ΒΙΒΛΙΟ : ΣΕΦΕΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΚΑΛΟΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ

Στις 18 Αυγούστου του 1954, κι αφού μόλις έχει ολοκληρώσει τη δεύτερη γραφή του μυθιστορήματος «Εξι νύχτες στην Ακρόπολη», ο Γιώργος Σεφέρης καταπιάνεται με τη γραφή ενός μυθιστορήματος, το οποίο ποτέ δεν ολοκλήρωσε. «Βαρνάβας Καλοστέφανος» είναι ο τίτλος αυτού του πεζού σχεδιάσματος, το οποίο ο ίδιος χαρακτήριζε «προχωρημένη αφήγηση, μυθιστόρημα όπως το έλεγα τότε».
Η πρώτη γραφή αυτού του δεύτερου μυθιστορήματος του Γιώργου Σεφέρη δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η τελευταία χρονολογημένη εγγραφή του είναι στις 22 Φεβρουαρίου του 1956. Και ποτέ δεν κυκλοφόρησε σχολιασμένη από φιλολόγους, αφήνοντας πάντα ένα κενό στο σεφερικό corpus. Το αμέσως επόμενο διάστημα, το Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τράπεζας θα εκδώσει τον «Βαρνάβα Καλοστέφανο», με εισαγωγή και σχόλια της φιλολόγου Ναταλίας Δεληγιαννάκη, η οποία μελετάει επί πολλά χρόνια αυτό το μυθιστορηματικό σχεδίασμα.
Στις σελίδες του θα συναντήσουμε έναν Ελληνα από τη Φοινίκη, τον Σταύρο, που επισκέπτεται την Κύπρο. Εκεί τον υποδέχεται ο Κύπριος φίλος του Βαρνάβας Καλοστέφανος, περσόνα του Ευάγγελου Λοΐζου, του Κύπριου φίλου του Γιώργου Σεφέρη, στο σπίτι του οποίου στην Αμμόχωστο -«ένα σπίτι που πάει να γίνει φυτό»- φιλοξενήθηκε ο Σεφέρης στα ταξίδια του στην Κύπρο. Οι δύο φίλοι πίνουν τον καφέ τους στο «Λήδρα Πάλλας» και μετά φεύγουν για τα Βαρώσια. Λίγο αργότερα, φτάνει στην Κύπρο μια γυναίκα από την Αθήνα, η Βάσω, που παραπέμπει στη Μαρώ Σεφέρη.
Πίκρα για τους Αγγλους
Το κύριο χαρακτηριστικό του σχεδιάσματος αυτού είναι τα αιχμηρά σχόλια για την Αγγλοκρατία. «Βγαίνει πολλή οργή και πίκρα στα σχεδιάσματα. Τον καίει το Κυπριακό, που τότε άρχισε να διεθνοποιείται και τον καίνε οι Αγγλοι», λέει στην «Κ» η Ναταλία Δεληγιαννάκη. «Ισως στο πεζό σχεδίασμα να διατυπώνεται αυτή η πίκρα με μεγαλύτερη αμεσότητα απ' ό,τι στα ποιήματα. Το φιλολογικό ενδιαφέρον είναι το «εργαστήρι» και η «συνομιλία» με τα ποιήματα. Τι συνεχίζεται και τι αναπτύσσεται
ανάμεσα στο πεζό και στα ποιήματα», συμπληρώνει η Ναταλία Δεληγιαννάκη.
Γιατί δεν ολοκληρώθηκε άραγε αυτό το μυθιστόρημα; Δεν του βγήκε; Τον απορρόφησαν περισσότερο οι διπλωματικές του υποχρεώσεις και δεν είχε τον χρόνο να αφιερωθεί για ένα μυθιστόρημα; Ο Γιώργος Σεφέρης έχει κάνει ήδη το πρώτο του ταξίδι στην Κύπρο και ετοιμάζεται για το δεύτερο. Την ίδια περίοδο έχει καταπιαστεί με τα κυπριακά ποιήματα, σιγά σιγά τα ολοκληρώνει και είναι αυτά που αποτελούν τη συλλογή «Κύπρον ου μ' εθέσπισεν...», ενώ συνεχίζει να γράφει τον «Βαρνάβα Καλοστέφανο». Αρχικός τίτλος αυτού του μυθιστορήματος ήταν «Ο Στράτης Θαλασσινός στην Κύπρο». Λίγο αργότερα όμως το αλλάζει και του δίνει τον τίτλο του κεντρικού του ήρωα -Βαρνάβας Καλοστέφανος- με υπότιτλο «Χρονικό της Κύπρου 1953» και έναν δεύτερο: «Ενα συναισθηματικό ταξίδι στην Κύπρο».
Ο ποιητής κι ο διπλωμάτης
Είναι η εποχή που ο Γιώργος Σεφέρης γνωρίζει την Κύπρο και αυτό το νησί «πλάτυνε το αίσθημα που είχα για την Ελλάδα», όπως έγραφε στον Κύπριο ζωγράφο Διαμαντή. Είναι όμως και η εποχή η κρίσιμη για το Κυπριακό. Στον ΟΗΕ κατατίθεται το αίτημα του κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση, την ίδια στιγμή που η βρετανική κυβέρνηση λέει ότι «δεν υφίσταται κυπριακόν ζήτημα ούτε εις το παρόν ούτε εις το μέλλον». Είναι η εποχή που αρχίζει η ένοπλη δράση της ΕΟΚΑ, που συνέρχεται η τριμερής διάσκεψη του Λονδίνου, που ξεκινούν οι διεργασίες οι οποίες οδήγησαν στις συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου. Ο Γιώργος Σεφέρης παρακολουθεί όλα αυτά τα γεγονότα και από την πλευρά του ποιητή και από την πλευρά του διπλωμάτη. Και συμμετέχει ενεργά και με τις δύο του ιδιότητες.
Γι' αυτό το ημιτελές δεύτερο πεζό του Γιώργου Σεφέρη, ας κρατήσουμε την εκτίμηση του Γ. Π. Σαββίδη, όπως τη διατύπωσε στο Β΄ Διεθνές Κυπρολογικό Συνέδριο το 1987: «Αρκεί να επισημάνω πως (το έργο) έχει δύο κύριες συναισθηματικές διαστάσεις, προσωπική και πολιτική, και ότι ενώ η τοπική και χρονική διάσταση είναι βασικά η Κύπρος του 1953, γεωγραφικά εξακτινώνονται στην Ελλάδα, στην Αγγλία και στη Μέση Ανατολή, και ιστορικά στην αρχαία, τη μεσαιωνική και τη νεότερη εποχή, με ιδιαίτερη έμφαση στα χρόνια 1931, 1944 και φυσικά 1953».
Από το μυθιστορηματικό σχεδίασμα, στο οποίο ο Γιώργος Σεφέρης αποτυπώνει τη μεγάλη εντύπωση που του έκανε η Κύπρος, πολιτισμικά και πολιτικά, η «Κ» δημοσιεύει σήμερα δύο ανέκδοτα αποσπάσματα.
Το πνευματικό νυστέρι
Στον καιρό της Τουρκοκρατίας ήμασταν. .. ψυχές (το νησί ερημώθηκε ολωσδιόλου και επί Αγ. Κωσταντίνου πρβλ.)· τώρα είμαστε 400 χιλ. (δες ακριβές νούμερο) και πληθαίνουμε (annual report) - όσο πάμε βαραίνουμε περισσότερο, ενοχλητικά. Οι Εγγλέζοι έλεγαν κάποτε να μας αφήσουν να ζήσουμε όπως θέλουμε στον κόσμο μας· το 'βρισκαν φυσικό. Οσο ήταν δυνατοί και πλούσιοι, τίποτε δεν τους εμπόδιζε να είναι λογικοί, να παραδέχουνται τη φύση των πραγμάτων. Αυτό κράτησε ώς το τέλος του πολέμου του '14, νομίζω. Σαν άρχισε ο πρώτος μεσοπόλεμος, η φτώχεια χτύπησε την πόρτα της αυτοκρατορίας: ο κακός συμβουλάτορας· άρχισαν να γίνουνται τσιγκούνηδες, να μετράνε δεκάρες· έτσι γίναμε κι εμείς μια από τις δεκάρες που τους απόμεναν -αλλάξανε, δεν εννοούν να μας αφήσουν- για να μας βγάλουν το ξύγκι -ή για να μας παζαρέψουν με άλλους- με τους Τούρκους, με τους Σουδανέζους - ξέρω κι εγώ. Συλλογίστηκε κανείς ότι όταν έγινε η αλλαγή της πολιτικής τους που σημείωσε ο ξεσηκωμός του '31 ήταν η σημαδιακή εποχή που έφυγαν από το Gold Standard - κι ωστόσο τότε ήταν ακόμη παράδεισος. Τώρα που γεύτηκαν τ' αυγά του γλάρου (χήνας) και την κρέμα από φάλαινα, χαιρέτα μου τον πλάτανο. - Τι πρέπει να κάνουν; Πληθαίνουμε και βαραίνουμε με τα μυαλά που έχουμε (δεν είμαστε Κρητικοί - είμαστε υπομονετικοί άνθρωποι - ανατολή: μοιρολάτρες). Αφού θέλουν να μας κρατήσουν -δεν έχουν τίποτε άλλο στη διάθεσή τους παρά να μας αποστειρώσουν- αν ήταν ναζίδες, θα είχαν εγκαταστήσει αποστειρωτικά πρατήρια σ' όλα τα χωριά του νησιού και δώσ' του μεροκάματο το νυστέρι. Αλλά τούτοι έχουν το habeas corpus -μένουμε σωματικά ακέραιοι και «ελεύθεροι»- βγάλαν λοιπόν άλλη μηχανή, το πνευματικό νυστέρι -να μας κάνουν μπαστάρδους- σαν εκείνον τον Νοστρόμο· τον είδες και τον άκουσες. Σπαρτοί Κύπριοι κ.λπ. αγοράζουν - Σχολειά. - Τώρα πέσαν και στους αγρότες. [φφ. 67-68] *
Το νόμισμα
Θυμήθηκα σήμερα το νόμισμα. O Βαρνάβας το έπαιζε με τα δάχτυλά του καθώς προχωρούσε το αυτοκίνητο. Το έβλεπα κάθε φορά που γύριζα να του μιλήσω - καθόμουν πλάι στον οδηγό. Ηταν ένας οβολός της Πάφου με τον όρθιο ταύρο και τον αετό με διάπλατα ανοιγμένες τις φτερούγες. Εκεί, σ' αυτές τις φτερούγες, έπεσε μια στιγμή η τελευταία αχτίνα του ήλιου που είδα εκείνη τη μέρα. Πλησιάζαμε το Βράχο του Ρωμιού. Ο ήλιος σε λίγο βυθιζόταν μέσα στο ανοιχτό πέλαγος.
- Σε ποιο πλάτος είμαστε, ρώτησε η Βάσω, πού πάει ο ήλιος;
- Στην Κρήτη, είπε ο Βαρνάβας.
Εγινε μια σιωπή κι έπειτα:
- Τον είδες τον άνθρωπο που μου το πούλησε αυτό το νόμισμα στα Κούκλια;
Η Βάσω δεν τον είχε δει. Τριγύριζε μαζί μου στα φτωχά ερείπια του ναού της Αφροδίτης.
- Ηταν σακάτης, είπε ο Βαρνάβας. Κουλός. Μου έλεγε πως έχασε το χέρι του στο Τομπρούκ. Παράξενο ένας σακάτης σ' αυτά τα μέρη.
Γύρισα και τον κοίταξα.
- Δεν το καταλαβαίνεις, μου είπε, σ' αυτά τα μέρη της αγάπης. Για σκέψου, μπορεί να κράτησε αυτό το νόμισμα ο ξένος προσκυνητής του ναού, μπορεί να το 'ριξε σε μια γυναίκα που περίμενε. Δεν το είχα συλλογιστεί πως ανάμεσα στους ξένους που έλεγαν το «Επικαλέω» μπορεί να ήταν και σακάτηδες. Και η γυναίκα δεν μπορούσε να αρνηθεί, ήταν υποχρεωμένη να πάει μαζί του, και με τον κουλό και με τον κουτσό [φ. 5] *
* Οι αριθμοί παραπέμπουν στα αντίστοιχα χειρόγραφα του Σεφέρη.
http://www.kathimerini.gr/
ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ  ΑΘΗΝΑ 2007

ΒΙΒΚΙΟΘΗΚΗ : Δρ. Σπύρου Δημητρίου

Σχόλια