Τον κ. Μάμα Ζένιο από τη Σωτήρα φιλοξενούσε στις 20 Ιουλίου 1996, η εφημερίδα "ΣΗΜΕΡΙΝΗ" σε ένα εκτενές ολοσέλιδο αφιέρωμα για τις ημέρες του πραξικοπήματος και της εισβολής. Ο κ. Μάμας εξιστορεί με κάθε λεπτομέρειεα τις ανατριχιαστικές εμπειρίες που είχε βιώσει από τις μαύρες εκείνες μέρες της κυπριακής ιστορίες και τις στιγμές που ήρθε αντιμέτωπος με τον τούρκο εισβολέα αλλά και τον θάνατο.
Διαβάστε ολόκληρη την συνέντευξη στη ΣΗΜΕΡΙΝΗ της 20ης Ιουλίου 1996:
Είναι γεγονός ότι όσοι πολέμησαν τον Τούρκο εισβολέα το 1974, όταν επαναφέρουν στη μνήμη τους τα γεγονότα της εποχής εκείνης πιστεύονν ότι αν τότε δεν υπήρχε η προδοσία και εφορμόζονταν τα Σχέδια Άμυνας της Εθνικής Φρουράς, ίσως η Τουρκια θα μπορούσε να υποστεί τη μεγαλύτερη ήττα στην ιστορία της.
Ακριβώς, με τις σκέψεις αυτές και με αισθήματα λύπης και οδύνης για την τραγωδία που βρήκε την Κύπρο, ο καταδρομέας Μάμας Ζένιος, μας μίλησε στη ΣΗΜΕΡΙΝΗ για τη μάχη του Αγίου Ιλαρίωνα, τις δραματικές στιγμές που έζησε εγκλωβισμένος στις γραμμές των Τουρκων, και για τη μάχη της Φιλιάς, όπου, αν δε μετακινείτο ο λόχος του, τόσο η Φιλιά όσο και η γύρω περιοχή θα ήταν σήμερα ελεύθερη.
Ο Μάμας Ζένιος, 40 χρόνων, κατάγεται από τους Τρούλους και τώρα είναι νυμφευμένος στη Σωτήρα Αρμοχώστου με την Παντελίτσα και έχουν τρία παιδιά (δεν ήταν γεννημένη τότε η Μαρία), την Κούλα 15 χρόνων, το Λοΐζο 12 χρόνων και την Έμιλυ 11 χρόνων.
Στη διάρκεια της εισβολής ήταν κληρωτός, κατατάχθηκε στις τάξεις της Ε.Φ. το Γενάρη του 1974, και ενώ πρώτα τοποθετήθηκε στο Πυροβολικό, αργότερα επιλέχθηκε για τα ΛΟΚ και υπηρέτησε στην 33η Μοίρα Καταδρομών, όπου προήχθη σε λοχία.
15 Ιουλίου
Η έδρα της 33ης Μοίρας Καταδρομών ήταν στο Πέλλα Πάις, όπου παρέμεινε μέχρι και την τουρκική εισβολή του 1974. «Τις ημέρες εκείνες», είπε ο Ζένιος, «στις εξόδους, τους άνδρες της Μοίρας μας ρου συναντιόνταν στην Κερύνια με άνδρες του εφεδρικού, δημιουργούνταν επεισόδια. Με αφορμή τα επεισόδια αυτά, 3-4 μέρες πριν από το πραξικόπημα, ήλθε στη Μοίρα μας ο διοικητής των Καταδρομών, συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Κομπόκης, ο οποίος στην παράταξη που μας κάλεσε, απευθυνόμενος στο Διοικητή μας Γεώργιο Κατσάνη του είπε: "Αυτούς τους ταραξίες", και εννοούσε τους λοκατζήδες, "που δημιουργούσαν καβγάδες με τους εφεδρικούς, να τους στείλεις μετάθεση στην Αθαλάσσα".
Φαίνεται ότι το θέμα των επεισοδίων ήταν το πρόσχημα, γιατί μέσα στους 40 που στάληκαν στην Αθαλάσσα ήμουν και εγώ, παρόλο που ουδέποτε αναμίχθηκα σε οποιοδήποτε επεισόδιο με το Εφεδρικό».
«To πρωί του Σαββάτου», συνέχισε, «μας πήραν στο στρατόπεδο της 31ης Μ.Κ. στην Αθαλάσσα και το βράδυ ανέθεσαν σε μερικούς από μας να καθαρίζουμε γεμιστήρες που ήταν μέσα στα γράσα. Την Κυριακή δε μας έδωσαν έξοδο και τίποτα δεν μας είπαν.
Το πρωί της Δευτέρας, 15 Ιουλίου 1974, μας κάλεσαν σε σύνταξη, μας εφοδίασαν με πυρομαχικά και χειιροβομβίδες και μαζί είπαν ότι θα κτυπουσαμε το ΡΙΚ και το Αρχηγείο του Εφεδρικού.
Και προτού συνέλθουμε από την έκπληξη μας και συνειδητοποιήσουμε τα όσα ακούσαμε, μας έδωσαν διαταγή και επιβιβαστήκαμε στα αυτοκίνητα τα οποία μας μετέφεραν έξω από το ΡΙΚ.
Εκεί μας κτύπησε το Εφεδρικό, άρχισε ανταλλαγή πυρών και σε λίγη ώρα το Εφεδρικό εξουδετερώθηκε. Προσωπικά δεν έριξα ούτε σφαίρα γιατί δεν το έκανε η συνείδησή μου να σκοτώσω Κύπριο Έλληνα.
Και όταν με δύο άλλους λοκατζήδες μπαίναμε στο στρατόπεδο του Εφεδρικού, οι δύο αυτοί σύντροφοί μου κτυπήθηκαν και έπεσαν μπροστά μου. Παρόλο που μπορούσα να κτυπήσω τον εφεδρικό που πυροβόλησε, τον άφησα να διαφύγει για το λόγο που είπα και έχω ήσυχη τώρα τη συνείδηση μου και απέναντι των ανθρώπων και απέναντι του θεού».
20 Ιουλίου
«To πρωί της 20ης Ιουλίου 1974», μας είπε ο Ζένιος, «ήμουν σκοπός στο PΙΚ. Μόλις έφεγγε, και για μια στιγμή άκουσα βουητό αεροπλάνων. Κοίταξα προς την πλευρά του Πενταδάκτυλου και είδα να πέφτουν αλεξιπτωτιστές. Κατάλαβα ότι επρόκειτο για Τούρκους. Ξύπνησα τους συντρόφους μου, τρέξαμε στον αξιωματικό υπηρεσίας, που βρισκόταν σε κάποιο γραφείο του ΡΙΚ. Του φωνάξαμε να βγει έξω και είδε και αυτός τους αλεξιπτωτιστές που έπεφταν. Μας κάλεσε σε σύνταξη και μας είπε ότι άρχισε η εισβολή των Τούρκων και ότι θα πρέπει να πάμε στις Μοίρες μας. Εμείς στο Πέλλα Πάις και οι άλλοι στις δικές τους Μοίρες.
Γύρω στις 7.30-8:00 οι άνδρες της 33ης Μ.Κ. ξεκινήσαμε για το Πέλλα Πάις, μέσω Μιάς Μηλιάς-Κυθρέας. Πριν από τον Άγιο Επίκτητο μας εντόπισαν τα τουρκικά αεροπλάνα και μας πυροβόλησαν επανειλημμένα. Εμείς τρέξαμε να σωθούμε κάτω από τις ελιές της περιοχής, ενώ δύο αυτοκίνητα γεμάτα με όπλα και πυρομαχικά, ανατινάχθηκαν και καταστράφηκαν από τις βόμβες.
Κάποιος από τη Μοίρα μας, ο Κώστας Κατελάρης, προσπάθησε να κτυπήσει με πολυβόλο τα τουρκικά αεροπλάνα, αλλά τραυματίστηκε από σφαίρα αεροπλάνου.
Όταν έφυγαν τα αεροπλάνα, μεταφέραμε τον τραυματία στον Άγιο Επίκτητο και από εκεί τον στείλαμε στο Πέλλα Πάις, ενώ οι υπόλοιποι άνδρες της Μοίρας, αφού βρήκαμε φιλοξενία στο σπίτι της οικογένειας Ανδρέα Χαραλάμπους, του γνωστού εμπόρου ηλεκτρονικών ειδών, πήγαμε πεζοί στη βάση μας».
Η μάχη του Αγίου Ιλαρίωνα
«To απόγευμα του Σαββάτου», συνέχισε, «μας είπαν ότι η αποστολή μας ήταν η κατάληψη του Αγίου Ιλαρίωνα. Γύρω στις 10:00 τη νύχτα ξεκινήσαμε και μέσα από δύσβατη περιοχή φθάσαμε γύρω στα μεσάνυκτα στα γύρω υψώματα του Αγίου Ιλαρίωνα. Αρχίσαμε την κατάληψη πολυβολίων χωρίς αντίσταση και φθάσαμε μέχρι τη γραμμή εφόδου χωρίς απώλειες. Προτού αρχίσει η ανταλλαγή πυρών, ο διοικητής μας, ταγματάρχης Γεώργιος Καισάνης, σκοτώθηκε από ελεύθερο σκοπευτή, όταν πήγε να πάρει νερό από κάποια φυσική πηγή.
Η μάχη με τους Τούρκους συνεχίστηκε για καλά, μέχρι που ο ήλιος ανέβηκε πολύ ψηλά. Και όταν ενισχύσεις δεν ήλθαν, πυροβολικό δεν ήλθε και τα πυρομαχικά μας λιγόστευαν, αναγκαστήκαμε να υποχωρήσουμε προς το Πέλλα Πάις».
Αντεπίθεση-αυτοδιάλυση
Συνεχίζοντας, ο Ζένιος μας ανέφερε ότι το πρωί της 22ας Ιουλίου η Μοίρα προσπάθησε να αντεπιτεθεί, για να εξαλείψει το προγεφύρωμα των Τούρκων στον Άγιο Γεώργιο Κερύνειας. «Μας είπαν», πρόσθεσε, «ότι στην περιοχή υπάρχει μόνο ένα άρμα. Όταν πλησιάσαμε στο χώρο της αντεπίθεσης, ξεπετάχτηκε ένα άρμα από τα περβόλια που ξέφυγε προς την Κερύνια.
Κτυπήσαμε το δεύτερο άρμα, ενώ την ίδια στιγμή άρχισαν να ξεπετάσσονται αμέτρητα άρματα τα οποία μας κτυπούσαν με τα πολυβόλα τους ενώ έτρεχαν προς την Κερύνια. Πίσω ακολουθούσε το πεζικό. Για μας δεν υπήρχε άλλη εκλογή. Μόνο η αυτοδιάλυση, που μας έδωσε ο διοικητής. Μέσα από τα λεμονόδεντρα της περιοχής τρέχαμε να σωθούμε, ένας-ένας ή ομάδες δύο και τριών ανδρών η καθεμιά. Ήταν μια κόλαση πυρός και όσοι σωθήκαμε ο θεός ξέρει πως».
Ακολούθως, ο Ζένιος είπε ότι μαζί με ακόμα έναν καταδρομέα, τον Ισίδωρο Ισίδωρου από την Ορμήδεια, προσπάθησαν να διαφύγουν, είτε κρυπτόμενοι, είτε τρέχοντας μέσα στα περβόλια της περιοχής. Ύστερα από αρκετή περιπλάνηση και ενώ έβλεπαν τα άρματα του εχθρού να προχωρούν χωρίς εμπόδιο προς την Κερύνια, μπήκαν σε κάποιο αγροτόσπιτο, για να βρουν κάτι να φάνε.
«Βρήκαμε», συνέχισε, «καρπούζια, πεπόνια και νερό. Σε κάποια στιγμή, από τις γρίλιες των παραθύρων, είδαμε ότι έρχονταν προς το αγροτόσπιτο Τούρκοι πεζικάριοι. θα ήταν περίπου ένα τάγμα. Είχαν τα όπλα τους στους ώμους τους, όπως οι βοσκοί τις ματσούκες τους, και έρχονταν κατά πάνω μας.
Τότε εμείς κρυφτήκαμε στο μικρό μπάνιο του σπιτιού. Εγώ κρατούσα ένα τσέχικο όπλο και ο Ισίδωρος ένα Τόμσον. Περιμέναμε πίσω από την πόρτα, αποφασισμένοι να σκοτώσουμε και να σκοτωθούμε. Μπήκαν τέσσερις Τούρκοι στρατιώτες στο σπίτι. Τους βλέπαμε από μικρή τρύπα της πόρτας. Άρχισαν να ανοίγουν όλα τα δωμάτια και να ερευνούν. Πάνω μου είχα την εικόνα του Αγίου Νεκταρίου και από μέσα μου παρακαλούσα τον Άγιο να κάνει το θαύμα του. Και πραγματικά το θαύμα έγινε! Οι Τούρκοι άνοιξαν όλα τα δωμάτια, εκτός απ' αυτό που ήμασταν κρυμμένοι.
Όταν νύχτωσε, αντί να προχωρήσουμε προς την Κερύνια, προχωρήσαμε προς την περιοχή της απόβασης. Γύρω στις 11 βρήκαμε μπροστά μας μια χαράδρα, και σκεφτήκαμε να μπούμε σε μια «σπαλαθκιά» να κρυφτούμε, μέχρι να χαράξει το φως. Όταν χάραξε, προχωρήσαμε περί τα δέκα μέτρα στα δεξιά μας για να φύγουμε και βλέπουμε σε σκοπιά δύο Τούρκους στρατιώτες να κοιμούνται.
Στραφήκαμε αθόρυβα περί τα 10 μέτρα στα αριστερα, και βλέπουμε άλλους 3-4 Τούρκους σε άλλη σκοπια και φαίνεται όλοι αυτοί ήταν φρουροί κάποιας μονάδας που στρατοπέδευσε τη νύχτα εκείνη στο χώρο που μπήκαμε να κρυφτούμε.
Οι Τούρκοι μας φώναξαν να σταματήσουμε, γιατί μας πήραν για δικούς τους. Ούτε μπορούσαν να φανταστούν ότι μέσα στις γραμμές τους κυκλοφορούσαν ένοπλοι Ελληνοκύπριοι στρατιώτες. Στη στιγμή εμείς κατρακυλήσαμε κάτω στο βάθος του ποταμού, τέσσερα με πέντε μέτρα περίπου και μέσα από τη βλάστηση της όχθης εξαφανιστήκαμε. Οι Τούρκοι ούτε πυροβόλησαν, ούτε μας ξαναφώναξαν.
Φθάσαμε στην αντίπερα όχθη και μέσα από την πυκνή βλάστηση ξεφύγαμε και σωθήκαμε. Ενώ προχωρούσαμε, προσπαθώντας να απομακρυνθούμε από την περιοχή, σε κάποια στιγμή ακούμε κάποιο να μας λέει: "Άλτ, τις ει;". Απαντήσαμε, κατάλαβαν ότι ήμασταν δικοί τους και δεν μας κτύπησαν. Ήταν ένας λόχος της 31ης Μοίρας Κατσδρομών. Το πρωί μας είπαν ότι εκεί πλησίον υπήρχαν δικοί μας στρατιώτες περικυκλωμένοι από Τούρκους. Τότε ο λόχος μετακινήθηκε για απελευθέρωση των περικυκλωμένων στρατιωτών. Όταν πλησιάσαμε βρήκαμε δύο πεζικάριους κρυμμένους στους βράχους και κάτω σε μια χαράδρα υπήρχαν 25-30 στρατιώτες καθηλωμένοι από τους Τούρκους, που τους κτυπούσαν από ένα ύψωμα που δέσποζε στη χαράδρα. Οι δύο πεζικάριοι κρατούσαν και ένα πολυβόλο πενηντάρι, που το είχαν αχρησιμοποίητο, γιατί από το φόβο τους έτρεμαν.
Οι άνδρες του Λόχου, πήραμε θέσεις μάχης, στήσαμε το πολυβόλο και αρχίσαμε να θερίζουμε τις θέσεις των Τούρκων που κτυπούσαν τους δικούς μας. Καθηλώσαμε τους Τούρκους στις θέσεις που βρίσκονταν, και φωνάξαμε τους δικούς μας στρατιώτες που ήταν στο βάθος της χαράδρας, να βγαίνουν ένας-ένας και να έρχονται κοντά μας. Έτσι σώθηκαν όλοι οι εθνοφρουροί και πήγαμε όλοι μαζί προς τη Βασίλεια και τα Πάναγρα. Από εκεί εμείς οι λοκατζήδες πήγαμε στην Τύμπου για ανασυγκρότηση».
Δεύτερη εισβολή
Στη συνέχεια ο Ζένιος ανέφερε ότι μετά την εκδήλωση της δεύτερης εισβολής, η μοίρα του στάληκε να κρατήσει αμυντικά τη διάβαση Αγίας Μαρίνας Σκυλλούρας, σε περιοχή στα βόρεια της Φιλιάς. «Κάναμε γραμμή», πρόσθεσε, «ναρκοθετήσαμε τον χωματόδρομο της διάβασης και όταν πλησίασαν τα άρματα, το πρώτο ανατινάχθηκε από τη νάρκη. Τότε οι Τούρκοι εγκατέλειψαν τα άρματα που ακολουθούσαν και σταμάτησαν την προέλασή τους. Την επόμενη μέρα, 16 Αυγούστου, στις δύο μετά τα-μεσάνυκτα, μεταφερθήκαμε στο Μένοικο.
Πιστεύω ότι αν μας άφηναν στη διάβαση της Αγίας Μαρίνας Σκυλλούρας, οι Τούρκοι δε θα προχωρούσαν και η Φιλιά και άλλα χωριά της περιοχής δε θα καταλαμβάνονταν και θα ήταν σήμερα ελεύθερα».
Συνοψίζοντας τις εμπειρίες που έζησε ο Ζένιος, είπε: «Με δύο λόγια πιστεύω ότι η απόβαση θα αποτύγχανε, αν εφαρμόζονταν τα αμυντικά σχέδια της Εθνικής Φρουράς. »Κατά τα άλλα, τώρα είμαι έφεδρος καταδρομέας, ανήκω οργανωτικά σε εφεδρικά τάγματα, και δηλώνω ότι είμαι έτοιμος να πολεμήσω για απελευθέρωση των κατεχόμενων εδαφών μας, εάν και όταν το καλέσει η πατρίδα μας».
Πηγή: Αρχείο Εφημερίδας "ΣΗΜΕΡΙΝΗ" (20/7/1996)
Ευχαριστούμε τον γιο του κ. Μάμα Ζένιου, Λοΐζο Μάμα για την παραχώρηση του αρχειακού υλικού.
SotiraNews.com
Διαβάστε ολόκληρη την συνέντευξη στη ΣΗΜΕΡΙΝΗ της 20ης Ιουλίου 1996:
Είναι γεγονός ότι όσοι πολέμησαν τον Τούρκο εισβολέα το 1974, όταν επαναφέρουν στη μνήμη τους τα γεγονότα της εποχής εκείνης πιστεύονν ότι αν τότε δεν υπήρχε η προδοσία και εφορμόζονταν τα Σχέδια Άμυνας της Εθνικής Φρουράς, ίσως η Τουρκια θα μπορούσε να υποστεί τη μεγαλύτερη ήττα στην ιστορία της.
Ακριβώς, με τις σκέψεις αυτές και με αισθήματα λύπης και οδύνης για την τραγωδία που βρήκε την Κύπρο, ο καταδρομέας Μάμας Ζένιος, μας μίλησε στη ΣΗΜΕΡΙΝΗ για τη μάχη του Αγίου Ιλαρίωνα, τις δραματικές στιγμές που έζησε εγκλωβισμένος στις γραμμές των Τουρκων, και για τη μάχη της Φιλιάς, όπου, αν δε μετακινείτο ο λόχος του, τόσο η Φιλιά όσο και η γύρω περιοχή θα ήταν σήμερα ελεύθερη.
Ο Μάμας Ζένιος, 40 χρόνων, κατάγεται από τους Τρούλους και τώρα είναι νυμφευμένος στη Σωτήρα Αρμοχώστου με την Παντελίτσα και έχουν τρία παιδιά (δεν ήταν γεννημένη τότε η Μαρία), την Κούλα 15 χρόνων, το Λοΐζο 12 χρόνων και την Έμιλυ 11 χρόνων.
Στη διάρκεια της εισβολής ήταν κληρωτός, κατατάχθηκε στις τάξεις της Ε.Φ. το Γενάρη του 1974, και ενώ πρώτα τοποθετήθηκε στο Πυροβολικό, αργότερα επιλέχθηκε για τα ΛΟΚ και υπηρέτησε στην 33η Μοίρα Καταδρομών, όπου προήχθη σε λοχία.
15 Ιουλίου
Η έδρα της 33ης Μοίρας Καταδρομών ήταν στο Πέλλα Πάις, όπου παρέμεινε μέχρι και την τουρκική εισβολή του 1974. «Τις ημέρες εκείνες», είπε ο Ζένιος, «στις εξόδους, τους άνδρες της Μοίρας μας ρου συναντιόνταν στην Κερύνια με άνδρες του εφεδρικού, δημιουργούνταν επεισόδια. Με αφορμή τα επεισόδια αυτά, 3-4 μέρες πριν από το πραξικόπημα, ήλθε στη Μοίρα μας ο διοικητής των Καταδρομών, συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Κομπόκης, ο οποίος στην παράταξη που μας κάλεσε, απευθυνόμενος στο Διοικητή μας Γεώργιο Κατσάνη του είπε: "Αυτούς τους ταραξίες", και εννοούσε τους λοκατζήδες, "που δημιουργούσαν καβγάδες με τους εφεδρικούς, να τους στείλεις μετάθεση στην Αθαλάσσα".
Φαίνεται ότι το θέμα των επεισοδίων ήταν το πρόσχημα, γιατί μέσα στους 40 που στάληκαν στην Αθαλάσσα ήμουν και εγώ, παρόλο που ουδέποτε αναμίχθηκα σε οποιοδήποτε επεισόδιο με το Εφεδρικό».
«To πρωί του Σαββάτου», συνέχισε, «μας πήραν στο στρατόπεδο της 31ης Μ.Κ. στην Αθαλάσσα και το βράδυ ανέθεσαν σε μερικούς από μας να καθαρίζουμε γεμιστήρες που ήταν μέσα στα γράσα. Την Κυριακή δε μας έδωσαν έξοδο και τίποτα δεν μας είπαν.
Το πρωί της Δευτέρας, 15 Ιουλίου 1974, μας κάλεσαν σε σύνταξη, μας εφοδίασαν με πυρομαχικά και χειιροβομβίδες και μαζί είπαν ότι θα κτυπουσαμε το ΡΙΚ και το Αρχηγείο του Εφεδρικού.
Και προτού συνέλθουμε από την έκπληξη μας και συνειδητοποιήσουμε τα όσα ακούσαμε, μας έδωσαν διαταγή και επιβιβαστήκαμε στα αυτοκίνητα τα οποία μας μετέφεραν έξω από το ΡΙΚ.
Εκεί μας κτύπησε το Εφεδρικό, άρχισε ανταλλαγή πυρών και σε λίγη ώρα το Εφεδρικό εξουδετερώθηκε. Προσωπικά δεν έριξα ούτε σφαίρα γιατί δεν το έκανε η συνείδησή μου να σκοτώσω Κύπριο Έλληνα.
Και όταν με δύο άλλους λοκατζήδες μπαίναμε στο στρατόπεδο του Εφεδρικού, οι δύο αυτοί σύντροφοί μου κτυπήθηκαν και έπεσαν μπροστά μου. Παρόλο που μπορούσα να κτυπήσω τον εφεδρικό που πυροβόλησε, τον άφησα να διαφύγει για το λόγο που είπα και έχω ήσυχη τώρα τη συνείδηση μου και απέναντι των ανθρώπων και απέναντι του θεού».
20 Ιουλίου
«To πρωί της 20ης Ιουλίου 1974», μας είπε ο Ζένιος, «ήμουν σκοπός στο PΙΚ. Μόλις έφεγγε, και για μια στιγμή άκουσα βουητό αεροπλάνων. Κοίταξα προς την πλευρά του Πενταδάκτυλου και είδα να πέφτουν αλεξιπτωτιστές. Κατάλαβα ότι επρόκειτο για Τούρκους. Ξύπνησα τους συντρόφους μου, τρέξαμε στον αξιωματικό υπηρεσίας, που βρισκόταν σε κάποιο γραφείο του ΡΙΚ. Του φωνάξαμε να βγει έξω και είδε και αυτός τους αλεξιπτωτιστές που έπεφταν. Μας κάλεσε σε σύνταξη και μας είπε ότι άρχισε η εισβολή των Τούρκων και ότι θα πρέπει να πάμε στις Μοίρες μας. Εμείς στο Πέλλα Πάις και οι άλλοι στις δικές τους Μοίρες.
Γύρω στις 7.30-8:00 οι άνδρες της 33ης Μ.Κ. ξεκινήσαμε για το Πέλλα Πάις, μέσω Μιάς Μηλιάς-Κυθρέας. Πριν από τον Άγιο Επίκτητο μας εντόπισαν τα τουρκικά αεροπλάνα και μας πυροβόλησαν επανειλημμένα. Εμείς τρέξαμε να σωθούμε κάτω από τις ελιές της περιοχής, ενώ δύο αυτοκίνητα γεμάτα με όπλα και πυρομαχικά, ανατινάχθηκαν και καταστράφηκαν από τις βόμβες.
Κάποιος από τη Μοίρα μας, ο Κώστας Κατελάρης, προσπάθησε να κτυπήσει με πολυβόλο τα τουρκικά αεροπλάνα, αλλά τραυματίστηκε από σφαίρα αεροπλάνου.
Όταν έφυγαν τα αεροπλάνα, μεταφέραμε τον τραυματία στον Άγιο Επίκτητο και από εκεί τον στείλαμε στο Πέλλα Πάις, ενώ οι υπόλοιποι άνδρες της Μοίρας, αφού βρήκαμε φιλοξενία στο σπίτι της οικογένειας Ανδρέα Χαραλάμπους, του γνωστού εμπόρου ηλεκτρονικών ειδών, πήγαμε πεζοί στη βάση μας».
Η μάχη του Αγίου Ιλαρίωνα
«To απόγευμα του Σαββάτου», συνέχισε, «μας είπαν ότι η αποστολή μας ήταν η κατάληψη του Αγίου Ιλαρίωνα. Γύρω στις 10:00 τη νύχτα ξεκινήσαμε και μέσα από δύσβατη περιοχή φθάσαμε γύρω στα μεσάνυκτα στα γύρω υψώματα του Αγίου Ιλαρίωνα. Αρχίσαμε την κατάληψη πολυβολίων χωρίς αντίσταση και φθάσαμε μέχρι τη γραμμή εφόδου χωρίς απώλειες. Προτού αρχίσει η ανταλλαγή πυρών, ο διοικητής μας, ταγματάρχης Γεώργιος Καισάνης, σκοτώθηκε από ελεύθερο σκοπευτή, όταν πήγε να πάρει νερό από κάποια φυσική πηγή.
Η μάχη με τους Τούρκους συνεχίστηκε για καλά, μέχρι που ο ήλιος ανέβηκε πολύ ψηλά. Και όταν ενισχύσεις δεν ήλθαν, πυροβολικό δεν ήλθε και τα πυρομαχικά μας λιγόστευαν, αναγκαστήκαμε να υποχωρήσουμε προς το Πέλλα Πάις».
Αντεπίθεση-αυτοδιάλυση
Συνεχίζοντας, ο Ζένιος μας ανέφερε ότι το πρωί της 22ας Ιουλίου η Μοίρα προσπάθησε να αντεπιτεθεί, για να εξαλείψει το προγεφύρωμα των Τούρκων στον Άγιο Γεώργιο Κερύνειας. «Μας είπαν», πρόσθεσε, «ότι στην περιοχή υπάρχει μόνο ένα άρμα. Όταν πλησιάσαμε στο χώρο της αντεπίθεσης, ξεπετάχτηκε ένα άρμα από τα περβόλια που ξέφυγε προς την Κερύνια.
Κτυπήσαμε το δεύτερο άρμα, ενώ την ίδια στιγμή άρχισαν να ξεπετάσσονται αμέτρητα άρματα τα οποία μας κτυπούσαν με τα πολυβόλα τους ενώ έτρεχαν προς την Κερύνια. Πίσω ακολουθούσε το πεζικό. Για μας δεν υπήρχε άλλη εκλογή. Μόνο η αυτοδιάλυση, που μας έδωσε ο διοικητής. Μέσα από τα λεμονόδεντρα της περιοχής τρέχαμε να σωθούμε, ένας-ένας ή ομάδες δύο και τριών ανδρών η καθεμιά. Ήταν μια κόλαση πυρός και όσοι σωθήκαμε ο θεός ξέρει πως».
Ακολούθως, ο Ζένιος είπε ότι μαζί με ακόμα έναν καταδρομέα, τον Ισίδωρο Ισίδωρου από την Ορμήδεια, προσπάθησαν να διαφύγουν, είτε κρυπτόμενοι, είτε τρέχοντας μέσα στα περβόλια της περιοχής. Ύστερα από αρκετή περιπλάνηση και ενώ έβλεπαν τα άρματα του εχθρού να προχωρούν χωρίς εμπόδιο προς την Κερύνια, μπήκαν σε κάποιο αγροτόσπιτο, για να βρουν κάτι να φάνε.
«Βρήκαμε», συνέχισε, «καρπούζια, πεπόνια και νερό. Σε κάποια στιγμή, από τις γρίλιες των παραθύρων, είδαμε ότι έρχονταν προς το αγροτόσπιτο Τούρκοι πεζικάριοι. θα ήταν περίπου ένα τάγμα. Είχαν τα όπλα τους στους ώμους τους, όπως οι βοσκοί τις ματσούκες τους, και έρχονταν κατά πάνω μας.
Τότε εμείς κρυφτήκαμε στο μικρό μπάνιο του σπιτιού. Εγώ κρατούσα ένα τσέχικο όπλο και ο Ισίδωρος ένα Τόμσον. Περιμέναμε πίσω από την πόρτα, αποφασισμένοι να σκοτώσουμε και να σκοτωθούμε. Μπήκαν τέσσερις Τούρκοι στρατιώτες στο σπίτι. Τους βλέπαμε από μικρή τρύπα της πόρτας. Άρχισαν να ανοίγουν όλα τα δωμάτια και να ερευνούν. Πάνω μου είχα την εικόνα του Αγίου Νεκταρίου και από μέσα μου παρακαλούσα τον Άγιο να κάνει το θαύμα του. Και πραγματικά το θαύμα έγινε! Οι Τούρκοι άνοιξαν όλα τα δωμάτια, εκτός απ' αυτό που ήμασταν κρυμμένοι.
Όταν νύχτωσε, αντί να προχωρήσουμε προς την Κερύνια, προχωρήσαμε προς την περιοχή της απόβασης. Γύρω στις 11 βρήκαμε μπροστά μας μια χαράδρα, και σκεφτήκαμε να μπούμε σε μια «σπαλαθκιά» να κρυφτούμε, μέχρι να χαράξει το φως. Όταν χάραξε, προχωρήσαμε περί τα δέκα μέτρα στα δεξιά μας για να φύγουμε και βλέπουμε σε σκοπιά δύο Τούρκους στρατιώτες να κοιμούνται.
Στραφήκαμε αθόρυβα περί τα 10 μέτρα στα αριστερα, και βλέπουμε άλλους 3-4 Τούρκους σε άλλη σκοπια και φαίνεται όλοι αυτοί ήταν φρουροί κάποιας μονάδας που στρατοπέδευσε τη νύχτα εκείνη στο χώρο που μπήκαμε να κρυφτούμε.
Οι Τούρκοι μας φώναξαν να σταματήσουμε, γιατί μας πήραν για δικούς τους. Ούτε μπορούσαν να φανταστούν ότι μέσα στις γραμμές τους κυκλοφορούσαν ένοπλοι Ελληνοκύπριοι στρατιώτες. Στη στιγμή εμείς κατρακυλήσαμε κάτω στο βάθος του ποταμού, τέσσερα με πέντε μέτρα περίπου και μέσα από τη βλάστηση της όχθης εξαφανιστήκαμε. Οι Τούρκοι ούτε πυροβόλησαν, ούτε μας ξαναφώναξαν.
Φθάσαμε στην αντίπερα όχθη και μέσα από την πυκνή βλάστηση ξεφύγαμε και σωθήκαμε. Ενώ προχωρούσαμε, προσπαθώντας να απομακρυνθούμε από την περιοχή, σε κάποια στιγμή ακούμε κάποιο να μας λέει: "Άλτ, τις ει;". Απαντήσαμε, κατάλαβαν ότι ήμασταν δικοί τους και δεν μας κτύπησαν. Ήταν ένας λόχος της 31ης Μοίρας Κατσδρομών. Το πρωί μας είπαν ότι εκεί πλησίον υπήρχαν δικοί μας στρατιώτες περικυκλωμένοι από Τούρκους. Τότε ο λόχος μετακινήθηκε για απελευθέρωση των περικυκλωμένων στρατιωτών. Όταν πλησιάσαμε βρήκαμε δύο πεζικάριους κρυμμένους στους βράχους και κάτω σε μια χαράδρα υπήρχαν 25-30 στρατιώτες καθηλωμένοι από τους Τούρκους, που τους κτυπούσαν από ένα ύψωμα που δέσποζε στη χαράδρα. Οι δύο πεζικάριοι κρατούσαν και ένα πολυβόλο πενηντάρι, που το είχαν αχρησιμοποίητο, γιατί από το φόβο τους έτρεμαν.
Οι άνδρες του Λόχου, πήραμε θέσεις μάχης, στήσαμε το πολυβόλο και αρχίσαμε να θερίζουμε τις θέσεις των Τούρκων που κτυπούσαν τους δικούς μας. Καθηλώσαμε τους Τούρκους στις θέσεις που βρίσκονταν, και φωνάξαμε τους δικούς μας στρατιώτες που ήταν στο βάθος της χαράδρας, να βγαίνουν ένας-ένας και να έρχονται κοντά μας. Έτσι σώθηκαν όλοι οι εθνοφρουροί και πήγαμε όλοι μαζί προς τη Βασίλεια και τα Πάναγρα. Από εκεί εμείς οι λοκατζήδες πήγαμε στην Τύμπου για ανασυγκρότηση».
Δεύτερη εισβολή
Στη συνέχεια ο Ζένιος ανέφερε ότι μετά την εκδήλωση της δεύτερης εισβολής, η μοίρα του στάληκε να κρατήσει αμυντικά τη διάβαση Αγίας Μαρίνας Σκυλλούρας, σε περιοχή στα βόρεια της Φιλιάς. «Κάναμε γραμμή», πρόσθεσε, «ναρκοθετήσαμε τον χωματόδρομο της διάβασης και όταν πλησίασαν τα άρματα, το πρώτο ανατινάχθηκε από τη νάρκη. Τότε οι Τούρκοι εγκατέλειψαν τα άρματα που ακολουθούσαν και σταμάτησαν την προέλασή τους. Την επόμενη μέρα, 16 Αυγούστου, στις δύο μετά τα-μεσάνυκτα, μεταφερθήκαμε στο Μένοικο.
Πιστεύω ότι αν μας άφηναν στη διάβαση της Αγίας Μαρίνας Σκυλλούρας, οι Τούρκοι δε θα προχωρούσαν και η Φιλιά και άλλα χωριά της περιοχής δε θα καταλαμβάνονταν και θα ήταν σήμερα ελεύθερα».
Συνοψίζοντας τις εμπειρίες που έζησε ο Ζένιος, είπε: «Με δύο λόγια πιστεύω ότι η απόβαση θα αποτύγχανε, αν εφαρμόζονταν τα αμυντικά σχέδια της Εθνικής Φρουράς. »Κατά τα άλλα, τώρα είμαι έφεδρος καταδρομέας, ανήκω οργανωτικά σε εφεδρικά τάγματα, και δηλώνω ότι είμαι έτοιμος να πολεμήσω για απελευθέρωση των κατεχόμενων εδαφών μας, εάν και όταν το καλέσει η πατρίδα μας».
Πηγή: Αρχείο Εφημερίδας "ΣΗΜΕΡΙΝΗ" (20/7/1996)
Ευχαριστούμε τον γιο του κ. Μάμα Ζένιου, Λοΐζο Μάμα για την παραχώρηση του αρχειακού υλικού.
SotiraNews.com
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου