Σκηνοθετώντας το «Κύπρον, ου μ' εθέσπισεν»

Του ΝΙΝΟΥ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗ

 ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ μου στην Κύπρο, μετά τις κινηματογραφικές σπουδές μου στο Λονδίνο, προς τα τέλη του 1961, αποφάσισα να γυρίσω σε ταινία τα ποιήματα «Σαλαμίνα της Κύπρος» και «Ελένη», από τη συλλογή «Κύπρον, ου μ' εθέσπισεν» του Γιώργου Σεφέρη, από τους αγαπημένους μου ποιητές μαζί με τον Τ. Σ. Ελιοτ.
Για να προχωρήσω όμως ήθελα να έχω την έγκριση του ίδιου του Σεφέρη. Υστερα από τη μεσολάβηση ενός πολύ στενού φίλου, από τη φοιτητική παρέα στη διάρκεια των σπουδών μου στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, ο Λέων Καραπαναγιώτης του «Βήματος» κανόνισε συνάντησή μου με τον Σεφέρη στο γνωστό ζαχαροπλαστείο του Ζαχαράτου, στο Σύνταγμα. Η πολύ φιλική, σχεδόν πατρική θα έλεγα, στάση του Σεφέρη, από την πρώτη στιγμή, με έκανε να ξεπεράσω το τρακ που είχα, όταν βρέθηκα μπροστά από τον ποιητή που θαύμαζα.
Καθίσαμε εκεί, για μιάμιση ώρα περίπου, με τον Σεφέρη να με ρωτά για τις σπουδές μου, για τα ποιήματά μου (του είχα ήδη στείλει ταχυδρομικά την πρώτη μου ποιητική συλλογή), για την περίοδο της φυλάκισής μου στην Κύπρο και για την τότε κατάσταση στο νησί. Μου είπε μάλιστα πως το μόνο πράγμα που τον έκανε να λυπάται ιδιαίτερα ήταν πως δεν κατάφερε, ως πρεσβευτής τότε της Ελλάδας στο Λονδίνο, να πετύχει μια καλύτερη λύση από εκείνη του Λονδίνου-Ζυρίχης, την οποία θεωρούσε επικίνδυνη για το νησί.

Ο Σεφέρης πρότεινε να ξανασυναντηθούμε στο σπίτι του, στο Παγκράτι, ύστερα από μερικές μέρες. Φτάνοντας στο σπίτι, με υποδέχτηκε ο ίδιος ο Σεφέρης, μου σύστησε τη γυναίκα του και περάσαμε στο σαλόνι, που ήταν γεμάτο με διάφορα μεγάλα κασόνια, άλλα κλειστά και άλλα μισανοιγμένα, που, όπως μου εξήγησε, περιείχαν τα βιβλία του από το Λονδίνο, απ' όπου μόλις είχε επιστρέψει, έχοντας βγει σε σύνταξη. Το μεγαλύτερο μέρος της κουβέντας μας στράφηκε γύρω από την ταινία «Η δίκη» του Ορσον Ουέλς. Στη συνέχεια ο ίδιος μού ανέπτυξε με λεπτομέρεια τη δική του, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, άποψη για το βιβλίο του Κάφκα.
Κάποια στιγμή του ζήτησα να απαγγείλει ο ίδιος τα ποιήματα για την ηχητική πλευρά της ταινίας, εκείνος όμως μου εξήγησε πως αν το έκανε θα θεωρούσαν ότι ο ίδιος μού είχε αναθέσει να γυρίσω την ταινία, κάτι που δεν ήθελε. «Ασε με να το σκεφτώ», μου είπε, «και θα σου γράψω». Σχετικά με την έκδοση του 1955, όλων των ποιημάτων του, τα οποία, όπως του είπα, είχα αγοράσει στην Κύπρο, μου ανέφερε χαρακτηριστικά, πως ήμουν ο 51ος πρώτος μιας και, σύμφωνα με τον «Ικαρο», μόνο 50 αντίτυπα είχαν πουληθεί! Πριν χωρίσουμε, συμφωνήσαμε να επιστρέψω στην Αθήνα όταν θα έχω γυρίσει αρκετό φιλμ για να δει πώς έβλεπα την κινηματογραφική ερμηνεία των δύο ποιημάτων του.
Μερικές μέρες αργότερα, αφού επέστρεψα στην Κύπρο, έλαβα ταχυδρομικά μια μαγνητοταινία από τον Σεφέρη, με τα δύο ποιήματα να διαβάζει ο φίλος του ποιητή, Νίκος Γκάτσος. Τον Σεφέρη τον συνάντησα άλλες τρεις φορές, τις δύο για να του δείξω σκηνές από τα γυρίσματα (η μία έγινε στην αίθουσα του Γαλλικού Ινστιτούτου και η δεύτερη σε αίθουσα του Βασιλικού Ιδρύματος), με τον Σεφέρη να ενδιαφέρεται για τις λεπτομέρειες των σκηνών και την τρίτη στο υπουργείο Προεδρίας μετά την προβολή της ταινίας, και βράβευσή της με το βραβείο των Ελλήνων κριτικών, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Στα ενδιάμεσα και ενώ βρισκόμουν με υποτροφία στο Παρίσι (1963-1964), στον Σεφέρη απονεμήθηκε το Νόμπελ και η ταινία προβλήθηκε αρχικά στη Σορβόνη, ως μέρος αφιερώματος στον νομπελίστα ποιητή από τον μεταφραστή του, Ζακ Λακαριέρ, ενώ, στη συνέχεια, προθυμοποιήθηκε να προβάλει την ταινία στη Γαλλική Ταινιοθήκη ο Ανρί Λανγκλουά.

www.enet.gr

Σχόλια