Λεμεσιανά αφηγήματα - Παλιά κτίρια με ιστορία ΙV

retro 17140
Γράφει ο Τίτος Κολώτας
Μέσα από δημοσιεύματα του «Παρατηρητή» του Πάνου Φασουλιώτη
Το τέταρτο και τελευταίο μέρος από μια σειρά δημοσιεύματων που ο Πάνος Φασουλιώτης δημοσίευσε σε συνέχειες στην εφημερίδα του, Παρατηρητής από τις 26 Νοεμβρίου μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου 1959 υπό τον τίτλο «Λεμεσιανά αφηγήματα-παληά κτίρια με ιστορία» ξετυλίγεται η ιστορία αυτού του δρόμου αλλά και άλλες σημαντικές πληροφορίες για τη Λεμεσό.
Μέρος Τέταρτο
Θα τα δούμε λοιπόν κι εμείς σε συνέχειες, διατηρώντας το ύφος γραφής και την ορθογραφία τους και θα σχολιάζουμε εκεί και όπου αν χρειάζεται:
Η σημερινή οδός Δημήτρη Μητρόπουλου, παλιότερα «οδός Αγοράς», είναι από τις αρχαιότερες οδούς της Λεμεσού, γνωστή παλιότερα και ως «ο δρόμος με τις καμάρες» που κατέληγε στην «Πλατεία της Κουνναπιάς». Η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων φθάνοντας μέχρι τον μεσαίωνα. Ο δρόμος αυτός με την τόσο βαριά ιστορία και σημασία για την πόλη επιλέγηκε πρόσφατα να φιλοξενήσει μιας αμφιβόλου αξίας και σοβαρότητας «τουριστική ατραξιόν, τον… «δρόμο της δόξας».
Καταλήγει λοιπόν ο Φασουλιώτης:
«Σ’ ένα από τα καφενε­δάκια της Κουνναπιάς υπη­ρετούσε ένα ωρίμου ηλι­κίας
γκαρσόνι που τον θεω­ρούσε η πελατεία που σύ­χναζε και που η πλειονότητα της ήταν κάτοικοι της Λεμεσού, βιοτέχνες, τε­χνίτες και μικροκαταστηματάρχες, περίεργο τύπο.
Και άλλοτε, παλαιότερα, σε προηγούμενο σημείω­μα μου ως πολλοί εκ των αναγνωστών τού Παρατηρητού θα θυμούνται, περί την επίσκεψι Καζαντζάκη στην Κύπρο, αναφέρθηκα στην ιδιοτυπία ενός γκαρσονιού που διέτασσε το κάμωμα τού κα­φέ να γίνεται, όχι όπως ο κάθε πελάτης τον ήθελε αλλά όπως αυτός έκρινε να ταιριάζη στην φάτσα του. Όταν λ. χ. ο πελάτης ζητούσε γλυκύ, τον παράγγελνε σκόπιμα μέτριον τον δε μέτριο, μπορούσε να τον κάμη γλυκύ ή σκέττο.
Η παραγγελία κανονιζόταν σύμφωνα με το δικό του κριτήριο και την ατομική του, για τον χαρακτήρα και το ύφος τού πελάτη, αντίληψι, την ο­ποίαν πάλι εξαρτούσε από την φάτσα τού παραγγέλ­λοντος. Κάποιος που επανειλημμένα διαμαρτυρόταν ότι ο καφές που παράγ­γειλε δεν ήταν όπως τον συνήθιζε δηλ. γλυκύς, αλλά μέτριος, ο πλαϊνός του τούπε: «μην περιμένης να γίνη αυτό που θέλεις, γιατί κατά την γνώμη τού Μήτσου, η φάτσα σου είναι για μέτριο και όχι για γλυκύ. Εσύ δεν άκουσες που είπε, μόλις τού έκαμες την παρατήρησι πως δεν σου έφερε ό,τι παράγγειλες: «Είναι τούτα μούτρα για γλυκύ»; Ο Κα­ζαντζάκης, που έτυχε να τού αναφέρω τον τύπο τού Μήτσου, μου εξέφρασε την επιθυμία να τον γνωρίση. «Ψυχανάλυσι δια τού καφέ. Θάθελα μούπε να δω τι καφές μού ταιριάζει».
Στους Μέρικους, μεταξύ άλλων επίλεκτων πολιτών που καθημερινά σύχναζαν στο καφενεδάκι Ριαλά, ήταν και ο Ανδρέας Θε­μιστοκλέους ο μέγας Δι­δάσκαλος και Σχολάρχης τής Λεμεσού. Αφού εκτε­λούσε τα πρωινά του κα­θήκοντα ως καλός σπιτονοικοκύρης, με την μετάβασι στο παντοπωλείο και την αποστολή των ψωνίων με τον καλαθά στο σπίτι, ο ίδιος περνούσε, πριν πάει στο Σχολείο που στεγαζόταν κατά τα πρώ­τα, ως το 1896, χρόνια στο ανώγειο Άγ. Νάπας, από τους Μέρικους και για καμιά ώρα καθόταν διηγούμενος, διδάσκων και αναπτύσσων διάφορα θέματα προς όλους που τον προσήγγιζαν για να τον ακούσουν.
Στο πρώτο αυτό Σχο­λείο, το καλούμενο ελλη­νικό, πούταν συνέχεια προηγουμένου πούχε ιδρυθεί το 1819, ο Ανδρέας διαδέχθηκε το 1870 τον Δημήτριον Βενετοκλήν -υπήρχαν μόνον τρεις τάξεις και ο Θεμιστοκλέους ήταν ο μόνος χωρίς κανένα βοηθό δάσκαλος. Αργότε­ρα το έκαμε ο ίδιος πεντατάξιο και προσέλαβε τότε και βοηθούς. Ο Ανδρέας δεν δίδασκε μόνον εις το σχολείο του τους μαθητές που ενεγράφοντο κατ’ έτος σ’ αυτό, αλλά γινό­ταν ως γνωστό δάσκαλος και εθναπόστολος σ’ όλα τα κέντρα και καφενεία που σύχναζε και που πάντα περιστοιχιζόταν από παλαιούς μαθητές και φίλους.
Η αγάπη, η θερμουργός προς την πατρίδα αγάπη, και ο θαυμασμός του προς το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και την λατρεία για την σοφία των προγόνων μας, ήτο απερίγραπτη. Ήταν ο πρώτος που τόλμησε, κα­τά τα πρώτα χρόνια της Βρεττανικής Κατοχής, να ύψωση την Ελληνική σημαία στον αυλόγυρο της Αγίας Νάπας. Αργότερα, πολύ αργότερα απετόλμησαν, επί Καταλάνου θαρρώ, να υψώσουν και στην Λευκωσία την γαλα­νόλευκη.
Στες διηγήσεις, επί δια­φόρων θεμάτων που έκαμνε, πρωτεύουσαν θέσι είχε πάντα ο Όμηρος, η Ιλιάδα και Οδύσσεια, τα κατορθώματα και μεγαλουργήματα των ομηρικών ηρώων και ένδοξων προγόνων.
Μια μέρα ένα έγκριτο μέλος της Λεμεσιανής κοινωνίας, μεγαλέμπορος των χαρουπιών, απ’ εκείνους που έκαμναν εξαγωγές στο Τριέστι, όπως συνήθιζε ο λαός να λέγη την Τεργέστη, και που συχνά άκουε τον Ανδρέα να αναφέρη τον Όμηρο τον ρώτησε: «Δεν μου λες Δάσκαλε ποιος είναι αυτός ο Όμηρος;». Ο Δάσκαλος που θώρησε βλασφημία την ερώτησι, με πρωτοφανή αγανάκτησι που ένας Έλληνας αγνοούσε τον μεγαλήτερο ποιητή των αιώνων του απάντησε: «Χαρουπέμπορος εις το Τριέστι». Και ο μεγαλέμπορος κατάπληκτος διερωτάται, «Περίεργο και δεν τον ξέρω». «Και όμως εκείνος θα σε ξέρη», του λέγει ο Ανδρέας και προσθέτει: «Γράψε του με καμιάν προσφοράν χαρουπιών».
Μιαν άλλη φορά, στους Μέρικους πάλι, που η συνδιάλεξι επεξετάθη επί πολλές ώρες, γιατί είχε σχολική αργία και μπορούσε να παραμείνη περισσότερον καιρόν ιστορούσε, ως μου αφηγήθη­κε, εκλιπών τελευταίως προσφιλής μαθητής και συνεργάτης του κατόπιν στο πεντατάξιο Ελληνικό Σχολείο, παλαιές δόξες τού Κυπριακού λαού κατά ξένων κατακτητών και ιδιαιτέρως την ναυμαχία που είχε γίνει στον πλη­σίον τής Επισκοπής όρμο τής Λεμεσού, μεταξύ τού Κυπριακού στόλου τού Αντιβασιλέως τής Νήσου Ιωάννου Ιβελίνου και ολοκλήρου τού Γερμανικού υπό τον στρατηγόν Φίλιγγερ, ο οποίος και κατατροπώθηκε από το Κυπρ. ναυτικό και τον στρατό.
Ολόκληρη ή Φραγκιά, είπε ο δάσκαλος, πέρασε ως κατακτητής απ’ εδώ και εξαφανίστηκε. Έφυγε και ο Τούρκος και θα φύγη, ετόνισε για δεύτερη φορά και ο Εγ­γλέζος και μόνον εμείς, οι μικροί και ανίσχυ­ροι ανθέξαμε στον όγ­κο τής δυνάμεως των με­γάλων κατακτητών. Παραμένομεν, όπως και τα δένδρα μας εις τα εδάφη μας και θα καταστούμεν, τέλεψε προφητεύων, μια μέρα, ενωμένοι με την Ελλάδα, κυρίαρχοι του τό­που μας.»

http://www.foni-lemesos.com/

Σχόλια