Μαγεία
Γνωστή από τα πανάρχαια χρόνια στους Ινδούς, στους Αιγυπτίους και σε άλλους ανατολικούς λαούς, όπως και στους Αρχαίους Έλληνες, η μαγεία, παρ' όλες τις επιδράσεις της Χριστιανικής Θρησκείας, που επεκράτησε τελικά, δεν μπόρεσε να ξεριζωθεί από τις ψυχές των απλοϊκών ανθρώπων, που πολλές φορές τη συνδυάζουν με τη χριστιανική των πίστη νομίζοντας πως μ΄αυτό τον τρόπο θα πραγματοποιηθεί ο ενδόμυχος πόθος τους. Τούτο παρατηρείται κυρίως στις ερωτικές αποτυχίες όταν οι ερωτοχτυπημένοι, ιδιαίτερα οι κοπέλες, καταφεύγουνε στα «μάγια» ζητώντας τη σύμπραξη από τις μάγιστρες και τους μάγους για να κατορθώσουν να «γυρίσουν τα μυαλά» του πολυαγαπημένου, ενώ ταυτόχρονα ανάβουνε κεριά στις εκκλησίες και προσεύχονται μπρος στις άγιες εικόνες για την ευόδωση του σκοπού των. Το ίδιο γίνεται όταν πρόκειται για μεγάλη αρρώστια όπου ούτε οι καλύτεροι γιατροί ούτε τα λαϊκά γιατροσόφια έχουνε τη δύναμη να θεραπεύσουν.
Στα μακρινά χωριά της Κύπρου, παρ΄όλη την απαγόρευση των ιερέων, υπάρχουν άνθρωποι που παράλληλα με τις παρακλήσεις των στον Χριστό και στην Παναγία καταφεύγουν και στις μαγικές ενέργειες των σκοτεινών δυνάμεων του διαβόλου για να επιτύχουν τη θεραπεία του αρρώστου των. Αυτό το είδος της ιεροπραξίας λέγεται «μαύρη μαγεία», ενώ εκείνην που περιορίζεται στα «αγιωτικά» τη λένε «λευκή μαγεία». Υπάρχουν λοιπόν ακόμη άνθρωποι που εξασκούν τη μαγεία σαν βιοποριστικό επάγγελμα. Παλαιότερα - καθώς μας πληροφορεί ο Ξ. Π. Φαρμακίδης («Κυπριακή Λαογραφία», κεφ. Μαγεία και Μάγοι εν Κύπρω, σελ. 193-195) - υπήρχαν Χριστιανοί και Τούρκοι, άντρες και γυναίκες, που κέρδιζαν πολλά χρήματα από τους εύπιστους πελάτες τους. Μία από τις ονομαστότερες μάγισσες στη Λεμεσό ήταν η γριά Λουγκρού, ειδική για το «έβκαρμαν του φου», δηλ. ήξερε πώς να διώχνει τον φόβο από την ψυχή του ανθρώπου και ιδιαίτερα των μικρών παιδιών. Άλλοι μάγοι παλαιότεροι, από τους
πιο ονομαστούς, ήταν ο Κωνσταντής Παπαχριστοφόρου από το χωριό Τραχώνιν της Λευκωσίας, το Ττοφούριν από τη Φασούλλα της Λεμεσού, ο Αουστής από την Ερήμη, ο Τερτζελλούδκιας από την Έγκωμη της Αμμοχώστου, και άλλοι. Όλοι αυτοί πέθαναν, κι αν υπάρχουν ακόμη μερικοί, βλέπουν με τον καιρό τη δύναμή τους να ξεπέφτει, γιατί ο κοσμάκης άνοιξε τα μάτια του και έπαυσε πια να πιστεύει στην τυχοδιωκτική τους επίδραση.
Βασκανία
«Βασκανία γαρ φαυλότητος αμαυροί τα καλά», λέει η σχετική ευχή της Εκκλησίας που διαβάζεται από τον παπά για να διώξει κάθε κακό προερχόμενο από φθονερό μάτι. Η γλωσσοφαγία και το «κακόν αμμάτιν» φέρνουν πάντα δυστυχία στους ευτυχισμένους. Για να ματαιωθεί το «πιάσιμον» της οι Κύπριοι της υπαίθρου πάιρνουν φύλλα της ελιάς, που μαζεύουν την παραμονή των Βαΐων τα πηγαίνουν στην εκκλησία όπου τα τοποθετούν κοντά στον δεσποτικό θρόνο. Όταν τελειώσει η λειτουργία φέρνουν τα δέματά τους μπρος στον παπά, που τα διαβάζει απαγγέλοντας διάφορες ευχές. Ύστερα τα κλαδιά φυλάγονται στην εκκλησία για σαράντα ημέρες, ώσπου την Πέμπτη της Αναλήψεως ο καθένας παίρνει το δέμα του, το πηγαίνει στο σπίτι και με το βασίλεμα του ήλιου, μαδώντας τα φύλλα της ελιάς από τα κλαδιά, τα ρίχνει στο «καπνιστήριν», (είδος λιβανιστηριού), όπου έχει αναμμένα καρβουνάκια, και ξορκίζει το κακό μάτι με τούτα τα λόγια:
«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αΐου Πνεύματος. Φύε ζήλα (ζήλια), φύε φτόνος, φύε κακόν αμμάτιν απού τον δούλον του Θεού (δεινά).»
Για να μην πιάνει έναν άνθρωπο ή μια οικογένεια το βάσκανο μάτι κρεμούν στην αυλή ή στο σπίτι μια μικρή πότσα (μπουκάλα) με νερό του αμματιού - το νερό αυτό προέρχεται από τα θειούχα των Αγίων Αναργύρων (Μηλιού, Πάφος). Ή κρεμάζουν αμματόπετραν - γυάλινη πέτρα με μάτι - στα μικρά παιδιά, ή τη φορούν πάνω τους οι μεγάλοι. Ακόμη, καπνίζουν το σπίτι με ελιά που εποσαράντοσε, δηλ. έμεινε 40 ημέρες από την εορτή των Βαΐων μέσα στην εκκλησία.
Όταν αντικρύσουν ένα πρόσωπο που έχει βάσκανο μάτι φτύνουν κατά γης για να μη βασκαθούν αυτοί ή τα ζώα τους. Άλλος τρόπος για ν΄αποφύγουνε τη βασκανία είναι να φυτεύουν έξω από το σπίτι το «καλοξημέρωτο», δηλ. ένα φυτό πολύφυλλο με κίτρινον ανθό που δεν ψηλώνει περισσότερο από δύο πιθαμές και που, «μαζί με το φθονερό μάτι, διώχνει και τους ποντικούς.»
Πηγή: Από το βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη «ΚΥΠΡΟΣ», τόμος Β', 1963
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC
Γνωστή από τα πανάρχαια χρόνια στους Ινδούς, στους Αιγυπτίους και σε άλλους ανατολικούς λαούς, όπως και στους Αρχαίους Έλληνες, η μαγεία, παρ' όλες τις επιδράσεις της Χριστιανικής Θρησκείας, που επεκράτησε τελικά, δεν μπόρεσε να ξεριζωθεί από τις ψυχές των απλοϊκών ανθρώπων, που πολλές φορές τη συνδυάζουν με τη χριστιανική των πίστη νομίζοντας πως μ΄αυτό τον τρόπο θα πραγματοποιηθεί ο ενδόμυχος πόθος τους. Τούτο παρατηρείται κυρίως στις ερωτικές αποτυχίες όταν οι ερωτοχτυπημένοι, ιδιαίτερα οι κοπέλες, καταφεύγουνε στα «μάγια» ζητώντας τη σύμπραξη από τις μάγιστρες και τους μάγους για να κατορθώσουν να «γυρίσουν τα μυαλά» του πολυαγαπημένου, ενώ ταυτόχρονα ανάβουνε κεριά στις εκκλησίες και προσεύχονται μπρος στις άγιες εικόνες για την ευόδωση του σκοπού των. Το ίδιο γίνεται όταν πρόκειται για μεγάλη αρρώστια όπου ούτε οι καλύτεροι γιατροί ούτε τα λαϊκά γιατροσόφια έχουνε τη δύναμη να θεραπεύσουν.
Στα μακρινά χωριά της Κύπρου, παρ΄όλη την απαγόρευση των ιερέων, υπάρχουν άνθρωποι που παράλληλα με τις παρακλήσεις των στον Χριστό και στην Παναγία καταφεύγουν και στις μαγικές ενέργειες των σκοτεινών δυνάμεων του διαβόλου για να επιτύχουν τη θεραπεία του αρρώστου των. Αυτό το είδος της ιεροπραξίας λέγεται «μαύρη μαγεία», ενώ εκείνην που περιορίζεται στα «αγιωτικά» τη λένε «λευκή μαγεία». Υπάρχουν λοιπόν ακόμη άνθρωποι που εξασκούν τη μαγεία σαν βιοποριστικό επάγγελμα. Παλαιότερα - καθώς μας πληροφορεί ο Ξ. Π. Φαρμακίδης («Κυπριακή Λαογραφία», κεφ. Μαγεία και Μάγοι εν Κύπρω, σελ. 193-195) - υπήρχαν Χριστιανοί και Τούρκοι, άντρες και γυναίκες, που κέρδιζαν πολλά χρήματα από τους εύπιστους πελάτες τους. Μία από τις ονομαστότερες μάγισσες στη Λεμεσό ήταν η γριά Λουγκρού, ειδική για το «έβκαρμαν του φου», δηλ. ήξερε πώς να διώχνει τον φόβο από την ψυχή του ανθρώπου και ιδιαίτερα των μικρών παιδιών. Άλλοι μάγοι παλαιότεροι, από τους
πιο ονομαστούς, ήταν ο Κωνσταντής Παπαχριστοφόρου από το χωριό Τραχώνιν της Λευκωσίας, το Ττοφούριν από τη Φασούλλα της Λεμεσού, ο Αουστής από την Ερήμη, ο Τερτζελλούδκιας από την Έγκωμη της Αμμοχώστου, και άλλοι. Όλοι αυτοί πέθαναν, κι αν υπάρχουν ακόμη μερικοί, βλέπουν με τον καιρό τη δύναμή τους να ξεπέφτει, γιατί ο κοσμάκης άνοιξε τα μάτια του και έπαυσε πια να πιστεύει στην τυχοδιωκτική τους επίδραση.
Βασκανία
«Βασκανία γαρ φαυλότητος αμαυροί τα καλά», λέει η σχετική ευχή της Εκκλησίας που διαβάζεται από τον παπά για να διώξει κάθε κακό προερχόμενο από φθονερό μάτι. Η γλωσσοφαγία και το «κακόν αμμάτιν» φέρνουν πάντα δυστυχία στους ευτυχισμένους. Για να ματαιωθεί το «πιάσιμον» της οι Κύπριοι της υπαίθρου πάιρνουν φύλλα της ελιάς, που μαζεύουν την παραμονή των Βαΐων τα πηγαίνουν στην εκκλησία όπου τα τοποθετούν κοντά στον δεσποτικό θρόνο. Όταν τελειώσει η λειτουργία φέρνουν τα δέματά τους μπρος στον παπά, που τα διαβάζει απαγγέλοντας διάφορες ευχές. Ύστερα τα κλαδιά φυλάγονται στην εκκλησία για σαράντα ημέρες, ώσπου την Πέμπτη της Αναλήψεως ο καθένας παίρνει το δέμα του, το πηγαίνει στο σπίτι και με το βασίλεμα του ήλιου, μαδώντας τα φύλλα της ελιάς από τα κλαδιά, τα ρίχνει στο «καπνιστήριν», (είδος λιβανιστηριού), όπου έχει αναμμένα καρβουνάκια, και ξορκίζει το κακό μάτι με τούτα τα λόγια:
«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αΐου Πνεύματος. Φύε ζήλα (ζήλια), φύε φτόνος, φύε κακόν αμμάτιν απού τον δούλον του Θεού (δεινά).»
Για να μην πιάνει έναν άνθρωπο ή μια οικογένεια το βάσκανο μάτι κρεμούν στην αυλή ή στο σπίτι μια μικρή πότσα (μπουκάλα) με νερό του αμματιού - το νερό αυτό προέρχεται από τα θειούχα των Αγίων Αναργύρων (Μηλιού, Πάφος). Ή κρεμάζουν αμματόπετραν - γυάλινη πέτρα με μάτι - στα μικρά παιδιά, ή τη φορούν πάνω τους οι μεγάλοι. Ακόμη, καπνίζουν το σπίτι με ελιά που εποσαράντοσε, δηλ. έμεινε 40 ημέρες από την εορτή των Βαΐων μέσα στην εκκλησία.
Όταν αντικρύσουν ένα πρόσωπο που έχει βάσκανο μάτι φτύνουν κατά γης για να μη βασκαθούν αυτοί ή τα ζώα τους. Άλλος τρόπος για ν΄αποφύγουνε τη βασκανία είναι να φυτεύουν έξω από το σπίτι το «καλοξημέρωτο», δηλ. ένα φυτό πολύφυλλο με κίτρινον ανθό που δεν ψηλώνει περισσότερο από δύο πιθαμές και που, «μαζί με το φθονερό μάτι, διώχνει και τους ποντικούς.»
Πηγή: Από το βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη «ΚΥΠΡΟΣ», τόμος Β', 1963
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου