Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΥ ΣΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΟ.( μόνιμου αντιπροσώπου της Ελλάδας)

κ.  Παναγιωτάκος (Ελλάδα):  «Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα πρώτα να σας ευχαριστήσω προσωπικά που μου δώσατε την ευκαιρία να ομιλήσω.  Η παρουσία μου σήμερα στο χώρο αυτό είναι μάλλον τυχαία, δεδομένου ότι αναμένεται ανά πάσα στιγμή η άφιξη του νέου μόνιμου αντιπροσώπου.  Νιώθω όμως, ιδιαίτερα χαρούμενος που βρίσκομαι και πάλι μεταξύ παλαιών φίλων και συναδέλφων παρ’ όλο που αυτό συμβαίνει υπό ιδιαίτερα οδυνηρές συνθήκες.  Ωστόσο η προσωπική μου εμπειρία, ως τέως πρεσβευτού στην Κύπρο μου επιτρέπει να σας εξιστορήσω με ενισχυμένη αξιοπιστία ορισμένα γεγονότα που οδήγησαν σ’ αυτή τη θλιβερή κατάσταση  και να σας δώσω μια περιγραφή από πρώτο χέρι των όσων συμβαίνουν σήμερα στο καταστραμμένο από τον πόλεμο αυτό νησί.

Ξεκινώντας, θα ήθελα να επαναλάβω την επίσημη θέση της ελληνικής κυβέρνησης σε σχέση με τα πρόσφατα γεγονότα στην Κύπρο, όπως καθορίζεται σαφώς στο μήνυμα που απευθύνει ο Έλληνας πρωθυπουργός στο Γενικό Γραμματέα και το οποίο κυκλοφόρησε ως έγγραφο S/11337, με ημερομηνία 16 Ιουλίου 1974.  επίσης, θα επιθυμούσα να επαναλάβω και να υπογραμμίσω το περιεχόμενο της δήλωσης του υπουργού Εξωτερικών κ. Κυπραίου που έχει ως εξής:  «Τα πρόσφατα γεγονότα στην Κύπρο αποτελούν εσωτερική υπόθεση μιας ανεξάρτητης  χώρας μέλους των Ηνωμένων Εθνών.  Στην περίπτωση αυτή η Ελλάδα τηρεί τον αυστηρό κανόνα της μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων.  Η ελληνική πολιτική έναντι της Κύπρου παραμένει αναλλοίωτη και ισοδυναμεί με την προάσπιση της ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της ενότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Η ελληνική κυβέρνηση αποδίδει μεγάλη σημασία στη συνέχιση των ενισχυμένων διακοινοτικών συνομιλιών και εκφράζει την ελπίδα πως όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη θα επιδείξουν τη δέουσα αυτοσυγκράτηση κατόπιν των προσφάτων εξελίξεων στο νησί της Κύπρου».

Εν όψει της ξεκάθαρης αυτής στάσης, απορρίπτω κατηγορηματικά και ανεπιφύλακτα ως εντελώς αβάσιμους τους χυδαίους ισχυρισμούς περί της λεγόμενης άμεσης ανάμειξης της ελληνικής κυβέρνησης στο στρατιωτικό πραξικόπημα που οδήγησε στην ανατροπή του Μακαρίου.  Είναι αλήθεια πως ο διοικητής του επιτελείου της εθνοφρουράς, στρατηγός Ντενίσης, ο διοικητής της ελληνικής δύναμης στην Κύπρο και ο Έλληνας πρεσβευτής στην Κύπρο βρισκόταν στην Αθήνα σε διαβουλεύσεις με αντικείμενο το περιεχόμενο της επιστολής του Μακαρίου, αρκετές ημέρες πριν το πραξικόπημα.  Όμως, θα έπρεπε να σημειωθεί το γεγονός ότι εξ αρχής κάθε επικοινωνία, μέσω τέλεξ ή και αλλιώς, μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας είχε διακοπεί τουλάχιστον μέχρι χθες.  Το γεγονός αυτό από μόνο του αποτελεί την πιο τρανή απόδειξη, εάν χρειάζεται κάποια απόδειξη, ότι οι ένοπλες δυνάμεις στην Κύπρο ενήργησαν με δική τους πρωτοβουλία, εντελώς μυστικά, και ότι ήσαν απρόθυμες να μοιρασθούν με οποιονδήποτε είτε την πρόοδο των επιχειρήσεων τους είτε τους απώτερους στόχους τους.

Τα γεγονότα αυτά είναι αληθινά.  Όλα τα υπόλοιπα είναι φαντασιώσεις, παραλογισμοί ή σκόπιμες διαστρεβλώσεις ανάξιες διαψεύσεως.

Συνεπώς έμεινα πραγματικά εμβρόντητος ακούγοντας ορισμένες εσπευσμένες και, το λιγότερο, αυθαίρετες εκτιμήσεις ορισμένων συμμετεχόντων στην συνεδρίαση του
Συμβουλίου Ασφαλείας της περασμένης Τρίτης.  Ας μου επιτραπεί να κάνω, με τη σειρά μου, ορισμένες παρατηρήσεις προς απάντησιν στις εκτιμήσεις αυτές.

Οι παράλογες κατηγορίες εναντίον των Ελλήνων αξιωματικών από τον κ. Ρωσσίδη – αν είναι ποτέ δυνατόν – του οποίου παρεπιμπτόντως η θέση ως αντιπροσώπου παραμένει αμφίβολη, μου δημιούργησαν βαθύ αίσθημα θλίψης, διότι δεν αναγνωρίζω πια το φλογερό πατριώτη των δεκαετιών του πενήντα και εξήντα που γνώριζα και θαύμαζα τότε.  Προτού προβεί σε τέτοιες κατηγορίες θα έπρεπε τουλάχιστον να σεβασθεί τη μνήμη των Ελλήνων αξιωματικών που έχυσαν το αίμα τους στα γεγονότα του 1964 για τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της Κύπρου.  Ξέχασε μήπως ότι Έλληνας αξιωματικός ήταν αυτός που έσωσε το Μακάριο κατά την απόπειρα δολοφονίας του από έναν από τους πιο κοντινούς συνεργάτες του;  Λησμόνησε μήπως ότι επί σειρά ετών οι Έλληνες αξιωματικοί υπέμειναν με καρτερία και υπομονή ανείπωτες προσβολές, εξευτελισμούς, ακόμα και αισχρότητες εκ μέρους των αριστερών στοιχείων, των οπαδών του Μακαρίου και άλλων παραστρατιωτικών υποχειρίων.  Ίσως η μνήμη του κ. Ρωσσίδη να έχει εξασθενίσει και να χρειάζεται φρεσκάρισμα.  Το θεωρώ μάταιο, όμως, να εντρυφήσω σε περαιτέρω επεξηγήσεις γεγονότων που γνώριζαν καλά όλοι οι Κύπριοι, γεγονότων που θα έκαναν τα κόκαλα των Ελλήνων αξιωματικών να τρίζουν.

Από την άλλη πλευρά, ο υπαινιγμός ότι μια χούφτα Ελλήνων αξιωματικών πέτυχαν μέσα σε λίγες ώρες να εξουδετερώσουν τον ισχυρό στρατιωτικό μηχανισμό του Μακάριου και να καταστρέψουν την υποτιθέμενη ευρεία λαϊκή υποστήριξη του δεν είναι καθόλου λογικός.  Σε τελευταία ανάλυση, ο Μακάριος ήταν αυτός που επανειλημμένως καυχήθηκε ότι κατά τη διάρκεια της θητείας του η Ελλάδα άλλαξε δεκατρείς ολόκληρες κυβερνήσεις και θα άλλαζε κι άλλες πολλές μέχρι το πέρας της θητείας του.  Ο αντιπρόσωπος της Σοβιετικής Ένωσης είχε την απροσεξία να μιλήσει για «οφθαλμοφανή παρέμβαση ξένων δυνάμεων». Αυτό μου υπενθύμισε μια παρόμοια φράση εδώ και έξι χρόνια του τότε Σοβιετικού αντιπροσώπου σ’ αυτήν εδώ την αίθουσα, ο οποίος ισχυρίσθηκε σχεδόν με τα ίδια λόγια ότι η κυβέρνηση του είχε αδιάσειστες αποδείξεις εξωτερικής ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις της Τσεχοσλοβακίας.  Και ένα τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό, ο φίλτατος και αγαπητός συνάδελφος κ. Ολτσάυ, πρεσβευτής της Τουρκίας, αναφέρθηκε στην ομιλία του σε μια δήθεν ελληνική επέμβαση.  Μήπως θα έπρεπε να του υπενθυμίσω κι εγώ τους τουρκικούς βομβαρδισμούς πολιτών το 1964.  Επίσης, ανέφερε την «παρουσία και παράνομη δραστηριότητα των ελληνικών δυνάμεων στην Κύπρο».  ας μας πει ειλικρινά, μπορεί να αφήσει το ακροατήριο του με την εντύπωση πως οι εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες Τούρκων αξιωματικών που εκπαιδεύουν σήμερα τις τουρκοκυπριακές δυνάμεις και εξουδετερώνουν όλους τους πολιτικούς αντιπάλους του Ντενκτάς, όπως ο γνωστός δικηγόρος Βερβερόγλου, βρίσκονται στην Κύπρο για λόγους υγείας ή ενεργώντας νόμιμα;  Προσωπικά πάντως, μπορώ να τον διαβεβαιώσω για άλλη μια φορά, ότι δεν υπάρχει καμία απειλή είτε για το εθνικό καθεστώς της Κύπρου είτε για τα δικαιώματα που έχουν παραχωρηθεί στην τουρκική κοινότητα – παρά μόνο στη φαντασία όσων προσπαθούν με παράλογες κατηγορίες εναντίον Ελλήνων αξιωματικών να συγκαλύψουν τις μηχανορραφίες τους και τους πραγματικούς τους σκοπούς.

Όσο για τη σημερινή ομιλία του Μακαρίου, επιφυλάσσομαι μέχρι να δοθεί η ευκαιρία στους νόμιμους εκπροσώπους της Κυπριακής Δημοκρατίας, που φθάνουν στη Νέα Υόρκη σήμερα το βράδυ, να εκφράσουν τις απόψεις τους.

Τώρα ως προς την ουσία του προβλήματος που δημιουργεί η παρούσα κατάσταση στην Κύπρο, πιστεύω πως δεν πρέπει να ξεχνάμε ορισμένα γεγονότα που εξηγούν τα πραγματικά αίτια της επαναστατικής πρωτοβουλίας των δυνάμεων της εθνοφρουράς.  Στην πραγματικότητα, στα πρόσφατα γεγονότα της Κύπρου ταιριάζει το αγγλικό ρητό «παλαιές αμαρτίες πληρώνονται έστω και αργά».  Την επομένη της ανεξαρτησίας της Κύπρου, ο Μακάριος άρχισε να προωθεί την προσωπολατρία και την μεγαλομανία.  Συνδυάζοντας τη νοοτροπία ενός Καίσαρα και ενός Πάπα, ταυτίσθηκε με την Κύπρο, σαν το Λουδοβίκο τον XIV, και με τον καιρό έγινε θύμα των ίδιων του των σφαλμάτων, φιλοδοξιών και ψευδαισθήσεων.  Είναι γεγονός ότι η θητεία του διήρκεσε όσο 13 ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά τελικά διήρκεσε παραπάνω από όσο ήταν χρήσιμος για την Κύπρο, και η μοίρα του παρόμοια με αυτή άλλων εξεχόντων πολιτικών ηγετών πρώην αποικιοκρατικών χωρών, όπως ο Νκρούμαχ, ο Μπέν Μπέλλα, ο Ομπότε και άλλοι.

Βρισκόταν σε διαρκή σύγκρουση με όλους τους Έλληνες πρωθυπουργούς, όχι μόνο με τη Χούντα:  Με τον Καραμανλή, το Βενιζέλο που δεν θέλησε ποτέ να του μιλήσει, με τον Παπανδρέου, τον Παρασκευόπουλο, το Στεφανόπουλο και άλλους.  Αγνοούσε συστηματικά και αλαζονικά τις σοφές συμβουλές και νουθεσίες του εθνικού κέντρου.  Αψηφώντας με περιφρονητικό τρόπο τις γραπτές προειδοποιήσεις του πρώην υπουργού Εξωτερικών κ. Αβέρωφ, επέμενε να προτείνει τα 13 σημεία για την αναθεώρηση του συντάγματος της Ζυρίχης, ανοίγοντας έτσι τους ασκούς του Αιόλου, πράγμα που οδήγησε στις τραγικές συγκρούσεις του Δεκεμβρίου του 1963 και στην de facto διχοτόμηση του νησιού με τη λεγόμενη πράσινη γραμμή.  Αντιφατικός από χαρακτήρος, από τη μία υποστήριζε ολόψυχα την ανεξαρτησία και από την άλλη παραπλανούσε τον απλό κυπριακό λαό διακηρύσσοντας την Ένωση κάθε φορά που χρειαζόταν τόνωση της φθίνουσας δημοτικότητας του, θεωρώντας ότι μπορούσε να κοροϊδέψει όλους σε οποιαδήποτε στιγμή. Αδίστακτος δημαγωγός και μεγάλος ηθοποιός, αριστοτέχνης στα θεματικά πυροτεχνήματα σαν κι αυτό που μόλις ακούσατε, αλλά πάντοτε παίζοντας ένα ρόλο με μοναδικό πρωταγωνιστή τον εαυτό του και περιτριγυρισμένος από ανδρείκελα και τσιράκια, απεχθανόταν τόσο την αντίδραση όσο και τον ανταγωνισμό. Μέχρι τα τέλη του Δεκεμβρίου του 1971 αρνείτο πεισματικά αν αποδεχθεί τη φόρμουλα του Ου Θαντ για τις ενισχυμένες διακοινοτικές συνομιλίες, διακατεχόμενος από ψύχωση ότι η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν κάνει μυστική συμφωνία για να πουλήσουν την Κύπρο.

Το Φεβρουάριο του 1972 αγνόησε την τελευταία συμβουλή της Αθήνας για σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας.  Εις απάντησιν, δημιούργησε και εξόπλισε τις δικές του παραστρατιωτικές μονάδες πραιτωριανών, που δεν ήσαν παρά μια συμμορία ζηλωτών των S.S.  Άρχισε να διώκει τους πολιτικούς αντιπάλους του και να χρησιμοποιεί συστηματικά τα βασανιστήρια για να αποσπάσει ομολογίες, όπως αποδεικνύει μια πρόσφατη έρευνα.  Οι πολιτικοί αντίπαλοι του αποκλείσθηκαν από τη πολιτική ζωή και από όλα τα δημόσια αξιώματα.

Διέπραξε αναρίθμητες πολιτικές δολοφονίες, συμπεριλαμβανομένης της σφαγής του υπ’ αριθμ. 2 ανθρώπου του, του Γεωρκάτζη, αν όχι με τις ευλογίες του τουλάχιστον με πλήρη αδιαφορία και απάθεια εκ μέρους του.  Το συσσωρευμένο μίσος κλιμακώθηκε με τα χρόνια κι ακόμα και οι πιο στενοί του φίλοι απογοητεύτηκαν.  Για να χρησιμοποιήσω τα τελευταία λόγια του Γεωρκάτζη πριν τη δολοφονία του, ο Μακάριος «πέταγε στα σκουπίδια τους φίλους σαν στιμμένες λεμονόκουπες».  Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο άνθρωπος που τον ανέτρεψε, ο Νίκος Σαμψών, πρώην αγωνιστής της ΕΟΚΑ, συμπεριλαμβανόταν κάποτε μεταξύ των φίλων του.  Η εφημερίδα του «Μάχη» επιχορηγείτο από τη Μονή Κύκκου, την πραγματική Τράπεζα Κύπρου, που ήλεγχε ο Μακάριος.  Και ο Σαμψών, όπως και τόσοι άλλοι, με τον καιρό απογοητεύθηκε από τους μακιαβελλικούς χειρισμούς του Μακαρίου.

Είναι αλήθεια ότι ο Μακάριος, χάρις στην προσωπική του γοητεία, μαγνήτιζε το λαό και κατάφερε να κρατήσει πλατιές λαϊκές μάζες κάτω από την επιρροή του.  Είναι επίσης αλήθεια ότι ήταν χαρισματικός ηγέτης.  Η τελική του πτώση όμως ήταν αναπόφευκτη για τον απλούστατο λόγο ότι, όπως πολύ ορθά παρατήρησε ο Ρίτσαρντ Μόρρις, ιστορικός στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, «Ίσως ο αιώνας μας έχει πλεόνασμα χαρισματικών ηγετών σήμερα όμως, οι λαοί τους θέλουν και τίμιους».

(Γλαύκου Κληρίδη, Η ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΜΟΥ, τόμος 3, σελ. 355-360).

Σχόλια