ΤΟ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΚΗΦΕΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΑΞΑΝΔΡΟΥ (Μέρος Γ΄)

ΑΝΔΡΕΑΣ Ι. ΒΟΣΚΟΣ
Ομότ. καθηγητής
του Πανεπιστημίου Αθηνών

Στον αρχαίο μύθο δεν απαντούν περισσότερα στοιχεία για τον Κηφέα και τον Πράξανδρο σε σχέση με την Κύπρο. Με το όνομα Πράξανδρος δεν μνημονεύεται άλλο μυθικό πρόσωπο. Αντίθετα, το όνομα Κηφεὺς απαντά συχνά σε μύθους διάφορους, όπως στις σχετικές διηγήσεις του Νόννου (Διονυσιακά 30.274 κ.εξ.: είρεό μοι Κηφήα, τά περ κάμε Περσέος άρπη…) και του Λιβάνιου (Προγυμνάσματα 2.35-36. Περί Κηφέως και Περσέως), με ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα τη σύνδεσή του τόσο με την Αρκαδία όσο και με την Ανατολή, με την Αργοναυτική εκστρατεία και τον Ηρακλή, με τον οικιστή της Πάφου Αγαπήνορα (εγγονοί του Αρκάδος είναι ο Κηφεύς και ο Λυκούργος, εγγονός δε του τελευταίου ο Αγαπήνωρ) αλλά και με τον Περσέα και –επομένως με το Κούριον: Αργείων κτίσμα κατά τον Στράβωνα, πόλιν Περσέος κατά τον Νόννο, πόλιν Περσήος στο γνωστό επίγραμμα από το Ιερό του Υλάτη Απόλλωνα, Υλάτου τε γην, που μνημονεύει και ο Λυκόφρων σε σχέση με τους πέντε οικιστές της Κύπρου. Λίαν ενδιαφέρουσα είναι και η αναφορά του Νόννου στην Κύπρο, στον
Λάπηθον και στη Λάπηθον, (447-48) ύστερον ην εκάλεσαν επώνυμον ηγεμονήος (με πιθανή αντιστροφή της εύλογης σχέσεως των δύο, όπως και στους στ. 435-36: Κύπρον … Κύπριδος αυτογόνοιο φερώνυμον), και η αναφορά (451-52) στην Κινύρειαν, την επώνυμον εισέτι
πάτρην αρχεγόνου Κινύραο, για την Κερύνειαν, με τα δύο ονόματα να αντιπροσωπεύουν προφανώς δύο διαφορετικές τάσεις της τοπικής παράδοσης.
Ο Κηφεύς –κατά κύριον λόγο (καθώς η Κερύνεια υπαγόταν στο βασίλειο της Λαπήθου στους αρχαίους χρόνους)– και ο Πράξανδρος δεν ευτύχησαν να έχουν την ίδια με τον Τεύκρο και τον Αγαπήνορα προβολή. Δεν έπαυσαν εντούτοις να αποτελούν και αυτοί πηγή καταφυγής, να δίνουν το όνομά τους σε αγωνιστὲς και Συλλόγους (σαν τον Γυμναστικό Σύλλογο «Πράξανδρος», με τη σημαντική προσφορά στον τόπο, που αποτελεί αψευδή μάρτυρα διαχρονικότητας), να εμπνέουν
λογοτέχνες. Μνημονεύω, συνοπτικά, τέσσερα χαρακτηριστικά παραδείγματα:

[1.] ΝΙΚΟΣ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣ
w ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΠΟΛΗ, Ι: Έζησα τη ζωή μου στα δάση
της Κερύνιας, / ακούοντας τους αυλούς του Σειληνού: /
Φωνές δυναμικές, γενναίες. / Κι είδα τα καράβια των
Αχαιών να φτάνουν / με τον Πράξανδρο και τον Κηφέα.
// Το φως του Αιγαίου στα μάτια τους. / Στο πρόσωπό
τους την καυτερή απόφαση / για το ξεκίνημα ενός κό-
σμου νέου. / Χελιδονίσματα κι αγάπες νέες / στα φτε-
ρωτά πόδια τους. / Θέληση αρετής στα χέρια τους. / Θε-
ούς που ξεδιψάσανε το αίμα, / γεμάτους γνώση και σο-
φία, στις καρδιές τους. // Ποιος είναι αυτός / που τηράει
τον ήλιο κατάματα και δεν φοβάται, / που η χλαμύδα
του σκίζει / τον άνεμο της δικαιοσύνης, / και τα μαλλιά
του γεμίζουν / τις πλάτες ενός κόσμου νέου; / Χαίρε Κη-
φέα! / Σκύψε να φιλήσεις το χώμα, άγιο, / δεμένο με τη
σοφία του θεού, / με την αίσθηση του ανθρώπου, / που
ξομολάει τη γνώση του / και πορεύεται σεμνά σε μια πα-
τρίδα νέα / γεμάτη θάλασσα και ήλιο.
w ΤΟ «EΚΕΙΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ»: Αυτές οι ρίζες / φτά-
νουν βαθιά ως τον Τεύκρο και τον Πράξανδρο / και δια-
κλαδώνονται μετά / στο χριστιανικόΒυζάντιο, / όπως το
μαρτυρεί κι ο Κύπριος Γρηγόριος, / που στα γραπτά του
ονόμασε την Κύπρο / «το εκείσε Ελληνικόν». // Γιατί, ό-
ταν ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος / τον έχρισε Πατριάρ-
χη, / ο Γρηγόριος / έβλεπε από την Κωνσταντινούπολη /
το «εδώθε Ελληνικόν», τουτέστι το Βυζάντιον, / και το
«εκείσε Ελληνικόν, ήτοι την Κύπρο.
w ΑΓΑΠΗΝΩΡ Ο ΑΡΚΑΣ: (…) Άσπρο μου τρεχαντήρι
Ελληνικό! / Συ που ταξίδεψες, με τα λευκά σου τα πα-
νιά, / τον Αγαπήνορα, τον Πράξανδρο, / τον Τεύκρο, τον
Ακάμαντα / στη Σαλαμίνα, τη Λάπαθο, την Πάφο, / στις
γαλανές της Κύπρου ακρογιαλιές. // Γράφω, με το κερί
της μνήμης, / τα θεία ονόματά τους (…). // Εδώ είν’ εκεί-
νοι π’ αγαπήσαμε πολύ, / πέρα απ’ το θάνατο και πέρα απ’
τη ζωή. / Εκείνοι που μας γέννησαν / –αμέτρητες γενη-
ές Ελληνικές– / μες τον γαλάζιο χώρο της ζωής, / στου
θρύλου και της ιστορίας τα γυρίσματα. // Άσπρο μου
τρεχαντήρι Ελληνικό, / εσύ, που μ’ ούριον άνεμο / ταξί-
δεψες τη νέα φύτρα, / ελπίδα κι’ όνειρο μαζί / μιας νέας
Ελλάδας.
[2.] ΦΑΙΔΡΟΣ ΚΑΒΑΛΛΑΡΗΣ
w ΤΗΣ ΛΑΠΗΘΟΣ ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ (χωρίς σημεία στίξε-
ως εκτός από τις τελείες στο τέλος των στροφών): Το
μεσημέρι / στην έκπαγλη θέα / σπινθήρισε στον νου μας
η απόφαση: / να λατρεύσουμε εδώ τον Έλληνα Απόλ-
λωνα / να χτίσουμεν εδώ την Πόλη μας / ανάμεσα βου-
νού και θάλασσας / ανάμεσα ανατολής και δύσης / όπου
σταυροδρομούν οι άνθρωποι και τα πουλιά / η πρώτη
κορώνα στου Πράξαντρου το κεφάλι / και ο ευχαίτης
Λάπηθος ωδήγησε τις φάλαγγες / όποιος μάχεται και
πεθαίνει / σ’ αυτόν ανήκει ο τόπος. // Στις κυκλικές κα-
λύβες / τα αγγεία και τα πέτρινα εργαλεία (…). // Έφευ-
γαν τα καράβια απ’ το λιμάνι / κι’ άφηναν πίσω τους
γραμμές / για το Αιγαίο (…) / γεμάτα λάδι λεμόνι και
γλυκόρριζο. // Κι’ έτσι εδώ ριζώσαμε σε τουν’ της γης το
χώμα / και το βασίλειο άπλωσε μέσ’ σε πολλούς αιώνες.
[3.] ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
w ΚΗΦΕΥΣ ΚΑΙ ΠΡΑΞΑΝΔΡΟΣ
Στο δοιάκι καπετάνιος χελωνόδερμος / με δέκα θα-
λασσόλυκους χαλκούς / και τον Κηφέα και τον Πράξαν-
δρο αδελφούς / στο μοίρασμα ηλιοστάλακτης αρμύ-
ρας. / Η μέρα έγερνε από την κουπαστή / καθώς αυτοί α-
ράζαν στο νησί / της Άνασσας των Γόλγων. // Χρόνους
πολλούς πιο ύστερα εκείνο το καράβι / βούλιαξε στα
ρηχά / της βόρειας άκρης. / Το μαρτυρεί ένας δύτης, ο
Λυκόφρων, / που πνίγηκε μαζί του. (...) //
Μια φαλακρή εξαίφνης Στρατονίκη / ως αναδυομένη
εξ αιγιαλού, / π’ άλλοι τον λεν Ακτή των Αχαιών / κι άλλοι
Κερύνεια ή Λάπηθο, αναγγέλλει / στα κύματα της κό-
μης οικτιρμούς. (...) // Το παραλήρημά της ακουμπά //
στο παραμύθι που τυλίγει ο θείος γέρος. // Τυφλός και
δεν τον έβλεπε Κανείς. / Το καημένο το ψωμί του πέ-
τρωσε. / Καλοκαιριές δεν γνώρισε ποτέ. / Πίστευε πως
αν έπρεπε σαν πρώτα / να ξαναβρούμε ανθρώπινη μορ-
φή / οφείλουμε στην Κίρκη να πληρώσουμε / απεξαρχής
πέντε δραχμές. / Και πού να βρεις δραχμές τέτοιο και-
ρό; //
Μισή γοργόνα θάλασσα εξαπτέρυγη / πνιγμένη σ’ α-
πονέρια πορφυρίδας / κινώντας μέσες άκρες το μεσίδι
της / καταφρονεί τ’ αδούλωτό της δάκρυ. // Λόγια δεύ-
τερης χρήσεως, ίσως ναι. / Για να θυμίζουν τ’ όνομα της
πόλης / που μέλλει αναδυθεί (Κερύνεια δύο) / μ’ έξαρμα
πόθου για το πιο καλό. // Και το πλημμύρισε ο Κηφεύς
λεμόνια / και διψασμένα ο Πράξανδρος κροντήρια.
w ΚΕΡΥΝΕΙΑ 3
Πρώτα ήταν ο Κηφεύς και ο Πράξανδρος. Με τα λι-
γοστά καράβια τους, όταν έπεσε η Τροία, έφτασαν
«στο νησί της Αφροδίτης, της άνασσας των Γόλγων»,
σε χρόνια παλαιά και μυκηναϊκά. Οι δύο οικιστὲς (ο έ-
νας από την Αχαΐα, ο άλλος από τη Λακωνία) ωθούμενοι
απ’ τα κύματα της ιστορίας, σαν άραξαν στις βορινές α-
κτές, ανέστησαν δύο πόλεις: Κερύνεια και Λάπηθο. Δεν
ήταν άλλωστε οι μόνοι που έφτασαν εκεί, και μάλιστα
με κάποια καθυστέρηση («πέμπτοι και τέταρτοι», μαρ-
τυρεί ο Λυκόφρων). Η βορινή πλευρά της Κύπρου είχε
από τότε δεχθεί κι άλλους Έλληνες και πήρε από κεί-
νους τ’ όνομά της: Αχαιών Ακτή. Τ’ όνομα κράτησε γερά
την ελληνογένειά του πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια,
ώσμε το 1974, που μ’ έναν φοβερό κασμά εμείς οι ασύ-
νετοι τσακίσαμε τη γη μας και γιόμισαν τα σπλάχνα της
από τ’ ορμητικό πικρό νερό της εισβολής (…). Ισοβαθ-
μία και ακύρωση, εκεί που κατοικούν οι δυο Κερύνειες·
κείνη της επιφάνειας (Κερύνεια 1, Κηφεύς) και κείνη
του βυθού (Κερύνεια 2, με το ναυαγισμένο της ελληνι-
κό καράβι). Στον ίδιο τόπο πάντα, όπου ριζώσαν οι Αχαι-
οί και όπου, εις πείσμα των τριάντα τόσων αιώνων, ει-
σήλασαν οι Αττίλες (…).»
[4.] ΚΩΣΤΑΣΜΟΝΤΗΣ
w ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΜΥΗΜΕΝΟΙ: Τον ρώτηξαν αν είχε δια-
βάσει ενδελεχώς / ολόκληρη την ποίηση του Πραξάν-
δρου / πριν κάνη εκείνες όλες τις παρατηρήσεις. / Κι’
αυτός απάντησε ευθαρσώς / πως όχι, ένα μονάχα ποίη-
μα του Πραξάνδρου διάβασε / γιατί ένα μονάχα χρεια-
ζόταν. / Του ήταν αρκετό, είπε, το ένα ποίημα, / είν’ αρ-
κετό, είπε, ένα ποίημα / για τους εκ γενετής μυημέ-
νους.

Σχόλια