ΣΩΚΡΑΤΗ Τ. ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ: Μιχαλάκης Παρίδης. Ο Αγωνιστής-Ποιητής της Ελευθερίας

Ο Σωκράτης Τ. Αντωνιάδης, αν και δεν είχε γνωρίσει τον Μιχαλάκη Παρίδη, προέβη σε ενδελεχή έρευνα, έψαξε στον χρόνο και βρήκε κείμενα, στοιχεία, φωτογραφίες που συνδέονται άμεσα με τον σεμνό αγωνιστή. Εξασφάλισε συνεντεύξεις από συγγενείς, συναγωνιστές και φίλους του Μιχαλάκη που, ευτυχώς, βρίσκονται ακόμα στη ζωή και έτσι κατάφερε να διαγνώσει κάθε πτυχή και λεπτομέρεια του χαρακτήρα του μεγάλου νεκρού. Έγινε με τον τρόπο αυτό φίλος και θαυμαστής του πρώτα και στη συνέχεια μας πρόσφερε τα αποτελέσματα της έρευνάς του στην ανά χείρας έκδοση, η οποία με εύπεπτο και ακριβή τρόπο ξεδιπλώνει μπροστά στα μάτια μας τη μεστή από περιεχόμενο εικοσιπεντάχρονη ζωή του υπέροχου παλληκαριού. Όποιος θέλει να γνωρίσει τον Μιχαλάκη Παρίδη, όποιος από τους πολυπληθείς συναγωνιστές του, φίλους και γνωστούς επιθυμεί να αναπολήσει κορυφαίες στιγμές της παρουσίας του ανάμεσά μας, ας διαβάσει το βιβλίο αυτό (Γεώργιος Λυκούργος)
Στην αρχή κόλλησα φτερά στην πλάτη και πέταξα στην Αναφωτία. Μετά προσγειώθηκα στην αυλή του Εμπορικού Λυκείου Λάρνακας. Στη συνέχεια κούρνιασα σε μια ήσυχη φωλιά, στο σχολείο Τέρρα Σάντα. Αργότερα τράβηξα για το
κέντρο της πόλης, κάπου ανάμεσα στην Ερμού και στη Ζήνωνος Κιτιέως. Και, τέλος, κρύφτηκα σε μια φυλλωσιά και παρακολούθησα, με δέος, τις στερνές, υπερήφανα ηρωικές και ηρωικά υπερήφανες, στιγμές του, στη Βάβλα. Γράφω κι εγώ, ο άκαπνος, για τον μεγάλο αγωνιστή της ΕΟΚΑ 1955-1959, για τον Μιχαλάκη Παρίδη που πρόσφερε τα 25 του χρόνια, ως σπονδή, στο απελευθερωτικό έπος. Αλλά, βέβαια, πέρα από την αγωνιστική φλόγα που έκαιγε διαρκώς στην ψυχή του υπήρξε, και θα το διαπιστώσετε διαβάζοντας το εξαιρετικά πολύτιμο, θα έλεγα το εξαιρετικά ανεκτίμητο, βιβλίο του Σωκράτη Τ. Αντωνιάδη, και ποιητής. Μυαλό ανήσυχο, ευαίσθητο, περίεργο κεντούσε, με τους στίχους του, τα μικρά, και μεγάλα, μυστήρια της ζωής. Από την ελευθερία έως την αγάπη, με χειμαρρώδεις πινελιές λυρισμού. Ο Μιχαλάκης Παρίδης, μεγαλωμένος, σε πολυμελή οικογένεια, με αρχές και αξίες, γαλουχημένος στα εθνικά ιδανικά, τότε που τα εθνικά ιδανικά είχαν περιεχόμενο, εντάχτηκε νωρίς-νωρίς στις γραμμές της ΕΟΚΑ και δεν άργησε να αποδείξει τα ηγετικά του προσόντα. Ποτέ, όμως, ακόμα και πριν τις αποστολές του, όπως διαβεβαιώνουν οι συναγωνιστές του, δεν επέτρεψε σε καμιά κακουχία να σβήσει, από τα χείλη του, εκείνο το φωτεινό, το μεταδοτικό χαμόγελο. Ο φόβος, για τον Μιχαλάκη Παρίδη, ήταν άγνωστος. Μα και όταν, καμιά φορά, έκανε την εμφάνισή του, ο χαρισματικός και ευφυής νέος τον δάμαζε, τον γήτευε, τον νάρκωνε. Μέσα στις αφηγήσεις όσων γνώρισαν τον Μιχαλάκη Παρίδη ακτινοβολεί η μορφή ενός νέου ο οποίος ιεραρχούσε σωστά τις ανάγκες και του ιδίου και των καιρών του. Ήταν περιζήτητος στις παρέες, για την καταδεκτικότητά του, για την πραότητά του αλλά και για την έφεσή του προς τη μάθηση. Παρότι η βασική του προτεραιότητα ήταν η ελευθερία της πατρίδας και, ως αποτέλεσμα, η ένωση με την Ελλάδα, δεν παραμέλησε και τα άλλα ενδιαφέροντά του στα οποία, άλλωστε, θεμελίωσε την πανίσχυρη, και συναρπαστική, προσωπικότητά του. Θερμά συγχαρητήρια, λοιπόν, στον Σωκράτη Τ. Αντωνιάδη ο οποίος, με το εμβληματικό αυτό έργο, βάζει τον δικό του λίθο στην εκφραστικότατη ανατύπωση μιας εποχής όπου οι Έλληνες πέθαιναν για να μείνουν αθάνατοι. Το κείμενο του ερευνητή, λιτό αλλά πυκνό, και οι ασπρόμαυρες, ως επί το πλείστον, ανέκδοτες φωτογραφίες που το συνοδεύουν, καθιστούν την ανάγνωση ακόμα πιο ενδιαφέρουσα.
Την ίδια στιγμή ακούσαμε βήματα έξω από το σπίτι
Ο Ερρόλ με τον Άγγλο αξιωματικό και μερικούς στρατιώτες κτύπησαν την πόρτα. Ο Μιχαλάκης, που στο μεταξύ συναρμολόγησε το όπλο του, γύρισε και μου είπε να κρυφτώ στο δωμάτιό μου και αν σκοτωθεί να ειδοποιήσω τους δικούς του.
Έκανα όπως μου είπε και παρακαλούσα τον Θεό να τον βοηθήσει. Όταν η εξώπορτα του σπιτιού κινδύνευσε να παραβιαστεί, ο Μιχαλάκης έριξε την πρώτη ριπή και ανέβηκε στην ξύλινη σκάλα που οδηγούσε προς το δρόμο αλλά και τους στρατιώτες, που μετά την ριπή ακροβολίστηκαν στη ρίζα του μαντρότοιχου της αυλής του σπιτιού. Έτσι, δόθηκε η ευκαιρία σε κάποιο στρατιώτη, που ήταν στην πλατεία κρυμμένος πίσω από μια ροδιά, να τον πυροβολήσει. Την πρώτη φορά αστόχησε, αλλά τη δεύτερη τον κτύπησε στην καρδιά.
Μόλις σταμάτησαν οι πυροβολισμοί, βγήκα έξω απ' το δωμάτιο του σπιτιού για να δω τι έγινε. Βρήκα το όπλο του πεσμένο κάτω στην αυλή και εκείνον ξαπλωμένο στα σκαλιά της σκάλας. Νόμισα πως του έπεσε και πως ήταν πεσμένος κάτω, για να μην τον πιάνουν οι σφαίρες. Έτρεξα για να του δώσω το όπλο. Είδα αίμα στο χέρι του και τον ρώτησα αν πληγώθηκε. Δεν πήρα απάντηση. Σαν είδα πως ήταν πληγωμένος στην καρδιά, γονάτισα κοντά του, του σήκωσα το κεφάλι να δω αν ζούσε και έτσι άφησε την τελευταία του πνοή στα χέρια μου.
Ανέβηκα τότε τρέχοντας χωρίς να προσπαθώ να κρυφτώ. Ήθελα να μείνω εκεί, ύστερα όμως σκέφτηκα πως αν έμενα, δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτε. Άκουσα τον στρατιώτη που τον πυροβόλησε να φωνάζει στους άλλους πως μπορούσαν να μπουν στο σπίτι, γιατί τον σκότωσε. Ήταν και οι Άγγλοι πανικοβλημένοι από την απρόσμενη εξέλιξη της επιχείρησης. Ανέβηκα στη βεράντα, πήδησα στη διπλανή ταράτσα του σπιτιού, πήρα ένα μωρό που βρισκόταν εκεί μόνο του, μια και η μητέρα του απουσίαζε στα χωράφια, για να το προστατεύσω αλλά και για δική μου κάλυψη, ώστε να μπορέσω να περάσω μέσα από τον κλοιό των στρατιωτών και πήγα στο σπίτι μου λίγα μέτρα πιο κάτω. Τα παπούτσια μου, όμως, είχαν γεμίσει αίματα και όπου πατούσα άφηνα ίχνη. Ήρθαν και με συνέλαβαν και με οδήγησαν στο σπίτι του δασκάλου, για να τον δω. Τον άφησαν πάνω στη σκάλα όπως ήταν και τον σκέπασαν με μια κουβέρτα. Με ρωτούσαν αν τον ήξερα. Νόμιζαν ότι ο νεκρός ήταν ο δάσκαλος. Επέμεναν πιεστικά να τους πω αν ήταν ο δάσκαλος. Όταν είδαν πως δεν τους έλεγα τίποτα, με κατέβασαν στην αυλή και με άφησαν να φύγω. Τον ήρωα τον έβαλαν μέσα σε μια κουβέρτα και τον σήκωσαν τέσσερις, για να τον μεταφέρουν μέσα στο αυτοκίνητο. Σε κάθε σκαλί τον κτυπούσαν και τον έβριζαν. Τον έφεραν μπροστά μου. Έκλεισα τα μάτια μου να μην βλέπω. Καθώς τον μετέφεραν προς το αυτοκίνητο, τον κτυπούσαν στη γη και φαινόταν το αίμα για πολλούς μήνες πάνω στις πλάκες του δρόμου. Αργότερα τον πήραν στη Λάρνακα με στρατιωτικό αυτοκίνητο. Έτσι χάσαμε τον αγαπημένο μας αρχηγό Παρίδη. Όλα τέλειωσαν γύρω στις δέκα το πρωί. Όλη η Κύπρος έκλαψε. Έκλαψα κι εγώ το χαμό του (απόσπασμα από αφήγηση της Παρασκευούλας Δημητριάδου, σ.σ.196-198).
Ο ερχομός του στη Λάρνακα
Άριστος μαθητής είχε τη θερμή παρότρυνση από τον δάσκαλό του στην Αναφωτία, τον αείμνηστο Αντώνη Βέρνη, να συνεχίσει γυμνασιακές σπουδές στο Εμπορικό Λύκειο Λάρνακας. Μια παρότρυνση που εναρμονιζόταν απόλυτα με τον πόθο του ίδιου του Μιχαλάκη για μάθηση αλλά και με την επιθυμία των γονιών του, που γνώριζαν την έφεσή του γιου τους στα γράμματα. Άλλωστε από νωρίς είχε δείξει την κλίση του στα κλασικά μαθήματα και τη λογοτεχνία. Έτσι, όταν τέλειωσε το δημοτικό, το 1945, εγκαταστάθηκε στη Σκάλα. Εκεί έζησε από το 1945 έως το 1955. Μαζί με τον Παρίδη ήρθε στη Λάρνακα, για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Π. Ε. Λύκειο ο ομοχώριός του και συνομήλικός του, μετέπειτα ζωγράφος, Στας Παράσκος. Πολλοί μαθητές του δημοτικού από την Αναφωτία συνέχιζαν τη φοίτησή τους στη Μέση Εκπαίδευση. Αυτό οφειλόταν στην έφεση αρκετών παιδιών για μάθηση αλλά και στη μικρή ανάγκη που είχε η κοινότητα για αγροτικά χέρια λόγω των περιορισμένων κλήρων που διέθετε το χωριό. Βέβαια, αυτοί που συνέχιζαν τη φοίτησή τους στα λύκεια ήταν συνήθως καλοί μαθητές, όχι μόνο γιατί αγαπούσαν τα γράμματα, αλλά και γιατί ήθελαν να φανούν αντάξιοι των οικογενειακών προσδοκιών και θυσιών, τότε που η εκπαίδευση δεν ήταν δωρεάν, όπως άλλωστε και τα βιβλία (σ.σ.45-46)

 http://www.alfanews.com.cy

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ : Δρ. Σπύρου Δημητρίου

Σχόλια