Του Πέτρου Παπαπολυβίου
Τιμήθηκε πριν από λίγες ημέρες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο η εκατοστή επέτειος από τη δολοφονία του Αρχιδούκα της Αυστρίας Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σεράγεβο, στις 28 Ιουνίου του 1914, που αποτέλεσε την αφορμή για να ξεσπάσει ο «Μεγάλος πόλεμος» που αιματοκύλισε την Ευρώπη για τέσσερα χρόνια (1914-1918) αλλάζοντας την πολιτική γεωγραφία της γηραιάς ηπείρου και επηρεάζοντας καθοριστικά τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ταυτότητα.
Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος είχε σημαντικές επιπτώσεις και στην πολιτική ιστορία της Κύπρου. Η ένταξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο στρατόπεδο των Κεντρικών Δυνάμεων, είχε ως αποτέλεσμα την προσάρτηση της Κύπρου στη βρετανική Αυτοκρατορία (5 Νοεμβρίου 1914). Ήταν η πρώτη φορά από την κατάληψη της Κύπρου από τους Βρετανούς (1878) που η Βρετανία βρέθηκε σε αντίπαλο στρατόπεδο από την Υψηλή Πύλη. Μάλιστα, οι συγκυρίες έφεραν το 1914 σύμμαχο του βασιλιά της Αγγλίας τον Τσάρο της Ρωσίας, ανατρέποντας πλήρως το γεωστρατηγικό σκηνικό που είχε συντελέσει στην έλευση των Βρετανών στην Κύπρο. Απότοκος αυτών των αλλαγών αλλά και της βρετανικής ανάγκης για συμμαχίες, ήταν η προσφορά της Κύπρου στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1915.
Ο οικονομικός αντίκτυπος του πολέμου στην Κύπρο ήταν σοβαρός, αφού την αραίωση των θαλάσσιων συγκοινωνιών και την ελάττωση των ξένων αγορών ακολούθησε η υπερτίμηση των πρώτων ειδών και η αύξηση του υποαπασχολούμενου εργατικού δυναμικού. Από την άλλη πλευρά, η μισθοδοσία των χιλιάδων Κυπρίων στρατιωτών ήταν σημαντική οικονομική ένεση, ενώ παράλληλα ανέκοψε το ογκούμενο ρεύμα μετανάστευσης προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Την ίδια περίοδο ο βρετανικός στρατός αγόρασε από την Κύπρο χιλιάδες υποζύγια, αλλά και μεγάλες ποσότητες τροφίμων, ενώ στο νησί οργανώθηκαν αναρρωτήρια και στρατόπεδα εκπαίδευσης για τα συμμαχικά στρατεύματα και φιλοξενήθηκαν χιλιάδες αιχμάλωτοι πολέμου.
Στο περιθώριο των διπλωματικών εξελίξεων, οι Έλληνες της Κύπρου είχαν ζητήσει, από τους πρώτους μήνες του πολέμου, από τις κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Γαλλίας, την οργάνωση κυπριακού εκστρατευτικού σώματος, με βασικό κορμό τους βετεράνους εθελοντές των Βαλκανικών πολέμων. Η βρετανική κυβέρνηση δεν έδωσε σημασία στις προτάσεις αυτές, και στα πρώτα χρόνια του πολέμου κατατάχθηκαν εθελοντικά στο βρετανικό ή γαλλικό στρατό μερικές δεκάδες Κυπρίων. Το καλοκαίρι του 1916 άρχισε η μαζική κατάταξη Κυπρίων στο βρετανικό στρατό, στο ειδικό σώμα των έμμισθων ημιονηγών που δημιουργήθηκε. Ο αριθμός των Κυπρίων ημιονηγών, των μουλάρηδων του τοπικού ιδιώματος, ήταν εντυπωσιακά υψηλός και υπολογίζεται τουλάχιστον στις 10-12 χιλιάδες άνδρες, με το σύνολο σχεδόν των στρατολογηθέντων να έχει υπηρετήσει στο Μακεδονικό Μέτωπο. Στη στρατολόγηση του 1916-1918 ανταποκρίθηκαν και πολλοί Τούρκοι της Κύπρου (το ποσοστό τους, μέχρι το 1918, υπολογίστηκε σε 11% περίπου), χωρίς να υπολογίζουν ότι υπήρχε σοβαρή πιθανότητα να βρεθούν αντιμέτωποι με τους ομοεθνείς τους του τουρκικού στρατού, και παρά τις προσπάθειες της πολιτικής τους ηγεσίας να αποτραπεί η
κατάταξή τους. Σε αρκετά συμμαχικά κοιμητήρια της Μακεδονίας αλλά και στη Σόφια και στην Κωνσταντινούπολη, βρίσκονται οι τάφοι μερικών δεκάδων Κυπρίων, που έχασαν τη ζωή τους υπηρετώντας το βρετανικό στρατό, στο διάστημα 1916-1920. Είναι από τους πιο «άδοξους» Κυπρίους εθελοντές του περασμένου αιώνα. Είναι καιρός, πια, να εντοπιστούν και να αναδειχθεί η προσφορά τους.
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος» στις 5 Ιουλίου 2014
Τιμήθηκε πριν από λίγες ημέρες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο η εκατοστή επέτειος από τη δολοφονία του Αρχιδούκα της Αυστρίας Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σεράγεβο, στις 28 Ιουνίου του 1914, που αποτέλεσε την αφορμή για να ξεσπάσει ο «Μεγάλος πόλεμος» που αιματοκύλισε την Ευρώπη για τέσσερα χρόνια (1914-1918) αλλάζοντας την πολιτική γεωγραφία της γηραιάς ηπείρου και επηρεάζοντας καθοριστικά τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ταυτότητα.
Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος είχε σημαντικές επιπτώσεις και στην πολιτική ιστορία της Κύπρου. Η ένταξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο στρατόπεδο των Κεντρικών Δυνάμεων, είχε ως αποτέλεσμα την προσάρτηση της Κύπρου στη βρετανική Αυτοκρατορία (5 Νοεμβρίου 1914). Ήταν η πρώτη φορά από την κατάληψη της Κύπρου από τους Βρετανούς (1878) που η Βρετανία βρέθηκε σε αντίπαλο στρατόπεδο από την Υψηλή Πύλη. Μάλιστα, οι συγκυρίες έφεραν το 1914 σύμμαχο του βασιλιά της Αγγλίας τον Τσάρο της Ρωσίας, ανατρέποντας πλήρως το γεωστρατηγικό σκηνικό που είχε συντελέσει στην έλευση των Βρετανών στην Κύπρο. Απότοκος αυτών των αλλαγών αλλά και της βρετανικής ανάγκης για συμμαχίες, ήταν η προσφορά της Κύπρου στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1915.
Ο οικονομικός αντίκτυπος του πολέμου στην Κύπρο ήταν σοβαρός, αφού την αραίωση των θαλάσσιων συγκοινωνιών και την ελάττωση των ξένων αγορών ακολούθησε η υπερτίμηση των πρώτων ειδών και η αύξηση του υποαπασχολούμενου εργατικού δυναμικού. Από την άλλη πλευρά, η μισθοδοσία των χιλιάδων Κυπρίων στρατιωτών ήταν σημαντική οικονομική ένεση, ενώ παράλληλα ανέκοψε το ογκούμενο ρεύμα μετανάστευσης προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Την ίδια περίοδο ο βρετανικός στρατός αγόρασε από την Κύπρο χιλιάδες υποζύγια, αλλά και μεγάλες ποσότητες τροφίμων, ενώ στο νησί οργανώθηκαν αναρρωτήρια και στρατόπεδα εκπαίδευσης για τα συμμαχικά στρατεύματα και φιλοξενήθηκαν χιλιάδες αιχμάλωτοι πολέμου.
Στο περιθώριο των διπλωματικών εξελίξεων, οι Έλληνες της Κύπρου είχαν ζητήσει, από τους πρώτους μήνες του πολέμου, από τις κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Γαλλίας, την οργάνωση κυπριακού εκστρατευτικού σώματος, με βασικό κορμό τους βετεράνους εθελοντές των Βαλκανικών πολέμων. Η βρετανική κυβέρνηση δεν έδωσε σημασία στις προτάσεις αυτές, και στα πρώτα χρόνια του πολέμου κατατάχθηκαν εθελοντικά στο βρετανικό ή γαλλικό στρατό μερικές δεκάδες Κυπρίων. Το καλοκαίρι του 1916 άρχισε η μαζική κατάταξη Κυπρίων στο βρετανικό στρατό, στο ειδικό σώμα των έμμισθων ημιονηγών που δημιουργήθηκε. Ο αριθμός των Κυπρίων ημιονηγών, των μουλάρηδων του τοπικού ιδιώματος, ήταν εντυπωσιακά υψηλός και υπολογίζεται τουλάχιστον στις 10-12 χιλιάδες άνδρες, με το σύνολο σχεδόν των στρατολογηθέντων να έχει υπηρετήσει στο Μακεδονικό Μέτωπο. Στη στρατολόγηση του 1916-1918 ανταποκρίθηκαν και πολλοί Τούρκοι της Κύπρου (το ποσοστό τους, μέχρι το 1918, υπολογίστηκε σε 11% περίπου), χωρίς να υπολογίζουν ότι υπήρχε σοβαρή πιθανότητα να βρεθούν αντιμέτωποι με τους ομοεθνείς τους του τουρκικού στρατού, και παρά τις προσπάθειες της πολιτικής τους ηγεσίας να αποτραπεί η
κατάταξή τους. Σε αρκετά συμμαχικά κοιμητήρια της Μακεδονίας αλλά και στη Σόφια και στην Κωνσταντινούπολη, βρίσκονται οι τάφοι μερικών δεκάδων Κυπρίων, που έχασαν τη ζωή τους υπηρετώντας το βρετανικό στρατό, στο διάστημα 1916-1920. Είναι από τους πιο «άδοξους» Κυπρίους εθελοντές του περασμένου αιώνα. Είναι καιρός, πια, να εντοπιστούν και να αναδειχθεί η προσφορά τους.
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος» στις 5 Ιουλίου 2014
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου