Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917)

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης γεννήθηκε στο Λευκόνοικο, ένα χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου.  Ήταν το δεύτερο παιδί του Χατζή Μιχαήλ Χαραλάμπους, που ήταν πιο γνωστός στο χωριό του με το παρατσούκλι Χατζηκουμπάρος και της Αννέττας του Κονόμου, από το Δάλι.  Κανονικά λοιπόν το όνομα του ποιητή είναι Βασίλης Χατζή Μιχαήλ.  Πότε πήρε το όνομα «Μιχαηλίδης» είναι άγνωστο.  Πάντως έτσι υπογράφει ακόμη και τα πρώτα του στιχουργήματα, πράγμα που σημαίνει ότι το «Μιχαηλίδης» το θεωρούσε πιο κατάλληλο για ένα λόγιο ή ένα ποιητή.
Από τη γενιά του πατέρα του ο ποιητής έχει συγγενή, μικρό θείο, το Γιάννη Οικονομίδη που αργότερα θα γίνει Μητροπολίτης Κιτίου και μέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου της Κύπρου.  Από τη γενιά της μάνας του, έχει θείο το Χρύσανθο Παπακονόμο.  Και οι δύο θα επηρεάσουν άμεσα και έμμεσα τη ζωή του.
Πολύ μικρός ο Μιχαηλίδης χάνει τη μάνα του.  Τότε ο πατέρας του, που είναι φτωχός μεροκαματιάρης, αναγκάζεται να στείλει το Βασίλη στο Δάλι, κοντά στο θείο του το Χρύσανθο.  Υπάρχει χρονολογική ασάφεια στην μετακίνηση του Βασίλη από το Λευκόνοικο στο Δάλι, όμως αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι ο Μιχαηλίδης φοίτησε στο σχολείο κοντά στο Χρύσανθο Παπακονόμο.
Ο Μιχαηλίδης είχε από πολύ μικρός την ευκαιρία να ζυμωθεί με την ποίηση, δημοτική και ποιητάρικη.  Από τον πατέρα του στο Λευκόνοικο και τον Παπακονόμο ο οποίος είχε καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία, ποιητάρης.
Το πρώτο όμως καλλιτεχνικό του ενδιαφέρον ή τουλάχιστον αυτό που μπορούμε να διαπιστώσουμε, είναι η ζωγραφική.  Αυτό αποδεικνύεται και από τη συχνή ενασχόληση του με την τέχνη αυτή για πολλά χρόνια.  Αυτή η ικανότητα του τελικά έπαιξε και αποφασιστικό ρόλο στη μετακίνησή του από το Δάλι προς τη Λευκωσία.  Μόνο εκεί θα μπορούσε να εξελιχθεί και να γίνει μια μέρα αγιογράφος.  Ταυτόχρονα, η τέχνη του αγιογράφου δε θα τον απομάκρυνε από το ιερατικό στάδιο, που ήταν και η ενδόμυχη επιθυμία του πατέρα του.  Γιατί την εποχή εκείνη η εκκλησία ήταν οικονομικά και πολιτικά ισχυρή, και μια σίγουρη επαγγελματική αποκατάσταση.
Έτσι με την μεσολάβηση του πρωτεξαδέλφου του πατέρα του Κυπριανού Οικονομίδη, ο Βασίλης Μιχαηλίδης φτάνει στη Λευκωσία (υπολογίζεται στην ηλικία των 10-12 χρονών) και εγκαθίσταται στην Αρχιεπισκοπή, που τότε η Αρχιεπισκοπή και οι Μητροπόλεις λειτουργούσαν και ως ξενώνες για ιερωμένους και συνομήλικους του Μιχαηλίδη που προσπαθούσαν να φτιάξουν τη ζωή τους.
Οι στόχοι της οικογένειας του Μιχαηλίδη ήταν να συμπληρώσει τις σπουδές του και να μαθητεύσει κοντά σ’ ένα δάσκαλο της αγιογραφίας, και ένας πιο απομακρυσμένος, να ιερωθεί.  Στην πορεία όμως, κανένας από αυτούς τους στόχους δεν θα εκπληρωθεί.
Δεν υπάρχουν τεκμηριωμένες πληροφορίες γιατί ο Μιχαηλίδης δεν απέκτησε ανώτερη σχολική μόρφωση, μόνο υποθέσεις
Πληροφορίες όμως δείχνουν το Μιχαηλίδη έξυπνο, πνευματώδη και ετοιμόλογο.  Το ίδιο το έργο του από την άλλη, σε σχέση με τη μόρφωσή του, είναι εκπληκτικό.  Γράφει ποιήματα στην καθαρεύουσα, που τη χειρίζεται με λάθη βέβαια, αλλά όχι απαράδεκτα, εκδίδει σατιρικό φύλλο, που το γράφει ολόκληρο έμμετρα, αναφέρεται συχνά σε θέματα της διεθνούς πολιτικής και ζωής, ξέρει την ιστορία της Κύπρου και της Ελλάδας, την ελληνική μυθολογία, τη θεωρία του Δαρβίνου, την αστρονομία του Φλαμμαριών, ξέρει ακόμη και κάποια αγγλικά.  Όλες αυτές οι γνώσεις του προϋποθέτουν ένα μυαλό εξαιρετικά δεκτικό.
Η μετέπειτα ζωή του αποδεικνύει επίσης ότι δεν ήταν άνθρωπος της εντατικής προσπάθειας, γι’ αυτό και το έργο που άφησε είναι ποσοτικά μικρό.
Πιο επίμονη φαίνεται η προσπάθεια του Μιχαηλίδη να γίνει αγιογράφος.  Υπήρξε μαθητής ενός δασκάλου της αγιογραφίας για αρκετά χρόνια, όμως δεν υπάρχουν ενδείξεις για το πόσο προχώρησε στην τέχνη του αγιογράφου.
Στη συνέχεια ακολουθεί τον Κυπριανό στην Λάρνακα όταν χειροτονείται Μητροπολίτης Κιτίου.  Και στη Λάρνακα ο Μιχαηλίδης θα ζήσει σε εκκλησιαστικό περιβάλλον στην Μητρόπολη Κιτίου, μόνιμα και απόλυτα εξαρτημένος από το δεσπότη πια Κυπριανό, μια αυστηρή ζωή που δε διαφέρει και πολύ από εκείνη των μοναστηριών.
Ασχολήθηκε συστηματικά με τη ζωγραφική, και σε λίγο μερικές αγιογραφίες του κοσμούσαν εκκλησίες και τους τοίχους της Μητρόπολης.  Όλα έδειχναν πως ο Μιχαηλίδης προσπαθούσε να βρει το δρόμο του και να αφιερωθεί στη ζωγραφική.  Ωστόσο, αυτή η περίοδος της ζωής του είναι και η τελευταία που έχει επίκεντρο την τέχνη αυτή, παρ’ όλο που αρκετά χρόνια κατόπιν, δόκιμος πια και αναγνωρισμένος ποιητής, θα «απειλήσει» σε κάποια στιγμή πίκρας και θυμού ότι θα εγκαταλείψει την ποίηση, για να ασχοληθεί με το σχέδιο και τη γελοιογραφία.
Το κέντρισμα προς την ποιητική ενασχόληση, δε λέμε ακόμα δημιουργία, το προσφέρει το περιβάλλον της Λάρνακας.
Η Λάρνακα αυτή την εποχή είναι η πιο προηγμένη, η πιο ευρωπαϊκή πόλη της Κύπρου.   Αυτό οφείλεται στο λιμάνι της και στη συγκέντρωση εκεί των ξένων προξενείων και των ναυτιλιακών πρακτορείων, που δημιουργούν μια παροικία ξένων υπαλλήλων και εμπόρων, πλούσιων και καλλιεργημένων, μια αστική τελικά κοινωνία με έναν αέρα αρχοντιάς και ένα πνευματικό κλίμα ανώτερο από εκείνο των άλλων πόλεων της Κύπρου.
Η συναναστροφή του Μιχαηλίδη με δύο λόγιους που ζούσαν στη Λάρνακα, τον Θεμιστοκλή Θεοχαρίδη και το Γουσταύο Λφφών, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πνευματική και ειδικά στην ποιητική εξέλιξή του.
Στενές επαφές είχε επίσης και με ένα άλλο λόγιο, τον Θεόδουλο Κωνσταντινίδη, που όπως εικάζεται τα πρώτα δημοσιεύματά του έγιναν με τη βοήθεια και την παρότρυνση του Κωνσταντινίδη.
Ο Μιχαηλίδης εμφανίζεται στα γράμματα στα 1873, όταν είναι είκοσι έως εικοσιδύο χρονών, με στιχουργήματα γραμμένα στην καθαρεύουσα, στη δημοτική και στο κυπριακό ιδίωμα.  Δηλαδή από την αρχή παρουσιάζεται και το πρόβλημα της γλωσσικής του αβεβαιότητας, που ούτε η μόρφωσή του ούτε το πνευματικό περιβάλλον της Κύπρου θα τον βοηθήσουν να το λύσει ως το τέλος της ζωής του.
Την ίδια εποχή φαίνεται καθαρά και η επίδραση του αθηναϊκού ρομαντισμού.
Ο Μιχαηλίδης δεν έφτασε ποτέ ως το γάμο, γεγονός που για την κλειστή και νοικοκυρίστικη κοινωνία των μικρών πόλεων της Κύπρου ήταν μια άνευ προηγουμένου κοινωνική αποτυχία, την οποία και ο ίδιος κάποτε θα προσπαθήσει να δικαιολογήσει.
Κατά τα άλλα, στη Λάρνακα, ο Μιχαηλίδης προσπαθεί να φαίνεται Ευρωπαίος, να δημιουργεί διάφορες σχέσεις, να εισχωρεί στα κλειστά σαλόνια και να συμπεριφέρεται ως λόγιος.
Στα χρόνια 1874-1875 φαίνεται ότι ο Μιχαηλίδης περνά τη μεγαλύτερή του κρίση όσον αφορά την επαγγελματική του αποκατάσταση.  Συνειδητοποιεί απόλυτα ότι δεν μπορεί να ζει στη Μητρόπολη παρασιτικά και κάτω από την όχι και τόσο ευχάριστη σκιά του δεσπότη θείου του.
Βρίσκει λύση στο να ζητήσει επίμονα από τον δεσπότη χρήματα για να μεταβεί στην Ιταλία για σπουδές, αφού καμία άλλη εργασία χειρονακτική εργασία δεν του άρμοζε.
Ο δεσπότης αρνείται γιατί δεν του φαίνεται σωστή ενέργεια, μιας και ο Μιχαηλίδης δεν ήξερε την γλώσσα και καλά-καλά δεν ήξερε γράμματα.
Ο Μιχαηλίδης καταφέρνει να βρει χρήματα και φεύγει για την Ιταλία.  Με την αναχώρησή του αυτή κλείνει και η δεύτερη φάση της ζωής του.
Από την Ιταλία μεταβαίνει σε κάποια φάση στην Ελλάδα για να συμμετάσχει στον αγώνα για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (1877).  Ακολούθως, το φθινόπωρο του 1878 επιστρέφει στην Κύπρο ως τιμημένος αγωνιστής της ελευθερίας αλλά άρρωστος, και απένταρος.
Έτσι η προσπάθειά του για συστηματικές σπουδές και διέξοδο έξω από το Κυπριακό περιβάλλον κλείνει για πάντα.
Με την επιστροφή του στην Κύπρο ο Μιχαηλίδης αποφασίζει να εγκατασταθεί στη
Λεμεσό και βολεύεται προσωρινά το εκεί παράρτημα της Μητρόπολης Κιτίου.  Εργάζεται για μερικά χρόνια ως υπάλληλος του Δημαρχείου, χωρίς να υπάρχουν αρκετά στοιχεία για την περίοδο εκείνη.
Ο Μιχαηλίδης δεν έχει πια άλλο μέσο για να διακριθεί κοινωνικά, εκτός από την ποιητική του δημιουργία.  Η ποιητική του δημιουργία κυνηγά τις εντυπώσεις, για να γίνει αρεστή στο στενό κύκλο των λογίων της πόλης, πράγμα που θα τον καθιερώσει, βέβαια, πολύ σύντομα ως καλό ποιητή, αλλά και θα του στερήσει τη δυνατότητα να γράψει ποίηση σύμφωνα με το τάλαντό του και τις καταβολές του.
Η ποιητική του προσπάθεια αυτών των χρόνων σκοπεύει τους εξής τρεις στόχους:
1. Ετοιμασία της ποιητικής συλλογής «Η Ασθενής Λύρα» που θα εμφανιστεί στα 1882 και θα διαφημιστεί τόσο έντονα από τη μοναδική τότε εφημερίδα της Λεμεσού «Αλήθεια», ώστε να θεωρηθεί φιλολογικό γεγονός.  Πολλά ποιήματα της συλλογής είναι ποιήματα ευκαιριακά, που γράφτηκαν για να υπηρετήσουν μια συγκεκριμένη στιγμή, ενώ άλλα είναι παλιά δουλειά του ποιητή.
2. Δημοσίευση, στην ίδια εφημερίδα, στίχων πατριωτικών και σατιρικών, που παρακολουθούν την επικαιρότητα, και μάλιστα με επιτυχία, ώστε κάποτε να αναγκάζεται η εφημερίδα να τους αναδημοσιεύει στο επόμενό της φύλλο.
3. Ανάμειξη σε συγγραφικές, πνευματικές και άλλες «εθνικές» δραστηριότητες που επιτρέπουν να αναφέρεται το όνομά του τακτικά στην «Αλήθεια», δίπλα σε άλλα γνωστά ονόματα διανοουμένων και πολύ ευυπόληπτων συμπολιτών του.
Όλη αυτή η δραστηριότητα επιβάλλει, λοιπόν, στα χρόνια αυτά το Μιχαηλίδη ως έναν από τους καλύτερους ποιητές της Κύπρου, χωρίς ο ίδιος να έχει δείξει ακόμα τον πραγματικό καλό εαυτό του.  Αλλά τα μέτρια στιχουργήματά του συμβαδίζουν με το πνευματικό επίπεδο των Κυπρίων της εποχής και με την επικρατούσα αισθητική των περιορισμένων λογοτεχνικών κύκλων, που δεν απέρριπταν ούτε το σχοινοτενή ρητορισμό ούτε τον κούφιο πατριωτισμό, τις γνωστές δηλαδή αδύνατες όψεις του Αθηναϊκού ρομαντισμού.
Η εργασία του στο Δημαρχείο, εργαζόταν ως νοσοκόμος και επιστάτης του νοσοκομείου-πτωχοκομείου, ως επόπτης στο σφαγείο και ως φαρμακοποιός, δεν ευνοούσε και πολύ τη ψυχολογική κατάσταση του ποιητή, που άρχισε τη ζωή του γλεντζέ στις ταβέρνες και τα καφενεία και τη ροπή προς το πιοτό.  Δεν είναι παράδοξο το ότι φαίνεται να είναι ολιγογράφος και συχνά προχειρογράφος.  Απεναντίας φαίνεται αξιοθαύμαστο το ότι έγραψε και ορισμένα κορυφαία ποιήματα όπως η «9η Ιουλίου».
Η τάση του ποιητή να δημιουργεί σχέσεις με αξιόλογα πρόσωπα της εποχής του διαπιστώθηκε και στα χρόνια της παραμονής του στη Λάρνακα αλλά και στη Λεμεσό.  Εδώ η προσπάθειά του είναι πιο εύκολη, γιατί ο ίδιος έχει πια αναμφισβήτητη πνευματική οντότητα.  Πληροφορίες τον δείχνουν ως φίλο με πολλούς νέους της εποχής, θορυβώδεις και ζωηροί, όπως όλοι οι «αριστοκράτες».  Γλεντζές σε κακόφημες μπυραρίες και «αμαρτωλά καφωδεία», ο τρόπος ζωής του γενικά, πολυέξοδος, αποδεικνύει γιατί οικονομικά δεν ήταν ποτέ σε καλή κατάσταση.
Ο έρωτάς του για μια κοπέλα από τις πλούσιες της πόλης, αδελφή ενός από τους φίλους του.  Από τον έρωτα του αυτό εμπνεύσθηκε κάποια ποιήματά του που βρίσκονται στην «Ασθενή Λύρα» και την περίφημη «Ανεράδα» του.
Αυτός ο έρωτας του ήταν τελικά αποτυχημένος αφού η κοπέλα παντρεύτηκε κάποιον άλλο.  Αυτό ήταν μεγάλο πλήγμα για τον Μιχαηλίδη, που για να ξεχάσει τον πόνο του έπινε διαρκώς.
Όταν κατόπιν, θα καταλάβει ότι η ποιητική του υπόσταση δεν ήταν στην ουσία τίποτε άλλο παρά μια αφορμή συζήτησης στα σαλόνια και σε καμιά περίπτωση ένα εισιτήριο για την τάξη των αριστοκρατών», θα είναι αργά να αναζητήσει αλλού την αποκατάσταση.   Μένει έτσι χωρίς οικογένεια, πράγμα που επηρεάζει τη ζωή του και φυσικά και την ποίησή του.
Όμως το 1884, ο ποιητής ενισχύεται και πνευματικά.  Εκδίδεται από το φίλο του, των χρόνων της Λευκωσίας, Στυλιανό Χουρμούζιο, η εφημερίδα «Σάλπιγξ».  Θα δημοσιεύσει τους πιο πολλούς στίχους του και με τη βοήθειά της θα επιχειρήσει το 1888 την αποτυχημένη προσπάθειά του να μεταπηδήσει στο δημοσιογραφικό χώρο, εκδίδοντας ως παράρτημά της το σατιρικό φύλλο «Διάβολος».
Ο «Διάβολος» είναι έμμετρος.  Η ποιητική αξία όμως των στιχουργημάτων του είναι ασήμαντη καθώς βρίθει από πρόχειρους και επικαιρικούς στίχους.
Όμως αυτά τα προσόντα του «Διαβόλου» καθώς και η προσπάθεια να διαφημιστεί και να επαινεθεί από τις στήλες της «Σάλπιγγας», δε βοήθησαν στην επιβίωσή του.  Ο Μιχαηλίδης θα αναγκασθεί να αναστείλει την έκδοσή του.
Αυτή η μεμψιμοιρία του για την κοινωνία που δεν τον υποστήριξε, είναι πάντως, ολότελα άδικη.  Σπάνια μια κοινωνία αναγνώρισε ένα ποιητή με τόση μικρή παραγωγή, τόσο γρήγορα, όσο το Μιχαηλίδη.
Η κατάσταση της υγείας του χειροτέρευε με τον καιρό (έπασχε από ρευματισμούς).  Την εποχή εκείνη η ασθένεια του θεωρείτο αρκετά σοβαρή ή ανίατη με τα πρωτόγονα ιατρικά δεδομένα του νησιού.
Η διερεύνηση της περιόδου 1890-1900, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον.  Πρώτα γιατί είναι η πιο αξιόλογη από άποψη ποιητική και ύστερα γιατί, από άποψη επαγγελματική, ανατρέπεται η ως εκείνη τη στιγμή σειρά πραγμάτων, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια μόνιμη κρίση, που θα είναι η αρχή της παρακμής του ποιητή.
Όσον αφορά την ποιητική του παραγωγή, διαπιστώνουμε αρχικά συνέχιση της παλαιότερης ποιητικής του αντίληψης, πολλά ευκαιριακά ποιήματα, γραμμένα στην καθαρεύουσα, δημοτική και μικτή, που δεν προσθέτουν τίποτε το νέο στην ποιητική του πορεία.
Ταυτόχρονα όμως, και εντελώς απροσδόκητα, παρουσιάζει το καλύτερο λυρικό του ποίημα, την «Ανεράδα» (1893), αποσπάσματα του έπους του «Η 9η Ιουλίου εν Λευκωσία Κύπρου», και το άλλο μεγάλο ποίημά του «Η Χιώτισσα εν Λεμεσώ κατά το 1821».  Και τα τρία αυτά ποιήματα είναι γραμμένα στο κυπριακό ιδίωμα, πράγμα που εγείρει ερωτήματα, όπως ερωτήματα εγείρονται και για την ακριβή χρονολόγηση της «9ης Ιουλίου...» και της «Χιώτισσας...».
Η ύπαρξη των τριών αυτών ποιημάτων, που συνολικά αριθμού 1040 στίχους, είναι σημάδι ότι ατόνησε η τάση του να παρουσιάζεται ως λόγιος και να κυκλοφορεί σε ανάλογους κύκλους, πράγμα που σημαίνει ότι κατάλαβε πόσο δύσκολο ήταν να παραβιάσει ουσιαστικά τους κύκλους αυτούς.
Της ίδιας δεκαετίας είναι και το ποίημα «Ο γάμος».  Το αναφέρουμε εδώ, γιατί στην ουσία είναι μια έμμεση δημόσια απολογία για την προσωπική του περίπτωση, την αποτυχία του να φτιάξει οικογένεια.  Και το στοιχείο αυτό δηλώνει και πάλι την «κοινωνική του υποχώρηση».
Ξεκινώντας, λοιπόν, από την ποιητική του παραγωγή, φθάνουμε στο συμπέρασμα ότι ο ποιητής κοινωνικά δεν πάει τόσο καλά όσο στα προηγούμενα χρόνια.
Προβλήματα επίσης στη δουλειά του στο νοσοκομείο εμφανίζονται, με το διορισμό αγγλίδας διευθύντριας και τον υποβιβασμό του σε κατώτερη θέση.
Ξανάρχισε την κακή ζωή.  Το ποτό τον είχε καταχτήσει εξολοκλήρου.
Η αρχή του εικοστού αιώνα φέρνει στην Κύπρο μια πρωτοφανέρωτη κοινωνική αναστάτωση, ή καλύτερα ένα διχασμό και φατριασμό, που τυπικά φαίνεται στον αγώνα για την πλήρωση του αρχιεπισκοπικού θρόνου.  Η αναστάτωση αυτή οδηγεί σε ευρύτερες ανακατατάξεις στην κοινωνία του νησιού και στις σχέσεις των Κυπρίων με τους Άγγλους.  Το πρόβλημα αυτό επηρεάζει τους πάντες.
Το αρχιεπισκοπικό ζήτημα είναι το πιο σοβαρό, ύστερα από το ενωτικό, που απασχολεί το νησί στην πρώτη φάση της Αγγλοκρατίας.  Το παράξενο είναι ότι η συχνά ευκαιριακή «μούσα» του Μιχαηλίδη, δε συγκινείται με το τεράστιο αυτό πρόβλημα και σιγεί.
Η μοναδική νύξη του για το αρχιεπισκοπικό πρόβλημα είναι το σατιρικό του ποίημα «Χορός των δώδεκα μηνών στον χρόνον μας τον φετινόν».
Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1900 ζει ανάμεσα στο νοσοκομείο, τις ταβέρνες της πόλης και τους φίλους του, που δεν είναι πια οι πλούσιοι αστοί, οι φερέλπιδες νεαροί, οι λόγιοι, αλλά οι λαϊκοί τύποι της Λεμεσού, οι αγράμματοι και μεροκαματιάρηδες σύντροφοι του πιοτού και της ταβέρνας.
Από το 1906 αρχίζει η πλήρης επαγγελματική του αποδυνάμωση και η σωματική του εξασθένιση, που οφείλεται στους ρευματισμούς και στον αλκοολισμό του.  Αυτά τον οδηγούν μοιραία όχι προς ένα τέλος φυσιολογικό, αλλά προς ένα τέλος δραματικό.  Ανεξάρτητα από τις δυσμενείς επιπτώσεις που μπορούν να έχον όλα αυτά πάνω στην πνευματική του διαύγεια και αντοχή, το ενδιαφέρον είναι ότι ο Μιχαηλίδης εξακολουθεί να γράφει ποιήματα, έστω και κατά αραιότερα διαστήματα, αλλά πάντοτε μαγαλοϊδεάτικα και ποιοτικά αξιόλογα.  Μερικά μάλιστα από αυτά ανήκουν στα καλύτερά του.
Από την υπηρεσία του νοσοκομείου αποχωρεί με την εκπνοή του 1910, έχοντας εργαστεί εκεί συνεχώς τριάντα χρόνια, ίσως και περισσότερα.  Μπήκε περίπου ως απόλυτος άρχοντας του τότε πτωχοκομείου-νοσοκομείου και σιγά-σιγά, υποβιβαζόμενος στην ιεραρχία του λόγω προόδου και απαιτήσεων του νοσοκομείου, έφθασε να φύγει σαν κατώτερος, και μάλιστα άχρηστος υπάλληλος.
Σ’ αυτά τα τελευταία του χρόνια ο ποιητής δεν έπαψε να γράφει, παρόλο που η παραγωγή του ελαττώνεται σημαντικά.
Το 1911 γίνεται η έκδοση των «Ποιημάτων» του.  Η έκδοση αυτή γίνεται, πρώτον για να διασώσει μερικά ανέκδοτά του ποιήματα, όπως «Η 9η Ιουλίου...» και «Η Χιώτισσα...» και κατόπιν για να μαζέψει χρήματα από την πώληση του βιβλίου.
Ήταν η καλύτερη ποιητική συλλογή που εκδόθηκε ως την εποχή εκείνη στην Κύπρο.  Αποδείχτηκε φιλολογικό γεγονός εκ των υστέρων, γιατί τότε δεν το συνειδητοποίησε ούτε ο ίδιος ο Μιχαηλίδης.
Το βιβλίο αυτό είχε και από μια άλλη άποψη σημασία.  Στην ουσία είναι μια ανθολόγηση που έγινε από τον ίδιο τον ποιητή για την ποίησή του.  Έτσι μαθαίνουμε ποια ποιήματά του εκτιμούσε, στα τέλη της ζωής του, όταν το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής του παραγωγής είχε ολοκληρωθεί.
Το 1916 ο Μιχαηλίδης μπαίνει στο πτωχοκομείο της Λεμεσού.
Τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του είχε εκπληκτική πνευματική διαύγεια, ενδιαφέρον για τα κοινά και το μέλλον του ελληνισμού αλλά και καθημερινή επαφή με ανθρώπους κυρίως του λαού.  Προσπάθησε να συνθέσει ένα μεγάλο ποίημα για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, που έμεινε ατελείωτο και του οποίου αγνοείται η τύχη.  Αυτοσχεδιάζει στίχους και γράφει μερικά ποιήματα τα οποία δημοσιεύει στις εφημερίδες της Λεμεσού ή τα χαρίζει στους φίλους του.
Ο Μιχαηλίδης περαίνει στις 8 Δεκεμβρίου 1917.  Δύο εβδομάδες μετά το θάνατό του, μερικοί φίλοι του κινητοποιήθηκαν και του οργάνωσαν φιλολογικό μνημόσυνο, που είχε μεγάλη επιτυχία.


Η προσωπικότητα του Βασίλη Μιχαηλίδη

Διερευνώντας τα παιδικά του χρόνια διαπιστώθηκε ότι η μόρφωση που μπόρεσε να αποκτήσει δεν ήταν ούτε καν η μόρφωση ενός απόφοιτου του «αλληλοδιδακτικού».  Μετά βίας δηλαδή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «μη αναλφάβητος».
Κατόπιν η πνευματική και επαγγελματική του πορεία και η κοινωνική του συμπεριφορά δείχνει την τάση του να παρουσιάζεται ως λόγιος, να προτιμά να συναναστρέφεται με πλούσιους και μορφωμένους αστούς, τουλάχιστον μέχρι μια ορισμένη εποχή, να κάμνει συντονισμένο αγώνα για να επιβληθεί ως ποιητής, να επιζητεί ένα καλύτερο επάγγελμα στο χώρο της δημοσιογραφίας, να αποφεύγει ενέργειες που θα μπορούσαν να τον ζημιώσουν και τέλος όταν οι συνθήκες πια γίνονται ιδιαίτερα δυσμενείς γι’ αυτόν, να μην έχει τη δύναμη να τις αντιμετωπίσει και αν καταλήγει αλκοολικός στο πτωχοκομείο.


Η παιδεία του Βασίλη Μιχαηλίδη

Ο Μιχαηλίδης δεν έγραψε τίποτε άλλο εκτός από ποίηση, στην οποία βέβαια δεν ήταν απαραίτητο να διοχετεύει όλες τις γνώσεις του.
Είναι φανερό από τα χειρόγραφά του ότι οι ορθογραφικές γνώσεις του  είναι μικρές και ανταποκρίνονται σε μια ελλιπή σχολική φοίτηση.  Η ορθογραφική άγνοια όμως, δε σημαίνει απαραίτητα και άγνοια της ελληνικής γλώσσας και πολύ περισσότερο, δεν είναι ασφαλές κριτήριο για να θεωρηθεί κάποιος αμόρφωτος ή κακός ποιητής.
Από την αρχή (1873) ο ποιητής εκδηλώθηκε παράλληλα σε τρεις γλωσσικούς τρόπους:  Το κυπριακό ιδίωμα, τη δημοτική ή δημοτικίζουσα και την καθαρεύουσα.  Η προσπάθειά του να εκφρασθεί στην πανελλήνια γλώσσα (καθαρεύουσα, δημοτική, δημοτικίζουσα) είναι πολύ δύσκολη και λιγότερο επιτυχημένη, μια και προϋπόθετε άλλες ικανότητες που δεν μπορούσε να του τις προσφέρει η ολιγόχρονη θητεία του σε δάσκαλο ή σχολείο.
Η εκφραστική ικανότητα του Μιχαηλίδη ασφαλώς δεν είναι του επιπέδου ενός αγράμματου ή σχεδόν αγράμματου.  Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ποιητής σε κάποια περίοδο της ζωής του είτε μελέτησε κάπως πιο συστηματικά την ελληνική γλώσσα, είτε ότι η εκφραστική του ικανότητα οφείλεται στην έμφυτη εξυπνάδα του και στην ισχυρή γλωσσική του δεκτικότητα (αν όχι ιδιοφυία).
Ο ποιητής, άσχετα με το γλωσσικό ένδυμα που χρησιμοποιεί ο ίδιος, είναι θεωρητικά υπέρ της καθαρεύουσας.
Η εξυπνάδα και η δεκτικότητα του Μιχαηλίδη, που δεν είναι δυνατό να περιορισθούν στη γλωσσική και μόνο έκφραση, καλλιεργήθηκαν πρώτα με την τριβή του με την εκκλησιαστική πραγματικότητα και τις στενές σχέσεις του με ανώτερους ιερωμένους (έζησε στην Αρχιεπισκοπή, στη Μητρόπολη Κιτίου και στο παράτημά της στη Λεμεσό γύρω στα 15 χρόνια), κατόπιν με τη συνάφεια του με τους λόγιους της Λάρνακας και της Λεμεσού και τέλος από τα σκόρπια διαβάσματά του.
Ο Μιχαηλίδης φαίνεται να ξέρει πολλά πράγματα από την κυπριακή ιστορία χωρίς αυτό να σημαίνει πάντοτε συστηματική, ή σε βάθος γνώση.
Με βάση τα όσα εκτέθηκαν ως τώρα για τις γνώσεις και τα ενδιαφέροντα του Μιχαηλίδη, και τα όσα υποδηλώνει το ίδιο το έργο του, συμπεραίνεται ότι ο ποιητής, αν και η σχολική του παιδεία ήταν ασήμαντη, κατάφερε, με την εξυπνάδα του, τις συναναστροφές του, τις προσωπικές του αναζητήσεις, την παρακολούθηση των εφημερίδων της εποχής και τα σκόρπια διαβάσματά του, να κατακτήσει, όχι βέβαια άψογα και χωρίς λάθη, αλλά αρκετά ικανοποιητικά και εντυπωσιακά για την προσωπική του περίπτωση, την πανελλήνια γλώσσα (καθαρεύουσα και δημοτική), να γνωρίζει τουρκικά και λίγα αγγλικά, να αποκτήσει πολλές γενικές γνώσεις.
Αυτό το ευρύ φάσμα γνώσεων τον κατατάσσει όχι στην κατηγορία των αγράμματων, αλλά των μορφωμένων της εποχής του, έστω και αν η επεξεργασία των γνώσεων αυτών γίνεται συχνά με έντονη λαϊκότητα, αφέλεια και αυθορμητισμό.  Στην πραγματικότητα ο Μιχαηλίδης είναι ένας εξελιγμένος λαϊκός άνθρωπος, που ευτυχώς, παρά τη δική του προσπάθεια, δεν κατάφερε να αποκοπεί από τις ρίζες του και τη φωνή της γης του.

Το έργο του Βασίλη Μιχαηλίδη

Ο Μιχαηλίδης, όσο ζούσε, τύπωσε δυο ποιητικές συλλογές.  «Την Ασθενή Λύρα» (1882) και τα «Ποιήματα» (1911).  Τα υπόλοιπα ποιήματα και στιχουργήματά του τα άφησε σκόρπια, είτε δημοσιευμένα σε εφημερίδες, περιοδικά και μονόφυλλα, είτε χειρόγραφα.
Από τη μελέτη των ποιημάτων του Μιχαηλίδη έχουν επισημανθεί μερικά χρήσιμα στοιχεία:
1. Ότι ο ποιητής από πολύ μικρός είχε την ευκαιρία να ζυμωθεί με την ποίηση, δημοτικά και
ποιητάρικη.
2. Ότι από την αρχή της ποιητικής του σταδιοδρομίας παρουσιάζεται και το πρόβλημα της
γλωσσικής του αβεβαιότητας, που θα παραμείνει άλυτο ως το τέλος της ζωής του.
3. Από άποψη περιεχόμενου, ο ποιητής κατατρίβεται πολύ σε ποιήματα πατριωτικά, επικαιρικά  και σατιρικά, διαφημιστικά και επιδίδεται ελάχιστα σε ελεύθερες συνθέσεις.
Βλέπουμε επίσης και μια ρομαντική αντίληψη σε ορισμένα, στα οποία παρατηρούνται τα στοιχεία της απαισιοδοξίας, πατριδολατρίας και συχνής αναδρομής στο παρελθόν και τις αξίες του.
4. Κύρια χαρακτηριστικά της ποίησής του είναι η τάση του προς την αφηγηματικότητα αλλά και
η έλλειψη επεξεργασίας του λόγου.
5. Είναι εμφανής η βαθμιαία εγκατάλειψη των ρομαντικών χαρακτηριστικών, εξαιτίας των
κοινωνικών και θεματογραφικών δεδομένων.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι ο Βασίλης Μιχαηλίδης, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως «εθνικός ποιητής», υπήρξε γνήσιο δείγμα του αλύτρωτου Έλληνα της περιφέρειας το 19ου αιώνα, που έζησε με τα μαγαλοϊδεάτικα οράματά του, αλλά και με τις ασήμαντες δυνατότητες (πνευματικές, κοινωνικές, οικονομικές) που μπορούσε να προσφέρει η εποχή σ’ ένα άνθρωπο που ξεκινούσε τη ζωή του από ένα φτωχό, αγροτικό περιβάλλον.
Όταν άφηνε τον εαυτό του να εκφραστεί ελεύθερα, μακριά από τους κοινωνικούς συμβατισμούς και τις διάφορες κοινωνικές του προσπάθειες, τότε το αποτέλεσμα της δουλειάς του ήταν εξαιρετικό (π.χ. «Η 9η Ιουλίου»).  Αντίθετα, όταν προσπαθούσε να ακολουθήσει την επικαιρότητα ή να προβάλει τον εαυτό του με την ευκαιρία κάποιου γεγονότος, έγραφε ασήμαντα πατριωτικά, σατιρικά, επικαιρικά, διαφημιστικά κ.ά. ποιήματα, στην καθαρεύουσα και στη δημοτική.  Η ποιότητα στο έργο του Βασίλη Μιχαηλίδη εξαρτιόταν απόλυτα από το γλωσσικό του ένδυμα, που και αυτό εξαρτιόταν από το βαθμό της συγκίνησής του στη συγκεκριμένη στιγμή της έμπνευσης, που του επέτρεπε να λειτουργήσει πότε ως λόγιος και πότε ως λαϊκός ποιητής.




Από το Βιβλίο: «Η ζωή και το έργο του Βασίλη Μιχαηλίδη»
Εκδόσεις Χρ. Ανδρέου, Β’ Έκδοση, Τόμος Α

Σχόλια