Η κατασκευή «κυπριακής γλώσσας» συνιστά τοπικιστική αφέλεια και διαδικασία αυτοαπομόνωσης

Ο Αναπληρωτής Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας,  Γεώργιος Ξενής.
Ποια γλώσσα και ποιους τρόπους γραφής χρησιμοποιούσαν οι πρόγονοί μας στην Κύπρο; Είναι η Κυπριακή διάλεκτος ή γλώσσα; Απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα έδωσε η διάλεξη του Ινστιτούτου Δημοσίων Σχέσεων που οργανώθηκε με επιτυχία το περασμένο Σάββατο στη Λευκωσία.
Το πρόγραμμα της εκδήλωσης περιλάμβανε μια σύντομη ιστορική αναδρομή για τις γλώσσες, διαλέκτους και γραφές που χρησιμοποιήθηκαν στην Κύπρο, από τον Πρόεδρο του Ινστιτούτου Μιχάλη Κωνσταντίνου, ενώ το κύριο θέμα, την απάντηση δηλαδή στο ερώτημα αν η Κυπριακή είναι διάλεκτος ή γλώσσα, ανέπτυξε ο Αναπληρωτής Καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Δρ. Γεώργιος Ξενής.
Κυπριακή διάλεκτος ή Κυπριακή γλώσσα
Ο Αναπληρωτής Καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Δρ. Γεώργιος Ξενής. ανέπτυξε το θέμα του μέσα από έξι παραμέτρους.
1) Αναφέρθηκε στη γλωσσική διμορφία που επικρατεί σήμερα στους Έλληνες της Κύπρου, στο γεγονός δηλαδή ότι για να εξυπηρετήσουν τις γλωσσικές επικοινωνιακές τους ανάγκες χρησιμοποιούν δύο μορφές ελληνικής γλώσσας και όχι μόνο μία: τη νεοελληνική κοινή ως επίσημη μορφή (ποικιλία) και την κυπριακή διάλεκτο ως ανεπίσημη μορφή.
2) Περιέγραψε τους τομείς και τις επικοινωνιακές περιστάσεις στους οποίους χρησιμοποιείται η κάθε γλωσσική μορφή.
3) Αναφέρθηκε στην προσπάθεια ορισμένων γλωσσολόγων να επεκτείνουν την κυπριακή διάλεκτο εις βάρος της νεοελληνικής κοινής και έδωσε χαρακτηριστικά παραδείγματα.
4) Περιέγραψε την πορεία που ακολουθείται για την αναγωγή μιας γλωσσικής μορφής από το status της διαλέκτου (ανεπίσημης ποικιλίας) στο status της γλώσσας (επίσημης ποικιλίας) και υπεστήριξε ότι το γλωσσολογικό έργο που παράγεται στους διάφορους τομείς της κυπριακής διαλέκτου (λεξικά, γραμματικές, σύστημα καταγραφής, σταθερές ορθογραφικές συμβάσεις, εκπαιδευτικό σύστημα, διδασκαλία σε ξενόγλωσσους, αύξηση κοινωνικού γοήτρου της διαλέκτου κτλ) ουδόλως αποκλίνει από την πιο πάνω πορεία. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στο νέο αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών της νέας ελληνικής γλώσσας που τώρα τελεί υπό διαμορφωτική αξιολόγηση και υπεστήριξε την ανάγκη αντικαταστάσεώς του από ένα καινούργιο με πολύ διαφορετικό προσανατολισμό και περιεχόμενο.
5) Εξήγησε τη σύνδεση γλώσσας και ιδεολογίας και ανέλυσε το ιδεολογικό υπόβαθρο επί του οποίου εδράζεται η ενίσχυση της κυπριακής διαλέκτου εις βάρος της νεοελληνικής κοινής. Συγκεκριμέναανέλυσε τη νεοκυπριακή ιδεολογία η οποία δομείται ως αντίθεση στην ελληνική εθνική συνείδηση.
6) Είπε ότι η κατασκευή μιας «κυπριακής γλώσσας» εξυπηρετεί όσους βλέπουν την εθνική ταυτότητα των Κυπρίων μέσα από τον νεοκυπριακό φακό, αλλά ταυτόχρονα συνιστά μια τοπικιστική αφέλεια και μια διαδικασία κοινωνικής αυτοαπομόνωσης. Κατέληξε ότι θέλουμε Κύπρο με ευρωπαϊκούς ορίζοντες και ότι αυτό οπωσδήποτε περνά μέσα από τον οικουμενισμό της ελληνικής παράδοσης, γλώσσας και παιδείας και όχι μέσα από κυπροσωβινιστικούς επαρχιωτισμούς.
Ιστορική αναδρομή
Ο κ. Κωνσταντίνου στη δική του σύντομη αναδρομή, ανέφερε ότι η πρώτη προσπάθεια των ανθρώπων που ζούσαν στην Κύπρο να επικοινωνήσουν γραπτώς ήταν οι τοιχογραφίες της νεολιθικής περιόδου. Στη συνέχεια, και με βάση τα δείγματα γραφής και τις αναφορές που έχουμε στη διάθεσή μας, χρησιμοποιήθηκαν στην αρχαιότητα: 1) η κυπρομινωϊκή συλλαβογραφική γραφή που ακόμη δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί (οι επιγραφές της, γύρω στις 250, ανάγονται στην περίοδο περί το 1600 – 1400 π.Χ.). 2) η αρχαία κυπριακή διάλεκτος, που ήταν η πρώτη μορφή ελληνικής γλώσσας που ομιλήθηκε στην Κύπρο (1200π.Χ. ως το τέλος περίπου της ελληνιστικής περιόδου) και που παριστανόταν γραπτώς από το κυπριακό συλλαβάριο
που αποτελείται από 53 περίπου συλλαβογράμματα. Έχουμε γύρω στις 1300 περίπου επιγραφές στο κυπριακό συλλαβάριο, με σημαντικότερο κείμενο της την πινακίδα που βρέθηκε στο αρχαίο Ιδάλιον (χρονολογείται γύρω στον 7ο π.Χ. αιώνα). 3) η φοινικική γλώσσα (με 250 κείμενα), δεδομένου ότι από τον 9ο αι. ως τον 3ο αι. π.Χ. περίπου η αρχαία Κύπρος δεν είχε μόνο Έλληνες αλλά και Φοίνικες (ακολούθως οι Φοίνικες εξελληνίστηκαν). 4) Η ελληνιστική κοινή, μια άλλη μορφή ελληνικής γλώσσας, που παριστανόταν γραπτώς με το ελληνικό αλφάβητο και που εκτόπισε την κυπριακή διάλεκτο, όπως όλες τις άλλες ελληνικές διαλέκτους στα υπόλοιπα τμήματα του ελληνισμού.
Ακολούθως ο κ. Κωνσταντίνου αναφέρθηκε και σε ένα ενδιαφέρον, αν και αναμενόμενο, φαινόμενο.Συναντούμε δίγραφες (όχι δίγλωσσες) ελληνικές επιγραφές με συλλαβάριο και αλφάβητο. Συναντούμε ακόμη δίγλωσσες επιγραφές (φοινικικά και ελληνικά).
Κατά την περίοδο που ακολουθεί τις χρονολογίες που αναφέρθηκαν πιο πάνω και μέχρι τον 13ο αιώνα, χρησιμοποιείται στην Κύπρο η ελληνιστική κοινή ή προέκτασή της, η βυζαντινή κοινή.
Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1192-1488) και της Ενετοκρατίας (1489-1570) έχουμε τη μεσαιωνική κυπριακή, με πολλά δάνεια και επιρροές από τη φράγκικη και ενετική γλώσσα.
Η νεότερη και σύγχρονη φάση της κυπριακής διαλέκτου αρχίζει το 1571, έτος κατάκτησης της νήσου από τους Οθωμανούς Τούρκους και εκτείνεται μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικά εδώ είναι αρχικώς τα δάνεια από την τουρκική και τα διάφορα τοπικά ιδιώματα τα οποία όμως υποχώρησαν μπροστά στη νεοελληνική κοινή, μετά την τουρκική εισβολή του 1974 με τη βίαιη μετακίνηση πληθυσμού και την αστυφιλία. Τέλος, η σύγχρονη κυπριακή διάλεκτος δέχεται και ενσωματώνει αρκετές ξένες λέξεις, κυρίως από την αγγλική γλώσσα.
Στην ιστορική του αναδρομή για τις γλώσσες που ομιλούνταν στην Κύπρο, ο κ. Κωνσταντίνου έκανε ιδιαίτερη αναφορά και στην ετεοκυπριακή γλώσσα (25 επιγραφές στη γλώσσα αυτή σώζονται). Η γλώσσα αυτή, που δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί, αποδίδεται στο κυπριακό συλλαβάριο. Κατά την περίοδο της αγγλοκρατίας κυκλοφόρησε η άποψη για την ύπαρξη «Ετεοκυπρίων». Ωστόσο σύμφωνα με αναλύσεις σύγχρονων αρχαιολόγων και μελετητών, δεν υπάρχουν στοιχεία για την ύπαρξη ετεοκυπρίων και το όλο θέμα υπήρξε δημιούργημα της ιμπεριαλιστικής ιδεολογίας και πολιτικής της Βρετανικής Αυτοκρατορίας προκειμένου να εξυπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες εις βάρος του κυπριακού ελληνισμού και των πολιτικών του επιδιώξεων.

Σχόλια