Επισταθμία Επισκοπής, 1η Απριλιου 1955

Ήταν 1η Απριλίου της ΕΟΚΑ η αρχή, που ακούστηκε στην Κύπρο η φωνή του Διγενή.»
Με αφειδώλευτο πάθος και ποιητική μαεστρία, η λαϊκή μούσα τίμησε με πληθώρα στίχων της το έπος της ΕΟΚΑ και τους δημιουργούς του: Τη στρατιά των αγωνιστών, οι οποίοι, ως ένας άνθρωπος και τηρώντας κατά γράμμα τις διαταγές του Αρχηγού τους, στρατηγού Γεώργιου Γρίβα Διγενή, έγιναν «πολλώ κάρρονες» των Σαλαμινομάχων, των Μαραθωνομάχων και των 300 του Λεωνίδα.
031
Ο αείμνηστος Σάββας Κρασίδης με τον Αρχηγό της ΕΟΚΑ στρατηγό Γεώργιο Γρίβα Διγενή, μετά τον αγώνα στην Αθήνα.
Η επέτειος της 1ης Απριλίου 1955, φέρνει – δικαιωματικά -πρώτους στη μνήμη εκείνους που έβαλαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους στην τιτάνια απελευθερωτική προσπάθεια, με τη συμμετοχή τους στον αγώνα, όχι μετά την έναρξή του, αλλά πριν. Όταν, μετά τη μυστική άφιξή του στην Κύπρο, στις 10 Νοεμβρίου 1954, ο Διγενής έτρεχε από τόπο σε τόπο και από πόλη σε πόλη, για να εμπνεύσει, να οργανώσει, να εκπαιδεύσει. Σε μια περίοδο, που οι εκλεκτοί της ΕΟΚΑ ήσαν
πολύ λίγοι.
Ένας από τους πρώτους που ασπάστηκαν το μήνυμα του Αρχηγού και έδωσαν τον τιμημένο όρκο, ήταν και ο Σάββας Κρασίδης, από τον Πύργο Λεμεσού, μέλος πολυμελούς οικογένειας (είχε εννιά αδέλφια). Ο Ελληνολάτρης αγωνιστής της ελευθερίας, που έδωσε τα πάντα στον εθνικό αγώνα και το μόνο που πήρε, ήταν αυτό που άφησε εγκαταλείποντας τα γήινα, το 1993, στα 62 του χρόνια, όταν έχασε τη ζωή του σε τροχαίο δυστύχημα: Την αγάπη όλων, αφού κι ο ίδιος την πρόσφερε σ’ όλους, αψεγάδιαστη, χωρίς σκοπιμότητα και κέρδος, ειλικρινή, τίμια, άδολη και γνήσια πάντα.
Ο Σάββας Κρασίδης, εντασσόμενος στον αγώνα πήρε το ψευδώνυμο «Διάκος». Το όνομα του ακατάβλητου μαχητή της Αλαμάνας. Η πρώτη διαταγή που πήρε και υλοποίησε, ήταν να δημιουργήσει αποθήκη όπλων της ΕΟΚΑ στο χωριό του. Ήταν η πρώτη του είδους και απ’ αυτήν διοχετευόταν οπλισμός σ’ ολόκληρη την Κύπρο. Παράλληλα, εκτελούσε και ρόλο οπλουργού, ενώ οργάνωσε και την πρώτη τοπική ομάδα της ΕΟΚΑ. Με την ομάδα αυτή, πήρε μέρος στις δυναμιτιστικές ενέργειες, που έγιναν τη νύχτα έναρξης του αγώνα στην περιοχή Λεμεσού. Κι εκεί, ακριβώς, φάνηκε η παλικαριά και η ευψυχία του. Αφηγήθηκε σχετικά ο ίδιος, για την επιχείρηση κατά της Επισταθμίας Επισκοπής:
«Πέμπτη, 31 Μαρτίου 1955 βράδυ. Ξεκινήσαμε, εγώ με το δικό μου αυτοκίνητο και ο Χριστάκης Μασωνίδης με την ομάδα του Νότη Πετροπουλέα, με προορισμό να συναντηθούμε στο δάσος της Επισταθμίας Επισκοπής, που είχε ευκαλύπτους. Όταν φτάσαμε σε ώρα προχωρημένη, πρόσεξα τον Πετροπουλέα να κωλυσιεργεί.
»Με την κωλυσιεργία αυτή και την εξ αιτίας της καθυστέρηση, ακούστηκαν οι πρώτες εκρήξεις στη Λεμεσό. Ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Ο Πετροπουλέας, αντί για την επιχείρηση, διέταξε τότε υποχώρηση. Εγώ αντέδρασα και ζήτησα το πιστόλι του και τις βόμβες, που ετοιμάστηκαν για την επιχείρηση. Ο Νότης δεν μου το έδωσε το όπλο, οπότε μου έδωσε το πιστόλι του ο Μασωνίδης, το οποίο, όμως, ήταν χαλασμένο.
» Πήρα τότε τους Μιχάλη Σουλούπα, από τον Πύργο, Πανίκο Νικολάου, από τον Άγιο Μάμα και Λεωνίδα Θεοδούλου, από τους Αγίους Βαβατσινιάς, με τον οπλισμό τους και τρεις βόμβες, και προχωρήσαμε με το αυτοκίνητο προς την είσοδο της ηλεκτρικής, μέσα στην Επισταθμία Επισκοπής. Φτάνοντας εκεί με σβηστά τα φώτα, κατέβηκα, κτύπησα την πόρτα και ζήτησα νερό για το ραδιατέρ του αυτοκινήτου. Ταυτόχρονα, όμως, με απότομη κίνηση προς τα μπρος και με την απειλή του πιστολιού, καθήλωσα τους τρεις Έλληνες φρουρούς, που ήταν εκεί. Ο Σουλούπας μου έφερε τότε το τόμιγκαν και μαζί τοποθετήσαμε τις δυο βόμβες κάτω από τις ηλεκτρογεννήτριες και τις πυροδοτήσαμε. Η τρίτη βόμβα έμεινε στα χέρια μου, γιατί δεν είχε φυτίλι. Πριν πυροδοτήσουμε τις βόμβες, είχαμε βγάλει έξω τους φρουρούς
«»Οι εκρήξεις ήταν εκκωφαντικές. Έγινε πανδαιμόνιο. Ενώ προσπαθούσα να φτιάξω ένα πρόχειρο φυτίλι, Άγγλοι στρατιώτες, που έμεναν σε αντίσκηνα και αιφνιδιάστηκαν από τις εκρήξεις, άρχισαν να παίρνουν θέσεις και να ρίχνουν ριπές προς κάθε κατεύθυνση. Τρέξαμε τότε στο αυτοκίνητο και, δια μέσου των πυρών, βγήκαμε από την Επισταθμία με κατεύθυνση προς Λεμεσό.
»Κοντά στον αστυνομικό σταθμό Αγίου Ιωάννη, 15 αστυνομικοί, μ’ επί κεφαλής τον Χαράλαμπο Χασάπη, τότε λοχία της Αστυνομίας, μας υπέδειξαν να σταματήσουμε. Ελάττωσα ταχύτητα και, ταυτόχρονα, έδωσα εντολή στους συναγωνιστές μου να οπλίσουν και να περιμένουν. Αντί να σταματήσω, ανέπτυξα μεγάλη ταχύτητα και διαφύγαμε, ενώ ο Χασάπης είχε προλάβει και ανασύρει το πιστόλι του, πυροβολώντας στο πίσω φτερό του αυτοκινήτου. Μας καταδίωκαν μ’ ένα «Λαντ Ρόβερ» κι ένα «Όπελ», όμως τους ξεφύγαμε και φτάσαμε στον Πύργο. Το αυτοκίνητο που χρησιμοποιήσαμε ήταν ένα «Βόξολ» με αριθμό Α962, που το νοικίασα από γραφείο στη Λεμεσό.»
(Απόσπασμα-Αρχείο Νίκου Παπαναστασίου).
nikospa.wordpress.com

Σχόλια