Του Πέτρου Παπαπολυβίου
Η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου μας δίνει την ευκαιρία να θυμηθούμε τους Κύπριους στρατιώτες που βρέθηκαν στην Ελλάδα το 1940-1941 με το «Κυπριακό Σύνταγμα» του βρετανικού στρατού. Οι βρετανικοί υπολογισμοί ανέβαζαν τις συμμαχικές απώλειες στην Ελλάδα σε περισσότερους από 15.000 άνδρες (πεσόντες, αιχμαλώτους και «αγνοούμενους», των οποίων η τύχη δεν είχε εξακριβωθεί). Αν και ελάχιστοι Κύπριοι ενεπλάκησαν σε μάχη κατά την υποχώρηση, εντούτοις, οι απώλειες του «Κυπριακού Συντάγματος» στην ελληνική εκστρατεία ήταν τεράστιες, αφού οι πρώτοι επίσημοι υπολογισμοί (Οκτώβριος 1941) τις ανέβαζαν σε 2.256 άνδρες: πέντε νεκρούς, δύο τραυματίες, 1426 «ελλείποντες», και 823 αιχμαλώτους. Εκατοντάδες Κύπριοι εγκαταλείφθηκαν σε διάφορα πελοποννησιακά λιμάνια και όρμους κατά την εκκένωση, τις τελευταίες μέρες του Απριλίου 1941 και συνελήφθηκαν ομαδικά από τους Γερμανούς (κυρίως στην Καλαμάτα), ενώ ανάλογες σκηνές επαναλήφθηκαν στην Κρήτη. (Οι μαρτυρίες των Κυπρίων εθελοντών συγκλίνουν ότι «συμπτωματικά» στα πολεμικά πλοία επιβιβάζονταν κατά προτεραιότητα Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί
στρατιώτες.)
Οι Κύπριοι αιχμάλωτοι που συνελήφθηκαν στην Ελλάδα υπολογίζονται σε 2.000. Ένας μεγάλος αριθμός αξιωματικών και οπλιτών, όλων των εθνικοτήτων του εκστρατευτικού σώματος που είχαν αποκοπεί στην Ελλάδα, δεν συνελήφθηκε ή δεν παραδόθηκε, είτε από διάθεση αντίστασης είτε τυχαία, καθώς πολλές διάσπαρτες ομάδες συμμάχων δεν είχαν εντοπιστεί από τα προελαύνοντα ναζιστικά στρατεύματα. Ειδικά οι Κύπριοι αιχμάλωτοι, οι οποίοι σχεδόν στο σύνολό τους μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, αφού ήταν ελάχιστοι οι Τουρκοκύπριοι στρατιώτες που δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν στα ελληνικά, είχαν ένα τεράστιο πλεονέκτημα, καθώς οι Γερμανοϊταλοί ήταν αδύνατο να διακρίνουν τις ακουστικές διαφορές της κυπριακής ιδιωματικής προφοράς. Επίσης, σε αντίθεση με τους Βρετανούς ή τους Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς συναδέλφους τους, η μεγάλη μάζα των Κυπρίων στρατιωτών ήταν μελαχρινοί. Για πρώτη φορά, στην ως τότε στρατιωτική τους θητεία, το χρώμα του δέρματός τους, τους έφερνε σε πλεονεκτική θέση. Όσοι, μέσα στη χαώδη κατάσταση των πρώτων ωρών της μαζικής σύλληψης χιλιάδων ανδρών από πολύ λιγότερους Γερμανούς στρατιώτες στην Καλαμάτα, κατάφεραν ή σκέφτηκαν να απαλλαγούν από τη στολή του «Κυπριακού Συντάγματος» και την αντικατέστησαν με την ελληνική στρατιωτική στολή ή εξασφάλισαν πολιτική ενδυμασία ή έστω ένα ελληνικό δίκωχο, μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν σχεδόν ανενόχλητοι στο στρατόπεδο κράτησης αιχμαλώτων, ή απλώς δήλωναν Έλληνες φαντάροι και αφήνονταν ελεύθεροι. Αρκετές δραπετεύσεις έγιναν, επίσης, τις πρώτες ημέρες και από την Κόρινθο, όπου μεταφέρθηκαν οι Κύπριοι και οι άλλοι συλληφθέντες στην Πελοπόννησο. Σύντομα, βέβαια, η φρούρηση των στρατοπέδων – κρατητηρίων έγινε αυστηρότερη, σε συνδυασμό με την οριστική καταμέτρηση και καταγραφή των συλληφθέντων. Όμως οι αποδράσεις συνεχίστηκαν και τις επόμενες εβδομάδες, όταν οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Πολλές αποδράσεις έγιναν από το τρένο ή τα στρατόπεδα της μακεδονικής πρωτεύουσας (από τον «Παύλο Μελά» απέδρασαν 80-90 Κύπριοι), είτε, τέλος, από τα νοσοκομεία νοσηλείας των τραυματιών αιχμαλώτων. Έτσι, εκτός από τους 100 Κυπρίους στρατιώτες που σκοτώθηκαν στην Ελλάδα αυτή την περίοδο, μερικές εκατοντάδες συμπατριώτες μας έζησαν την Κατοχή ως κυνηγημένοι σύμμαχοι φυγάδες, φιλοξενούμενοι και ευεργετημένοι από τον ελληνικό λαό, ζώντας μυθιστορηματικές προσωπικές ιστορίες αντίστασης, αλλά προπάντων αλληλεγγύης, συντροφικότητας και, πολλές φορές, έρωτα στα χρόνια του πολέμου.
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος», στις 25 Οκτωβρίου 2014
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου