης αναφέρεται στην κατοικία του Βενετού βαΐλου στη Λευκωσία, όπου είχαν καταφύγει οι Βενετοί για να γλυτώσουν όταν το 1426 οι Μαμελούκοι είχαν εισβάλει στην Κύπρο και μεταξύ άλλων λεηλάτησαν και την πρωτεύουσα. Για να προστατεύσουν μάλιστα τα πλούτη τους, όπως συγκεκριμένα αναφέρει ο Μαχαιράς, είχαν εγκλειστεί «…εις το απλίκιν του παλίου με το ασημοχρύσαφόν τους…».
 Η υποδοχή ενός μαρκησίου

Ο βάιλος, όπως διαφαίνεται από τις πηγές, όταν έφθανε στη Λευκωσία και γενικά στην Κύπρο, κάποιος υψηλά ιστάμενος από την Ιταλία έπαιρνε και αυτός μέρος στην υποδοχή ή και τη φιλοξενία του επισκέπτη αυτού. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άφιξη το 1412 του μαρκησίου Νικολάου Έστε στη μεγαλόνησο. Ο βασιλιάς Ιανός και άλλοι αξιωματούχοι είχαν μεταβεί στο λιμάνι των Αλυκών για να υποδεχθούν τον μαρκήσιο και τη συνοδεία του. Ο Βενετός βάιλος Μάρκος Ιουστινιάνη, μαζί με πολλούς Βενετούς εμπόρους, όταν πληροφορήθηκαν για την άφιξη του Νικόλαου Έστε βγήκαν έφιπποι δύο μίλια έξω από τη Λευκωσία, για να καλωσορίσουν και να υποβάλουν τα σέβη τους στον υψηλό ξένο.

Ουσιαστικός είναι ο ρόλος επίσης του βαΐλου στις διαφορές που είχαν προκύψει μεταξύ της οικογένειας των Κορνάρων, που κατείχαν την Επισκοπή, με το τάγμα των Ιωαννιτών. Τόσο οι Ιωαννίτες, που είχαν φυτείες ζαχαροκαλάμου στο Κολόσσι, όσο και οι Κορνάροι, που ασχολούνταν με την καλλιέργεια ζαχαροκαλάμου στην Επισκοπή, εμπλέκονταν μεταξύ τους σε έριδες για τα νερά του ποταμού Κούρη που χρησιμοποιούσαν για την άρδευση των φυτειών ζαχαροκαλάμου. Στον δημοσιευμένο ήδη από τον 19ο αιώνα κατάλογο των Βενετών βαΐλων στην Κύπρο, φαίνεται να υπάρχουν αρκετά κενά, όπως τεκμηριώνεται από την αρχειακή έρευνα. Για παράδειγμα, πολλά ονόματα βαΐλων τα οποία μνημονεύονται σε αρχειακό υλικό δεν απαντούν στον πιο πάνω κατάλογο. Ας σημειωθεί τέλος ότι επί βενετοκρατίας τον τίτλο του βαΐλου, με την έννοια όμως του διοικητή, φέρει και ο αξιωματούχος της χερσονήσου Καρπασίας, που υπάγεται στον Βενετό καπιτάνο Αμμοχώστου. Πρόκειται για τον βάιλο της Καρπασίας (balio di Carpasso) ο οποίος, σε ανέκδοτη πηγή που εντοπίσαμε στην ελληνική γλώσσα της εποχής, αναφέρεται ως «εμπαλής της Ακροτίκης». Η είδηση αυτή αποτελεί σημαντικό γεγονός, διότι η Καρπασία στη συγκεκριμένη πηγή, και μάλιστα στην ελληνική γλώσσα, απαντά με τη βυζαντινή της ονομασία ως Ακροτίκη…

http://www.parathyro.com/

Σχόλια