Η σύληση της πολιτιστικής κληρονομιάς στην κατεχόμενη Κύπρο


Η Τουρκική εισβολή του 1974 και η συνεχιζόμενη κατοχή εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας, προκάλεσαν, πέραν της απώλειας ανθρώπινων ζωών και της προσφυγοποίησης μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, τεράστια καταστροφή στην πολιτιστική κληρονομιά του νησιού. Η Τουρκία εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αγνοεί δεσμευτικές διεθνείς συμβάσεις που αφορούν την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ο Τουρκικός στρατός ασκεί απόλυτο στρατιωτικό έλεγχο στις κατεχόμενες περιοχές, εμποδίζοντας την Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του αρμόδιου Τμήματος Αρχαιοτήτων, να προστατεύσει αρχαιολογικούς χώρους, μνημεία και μουσεία.

Καταστροφές έχουν καταγραφεί και ακόμη σημειώνονται σε όλες τις κατηγορίες πολιτιστικής κληρονομιάς, υλικής και άϋλης. Μουσεία έχουν συληθεί, όπως και μεγάλος αριθμός ιδιωτικών συλλογών. Εκκλησιαστικά μνημεία έχουν λεηλατηθεί, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και κατεδαφιστεί. Λατρευτικές εικόνες και ιερά σκεύη έχουν κλαπεί, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά έχουν καταστραφεί ή αποτοιχιστεί και σε αρκετές περιπτώσεις τμήματά τους έχουν εντοπιστεί στη μαύρη αγορά αρχαιοτήτων και σε δημοπρασίες παγκοσμίως. Μικρός αριθμός πολιτιστικών αγαθών έχει επαναπατριστεί, όπως τα ψηφιδωτά του ναού της Παναγίας Κανακαριάς στη Λυθράγκωμη, μετά από τη γνωστή δικαστική μάχη στις Ηνωμένες Πολιτείες ή τον επαναπατρισμό των τοιχογραφιών της εκκλησίας του Αγίου Ευφημιανού Λύσης. Σύμφωνα με έρευνες, υπολογίζεται ότι πέραν των 20,000 εκκλησιαστικών εικόνων έχουν κλαπεί και περισσότερες από 550 εκκλησίες μαζί με τα κοιμητήριά τους έχουν λεηλατηθεί. Επιπλέον, όπως είναι γνωστό, πολλές εκκλησίες χρησιμοποιούνται σήμερα ως τζαμιά, στάβλοι, στρατιωτικές βάσεις, εργαστήρια, αποθήκες, χώροι στάθμευσης, ξενοδοχεία, νεκροτομεία, gallery, αίθουσες χορού, νυκτερινά κέντρα, αίθουσες χορού, γκαλερί, νεκροτομεία κτλ. Εκτός από εκκλησιαστικά μνημεία, έχουν επίσης ισοπεδωθεί αρχαιολογικοί χώροι ενώ άλλοι παραμένουν απροστάτευτοι, ασυντήρητοι και εύκολη λεία για αρχαιοκάπηλους. Διεξάγονται επίσης παράνομες ανασκαφές από ξένες αποστολές χωρίς την άδεια του αρμόδιου Τμήματος Αρχαιοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επιπρόσθετα, η ραγδαία τουριστική και οικοδομική ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων στα κατεχόμενα αυξάνει τις πιθανότητες ανεύρεσης αρχαιολογικών θέσεων, οι οποίες μένουν ατεκμηρίωτες και απροστάτευτες. Η έλλειψη ελέγχου των αναπτυξιακών έργων διευκολύνει περαιτέρω την αρχαιοκαπηλία και ως εκ τούτου και την παράνομη διακίνηση και εξαγωγή πολιτιστικών αγαθών από το νησί, μέσω των παράνομων αερολιμένων των κατεχομένων. Μνημεία, αρχαιολογικοί χώροι και εξαιρετικά δείγματα κτιρίων λαϊκής αρχιτεκτονικής βρίσκονται εγκλωβισμένα μέσα σε ‘απαγορευμένες’ ζώνες του Τουρκικού στρατού και της νεκρής ζώνης χωρίς τη δυνατότητα να τα φροντίσει κανείς. Το παράνομο καθεστώς επιχειρεί επίσης να διαβρώσει και την άϋλη κληρονομιά του νησιού, όπ
ως είναι ξεκάθαρο στην περίπτωση αλλαγής των ονομάτων και τοπωνυμιών στα
κατεχόμενα και μάλιστα με τέτοιο τρόπο που οι νέες ονομασίες στην Τουρκική να είναι παντελώς ασύνδετες με τις αρχικές.

Αρχαιολογικοί Χώροι και Μνημεία

Η εισβολή του 1974 διέκοψε βίαια όλες τις αρχαιολογικές ανασκαφές, επισκοπήσεις, αποκαταστάσεις και συντηρήσεις μνημείων και αρχαιολογικών χώρων στο βόρειο τμήμα του νησιού. Οι σημαντικότατες ανασκαφές που διεξάγονταν στη Σαλαμίνα, στους Σόλους, στην Έγκωμη, στον Απόστολο Ανδρέα-Κάστρος, στον Άγιο Επίκτητο-Βρυσί και αλλού διακόπηκαν με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις τα ευρήματα των ανασκαφών να αγνοούνται χωρίς να έχουν καν μελετηθεί. Μετά την εισβολή οι ξένες αποστολές που διεξήγαν έρευνες στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού, έδειξαν την αλληλεγγύη τους στην Κυπριακή Δημοκρατία αφού απέρριψαν την πρόσκληση της Άγκυρας για συνέχιση των ανασκαφών στα υπό κατοχή εδάφη. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων αναγνωρίζοντας την αλληλεγγύη αυτή, πρότεινε στις ξένες αποστολές νέες θέσεις, της ίδιας χρονολογικής περιόδου για ανασκαφή στις ελεύθερες περιοχές, κάποιες από τις οποίες ανασκάπτονται μέχρι σήμερα. 

Μια από τις σημαντικότερες προϊστορικές θέσεις στην οποία διεξάγονταν ανασκαφές πριν από το 1974, υπό τη διεύθυνση του Δρος. Alain Le Brun, ήταν η παράκτια θέση Απόστολος Ανδρέας-Κάστρος στη χερσόνησο της Καρπασίας, στο ανατολικότερο άκρο της Κύπρου. Η αρχαιολογική θέση κυριολεκτικά ισοπεδώθηκε το 2005 από μπουλντόζες, με οδηγίες του Τουρκικού στρατού, για να διανοιχθεί δρόμος, ο οποίος οδηγεί σήμερα σε τσιμεντένια πλατφόρμα πάνω στην οποία κυματίζουν οι σημαίες του ψευδοκράτους και της Τουρκίας. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα διασκορπίσθηκαν στη θάλασσα και η στρωματογραφία του οικισμού διαταράχθηκε ολοκληρωτικά. Η παράνομη και απαράδεκτη αυτή πράξη καταγγέλθηκε ευρέως, τόσο από την Κυπριακή Δημοκρατία, όσο και από το Πανεπιστήμιο Κύπρου και άλλα Πανεπιστήμια στο εξωτερικό. Επίσης, τον Οκτώβριο του 2005 τέθηκε ενώπιον της 15ης Γενικής Συνέλευσης του ICOMOS στο Xi’an στην Κίνα από την Κυπριακή Επιτροπή ICOMOS. Η Συνέλευση καταδίκασε την καταστροφή του Νεολιθικού οικισμού. 

Μια ακόμη ιδιαίτερα σημαντική Νεολιθική θέση είναι ο Άγιος Επίκτητος-Βρυσί, η οποία ανασκάφηκε από το Πανεπιστήμιο του Birmingham, υπό τη διεύθυνση του Καθ. Edgar Peltenburg. Με την Τουρκική εισβολή οι νόμιμες ανασκαφές διακόπηκαν και τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του οικισμού που κάποτε βρίσκονταν σε εξαιρετική κατάσταση διατήρησης ερειπώθηκαν, ενώ άγνωστη παραμένει η κατάσταση διατήρησης και ο χώρος φύλαξης των ευρημάτων, τα οποία είχαν τότε αποθηκευτεί στο Κάστρο της Κερύνειας. Υπάρχουν στοιχεία ότι κάποια από τα ευρήματα εξήχθησαν παράνομα από την Κύπρο. Μετά την εισβολή διεξήχθησαν παράνομες ανασκαφές, οι οποίες έφεραν στο φώς χιλιάδες κινητά ευρήματα, κάποια εκ των οποίων εκτίθενται σήμερα στο Κάστρο της Κερύνειας. Σήμερα ο περιβάλλοντας χώρος του Νεολιθικού οικισμού είναι αγνώριστος, αφού έχουν ανεγερθεί μεγάλης έκτασης ξενοδοχειακές μονάδες.

Περίπτωση συστηματικής σύλησης Μνημείου αποτελεί το Μοναστήρι του Χριστού του Αντιφωνητή, στο χωριό Καλογραία. Η Μονή που κτίστηκε αρχικά κατά τη Βυζαντινή περίοδο και τροποποιήθηκε κατά το 15ο-16ο αιώνα, διέσωζε σημαντικότατα τοιχογραφημένα σύνολα σε καλή κατάσταση διατήρησης μέχρι το 1974. Στα χρόνια που ακολούθησαν την τουρκική εισβολή καταστράφηκαν και αφαιρέθηκαν τοιχογραφίες, εκκλησιαστικές εικόνες και εκκλησιαστικά ξυλόγλυπτα αντικείμενα από τη Μονή. Τα κεφάλια των δύο αρχαγγέλων στην αψίδα του ναού καταστράφηκαν και αφαιρέθηκε το άνω τμήμα της σκηνής της Γέννησης του Χριστού. Οι σημαντικές τοιχογραφίες της Μέλλουσας Κρίσης και της Ρίζας του Ιεσσαί τεμαχίστηκαν και αφαιρέθηκαν από το ναό και κατά την αφαίρεση αυτή επήλθε σοβαρή καταστροφή. Τουλάχιστον εξήντα τμήματα των τοιχογραφιών βρέθηκαν στο Μόναχο και τριάντα δύο τμήματα επαναπατρίστηκαν το 1997. Τα υπόλοιπα βρέθηκαν το 1997 από την αστυνομία του Μονάχου στην κατοχή του Τούρκου αρχαιοκάπηλου Aydin Dikmen.

Οι κατοχικές δυνάμεις πέραν της συστηματικής καταστροφής έχουν προχωρήσει και στην ολική ισοπέδωση εκκλησιαστικών μνημείων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Εκκλησίας της Παναγίας της Αυγασίδας που βρισκόταν στο χωριό Αλόα της Επαρχίας Αμμοχώστου, η οποία κατεδαφίστηκε το 1989 από τον Τούρκικο στρατό. Η εκκλησία αυτή του 14ου αιώνα είχε δύο κλίτη, στην οποία προστέθηκε κατά το 15ο αι. ένα βόρειο κλίτος με τρούλο και διέσωζε αξιόλογες τοιχογραφίες οι οποίες διατηρούντο σε καλή κατάσταση πριν κατεδαφιστεί ο ναός. Οι τοιχογραφίες που κοσμούσαν τον τρούλο απεικόνιζαν το Χριστό Παντοκράτορα ο οποίος περιβαλλόταν από ζώνη με τη Δέηση (Παρθένος Μαρία και Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής) και αγγέλους με την Ετοιμασία του Θρόνου της Δευτέρας Παρουσίας. Η τύχη των τοιχογραφιών και του ξυλόγλυπτου εικονοστασίου παραμένει άγνωστη. 

Πιο πρόσφατη υπόθεση ολοκληρωτικής ισοπέδωσης εκκλησίας αποτελεί αυτή της Αγίας Αικατερίνης και του κοιμητηρίου της, στο χωριό Γεράνι της Επαρχίας Αμμοχώστου, η οποία επίσης κατεδαφίστηκε από τον κατοχικό στρατό το 2008. 

Παράνομες Ανασκαφές

Το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η μόνη νόμιμη αρχή για την έκδοση αδειών για τη διεξαγωγή αρχαιολογικών ανασκαφών στην Κύπρο και έχει την ευθύνη για οποιεσδήποτε εργασίες διεξάγονται σε Αρχαία Μνημεία σε ολόκληρη την επικράτεια της Δημοκρατίας. Επίσης, διεθνείς Συμβάσεις, όπως το Δεύτερο Πρωτόκολλο της Σύμβασης της Χάγης, προβλέπουν, ότι απαγορεύονται οι ανασκαφές σε κατεχόμενα εδάφη. Παρόλα αυτά ανασκαφές εξακολουθούν να διεξάγονται παράνομα σε πολλούς αρχαιολογικούς χώρους στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού. 

Ίσως η πιο γνωστή και διεθνώς καταδικασμένη περίπτωση ανασκαφών που διεξάγονται στα κατεχόμενα είναι οι παράνομες συστηματικές ανασκαφές σε μια από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές θέσεις του νησιού, στην αρχαία Σαλαμίνα. Με την Τουρκική εισβολή του 1974 οι αρχαιολογικές έρευνες στη Σαλαμίνα, υπό τη διεύθυνση του Δρος Βάσου Καραγιώργη και από το 1965 και της Γαλλικής Αποστολής του Πανεπιστημίου της Λυών, διακόπηκαν. Εκτός από μεγάλο πλήγμα στην εξέλιξη της αρχαιολογικής έρευνας, η εισβολή και η κατοχή επέφεραν ακόμη πιο καταστροφικές συνέπειες. Συλήθηκαν οι αποθήκες του Τμήματος Αρχαιοτήτων τόσο στη Σαλαμίνα, όσο και στην Έγκωμη όπου φυλάσσονταν έγγραφα και αρχαιολογικό υλικό. Το ίδιο συνέβη και με τις αποθήκες της Γαλλικής Αποστολής. Στον αρχαιολογικό χώρο σημειώθηκαν συλήσεις και λαθρανασκαφές. Το Ρωμαϊκό Γυμνάσιο λειτουργούσε για χρόνια ως βοσκότοπος. Ο περιβάλλοντας χώρος τόσο της αρχαίας Σαλαμίνας, όσο και της Έγκωμης διαιρέθηκε σε οικόπεδα με αποτέλεσμα να προκληθούν μεγάλες ζημιές στα Ελληνιστικά και στα Ρωμαϊκά μνημεία.

Το 1998, το λεγόμενο «Τμήμα Αρχαιοτήτων» του ψευδοκράτους και το «Κέντρο Αρχαιολογικής Έρευνας» (Centre for Archaeological Research) του «Πανεπιστημίου της Ανατολικής Μεσογείου» στα κατεχόμενα, ξεκίνησαν παράνομες ανασκαφές στη Σαλαμίνα, αποκαλύπτοντας κατάλοιπα του Ρωμαϊκού οικισμού. Από το 1999 μέχρι σήμερα, το Πανεπιστήμιο της Άγκυρας, παραβιάζοντας τις Διεθνείς συνθήκες και τον ακαδημαϊκό κώδικα ηθικής, διεξάγει αρχαιολογικές έρευνες στη Σαλαμίνα υπό τη διεύθυνση του Καθ. Coskun Özguner. Οι παράνομες αυτές ανασκαφές συνεχίζονται παρά τις καταγγελίες του Τμήματος Αρχαιοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και του Πανεπιστημίου Κύπρου και άλλων φορέων στην UNESCO και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς.

Μια ακόμη σχετικά πρόσφατη περίπτωση ανασκαφών που διεξήχθησαν παράνομα στην κατεχόμενη Κύπρο είναι η περίπτωση των ανασκαφών στην τοποθεσία “Λόφος του Βασιλιά”, στη Γαληνόπορνη Καρπασίας. Στη θέση αυτή οι κατοχικές αρχές σε συνεργασία με αρχαιολόγους από Πανεπιστήμια της Γερμανίας [Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Freiberg (TUBAF), το Free University of Berlin, το Eberhard Karls University of Tübingen (EKUT) και το Curt-Engelhorn Centre for Archaeometry (CEZA)] και με τη χρηματοδότηση γερμανικού ερευνητικού ιδρύματος (ίδρυμα Fritz Thyssen Stiftung), προχώρησαν το 2005 σε εφαρμογή προγράμματος ανασκαφών. Η Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών και το Πανεπιστήμιο Κύπρου προέβησαν επανειλημμένα σε καταγγελίες για τις παράνομες ενέργειες των κατοχικών αρχών και των Γερμανών πανεπιστημιακών και πέτυχαν την αναστολή της χρηματοδότησης των εργασιών.

Μια ακόμη μεγάλη απειλή στα κατεχόμενα εδάφη είναι η ανεξέλεγκτη οικοδομική ανάπτυξη σε τοποθεσίες, οι οποίες δεν έχουν ανασκαφεί και που αρχαιολογικές επισκοπήσεις πριν το 1974 έδειξαν ότι κρύβουν σημαντικά αρχαιολογικά κατάλοιπα. Η χερσόνησος της Καρπασίας για παράδειγμα, είναι μια περιοχή ιδιαίτερα πλούσια σε μνημεία και μοναδικά φυσικά τοπία. Εδώ και κάποια χρόνια παρατηρείται στην περιοχή αυξανόμενη οικοδομική ανάπτυξη. Πρόσφατα, ανακοινώθηκαν σχέδια για ανέγερση εγκαταστάσεων «παραρτήματος» του λεγόμενου «Αμερικανικού Πανεπιστημίου Κερύνειας», στην περιοχή του Αγίου Φίλωνα, σε τοποθεσία που γειτνιάζει με προτεινόμενη για ένταξη περιοχή στο ευρωπαϊκό δίκτυο προστασίας της Φύσης Natura 2000. Η Κυπριακή Δημοκρατία με συντονισμένες προσπάθειες και διαβήματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην UNESCO κατάφερε να αναστείλει την ανάπτυξη. 

Παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων 

Με την Τουρκική εισβολή, και ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της τουρκικής κατοχής, οι κινητές αρχαιότητες στα κατεχόμενα εδάφη υπέστησαν ανεξέλεγκτη σύληση τόσο από τυμβωρύχους και αρχαιοκάπηλους, όσο και από μέλη των Τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων. Πρωταρχικό μέλημα του Τμήματος Αρχαιοτήτων αμέσως μετά την εισβολή ήταν η εκκένωση του Κυπριακού Μουσείου στη Λευκωσία από τις αρχαιότητες που στέγαζε. Γνωρίζουμε ότι πολλά μουσεία λεηλατήθηκαν και οι συλλογές τους διασκορπίσθηκαν. Κεραμική, γλυπτά, χρυσά κοσμήματα, αργυρά αντικείμενα και άλλες αρχαιότητες κλάπηκαν μεταξύ άλλων από το Επαρχιακό Μουσείο Αμμοχώστου, το Μουσείο του Αρχαίου Ναυαγίου της Κερύνειας στο Κάστρο Κερύνειας και το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης στην Κερύνεια. Κλάπηκαν επίσης αντικείμενα από τις αποθήκες ξένων αρχαιολογικών αποστολών, αλλά και αρχαιότητες που βρίσκονταν σε αρχαιολογικούς χώρους. Όσο για την τύχη των εκκλησιαστικών πολιτιστικών αγαθών υπολογίζεται ότι κλάπηκαν πέραν των 20,000 εκκλησιαστικών εικόνων και λατρευτικών κειμηλίων.

Το ίδιο συνέβη με πολλές ιδιωτικές συλλογές, οι οποίες παρέμειναν στα κατεχόμενα και κατά συνέπεια χιλιάδες αντικείμενα, πολλά από τα οποία ήταν ιδιαίτερα σπάνια, κλάπηκαν και τα περισσότερα προφανώς εξήχθησαν από το νησί για να καταλήξουν στη μαύρη αγορά αρχαιοτήτων, κυρίως στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Η πιο γνωστή και χαρακτηριστική περίπτωση κλοπής και λαθρεμπορίας κυπριακών αρχαιοτήτων στα κατεχόμενα αμέσως μετά την εισβολή είναι αυτή της ιδιωτικής συλλογής Χατζηπροδρόμου στην Αμμόχωστο. Η συλλογή περιελάμβανε 1254 αντικείμενα, πολλά από τα οποία φαίνεται να εξήχθησαν από την Κύπρο, ενώ περίπου 850 αρχαιότητες εκτίθενται σήμερα στο μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα στην κατεχόμενη Αμμόχωστο. Η πρώτη επίσημη ένδειξη της λεηλασίας αυτής εμφανίστηκε το 1976 όταν έξι πικρολιθικά ειδώλια από τη συλλογή Χατζηπροδρόμου παρουσιάστηκαν προς πώληση στον οίκο Christie’s στο Λονδίνο. Άλλα αντικείμενα από τη συλλογή αυτή εμφανίστηκαν στις αγορές της Λυών, του Λονδίνου, της Βασιλείας και της Ζυρίχης, ενώ γνωστή είναι η περίπτωση των αρχαιοτήτων που βρέθηκαν στην κατοχή Τούρκου αρχαιοκάπηλου στο Dover. Μέχρι στιγμής 43 αρχαιότητες έχουν επαναπατριστεί μετά από διαβήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου υπήρχαν 150 ακόμη δηλωμένες ιδιωτικές συλλογές αρχαιοτήτων που αριθμούσαν χιλιάδες αντικείμενα αρχαιολογικής αξίας. Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν διαθέτει στοιχεία για την τύχη των αντικειμένων αυτών. 

Το Τμήμα Αρχαιοτήτων σε συνεργασία με την Αστυνομία Κύπρου, τη Νομική Υπηρεσία, το Υπουργείο Εξωτερικών, το Τμήμα Τελωνείων, και όταν πρόκειται για εκκλησιαστικά πολιτιστικά αγαθά, την Εκκλησία της Κύπρου, εργάζεται εντατικά για τον εντοπισμό και επαναπατρισμό κυπριακών πολιτιστικών αγαθών που εξήχθησαν παράνομα από την Κύπρο.

Ένα πρόσφατο σημαντικό παράδειγμα, είναι ο επαναπατρισμός των σημαντικότατων τοιχογραφιών του 13ου αι. που αποτοιχίστηκαν μετά την τουρκική εισβολή, από την εκκλησία του Αγίου Ευφημιανού (ή Θεμωνιανού) στο κατεχόμενο χωριό Λύση. Σύμφωνα με πληροφορίες, το 1984 Τούρκος λαθρέμπορος πούλησε τμήματα των τοιχογραφιών με την πληροφορία ότι βρέθηκαν δήθεν τυχαία σε εγκαταλειμμένη εκκλησία στη Ν. Τουρκία. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων απέδειξε ότι οι τοιχογραφίες αποτοιχίστηκαν βίαια από την εκκλησία του Αγίου Ευφημιανού στη Λύση και μετά από χρονοβόρες διαπραγματεύσεις, συμφωνήθηκε ότι ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου. Οι τοιχογραφίες ανακτήθηκαν το 1984 από το Ίδρυμα Menil, στο Houston του Texas για την Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου. Το 1992 η Εκκλησία της Κύπρου και το Ίδρυμα Menil υπέγραψαν πρωτόκολλο το οποίο προδιέγραφε ότι το Ίδρυμα αναλάμβανε την κηδεμονία των τοιχογραφιών για περίοδο είκοσι ετών αρχίζοντας από το Φεβρουάριο 1992. Μετά από σχεδόν τρείς δεκαετίες παραμονής τους στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής oι τοιχογραφίες επαναπατρίστηκαν στις 16 Μαρτίου 2012 στην Κύπρο, μέσα σε πνεύμα συναίνεσης και κατόπιν των συντονισμένων προσπαθειών όλων των αρμοδίων φορέων του Κράτους και της Εκκλησίας της Κύπρου, καθώς και της βούλησης του ιδίου του Ιδρύματος Menil. Τοποθετήθηκαν σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στην πρώτη αίθουσα του Βυζαντινού Μουσείου του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄. 

Το Τμήμα Αρχαιοτήτων καταβάλλει κάθε προσπάθεια για τη λήψη μέτρων που μπορούν να περιορίσουν φαινόμενα παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων, αρχαιοκαπηλίας και προβαίνει στα απαραίτητα διαβήματα όταν λαμβάνει γνώση περιπτώσεων παράνομων επεμβάσεων στις κατεχόμενες περιοχές. Τα δημοσιεύματα στον Τουρκοκυπριακό τύπο είναι πολλές φορές βοηθητικά στην ενημέρωση του Τμήματος Αρχαιοτήτων, το οποίο μέσω των κατάλληλων καναλιών, ανά περίπτωση, προχωρεί στην καταγγελία τους. Παρακολουθεί επίσης, ημερησίως μεγάλο αριθμό δημοπρασιών αρχαιοτήτων ιδιαίτερα στο διαδίκτυο. Όταν εντοπίζονται Κυπριακές αρχαιότητες στο διαδίκτυο ή σε καταλόγους δημοπρασιών, αυτές ελέγχονται σε σχέση με το ψηφιοποιημένο αρχείο του που περιλαμβάνει φωτογραφίες και άλλα στοιχεία που αφορούν μεγάλο αριθμό κυπριακών αρχαιοτήτων των οποίων η τύχη αγνοείται ως αποτέλεσμα της εισβολής και κατοχής. Παρόλο που είναι συνήθως εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχτεί ότι μια αρχαιότητα εξήχθη παράνομα από την Κύπρο, το Τμήμα Αρχαιοτήτων πάντοτε ενημερώνει την Αστυνομία και το Γενικό Εισαγγελέα για κάθε αντικείμενο που εντοπίζει. Στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν πληροφορίες για παράνομη εξαγωγή και διακίνηση, το Κυπριακό τμήμα της ΙΝΤΕΡΠΟΛ επικοινωνεί με τους οίκους δημοπρασίας και ζητά όπως τα αντικείμενα αποσυρθούν από τη δημοπράτηση. Σε άλλες περιπτώσεις, το Τμήμα Αρχαιοτήτων επικοινωνεί με τους οίκους ζητώντας επιπρόσθετες πληροφορίες για το ιστορικό απόκτησης ενός αντικειμένου, αφού οι οίκοι αυτοί έχουν την υποχρέωση να εφαρμόζουν την αρχή της δέουσας επιμέλειας όταν αποκτούν μια αρχαιότητα. Έχει επίσης παραδοθεί στην ΙΝΤΕΡΠΟΛ ψηφιακό αρχείο φωτογραφιών και άλλων πληροφοριών που αφορούν Αρχαία Μνημεία και κινητά ευρήματα στα κατεχόμενα. 

Ένα ακόμη σημαντικότατο βήμα προς την καταπολέμηση της παράνομης εξαγωγής και διακίνησης αρχαιοτήτων είναι το Μνημόνιο Συναντίληψης που βρίσκεται σε ισχύ μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής για την επιβολή περιορισμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην εισαγωγή συγκεκριμένων κυπριακών πολιτιστικών αγαθών. Το Μνημόνιο υπογράφτηκε το 2002 βάσει του Άρθρου 9 της Σύμβασης της ΟΥΝΕΣΚΟ του 1970 και ανανεώθηκε για ακόμη πέντε χρόνια το 2007 περιλαμβάνοντας αυτή τη φορά και νομίσματα, μια ιδιαίτερα πολύτιμη για τους αρχαιολόγους, αλλά ευάλωτη κατηγορία πολιτιστικών αγαθών. Το Μνημόνιο έχει πρόσφατα ανανεωθεί μέχρι το 2017, με επέκταση στα αντικείμενα λατρευτικής και εθνολογικής φύσεως που χρονολογούνται μέχρι το 1850 μ.Χ. Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαίτερης σημασίας για την Κυπριακή Δημοκρατία, αφού οι περιορισμοί πλέον καλύπτουν μεγάλο μέρος των κινητών αντικειμένων που βρίσκονταν εκτεθειμένα σε εκκλησιαστικά μνημεία στα κατεχόμενα. Η εισαγωγή των αντικειμένων αυτών εντός των Η.Π.Α. επιτρέπεται μόνο αν τα αντικείμενα συνοδεύονται από άδεια εξαγωγής της Κυπριακής Δημοκρατίας. 

Μέσα στα ίδια πλαίσια το Τμήμα Αρχαιοτήτων έχει επιτύχει την υπογραφή παρόμοιων συμφωνιών και με άλλα κράτη όπως με την Κίνα (2010) και με την Ελβετία (2013). 

Το Τμήμα Αρχαιοτήτων συμμετέχει επίσης στο Ευρωπαϊκό πρόγραμμα Mobility of Collections (Κινητικότητα των Συλλογών) μέσα στο πλαίσιο του Open Method of Co-ordination και είχε ενεργό μέρος στην υπό-ομάδα που ασχολείται με την παράνομη εμπορία αρχαιοτήτων και ειδικότερα, με την παράνομη εμπορία αρχαιοτήτων στο διαδίκτυο. Κατόπιν διεξαγωγής έρευνας μεταξύ των Κρατών Μελών, την οποία ανέλαβε η Κυπριακή αντιπροσωπεία, φάνηκε ότι η πλειοψηφία είτε διαθέτει ανεπαρκή μέσα για να ελέγξει τις αγορές πολιτιστικών αγαθών μέσω διαδικτύου είτε δεν ασκεί κανένα έλεγχο. Διαπιστώθηκε με άλλα λόγια ότι υπάρχει σοβαρή ανάγκη ανάπτυξης τυποποιημένων διαδικασιών, εκπαίδευσης και εισαγωγής κάποιου είδους ελέγχου εισαγωγής.

Σημαντική εξέλιξη είναι επίσης η εκλογή του Τμήματος Αρχαιοτήτων το 2011 ως πλήρους μέλους της Διακυβερνητικής Επιτροπής της ΟΥΝΕΣΚΟ για την Προώθηση της Επιστροφής Πολιτιστικών Αγαθών στις χώρες προέλευσης ή την Αποκατάσταση στις περιπτώσεις Παράνομης Οικειοποίησης (Committee for Promoting the Return of Cultural Property to its countries of origin or its Restitution in case of Illicit Appropriation-ICPRCP).

Η Κύπρος εξελέγη επίσης μέλος της 12μελούς Διακυβερνητικής Επιτροπής του Δευτέρου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης της Χάγης για την Προστασία Πολιτιστικών Αγαθών σε περίπτωση Ένοπλης Σύρραξης για την περίοδο 2007-2011 και συνέβαλε ουσιαστικά στη σύνταξη των κατευθυντήριων γραμμών για την εφαρμογή του Δευτέρου Πρωτοκόλλου. Το 2010, και μετά από ιδιαίτερα σκληρές προσπάθειες η Κύπρος μαζί με την Ιταλία ήταν τα πρώτα και μόνα κράτη που κατάφεραν να θέσουν μνημεία τους υπό καθεστώς Αυξημένης Προστασίας και συγκεκριμένα τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Κύπρου που είναι ήδη εγγεγραμμένα στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς.

Άλλες δράσεις του Τμήματος Αρχαιοτήτων που συμβάλλουν στην προστασία και στην καλύτερη μελέτη της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου είναι τα προγράμματα ψηφιοποίησης τα οποία έχει υλοποιήσει, όπως το πρόγραμμα μελέτης και ψηφιοποίησης με τίτλο «Τάφοι της Έγκωμης (Βρετανικές Ανασκαφές) στο Κυπριακό Μουσείο» και το «Cyprus Archaeological Digitization Programme». Ειδικότερα, η ψηφιοποίηση αρχειακού υλικού στα πλαίσια του δευτέρου προγράμματος, η οποία συνεχίζεται, συμβάλλει στην ενσωμάτωση διαφόρων αρχείων του Τμήματος Αρχαιοτήτων, αντιμετωπίζοντας σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα της διασποράς των πληροφοριών, ενισχύει την προστασία και προσφέρει ένα ιδιαίτερα ευέλικτο διαχειριστικό εργαλείο. Στην περίπτωση των Αρχαίων Μνημείων και αντικειμένων που βρίσκονται στα κατεχόμενα, το πρόγραμμα λειτουργεί ως ένα πολυτιμότατο εργαλείο για την έγκαιρη και πιο ολοκληρωμένη παρακολούθηση και διαχείριση των Μνημείων και των κινητών ευρημάτων. 

Επίσης, η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού για θέματα προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελεί προτεραιότητα για το Τμήμα Αρχαιοτήτων και στα πλαίσια αυτά διοργανώνει ημερίδες με θέμα την παράνομη διακίνηση, εκπαιδευτικά προγράμματα και εκδίδει σχετικό ενημερωτικό υλικό, υπό μορφή πινακίδων ή ενημερωτικών φυλλαδίων. 

Σχόλια