ΣΑΒΒΑΣ ΤΣΕΡΚΕΖΗΣ Το ημερολόγιον του βίου μου. Εθελοντης το 1897 και στους Βαλκανικούς πολέμους

Ημερολόγιον του βίου μου : αρχόμενον από του 1886 / Σάββας Τσερκεζής ; επιμέλεια, σημειώσεις Φοίβος Σταυρίδης, Λευκωσία: Πολιτιστικό Ίδρυμα Λαϊκής Τράπεζας, 1988
Tαξίδιον πρώτον
Ήτο η 7η Αυγούστου ότε είχα εντελώς αποφασίσει να αναχωρήσω μετά δύο εξαδέλφων μου εις Σμύρνην. Περιήλθον όλον το χωρίον και αποχαιρέτησα όλους σχεδόν τους εγχωρίους μου, κατήλθον πεζός εις Λάρνακα κομίζων συνάμα και τας αποσκευάς μου, αίτινες απετελούντο εξ ενός μικρού εφαπλώματος, μιας περισκελίδος και ενός υποκαμίσου, ήμην δε και ανυπόδητος. Τα χρήματά μου ήσαν μόνον σαράντα γρόσια, άτινα δεν ήρκουν διά τροφήν και λεμβουχικά όχι δι’ εισιτήριον, εκ του χωρίου όμως με συνεβούλευσαν να εισέλθω εντός του ατμοπλοίου άνευ εισιτηρίου και να κρυφθώ έως ου το πλοίον εκκινήση. Όταν έφθασα εις Λάρνακα ηγόρασα έν ζεύγος μεταχειρισμένα υποδήματα αντί οκτώ γροσίων, τουλάχιστον, λέγω, όταν φθάσω εις Σμύρνην να μη είμαι όλως διόλου ξυπόλητος. Καθ’ ην στιγμήν επρόκειτο να εισέλθωμεν εντός της λέμβου έφθασεν εκ του χωρίου είς φίλος μου ονόματι Χρήστος, αλλά καθ’ όλα όμοιος με εμέ και εις τας αποσκευάς και εις τα χρήματα.
     «Θα έλθω και εγώ μαζί σας», μοι λέγει.
     «Ηγόρασες εισιτήριον;» του λέγω.
     «Πώς θα αγοράσω», μοι λέγει, «άνευ χρημάτων;»
     «Εμπρός λοιπόν, είσαι παρέα μου,» και εισήλθομεν και οι τέσσαρες εντός της λέμβου.
     Οι σύντροφοί μου εφαίνοντο μελαγχολικοί αλλ’ εγώ, τουναντίον, εδείκνυον μεγάλην φαιδρότητα προτρέπων και αυτούς να είναι απαθείς.

     «Βρε παιδιά,» τους λέγω, «δεν αποχαιρετάτε την πατρίδα σας! Τίς οίδε αν θα την ξαναϊδούμεν!»
     «Κακόμοιρε Σάββα,» μοι λέγει ο εξάδελφός μου Κωνσταντίνος, «τίς οίδε εάν δεν σε γυρίσουν πίσω, που δεν έχεις πιλιέτον!»
     Πράγματι τότε ήρχισα και εγώ να σκέπτομαι, συναισθανόμενος τας συνεπείας του άνευ χρημάτων ταξιδίου μου. Η λέμβος έφθασεν και προσήραξεν επί της κλίμακος του ατμοπλοίου, εις την τελευταίαν βαθμίδα ίστατο ο καφετζής επιθεωρών τα εισιτήρια.
     «Πού είναι το πιλιέτο σου, μικρέ;» μοι λέγει.
     «Δεν θα φύγω, κύριε,» του απήντησα, «ήλθον να συνοδεύσω τους φίλους μου.» Την ιδίαν απάντησιν έδωσε και ο Χρήστος.
     Άμα εισήλθον εντός του ατμοπλοίου εζήτησα μέρος ασφαλές διά να κρυφθώ, εύρον μίαν κρύπτην λίαν ασφαλή, εισήλθον εις μίαν κάλαθον την οποίαν έκρυπτον δέσμαι βάμβακος, έμεινα εκεί μέχρι της δεκάτης εσπερινής, ότε ήκουσα να ανασύρουν την άγκυραν και εβεβαιώθην ότι το πλοίον προχωρεί, ανήλθον επί του καταστρώματος θαυμάζων την ταχύτητα του ατμοπλοίου και βλέπων τα φώτα της Λάρνακος απομακρυνόμενα, ελυπούμην βλέπων την πτωχήν μου πατρίδα εξαφανιζομένην εις το αχανές, επήγα εκεί που ήσαν οι συνταξιδιώται μου και κατεκλίθην διότι ήρχισα να ζαλίζωμαι.
     Την μεθεπομένην εφθάσαμεν εις Ρόδον, έτρεξα και πάλιν να εύρω μέρος να κρυφθώ διότι εάν με έβλεπον θα με έβγαζαν εις Ρόδον, και τούτο ήτο δυσαρεστότερον διότι η πόλις αυτή είναι μικροτέρα της Λάρνακος και ουδένα είχα εκεί γνώριμον και ουδείς θα εξήρχετο μαζί μου. Έπρεπεν λοιπόν με κάθε τρόπον να αποφύγω την δυσάρεστον ταύτην εις Ρόδον αποβίβασιν, έτρεχων τήδε κακείσε ζητών μέρος ασφαλές να κρυφθώ πριν ακόμη αγκυροβολήση το πλοίον... η στιγμή ήτο κρίσιμος... ήρχισεν ο καφετζής μετά του πλοιάρχου να επιθεωρώσι τα εισιτήρια, τους έβλεπον μακρόθεν και η αγωνία μου ολοέν ηύξανεν διότι μετά πάροδον πέντε λεπτών θα ήρχοντο πλησίον μου, ευρισκόμην πλησίον των ορνιθώνων, συνέλαβον μίαν λαμπράν ιδέαν την οποίαν αμέσως εξετέλεσα, ανερριχήθην ως γαλή επί ενός κλωβού και κατήλθον από το όπισθεν μέρος όπου έβλεπε προς την θάλασσαν, συνεσπειρώθην όπισθεν των κι(γ)κλίδων του κλωβού, η δευτέρα μου κρύπτη ήτο αρκετά ασφαλής, ουδείς ηδύνατο να με ανακαλύψη, αλλ’ ευρισκόμην απέναντι μεγαλυτέρου κινδύνου.
     Εντός του κλωβού ευρίσκετο ένα τσακάλι το οποίον μόλις με είδε ήρχισε να με φοβίζη δεικνύον μου τους οξείς οδόντας του. Συλλογισθήτε την θέσιν μου... ευρισκόμην μεταξύ τριών κινδύνων... η παραμικρά κίνησις με κατέστρεφε: να εγερθώ θα με έβλεπεν ο πλοίαρχος, να τραβηχθώ ολίγον πίσω θα έπιπτον εις την θάλασσαν, να μένω όπως ήμην θα με έτρωγε το τσακάλι. Έπρεπεν να σωθώ, η ζωή μοι ήτο προσφιλής, ήθελον να ίδω την Σμύρνην, πολλά ωνειροπόλουν και πολλά εξ αυτής ήλπιζον. Επροτίμησα το τελευταίον: να μένω εις την θέσιν μου συσπειρωμένος και να υποφέρω τα φοβερίσματα του τσακαλιού παρά να εγερθώ ή να τραβηχθώ πίσω, προσεπάθησα και εξήγαγον το γόνυ μου, το οποίον ελλείψει χώρου είχεν εισέλθει εντός των κιγκλίδων, διότι έβλεπα ότι εις αυτό επετίθετο περισσότερον αυτός ο δαιμονοτσάκαλος, ήθελε να μου φάγη το πόδι και καλά.
     Το ατμόπλοιον εστάθμευσεν εις Ρόδον υπέρ τας δύο ώρας, την στιγμήν καθ’ ην επρόκειτο να ανασύρη την άγκυραν ήκουσα φωνάς και παράπονα και βλασφημίας, ηγέρθην και είδον τον δυστυχή Χρήστον κατερχόμενον την κλίμακα και ωθούμενον υπό του ασπλάχνου πλοιάρχου, εγώ, όταν είδον ότι το πλοίον φεύγει, τότε εξήλθον της λίαν κινδυνώδους κρύπτης μου και διηυθύνθην προς το μέρος εις ο έμενον οι σύντροφοί μου.
     «Τι συνέβη, βρε παιδιά;» τους λέγω.
     «Νά, τι συνέβη, ηύραν τον Χρήστον και τον έβγαλαν έξω,» μοι απήντησαν.
     «Αχ, τον δυστυχή,» λέγω, «τι θα απογίνη μέσα εις την Ρόδον άνευ χρημάτων και χωρίς κανένα προστάτην! Και πώς τον ανεκάλυψαν, δεν εκρύφθη καλώς;»
     «Πολύ καλά εκρύφθη, αλλά τον επρόδωσαν δύο πίθηκοι,» μοι απήντησαν, «εσύ δε πώς τα εκατάφερες και δεν σε είδαν;»
     Εγώ δε εν συντομία τους εδιηγήθην εις ποίον μέρος ευρισκόμην.
     «Δεν βλάπτει,» μοι λέγουν, «αν υπέφερες ολίγην ώραν, τουλάχιστον δεν σε έβγαλαν έξω και τούτο είναι ευχάριστον. Αλλά να προσέχης να κρυφθής πάλιν, διότι δυσμάς ηλίου θα φθάσωμεν εις Λέρον, μη τυχόν και σε βγάλουν εκεί.»
     «Θα προσεγγίση και εις Λέρον;» λέγω, και ήρχισα να σκέπτωμαι και να στρώνω σχέδια πού να κρυφθώ πάλιν, δεν απεφάσιζα να κρυφθώ εις το ίδιον μέρος, εφοβούμην το τσακάλι, είχα όμως καιρόν αρκετόν διότι μόλις ήτο η δεκάτη πρωινή ότε απεπλεύσαμεν εκ Ρόδου.
     Ο ήλιος έκαιεν υπερβολικά, η θάλασσα ήτο γαληνιαία και πάντες οι επιβάται ήσαν συσσωρευμένοι εις τας πλευράς του ατμοπλοίου και εδείκνυον τα πλησιέστερα βουνά, λέγοντες ότι αυτή είναι η δείνα νήσος και εκείνη η τάδε, και εβλέπαμεν όλοι την ξηράν από την οποίαν τόσον πολύ πλησίον διηρχόμεθα, όπου παν αντικείμενον καλώς διεκρίνετο, και εθαυμάζαμεν το μεγαλείον της φύσεως.
     Ήτο περίπου η έκτη μεταμεσημβρινή.
     «Βρε παιδιά,» λέγω εις τους συντρόφους μου, «ξέρετε τι εσκέφθην;»
     «Όχι,» μοι απήντησαν, «τι εσκέφθης;»
     «Δεν έχομεν μιαν ψάθαν;»
     «Ναι, έχομεν, τι θα την κάμης;»
     «Μέσα εις αυτήν την ψάθαν να με τυλίξητε κα είμαι βέβαιος πως δεν θα με ανακαλύψη αυτός ο διαβολοκαπιτάνιος.»
     Έπεσα λοιπόν μακρύς πλατύς μέσα και με ετύλιξαν, αλλ’ οι ανόητοι δεν παρετήρησαν ότι ο πλοίαρχος τους έβλεπεν από πάνω από την γέφυραν, ακούμπησαν την ψάθαν ορθίαν και απεμακρύνθησαν αφού παρήγγειλαν εις τους εκεί πλησίον μας επιβάτας να μη είπωσι τίποτε, την στιγμήν εκείνην έφθασε το πλοίον εις τον κόλπον της Λέρου, ο πλοίαρχος μετά του καφετζή ήρχισαν να επιθεωρώσι τα εισιτήρια, δεν τους έβλεπον αλλ’ ήκουον ευκρινέστατα τας μετά των επιβατών συνομιλίας των, έφθασαν πλησίον μου, ήκουσα τον τριγμόν των βημάτων των... η καρδία μου έπαλλε σφοδρότατα... συνέστειλα την αναπνοήν μου... ο πλοίαρχος έστη: έδωσεν ισχυρόν λάκτισμα εις την ψάθαν το οποίον με ερρίγησεν από κεφαλής μέχρι ποδών όχι τόσον εκ του πόνου αλλ’ εκ του τρόμου... έδωσε και δεύτερον συνοδευόμενον υπό βλασφημιών, έδωσε και τρίτον αρκετά σφοδρόν το οποίον εκύλησε και κρύπτην και κρυπτόμενον επί του καταστρώματος, εξετυλίχθη η ψάθα και εφάνηκα ως ο Λάζαρος, τότε ήκουσα βλασφημίας και έφριξα, με ήρπασεν από το χέρι να με βγάλη έξω, τότε έπεσα εις τους πόδας του και τον παρεκάλουν:
     «Αχ... καπιτάνιε, προς Θεού,» του λέγω, «λυπήσου με. Ουδένα γνωρίζω εδώ και θα αποθάνω της πείνης.»
     «Εις την Σμύρνην πώς πηγαίνεις, βρε παλιόπαιδο;» μοι λέγει ο καφετζής.
     «Έχω εκεί ένα θείον,» του λέγω, «και είμαι ορφανός πηγαίνων εκεί νά: διότι αυτός είναι ο μόνος συγγενής μου.»
     «Χρήματα δεν έχεις;» μοι λέγει.
     «Χρήματα, κύριε,» του λέγω, «ούτε οβολόν, και αν δεν με πιστεύετε ιδού!» και ήρχισα να ανατρέπω τα θυλάκιά μου έν προς έν. «Δεν με ερωτάτε,» τους λέγω, «είναι τρεις ημέραι όπου είμαι μέσα στο βαπόρι, είμαι όλως διόλου νηστικός.»
     Τότε δύο επιβάται καθήμενοι εκεί πλησίον, οίτινες έβλεπον πράγματι την κατάστασίν μου, με ελυπήθησαν και μου έδωσαν ένα ψωμί και μίαν φραντζόλαν, ήρχισα τότε να τρώγω και να κλαίω προσποιούμενος ότι ήμην πράγματι τρεις ημέρας νήστις, τα δάκρυα έπιπτον επί του ψωμιού και το εμαλάκωσαν, εμαλάκωσαν όμως και την εκ σιδήρου καρδίαν του μισέλληνος Αυστριακού, και μοι λέγει:
     «Άτε και να έχης χάριν δεν σε βγάλλω έξω, όμως αύριον που θα φθάσωμεν εις Χίον να κρυφθής, διότι αύριον θα επιθεωρήση τα εισιτήρια ο β. πλοίαρχος, να μη σε πετάξη έξω.»
     «Έννοια σας,» λέγω, «και θα κρυφθώ.»
     Το ατμόπλοιον εστάθμευσεν εις Λέρον δύο ώρας και απέπλευσεν, την έκτην πρωινήν έφθασεν εις Χίον, μόλις το πλοίον ηγκυροβόλησεν και δέκα ώς δεκαπέντε πωληταί μαστίχης και άλλων χιακών προϊόντων μας επεσκέφθησαν, η πόλις αύτη με τας καινουργείς οικίας της και με τους πλήρεις οπωροφόρων δένδρων κήπους της είναι ωραιοτάτη. Μετά δύο ώρας απεπλεύσαμεν εκ Χίου κατευθείαν διά Σμύρνην.
     Εις τας 2 μ.μ. εφθάσαμεν εις Σμύρνην, αλλ’ εκεί νέαι δυσχέρειαι μοι παρησιάσθησαν, εις το τελωνείον μοι εζήτησαν διαβατήριον και επειδή δεν είχον με εκράτησαν προσωρινώς φυλακήν έως ού εύρω ένα εγγυητήν και τότε να με αφήσωσι ελεύθερον, αλλ’ εγώ ο ταλαίπωρος πού και πώς θα εύρισκον τον εγγυητήν αφού κανέναν εν Σμύρνη δεν εγνώριζον και οι σύντροφοί μου έφυγαν οι άθλιοι και με εγκατέλειψαν εντός του κιγκλιδωτού περιφράγματος του τελωνείου;
     Μετά ημίσειαν περίπου ώραν ήλθεν ένας αξιωματικός φεσοφόρος, με διόπτρας, ευγενούς φυσιογνωμίας, και με ηρώτησε τουρκιστί τι περιμένω εκεί, αλλ’ επειδή ηγνόουν την γλώσσαν του απήντησεν αντ’ εμού ο φρουρός:
     «Τεσκερέ γιοκ εφένδη,»1 του λέγει, τότε ο αρχιτελώνης, διότι ως τοιούτον τον υπέθεσα, εστράφη προς τους εκεί πλησίον καθημένους τελώνας και τους λέγει:
     «Πρε, ουτταλμάσινις που τσοτσούκ τεσκερέ ιστερσίνις,»2 και ανοίξας την κιγκλιδωτήν θύραν του τελωνείου, «άτε, ογλούμ, κιτ ισινέ,»3 μοι λέγει.
     Εγώ δε άμα εξήλθον του τελωνείου εβάδιζα κατά μήκος της προκυμαίας εξετάζων διά του βλέμματος τα καφενεία να εύρω τους συντρόφους μου, τους οποίους είδον εις ένα καφενείον και εκάθηντο οι φίλοι πίνοντες τον καφέ των και αδιαφορούντες διά τον υποκρατούμενον δυστυχή εξάδελφόν των.
     «Βρε, καλώς τον Σάββα,» μοι λέγει ο είς.
     «Πώς τα κατάφερες;» μοι λέγει ο άλλος.
     «Πώς να τα καταφέρω, ας είσθε καλά που εφροντίσατε.»
     «Νά, τώρα ητοιμαζόμεθα να φέρωμεν ως εγγυητήν τον καφετζήν, αλλ’ αφού απεφυλακίσθης άνευ εγγυητού τόσον το καλλίτερον, να μη υποχρεωνόμεθα,» και διέταξε και μου έφεραν καφέ, μετά εφορτώσαμεν τας αποσκευάς μας εις ένα αχθοφόρον και διηυθύνθημεν εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν Σμύρνης-Βουρνόβα.
 
 
Όταν εφθάσαμεν εις Βουρνόβα ήτο περίπου η 5η μ.μ., εζητήσαμεν το σπίτι του θείου μας Ηλία το οποίον αν και δεν εγνωρίζαμεν εις ποίαν συνοικίαν ευρίσκετο το ηύραμεν όμως εύκολα. Μας υπεδέχθη λίαν ευγενώς αν και δεν μας εγνώριζεν διότι όταν έφυγεν εκ Κύπρου ημείς ήμεθα αγέννητοι, μας ηρώτησεν τι κάμνουν οι γονείς μας, τι κάμνει η μήτηρ του και αν εργάζεται ακόμη την μαιευτικήν, διότι αυτό ήτο το επάγγελμά της.
     «Αχ!» λέγει, «πόσον επεθύμησα την πατρίδα μου, είναι σωστά είκοσι έτη που λείπω,» και εδάκρυσεν.
     Η ημέρα καθ’ ήν εφθάσαμεν εις Βουρνόβα ήτο η 14η Αυγούστου, η παραμονή της Παναγίας, όπου γίνεται πανήγυρις διαρκούσα δεκαπέντε ημέρας, όλαι αι οδοί της κωμοπόλεως ήσαν σημαιοστόλιστοι, επήγαμεν μετά του θείου μας εις το καφενείον και εκεί συνηντήσαμεν και ένα εγχώριόν μας, Ιωάννην καλούμενον, όστις διέμενεν από διετίας. Μετά δύο ημέρας οι δύο μου εξάδελφοι ανεχώρησαν, ο μεν εις Σμύρνην χάριν εργασίας ο δε εις Κιούλβαξε διά να επισκεφθή ένα θείον μας ιερέα διαμένοντα από δεκαπενταετίας εκεί, ο εξάδελφός μου Κωνσταντίνος προσελήφθη ως υπηρέτης έν τινι ξενοδοχείω αλλά δεν ηδυνήθη να ανθέξη και μετά δύο μήνας επέστρεψεν εις Κύπρον, ο δε Ανδρέας, αφού αφαίμαξεν αρκετά τον γέροντα ιερέα επί εννέα ολοκλήρους μήνας, ανεχώρησεν και αυτός διά την Κύπρον. Εγώ δε ο ταλαίπωρος εκών άκων έμεινα ενέχυρον εις Σμύρνην διότι δεν είχα τον ναύλον να επιστρέψω.
     Ο θείος μου με έπαιρνεν εις τον τρύγον, αλλ’ ο τρύγος μόλις διήρκεσε είκοσι ημέρας, μετά ένα μήνα εφρόντισεν ο εγχώριός μου Ιωάννης και με προσέλαβον εις το αρτοποιείον εις ό ειργάζετο να διανείμω άρτον εις τους τακτικούς πελάτας, η εργασία ήτο λίαν επίπονος, ηναγκαζόμην να φέρω επί της ράχεώς μου κόφαν αρκετού μεγέθους και ίσου βάρους από την έκτην πρωινήν μέχρι της ενδεκάτης, ήτο βλέπετε εργασία ανωτέρα της δυνάμεώς μου. Ήτο το έτος 1889, ο χειμών ήτο δριμύτατος, οι άνθρωποι εκάθηντο, ίνα μη είπω όλοι σχεδόν οι περισσότεροι, κλείοντες ερμητικώς τας υελωτάς, άλλοι μεν εις τας οικίας των άλλοι δε εις τα καταστήματά των, έμπροσθεν της θερμάστρας, προσπαθούντες τίς πλησιέστερον θα φέρη υπό τα σκέλη του τον μέγιστον εν ώρα χειμώνος ευεργετικόν πύραυνον. Κι εγώ ο τάλας διευθυνόμην από συνοικίας εις συνοικίαν ανυπόδητος, πατών επί κρυσταλλομένων υδάτων να διανείμω τους άρτους εις τους προσφιλείς της τύχης φίλους. Ότε επέστρεφον εκ της διανομής περιελουόμην υπό αφθόνου ιδρώτος ένεκεν του τάχους και του βάρους, ο προϊστάμενός μου Νικόλαος Πασχαλιάς ίστατο πάντοτε εις την θύραν του αρτοποιείου:
     «Βρε καλώς τον Σάββα,» μοι έλεγε, «κάνει κρύο, Σάββα;»
     «Όχι!» του έλεγον.
     «Πράγματι,» μοι έλεγεν, «διότι εσύ είσαι ιδρωμένος ως να ήτο Ιούλιος.»
     «Μωρέ ο Σάββας είναι γερό παιδί,» έλεγον οι άλλοι διά να με κάμνωσι θαρραλεώτερον.
     Αλλά μετά παρέλευσιν δύο περίπου μηνών ησθένησα με μίαν φοβεράν πούνταν,4 οπού ολίγον έλειψε να αποθάνω.
     Μετά την ανάρρωσίν μου ο θείος μου με έβαλεν εις ένα υποδηματοποιόν ονόματι Στέλιον να μάθω τέχνην, αλλά μετά οκτώ μήνας έφυγα από αυτόν διότι ο προϊστάμενός μου έμελλεν να μετοικήση εις Σμύρνην και προσελήφθην υφ’ ενός πατριώτου μου Χαραλάμπους όστις είχεν εστιατόριον εις την αγοράν του Βουρνόβα και όστις μοι έδιδεν δύο μετζίτια5 μισθόν κατά μήνα. Αλλά μετά δύο μήνας ο θείος μου με απέσυρεν από το εστιατόριον και με έβαλεν εις ένα υποδηματοποιόν ονόματι Γιαννακόν Κατσίκαν, έκαμα και εκεί υπέρ τους έξι μήνας, αλλά δεν ήμην καθ’ όλα ευχαριστημένος διότι ο μισθός μου δεν με ήρκει να κάμω φορέματα, όθεν εζήτησα άλλην εργασίαν αλλ’ εστάθη αδύνατον να εύρω εν Βουρνόβα και απεφάσισα να ζητήσω τοιαύτην εις Σμύρνην, διό και κατήλθον.
     Εις την οδόν Μεγάλων Ταβερνών6 συνήντησα ένα φίλον μου, Αθανάσιον Καπάκην καλούμενον, όστις με εσύστησεν εις ένα γνωστόν του οινοπνευματοπώλην, Νικόλαον Πιπερίδην ονόματι, και <ο> οποίος με προσέλαβε με μισθόν ετήσιον δεκαέξι μετζιτίων, έκαμα εκεί ενάμισυ έτος και κατόπιν έπαυσα διότι ο μισθός μοι εφαίνετο ολίγος, αφού εκάθησα ένα ολόκληρον μήνα άεργος προσελήφθην εις ένα εστιατόριον εις το οποίον ειργάσθην μόνον δεκαπέντε ημέρας διότι δεν συνεφωνήσαμεν, και ήρχισα πάλιν να περιφέρωμαι τήδε κακείσε ζητών εργασίαν και εστενοχωρούμην διότι είχα δέκα μετζίτια και εσκεπτόμην ότι εάν τα φάγω τι θα απογίνω, ότε αίφνης μανθάνω από ένα πατριώτην μου ότι ήλθεν ο πατήρ μου, έτρεξα τότε ως το έμαθον, υπεδέχθην τον πατέρα μου τον οποίον είχα τέσσερα ολόκληρα έτη να ίδω, τον είχα μαζί μου εικοσιδύο ημέρας μέχρις ότου ανεχώρησεν διά την Κύπρον αφού μου έκαμε μίαν τρομεράν αφαίμαξιν εις το πτωχόν μου βαλάντιον.
     Αφού ανεχώρησεν ο πατήρ μου, του οποίου κύριος σκοπός ήτο να έλθη εις Σμύρνην να του δώσω ολίγα χρήματα εγώ και ολίγα είς θείος μου ιερεύς διαμένων εις Κιουλβαξέ, διά να υπανδρεύση την αδελφήν μου <...> Μετά την πατρικήν αφαίμαξιν έμεινα άνευ οβολού και ήτο ανάγκη να εύρω εργασίαν διό και παρησιάσθην εις έναν προμηθευτήν υπαλλήλων και εν τω άμα εύρον εργασίαν εις ένα σπίτι ως ψωνιστής, εις του κ. Μ. Κομνηνού, υπό το κοινόν επώνυμον Μιχαλάκης Σαρράφης, αλλά μετά τρεις μήνας έφυγα διότι η κυρία μοι εφέρετο πολύ βαναύσως, μετά προσελήφθην εις το οινοπνευματοπωλείον του Πολυδώρου εις Φασουλάν,7 αλλά μετά δύο μήνας ησθένησα, προσβληθείς υπό της επαράτου νόσου ευλογιάς διέμεινα εις το νοσοκομείον δεκαεπτά ημέρας έως ότου ανέρρωσα.
     Όταν εξήλθον του νοσοκομείου προσελήφθην εις ένα εστιατόριον κείμενον επί της Παραλλήλου και φέρον επιγραφήν «Εστιατόριον των εικοσιτεσσάρων ωρών» αλλά και εκεί μόλις ειργάσθην ένα μήνα διότι ο προϊστάμενός μου έρριψεν το τόπι. Προσεπάθησα τότε διά παντοίων μέσων και εισήλθον εις το εργοστάσιον του μονοπωλίου των καπνών εργαζόμενος αντί γλίσχρου μισθού μέχρις ότου παρησιασθή καμμία καλή θέσις· αλλά φεύ! Τέσσαρας ολόκληρους μήνας ειργαζόμην και καμμία θέσις δεν παρησιάσθη, έως ότου απεφάσισα και από εκεί να φύγω: και έκτοτε έκαμα διαφόρους εργασίας, μέχρι του 1894 όπου ανεχώρησα μετά του φίλου μου Χρήστου διά την πατρίδα, όταν έφθασα εκεί ουδείς ηδυνήθη να με γνωρίση ένεκα της πολυκαίρου απουσίας μου.
 
 
Διέμεινα εις το χωρίον μου έν σχεδόν έτος, αι εργασίαι του χωρίου μόλις διαρκούν τρεις ή τέσσαρας μήνας, όταν έπαυσαν αι εργασίαι ήρχισα και εγώ να στενοχωρούμαι διότι δεν είχα χρήματα να συντηρηθώ. Μοι επρότειναν κάτι ξυλοκόποι να υπάγω μαζί των να κάψωμεν κάρβουνα, το απεφάσισα αν και ήτο έργον λίαν κοπιαστικόν και όλως διόλου ανάρμοστον δι’ εμέ, διότι δεν ήμην συνηθισμένος εις τοιούτου είδους εργασίας, αλλ’ η ανάγκη τι δεν κάμνει! Τα υποδήματά μου ήσαν πεπαλαιωμένα, ήμην σχεδόν ξυπόλητος, όταν επρόκειτο να εισέλθω εις ένα σκοίνον να κόψω τους κλάδους και κατόπιν να αρχίσω διά της σκαπάνης να τον ξεριζώνω έρριπτον πρώτον εντός του σκοίνου αρκετάς πέτρας εάν τυχόν και υπάρχει κανένα φίδι να φύγη, διότι πολύ τα εφοβούμην. Οι σύντροφοί μου βλέποντές με να μεταχειρίζομαι αυτόν τον ευφυή προς ασφάλειάν μου τρόπον εγέλουν, συγχρόνως δε και εθαύμαζαν, λέγοντές μοι «καημένε Σάββα, τι σόι επέπρωτο να έλθης από την Σμύρνην να βασανίζεσαι μέσα εις τα ξύλα!»
     Μετά περέλευσιν δεκαπέντε ημερών ηναγκάσθην να παύσω από την εργασίαν αυτήν εξ αιτίας του πατρός μου, διότι ο πατήρ μου μοι εφέρετο λίαν βαναύσως, καθ’ ημέραν με επέπληττε διά την ασύμφερον ταύτην εργασίαν λέγων μοι «καλά καλά!! περίμενε με τα κάρβουνα να ζήσης, και μην υπάγης εις μίαν πόλιν να εύρης μίαν εργασίαν,» με ολίγας λέξεις ο πατήρ μου εφέρετο προς εμέ ως ξένος, ήθελε να πληρώνω το φαγητόν που έτρωγα, και το επλήρωνα αφού το απήτει.
     Αλλά καθ’ ην εποχήν ευρισκόμην εις την εργασίαν αυτήν δεν είχα χρήματα να πληρώνω το ανάλογον της τροφής μου, και κάθε βράδυ όταν επέστρεφα εκ του μέρους ένθα ειργαζόμην, το οποίον άπεχε τρία αγγλικά μίλια από το χωρίον, μόλις εισηρχόμην εις το σπίτι, κατάκοπος εκ της εργασίας της ημέρας και εκ της μακράς οδοιπορίας, είχα να αντιμετωπίσω θύελλαν επιπλήξεων και ύβρεων. Και εγώ ο δυστυχής ήκουον τας αδίκους εκείνας μομφάς χωρίς να εκβάλω ούτε λέξιν, υπέμενον ο τάλας μετά στεναγμών, ένεκα δεν είχον χρήματα να αποδημήσω και ήλπιζον διά της κοπιώδους ταύτης εργασίας να εξοικονομήσω τα αναγκαιούντα, έστω δι’ έν βραχύ ταξίδιον, χρήματα. Αλλ’ ο πατήρ μου ήθελε να φύγω και ως εκ τούτου ετριπλασίασεν τας επιπλήξεις του διά να με αναγκάση να φύγω, και επέτυχε· διότι μίαν ημέραν επέστρεψα ολίγον αργότερα εκ της εργασίας μου, ένεκα καθ’ οδόν μας είχε καταλάβει μία ραγδαία βροχή και εισήλθομεν μεθ’ ενός συντρόφου μου κάτωθεν ενός πυκνού δένδρου ίνα αποφύγωμεν την βροχήν.
     Κατά την βραχείαν υπό το δένδρον διαμονήν μας, εγώ συλλογιζόμενος τας επιπλήξεις του πατρός μου δεν ωμίλουν, αλλ’ από καιρού εις καιρόν μοι εξέφευγε βαθύς στεναγμός. Τότε ο σύντροφός μου με ηρώτησε τι έχω και στενάζω.
     «Αχ!.. αδελφέ μου,» του λέγω, «τι να έχω, σκέπτομαι την γλώσσαν του πατέρα μου.»
     «Σε μαλλώνει,» μοι λέγει, «αλλά διατί;»
     «Δεν γνωρίζω, αδελφέ μου,» του λέγω, «τι να υποθέσω, νομίζει κανείς ότι με μισεί, με θεωρεί ως ξένον.»
     «Εάν ήμην εις την θέσιν σου,» μοι λέγει, «θα έφευγα.»
     «Αυτό ακριβώς σκέπτομαι,» του λέγω, «αλλά δεν έχω χρήματα.»
     Όταν έφθασα εις το σπίτι, ήμην και ολίγον βρεγμένος, ως θύελλα εξερράγη επί της κεφαλής μου η γλώσσα του.
     «Έτσι,» μου λέγει, «σου αρέσει αυτή η δουλειά, καλά καλά: σαν σκυλί θα ψοφήσης, εγώ δεν ενδιαφέρομαι διά τίποτε, ό,τι θέλεις κάμε, αλλά μήπως νομίζεις ότι θα σε τρέφω εγώ να πηγαίνης να βγάλλης ξύλα; Όχι, αυτό βγάλ’ το από τον νουν σου! Ή μήπως βλέπεις το τσουκάλι και νομίζεις ότι είναι διά τον τυχόντα; Όχι, είναι μόνον δι’ εκείνους που πληρώνουν.»
     Ω! ουδέποτε θα λησμονήσω τας απαισίας εκείνας φράσεις, ο τρόπος δι’ ού έλεγεν ότι το φαγητόν δεν είναι διά τον τυχόντα με απελίθωσεν, δεν απήντησα τίποτε εις όλα αυτά, εκάθησα ολίγον να ξεκουρασθώ και μετ’ ολίγον διηυθύνθην εις ένα καφενείον, τα χρήματά μου ήσαν έν σελίνιον, είχα ολίγον ψωμί, ηγόρασα και μίαν ρέγγαν και εις μίαν γωνίαν του καφενείου έκαμα τον λιτόν δείπνον μου, περί την δεκάτην εσπερινήν επήγα εις το σπίτι μου και κατεκλίθην, περί δε την τετάρτην πρωινήν ηγέρθην αθορύβως, ήνοιξα το κιβώτιον εις ο είχον τα ενδύματά μου, έβαλα μερικά εξ αυτών υπό μάλης και έν εφάπλωμα επ’ ώμου και ανοίξας λάθρα την θύραν έλαβον την εις Λάρνακα άγουσαν χωρίς διόλου να με ίδη ο πατήρ μου.
     Αλλά καθ’ ήν ώραν ανεχώρουν εκ του χωρίου συνέβη και έν επεισόδιον: επήγεν ένας εις μίαν ήτις τον προσεκάλεσεν την προηγουμένην και η οποία του ώρισεν ως ώραν επισκέψεως την τρίτην πρωινήν, αλλ’ αφυπνισθείς ο άνδρας της, διότι η αθλία ήτο ύπανδρος, κατεδίωξε τον αχρείον επισκέπτην, αλλ’ ένεκα του επικρατούντος σκότους δεν είδε τίς ήτο, έτρεξεν αμέσως και ειδοποίησεν τον μουχτάρην8 και ως εκ τούτου η αιφνιδία αναχώρησίς μου εγέννησεν υπονοίας.
     Εις Λάρνακα ήλθον δύο χωριανοί μου οίτινες μόλις με είδαν με ηρώτησαν κατά ποίαν ώραν έφυγα. «Εις τας τέσσαρας» τους απήντησα, «αλλά διατί με ερωτάτε;» Τότε αυτοί ήρχισαν να γελούν. «Γιατί γελάτε, βρε παιδιά;» τους λέγω, «τι τρέχει;» Tότε ούτοι εν συντομία μοι διηγήθησαν το προ της αναχωρήσεώς μου λαβόν χώραν επεισόδιον, το οποίον όλως διόλου ηγνόουν. Τότε τους είπα και εγώ διά ποίαν αιτίαν έφευγον εκ του χωρίου απροόπτως και τους παρεκάλεσα εάν ερωτηθώσιν υπό του πατρός μου ή υπό κανενός άλλου να μη είπωσι τίποτε ότι με είδον, διότι θέλω να αγνοή ο πατήρ μου πού ευρίσκομαι. Αφού ήκουσαν την θλιβεράν αφήγησίν μου με εβοήθησαν και με επήραν εις ένα εστιατόριον και επλήρωσαν ό,τι έφαγα.
 
 
Εις τας 5 μ.μ. έλαβον την εις Λευκωσίαν άγουσαν, ήτο νυξ Δεκεμβρίου, ο ουρανός ήτο συννεφώδης, το ψύχος ήτο διαπεραστικότατον και εγώ ήμην ηναγκασμένος να διανύσω εικοσιτεσσάρων αγγλικών μιλίων δρόμον9 πεζός, μετά ημισείας περίπου ώρας οδοιπορίαν έδυσεν ο ήλιος και το ψύχος έγινεν επαισθητότερον, καθ’ οδόν συνήντησα έν φορτηγόν αμάξιον και παρεκάλεσα τον αμαξηλάτην να με αφήση να βάλω τουλάχιστον τα ρούχα μου εις το κάρρον, μοι το επέτρεψεν, λέγων μοι: «Εάν δεν είχα φορτίον πολύ, θα σε ανέβαζα επάνω, αλλ’ εξ άλλου κάμνει και δυνατόν κρύο και είναι προτιμότερον να περιπατή κανείς.»
     Μετά τεσσάρων ωρών βραδυπορίαν εφθάσαμεν εις ένα σταθμόν ονομαζόμενον Πυρόι, εκεί εστάθμευον όλα τα κάρρα και όλαι αι άμαξαι, και μετά δίωρον ανάπαυσιν ανεχώρουν. Οι καρραγωγείς και οι αμαξηλάται εισήλθον εντός του εστιατορίου του σταθμού και παρήγγειλαν διάφορα φαγητά, αλλ’ εγώ, επειδή τα χρήματά μου ήσαν μόνον οκτώμισυ γρόσια, επροτίμησα να μη φάγω τίποτε, έπιον μόνον ένα καφέ, και αποχαιρετήσας τους καρραγωγείς και τον ξενοδόχον εξηκολούθησα τον δρόμον μου.
     Περί την ογδόην πρωινήν έφθασα εις Λευκωσίαν, αλλά πού να καταλύσω οπού ουδένα εγνώριζα! Η Λευκωσία ήτο πόλις εις την οποίαν πρώτην φοράν εισηρχόμην, και ηγνόουν εις ποίαν ενορίαν να διευθυνθώ. Μυρίαι σκέψεις συνεκρούοντο εν τω εγκεφάλω μου, εσκεπτόμην τι θα απογίνω άνευ χρημάτων εις μίαν πόλιν όπου ουδένα συγγενή ή φίλον, τουλάχιστον, είχον. Ούτω αμφιταλαντευόμενος εκ του κόπου και των απείρων σκέψεων έφθασα εις το μέσον της πόλεως, ευρισκόμην εις την κεντρικωτέραν οδόν, εξέτασα ένα διαβάτην εάν γνωρίζη κανένα πτωχικόν ξενοδοχείον.
     «Πήγαινε εις το μετόχι,» μοι λέγει.
     Εις απόστασιν 100 βημάτων από του μέρους ένθα ιστάμην ευρίσκετο το μετόχι της Χρυσορροϊατίσσης, το οποίον είχεν αρκετά δωμάτια εις τα οποία εδέχοντο ξένους με μετρίαν τιμήν.
     Εις την θύραν του μετοχίου εκάθητο είς ιερεύς με κατάλευκον γενειάδα, αναγινώσκων εφημερίδα, ως με είδε πλησιάζοντα αφήκε την εφημερίδα, εδιώρθωσεν ολίγον τας διόπτρας του και ηγέρθη.
     «Τι γυρεύεις, παιδί;» μοι λέγει.
     «Ένα δωμάτιον, γέροντα,» του λέγω μετά συστολής, «να διανυκτερεύσω. Είμαι ξένος και δεν γνωρίζω κανένα.»
     «Πέρασε μέσα,» μοι λέγει. «Πόθεν έρχεσαι;»
     «Από την Λάρνακα,» του απήντησα.
     «Είσαι από την Λάρνακα ή από κανένα χωριόν;»
     «Είμαι από τον Μαζωτό.»
     «Και ποίος είναι ο πατήρ σου;» μοι λέγει. «Μη σου φαίνεται παράξενον διότι σε ερωτώ, γνωρίζω όλους σχεδόν τους χωριανούς.» Αφού του είπα την οικογένειάν μου, ο γέρων ιερεύς εμειδίασεν ολίγον, εφώναξε την γυναίκα του και της λέγει: «Ιδού είς συγγενής σου, παπαδιά!» Και πράγματι, ως μοι είπεν η σύζυγος του ιερέως, απεδείχθη ότι η μήτηρ μου ήτο εξαδέλφη της.
     Εφιλοξενήθην λοιπόν εις το οίκημα του ιερέως επί οκτώ ημέρας, προσεπάθησεν ο καλός ιερεύς με κάθε τρόπον να μου εύρη μίαν εργασίαν αλλ’ εστάθη αδύνατον. Ότε την ενάτην ημέραν, η απελπισία με είχε κατακυριεύσει και είχον αποφασίσει να φύγω και να ζητήσω εργασίαν έστω και εις το πρώτον τυχόν χωρίον, διότι τα ολίγα μοι χρήματα είχον εντελώς καταναλωθή, οπού, αν ο Θεός δεν μοι παρουσίαζεν τον φιλόξενον ιερέα, δεν ήρκουν τα χρήματά μου ούτε μίαν ημέραν μέσα εις την Λευκωσίαν.
     Την ενάτην λοιπόν ημέραν ηγέρθην ενωρίτερον του συνήθους, έδεσα τα ρούχα μου να είμαι έτοιμος δι’ οδοιπορίαν και εσκεπτόμην ποίαν οδόν να ακολουθήσω ο ταλαίπωρος, οπού δεν είχα σχεδόν μίαν δεκάραν οδοιπορικά έξοδα. Η κατάστασίς μου ήτο δεινή, δεινοτάτη... Εσκέφθην να κάμω ένα γύρον, όπως εσυνήθιζα κάθε ημέραν να ερωτώ διάφορα καταστήματα διά καμμίαν εργασίαν, έως ότου βγη και ο ήλιος και κατόπιν να πάρω δρόμον, διότι ήτο χειμών και δεν εγνώριζα πού θα διηυθυνόμην. Εξήλθον του ξενώνος μου και ήρχισα να βαδίζω κατά μήκος της κεντρικωτέρας οδού, έφθασα έναντι ενός ευρωπαϊκού αρτοποιείου και έστην, όλως διόλου χωρίς να θέλω. Με ηρώτησεν ο αρτοπώλης τι θέλω, εγώ, χωρίς καθόλου να σκεφθώ, του απήντησα:
     «Καμμίαν εργασίαν, κύριε,» του λέγω, «εάν έχετε.»
     «Εργασίαν;» μοι λέγει. «Ξέρεις και ζυμώνεις;»
     «Ξέρω, βέβαια,» του απήντησα.
     «Και πού ειργάσθης;»
     «Εις την Σμύρνην,» του λέγω.
     Τότε αυτός εφώναξε τον σύντροφόν του και, συνεννοηθέντες, με προσέλαβον εις το αρτοποιείον, τους είπα όμως ότι εγνώριζα να ζυμώνω ψωμιά, όχι φραντζόλες.
     «Αφού γνωρίζεις τα ψωμιά είναι πολύ εύκολον να μάθης και τας φραντζόλας,» μοι λέγει ο είς, όστις ήτο ο τέλειος κατασκευαστής των φραντζόλων και ωνομάζετο Ι. Χατζησάββας, ο δε συνέταιρός του ωνομάζετο Γεώργιος Σέρβος και κατήγετο εκ Βελιγραδίου. Ήσαν και οι δύο αγράμματοι, εγώ δε, επειδή εγνώριζον ολίγα γράμματα, συνεφώνησαν να μοι δίδωσι δέκα σελίνια κατά μήνα, αλλά και πέντε εάν μοι έδιδον θα εδεχόμην, διότι ευρισκόμην εις μεγάλην χρηματικήν στενοχωρίαν και ουδέποτε θα απεφάσιζα να επιστρέψω εις το χωρίον μου τόσον ογρήγορα και εν τοιαύτη καταστάσει.
     Οι κύριοι προϊστάμενοί μου ήσαν πολύ καλοί, έχαιρον μεγάλην εμπιστοσύνην και είχον πλήρη ελευθεριότητα, και θα ειργαζόμην αρκετόν καιρόν μαζί των εάν μη ησθένουν, διότι μετά πέντε ή έξι μήνας, ως έγγιστα, ησθένησα και ηναγκάσθην να δώσω την παραίτησίν μου, ήτις επροξένησεν μεγίστην λύπην εις τους προϊσταμένους μου.
     Την επομένην της παραιτήσεώς μου ανεχώρησα με ένα φορτηγόν αμάξιον εις Λάρνακα, σκοπών να επιβιβασθώ ατμοπλοίου δι’ Αλεξάνδρειαν, αλλ’ όταν έφθασα εις Λάρνακα κατά κακήν σύ(μ)πτωσιν δεν είχεν ατμόπλοιον.
     Εις Λάρνακα συνήντησα πέντε ή έξι εγχωρίους, οίτινες όταν με είδον εχάρησαν διότι ηγνόουν πού ευρισκόμην, και αφού έμαθαν ότι θα φύγω δι’ Αλεξάνδρειαν με απέτρεπον λέγοντές μοι ότι το χωρίον μας τώρα έχει τόσας εργασίας, και ότι θα κάμω μεγάλην ανοησίαν να υπάγω εις Αλεξάνδρειαν, «αφού ως πληροφορούμεθα υπάρχει φοβερά επιδημία» και ότι «οι περισσότεροι Κύπριοι, οι διαμένοντες εις Αλεξάνδρειαν, έρχονται εις Κύπρον χάριν αλλαγήν αέρος, και εσύ,» μου λέγουν, «θα υπάγης μέσα στην φωτιά.»
     Υπήκουσα και ανεχώρησα μετ’ αυτών εις το χωρίον. Ήτο η Μεγάλη Εβδομάς, αρχή του θέρους, ειργαζόμην και εγώ εις το θέρος. Αλλά κατά τας αρχάς Ιουλίου, ότε το θέρος ετελείωνε, ήρχισα πάλιν να σκέπτωμαι τι εργασίαν να κάμω, δεν ήθελον κατ’ ουδένα τρόπον να ευρίσκωμαι εντός του χωρίου και προπάντων αργός, απεφάσισα να υπάγω εις Αλεξάνδρειαν, αλλ’ επειδή τα χρήματά μου ήσαν ολίγα εσκέφθην να υπάγω εις Βηρυττόν και, αφού εργασθώ επί έν τουλάχιστον τρίμηνον, και αφού εξοικονομήσω τον ναύλον μου, δύναμαι να ταξιδεύσω όπου θέλω.
     Έγραψα εις ένα φίλον μου διαμένοντα εις Λάρνακα και <με> επληροφόρησεν κατά ποίαν ημέραν ανεχώρει ατμόπλοιον διά Βηρυττόν, τα χρήματά μου ήσαν επτά σελίνια, επώλησα έν χρυσούν δακτύλιον αντί τριών σελινίων και έν ιματοκιβώτιον αντί τριών, και τα έκαμα όλα δεκατρία, ήσαν αρκετά δι’ έν τοιούτον μικρόν ταξίδιον, απεχαιρέτησα όλους τους συγγενείς και φίλους μου και κατήλθον εις Λάρνακα.
 
 
ΣHMEIΩΣEIΣ
 
1. Δεν έχει ταξιδιωτικό έγγραφο, κύριε.
 
2. Βρε, δεν ντρέπεσαι να ζητάς ταξιδιωτικό έγγραφο από αυτό το παιδί!
 
3. Eμπρός, παιδί μου, πήγαινε στη δουλειά σου.
 
4. Πνευμονικό κρυολόγημα.
 
5. Νόμισμα που έκοψε ο Σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ (1839-1861). Υπήρχε χρυσό μετζίτι ίσο προς τη χρυσή λίρα, και ασημένιο ίσο προς 20 ασημένια γρόσια ή πέντε ασημένιες δραχμές.
 
6. Κεντρικός δρόμος της αγοράς Μεγάλες Ταβέρνες στην ελληνική συνοικία του Αγίου Γεωργίου, στην κάτω πόλη της Σμύρνης.
 
7. Ελληνική συνοικία της κάτω Σμύρνης.
 
8. Τίτλος διοικητικού αρχηγού χωριού ή κοινότητας, κατάλοιπο της τουρκικής διοίκησης, του οποίου η δικαιοδοσία αντιστοιχεί με εκείνη του προέδρου κοινότητας.
 
9. Απόσταση σχεδόν σαράντα χιλιομέτρων. 

ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ  ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ 

Σχόλιο του Λάζαρου Μαύρου
Ανάμεσα στους σπεύσαντες από τις ΗΠΑ στην Ελλάδα το 1912
Έλληνες ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ πολεμιστές ήταν και ο 38χρονος Σάββας Τσερκεζής (1874 - 1963) από τον Μαζωτό της Κύπρου, που είχε πολεμήσει ξανά 23χρονος ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ και στον "ατυχή" ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.
Και, παρ' ότι με πρόβλημα στα μάτια, κατάφερε να καταταγεί ΚΑΙ μάλιστα - ΟΠΩΣ απαίτησε και πέτυχε -, όχι στην εθνοφρουρά των μετόπισθεν αλλά σε μάχιμη μονάδα των πρόσω: Στον 12ο Λόχο, του 12ου Τάγματος, του 21ου Συντάγματος της 7ης Μεραρχίας, όπου διέπρεψε ως άριστος σκοπευτής τυφεκίου Μάνλιχερ, στον Β' Βαλκανικό Απελευθερωτικό Πόλεμο 1913 εναντίον των Βουλγάρων, όπου και τραυματίστηκε.
Και τα περιγράφει ο ίδιος με καταπληκτική γραφή στο "Ημερολόγιον του Βίου μου" το οποίο, με επιμέλεια του αείμνηστου λαρνακέα Φοίβου Σταυρίδη, εξέδωσε το 1988 το Εκπαιδευτικό & Πολιτιστικό Κέντρο της Λαϊκής Τράπεζας, πολύ πριν καταντήσει.... Μαρφίν και τεθνεώσα!!!
Μια γραφή που απ’ τον καιρό του πατέρα της ιστορίας Ηροδότου απ’ την Αλικαρνασσό (485-415πΧ), έγραφε το σούρουπο ως "περί λύχνων αφάς"!!!!!
Όταν έφτασε από τις ΗΠΑ στην Ελλάδα και θα τον κατέτασσαν στην... εθνοφρουρά της Αθήνας, διαμαρτυρόμενος τους είπε:
"Δεν ήλθον από δέκα χιλιάδες μίλια να φυλάττω τας Αθήνας, αφού αισθάνομαι ότι έχω αρκετάς έτι δυνάμεις όπως υποστώ τας κακουχίας, οιαιδήποτε και αν είναι εκείναι τας οποίας υφίσταται είς μάχιμος στρατιώτης. Άλλωστε θέλω να βγάλω και ολίγην μουντζούραν του 97" (σελ. 192).

Σχόλια