Το τεταμένο κλίμα που επικρατούσε στην Κύπρο χρόνια πριν από την τουρκική εισβολή περιγράφεται με λεπτομέρειες στο δεύτερο μέρος του κειμένου του Ναυτικού Διοικητή Γ. Παπαγιάννη.
Μετά από λίγο έγινε στην Ελλάδα το δημοψήφισμα για την έγκριση του νεόυ Συντάγματος και την κατάργηση της Βασιλείας στην Ελλάδα, όπου με έξαιρετικά μεγάλη πλειοψηφία ενεκρίθησαν και τα δύο. Ο υποπλοίαρχος Παπαργύρης την επομένη του δημοψηφίσματος, μπήκε στον γραφείο μου, λέγοντας “Τα μάθατε, κατηργήθει η Βασιλεία στην Ελλάδα”. Στενοχωρημένος για τις εξελίξεις αυτές και τις επιλογές της Ελληνικής Κυβέρνησης, του απάντησα με μία φράση “Γιώργο, αρχή δεινών για τον τόπο”. Με λύπη μου, σε μερικές ημέρες αλλάξαμε το στέμμα από το καπέλο μας και τα κουμπιά της στολής και το αντικαταστήσαμε με το σύμβολο της 21ης Απριλίου. ( Τον αναγεννόμενο από τις στάχτες φοίνικα)
Κρατιώμαστε όσο το δυνατόν μακρυά από τις διαμάχες της ΕΟΚΑ Β’ και του εφεδρικού, οι οποίες με τον καιρό γινόντουσαν όλο και πιο βίαιες, με ανατινάξεις αστυνομικών σταθμών, ένοπλες συμπλοκές, με ανθρώπινα θύματα εκατέρωθεν, και βασανιστήρια των συλλαμβανομένων από τους εφεδρικούς μελών της ΕΟΚΑ Β’.
Με τον νέο διοικητή της Ε.Φ. οι σχέσεις μου ήταν τυπικές. Ο άνθρωπος δεν ήταν του επιπέδου του Χαραλαμπόπουλου, παρίστανε τον “επαναστάτη” υποστηρικτή της 21ης Απριλίου, και μετά το κίνημα του Ναυτικού, θεωρούσε ότι υπάρχει μόνο Σ.Ξ., και αγνοούσε το Ναυτικό και την Αεροπορία. Προσωπικά για εμένα δεν έβλεπε με καλό μάτι τις επαφές που είχα με τους ξένους στρατιωτικούς ακολούθους -διότι πλην της Ελληνικής, δεν ήξερε άλλη γλώσσα- καθώς και τις επαφές μου με τον Υπουργό Εσωτερικών και τους παράγοντες του υπουργείου του.
Ευτυχώς η συνεργασία μου με τον επιτελάρχη του ΓΕΕΦ ταξίαρχο Παύλο Παπαδάκη (ο οποίος εδήλωνε αλλά και ήταν ιδεολογικά πραγματικός “επαναστάτης” και υποστηρικτής των συνταγματαρχών) ήταν εξαιρετική (παρά το γεγονός ότι εγώ ήμουν πιστός “βασιλικός”) και έτσι ότι πρόβλημα είχα το επέλυα με την βοήθειά του.
Τον Αύγουστο του 1973 ο Ντενίσης διέταξε το 3ο Ε.Γ. του ΓΕΕΦ να συντάξει και να εκδόσει προς όλες τις δυνάμεις της Ε.Φ. οδηγίες μάχης και εμπλοκής. Μετά 15 ημέρες έλαβα από το 3ο Ε.Γ. γραφείο του ΓΕΕΦ τις οδηγίες μάχης, και με έκπληξη μου είδα ότι περιελάμβανε και οδηγίες μάχης για τα πλοία μου, (αστείες και ανεφάρμοστες από πλοία), που είχαν συνταχθεί εν αγνοία μου, και από ένα αντισυνταγματάρχη, ο οποίος ως ήτο φυσικό δεν είχε γνώση του αντικειμένου. Έγινα έξαλλος, τόσο για το περιεχόμενο των οδηγιών, όσο και για το γεγονός ότι δεν είχα κληθεί να συνεργαστώ για την σύνταξή των, και επί πλέον έφεραν φαρδιά πλατιά από κάτω την υπογραφή του Ντενίση, για άμεση εφαρμογή. Αμέσως συνέταξα ένα έγγραφο προς το 3ο Ε.Γ. γραφείο της Ε.Φ. με κοινοποίηση στον Αρχηγό και στον Επιτελάρχη της Ε.Φ. με το οποίο επέστρεφα “ως απαράδεκτο” το κείμενο των οδηγιών που αφορούσε την ΝΔΚ, διότι αυτές ήταν ανεφάρμοστες για πλοία, είχαν συνταχθεί από αξιωματικό που δεν είχε γνώσει του αντικειμένου, και υπενθύμιζα ότι ο μόνος αρμόδιος για έκδοση οδηγιών μάχης και εμπλοκής για το Ναυτικό ήμουν εγώ, και κανείς άλλος. Όταν πήρε το έγγραφό μου ο Ντενίσης, του “ηλθε το αίμα στο κεφάλι”. Με εκάλεσε στο γραφείο του, για να με επιπλήξει, και με απείλησε ότι θα με τιμωρήσει. Εγώ σοβαρός, και σε στάση προσοχής του απήντησα, ότι δεν έχω απαλλοτριώσει τις γνώσεις μου για το «όπλο» μου, ούτε τα δικαιώματά μου, υπέρ οιουδήποτε, και ότι επιμένω στα γραφόμενά μου, διότι ήδη από έτους έχω εκδόσει τις σχετικές οδηγίες, προς τα πλοία μου και τις υπηρεσίες μου, και εάν επιμείνει στις οδηγίες του 3ου Ε.Γ. τότε θα ζητήσω τον επαναπατρισμό μου στην Ελλάδα, αναφέροντας τους λόγους, και ας στείλουν άλλο Ναυτικό Διοικητή, που να αποδεχθεί τις οδηγίες του. Στην διένεξη μας, η οποία είχε φθάσει πλέον στα όρια της εκρήξεως επενέβει ο Επιτελάρχης Παπαδάκης, ο οποίος μου έδωσε δίκαιο σε ότι έλεγα, αλλά μου είπε ότι το έγγραφό μου ήταν οξύ,( και ήταν όντως), και συνέστησε να τηρήσω τις δικές μου οδηγίες μάχης και να μή λάβω υπ’ όψιν τις αντίστοιχές του 3ου Ε.Γ. τις οποίες θα ακυρώσει ως προς το Ναυτικό. Εγώ συμφώνησα και η συζήτησις τελείωσε. Επειδή όμως έβλεπα μία τάση από τον Ντενίση να μη υπολογίζει τα άλλα “όπλα” περίμενα και συνέχεια. Όντως μετά μερικές ημέρες ο Ντενίσης με ειδοποίησε ότι ήθελε να επιθεωρήσει την Ναυτική Βάση “Χρυσούλης”. Ειδοποίησα σχετικά τον διοικητή της να ετοιμάσει την βάση για επιθεώρηση, και μετά δύο ημέρες, πήγαμε με τον στρατηγό για την επιθεώρηση. Η κατάστασις στο στρατόπεδο ήταν από εξαιρετική έως αρίστη. Τα πάντα ήταν άψογα. Στην επιθεώρηση του προσωπικού ο Ντενίσης ρωτούσε τους υπαξιωματικούς και ναύτες τα συνηθισμένα. Από που κατάγονται και τι ειδικότητα έχουν. Άκουγε τεχνίτης πυροβόλων, ή τορπιλών, αρμενιστής, σηματωρός, κλπ. οπότε γυρίζει και μου λέει με κάπως υποτιμητικό τρόπο. Μα καλά δεν έχεις μαχίμους στο Ναυτικό, όπως πεζικάριους κλπ. Ο άνθρωπος φαινόταν ότι ήταν «λίγος». Του απάντησα ότι στο ναυτικό όλοι είναι μάχιμοι, ακόμα και οι μάγειροι, οι οποίοι εξοπλίζουν μαζί με άλλους μάχιμες θέσεις στα πλοία και τις υπηρεσίες, και πολεμούν. Δεν ξαναείπε τίποτα. Μόνο θέλησε να τιμωρήσει με φυλάκιση έναν υποπλοίαρχο (τον Κανδαλέπα), γιατί είχε πολλά μαλλιά. Του εξήγησα ότι φυλάκισις στους αξιωματικούς του Ναυτικού επιβάλλεται σύμφωνα με τις Διατάξεις του Β.Ν. για πάρα πολύ σοβαρά παραπτώματα και πρέπει να εκτελείται δια εγκλεισμού σε κελί στρατιωτικής φυλακής, σε αντίθεση με τους αξιωματικούς του στρατού, που εκτελούν την ποινή όπως εμείς τον περιορισμό. Κατόπιν τούτου τιμώρησε τον υποπλοίαρχο με περιορισμό 5 ημερών. Αλλά και εγώ του την φύλαγα. Είχα παρατηρήσει ότι προσερχόμενος στο ΓΕΕΦ κάθε πρωί με το υπηρεσιακό μου αυτοκίνητο, οι νέοι οπλίτες της ΕΣΑ που ήταν στην πύλη δεν με χαιρετούσαν, ενώ χαιρετούσαν κανονικά ακόμη και εισερχομένους ανθυπολοχαγούς. Ένα πρωί σταμάτησα το αυτοκίνητο στην πύλη κάλεσα κοντά μου το οπλίτη και τον ρώτησα γιατί δεν με χαιρετάει όταν εισέρχομαι στο ΓΕΕΦ. Μου απάντησε απορρημένος και φοβισμένος “Δεν ξέρω τι είστε, και τι βαθμό φέρετε”. Ανέβηκα στο γραφείο μου, και έγραψα μία αναφορά προς το ΓΕΕΦ, αναφέροντας το γεγονός, και σημειώνοντας ειρωνικά ότι υπάρχουν και αξιωματικοί και άλλων όπλων πλην του Σ.Ξ., και ότι θα πρέπει οι οπλίτες της Ε.Φ. να το γνωρίζουν, και εφόσον δεν το ξέρουν να τους γίνουν μαθήματα στις μονάδες τους. Εφόσον δε το επιθυμούν είμαι διατεθειμένος να τους αποστείλω έγχρωμους πίνακες με τα διακριτικά των αξιωματικών του Ναυτικού και της Αεροπορίας σε αντιστοιχία με τα ίδια του Σ.Ξ.
Σε μερικές ημέρες το ΓΕΕΦ εξέδωσε διαταγή προς όλες τις μονάδες του με τους πίνακες αντιστοιχίας των βαθμών, και έτσι τόσο εμείς του Ναυτικού όσο και οι συνάδελφοί μας αεροπόροι λαμβάναμε τον χαιρετισμό που εδικαιούμεθα.
Από ότι μου είπε ο φίλος μου αντισυνταγματάρχης διευθυντής του 1ου Ε.Γ. ο Ντενίσης δεν ήθελε να βγάλει τέτοια διαταγή, για να μη <μειωθεί> !!!
Από την ημέρα που είχα έλθει στην Κύπρο προσπαθούσα να αξιοποιήσω την παλαιά ξύλινη τορπιλλάκατο, που μας είχε δώσει η Κυπριακή κυβέρνησις, αλλά χωρίς επιτυχία.Το ξύλινο σκάφος λόγω πολυκαιρίας παρουσίαζε διαρροές. Η μηχανή παρόλες τις επισκευές που της κάναμε, δεν απέδιδε και δεν μπορούσε να κρατήσει πολλές στροφές με αποτέλεσμα η ταχύτης του σκάφους να είναι μόνο 10-12 κόμβους, μόλις ανεβάζαμε στροφές για μεγαλύτερη ταχύτητα ξεμπλοκάριζε η μηχανή και δούλευε χωρίς να γυρίζει η προπέλα. Έκανα ένα έγγραφο στο υπουργείο εσωτερικών και τους ζήτησα να πάρουν πίσω το σκάφος, και να το χρησιμοποιήσουν όπως αυτοί θέλουν, γιατί είναι ακατάλληλο για πολεμικό. Ενοχλήθηκαν και έστειλαν μία επιτροπή στην Ναυτική βάση, μαζί με το πωλητή του σκάφους μεγαλοεπιχειρηματία Καϊσή, για να εξετάση το σκάφος. Είδαν το χάλι του, και συμφώνησαν μαζί μου, πλην του πωλητού, ο οποίος προέτινε, να το αλλάξη με ένα άλλο του ιδίου τύπου, αλλά βέβαια της ιδίας ηλικίας. Οι υπάλληλοι του υπουργείου έδειξαν να συμφωνούν, εγώ αντέδρασα και τους είπα ότι δεν το θέλω, και ότι επιθυμώ να έχω πολεμικά πλοία και όχι σκάφη scrap, κατάλληλα ίσως για θαλαμηγοί αναψυχής, και τους ζήτησα να το πάρουν πίσω και ας το δώσουν στην αστυνομία ή στους πλοηγούς των λιμανιών. Φύγανε μουδιασμένοι, ο δε Καϊσής ούτε που με χαιρέτησε.
Μετά μερικές ημέρες με εντολή του υπουργείου παρέδωσα το σκάφος στην αστυνομία Αμμοχώστου, και απηλλάγην από αυτόν τον μπελά.
Με το πέρασμα του χρόνου η κατάστασις στην Κύπρο από τις επιχειρήσεις της ΕΟΚΑ Β’, κατά
του Μακαρίου, και των εφεδρικών κατά της ΕΟΚΑ Β’ είχε εκτραχυνθεί μέχρι που δεν πήγαινε άλλο. Μάχες, στα ορεινά, οδομαχίες στις πόλεις, ανατινάξεις κυβερνητικών κυρίως κτιρίων, και γενικώτερα μία κατάστασις πολύ άσχημη. Οι υπηρεσίες του Μακαρίου είχαν εντείνει τις παρακολουθήσεις μας, καθώς θεωρούσαν ότι όλοι οι Ελλαδίτες ήταν μαζί με την ΕΟΚΑ Β’. Ένα απόγευμα του Σεπτεμβρίου δύο διμοιρίες καταδρομέων γύριζαν στο στρατόπεδό τους από ασκήσεις, με τρία φορτηγά αυτοκίνητα, τραγουδώντας εμβατήρια, και φωνάζοντας “Ενωσις”. Στο κέντρο της Λευκωσίας, τους μπλόκαραν τρεις διμοιρίες εφεδρικών με βαρέα όπλα, σταμάτησαν τα φορτηγά και αξίωσαν να μη ξανακουστεί η κραυγή “Ενωσις”. Ο επί κεφαλής Έλλην υπολοχαγός, κρατώντας την ψυχραιμία του τους εκάλεσε να ανοίξουν αμέσως τον δρόμο, ενώ οι επί κεφαλής ανθυπολοχαγοί (Κύπριοι) και οι καταδρομείς ετοίμασαν τα όπλα τους για μάχη. Ο υπολοχαγός τηλεφώνησε αμέσως στον διοικητή του αντισυνταγματάρχη Κομπόκη, και αυτός ειδοποίησε αμέσως τον Ντενίση, αφού έκανε αρκετή ώρα να τον εντοπίσει διότι έπαιζε χαρτιά σε φιλικό του σπίτι. Ο Κομπόκης στο μεταξύ πήγε στον τόπο του επεισοδίου και συγκράτησε τους καταδρομείς οι οποίοι είχαν θεωρήσει μεγάλη προσβολή αυτό που είχε γίνει, και ήταν έτοιμοι να επιτεθούν στους εφεδρικούς. Ο Ντενίσης όταν αντελήφθη το κρίσιμο της καταστάσεως, ήλθε σε επαφή με τον υπουργό εσωτερικών και αυτός με τον Μακάριο, και τελικά απεχώρησαν οι εφεδρικοί μετά δύο ώρες, κραυγάζοντες Μακάριος, Μακάριος, ενώ οι καταδρομείς ανταπαντούσαν Ενωσις, Ενωσις.
Ο Ντενίσης την επομένη έκανε μία χλιαρή διαμαρτυρία στον υπουργό εσωτερικών, αλλά αυτός του απήντησε ότι το εφεδρικό σώμα της αστυνομίας τυπικά μόνον ανήκε στο υπουργείο του, και στην ουσία έπαιρνε διαταγές από τον Μακάριο απ’ευθείας. Σε σύσκεψη που είχαμε στο ΓΕΕΦ επί του επεισοδίου, προετάθει από ορισμένους να εκδοθεί διαταγή και να απαγορευθεί η λέξις “Ενωσις” ως σύνθημα, αλλά αντιδράσαμε η πλειοψηφία των παρισταμένων αξιωματικών και η πρότασις απεσύρθει. Το επεισόδιο μας είχε πεισμώσει. Δεν είχαμε έλθει στην Κύπρο για να εξυπηρετήσουμε τις προσωπικές φιλοδοξίες του Μακαρίου, αλλά για να προστατεύσουμε την Νήσο από εξωτερικό εχθρό!
Μετά μία εβδομάδα, με ένα νέο νόμο ο Μακάριος, κατήργησε και την Ελληνική ιθαγένεια στους Κυπρίους από τις ταυτότητές τους. Μέχρι τότε στις ταυτότητές τους ανεγράφετο Υπηκοότης. Κυπριακή, και Ιθαγένεια. Ελληνική (για τους Ελληνοκυπρίους) ή Τουρκική(για τους Τουρκοκυπρίους). Με τον νέο νόμο υπήρχε η λέξις Κυπριακή και στην υπηκοότητα και στην ιθαγένεια. Αυτό βέβαια για τους Ελληνοκυπρίους. Διότι οι Τουρκοκύπριοι δεν εδέχοντο την αλλαγή. Σιγά- σιγά αρχίσαμε να αισθανόμεθα ότι είμεθα ανεπιθύμητοι στο νησί. Βεβαίως οι “ενωτικοί” Κύπριοι οι οποίοι εκείνη την εποχή ήσαν περίπου το 60% του πληθυσμού, δεν συμφωνούσαν με τους χειρισμούς του Μακαρίου, και ανοικτά μας έδιναν την υποστήριξή τους σε κάθε ευκαιρία. Επί πλέον το επιβαλλόμενο άνωθεν ανθελληνικό πνεύμα, και οι παρακολουθήσεις που μας εγένοντο μας έκαναν να διακείμεθα φιλικά προς την ΕΟΚΑ Β’ παρόλο που αυτή δεν είχε καλές σχέσεις με την τότε Ελληνική κυβέρνηση.
Τον Σεπτέμβριο του 1973 ένας γείτονας “ενωτικός” με επληροφόρησε ότι κάθε βράδυ το σπίτι το παρακολουθούν οι εφεδρικοί. Τον ευχαρίστησα και του είπα ότι το ξέρω.
Τον Οκτώβριο έκανα μία επιθεώρηση στο ΣΕΠ του ακρωτηρίου ‘Απόστολος Ανδρέας’. Πηγαίνωντας εν στολή με το υπηρεσιακό μου αυτοκίνητο και με πινακίδα που να γράφει ΝΔΚ, στον δρόμο προς το Ριζοκάρπασσο υπήρχε ένα μπλόκο των εφεδρικών. Ένας από αυτούς έκανε σήμα να σταματήσω παρά την πινακίδα του αυτοκινήτου και τις χαρακτηριστικές μεγάλες κεραίες που είχε. Είπα στον οδηγό μου να τον αγνοήσει και να συνεχίσει τον δρόμο του. Ενώ τον είχαμε προσπεράσει περί τα 50 μέτρα αντελήφθην ότι πυροβόλησε στον αέρα. Είπα στον οδηγό μου να σταματήσει και να κάνει όπισθεν. Μόλις τον πλησιάσαμε πετάχτηκα έξαλλος έξω κρατώντας στο χέρι το πιστόλι μου, και του λέω “κοίταξε καθίκι, εγώ δεν σηκώνω τέτοια, θα πάρω το καλάσνικωφ που έχεις και θα στο βάλω στον κ…. σου”. Επενέβη ένας λοχίας και μου ζήτησε συγνώμη για την αβλεψία του υφισταμένου του. Τους ξαναέβρισα και έφυγα. Όταν γύρισα στο γραφείο μου στην ΝΔΚ, εξέδωσα γραπτή διαταγή προς τις υπηρεσίες μου, με την οποία τους διέτασσα να μη δεχθούν επί ουδενί λόγω οιονδήποτε έλεγχον από εφεδρικούς σε οποιονδήποτε μέρος της Κύπρου, και επι πλέον διέτασσα την ΝΒΧ να έχει πάντοτε σε ετοιμότητα ομάδα εκ 15 υπαξιωματικών και ναυτών, υπό αξιωματικό, απάντων ενόπλων, και να επέμβη κατόπιν διαταγής μου, σε περίπτωση που οιοσδήποτε εκ των ανδρών της ΝΔΚ βρεθεί σε δύσκολη θέση. Την διαταγή μου την κοινοποίησα στον αρχηγό του ΓΕΕΦ, με παράκληση να την κοινοποιήσει στο υπουργείο εσωτερικών. Ο Ντενίσης μου είπε ότι δεν μπορεί να την κοινοποιήσει (ποτέ δεν κατάλαβα το γιατί), και μου προσέθεσε “Εσείς οι ναυταίοι δεν σηκώνετε μύγα στο σπαθί σας”. Δεν του απήντησα, αλλά μετά μερικές ημέρες παρόμοια διαταγή έβγαλε και ο Κομπόκης για τους καταδρομείς.
Μετά μερικές ημέρες ένας ναύτης μου Κύπριος έχοντας κανονική άδεια πήγαινε εν στολή από την Αμμόχωστο στην Λάρνακα. Στον δρόμο τον σταμάτησαν οι εφεδρικοί, και βρίζοντας την Εθνική Φρουρά ,την Ελλάδα, το Ναυτικό, εμένα προσωπικά, και το…. ΝΑΤΟ, τον εκτύπησαν βίαια. Μετά μία περίπου ώρα ο ναύτης με πήρε @τηλέφωνο και μου ανέφερε το γεγονός. Έστειλα αμέσως το άγημα από την ΝΒΧ με εντολή να συλλάβουν τους εφεδρικούς και να τους μεταφέρουν στην ΝΒΧ. Όταν το άγημα έφθασε στο σημείο του μπλόκου οι εφεδρικοί είχαν φύγει. Ο επί κεφαλής εφ. Σημαιοφόρος (Ελλαδίτης) πήγε με το άγημα στον σταθμό των εφεδρικών στην Αμμόχωστο και απαίτησε από τον διοικητή του να του παραδώσει τους άνδρες του που ήταν στο μπλόκο. Αυτός του απήντησε (ψευδώς) ότι δεν είχε στείλει καμία ομάδα για μπλόκο εκείνη την ημέρα και ότι προφανώς ο ναύτης κάπου αλλού θα είχε ξυλοκοπηθεί. Από την ημέρα εκείνη και βλέποντας τις αντιδράσεις μας, δεν ξαναενοχλήθηκε προσωπικό της ΝΔΚ, ενώ αντιθέτως γινόντουσταν πολλά παρόμοια επεισόδια με άνδρες του Σ.Ξ.
Παρακολουθούσαμε από τις ειδήσεις τις αλλαγές που γινόντουσαν στην Ελλάδα, με τον σχηματισμό κυβερνήσεως από τον Μαρκεζίνη. Ήταν φανερό ότι κάτι θα γινόταν, και η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Αργότερα έγιναν τα γεγονότα του πολυτεχνείου, που τα βλέπαμε στην κυπριακή τηλεόραση. Οι “μακαριακοί” χαιρόντουσαν με την πτώση του μισητού, για αυτούς, Παπαδόπουλου, αλλά δεν μπορούσαν να φανταστούν την τροπή των γεγονότων από την ημέρα εκείνη και μετά. Όταν έγινε η ανάληψη της διακυβερνήσεως στην ουσία από τον Ταξίαρχο Ιωαννίδη, με πρωθυπουργό τον Ανδρουτσόπουλο, και πρόεδρο δημοκρατίας τον στρατηγό Γκιζίκη, παραμείναμε σε επιφυλακή όλη την ημέρα στο ΓΕΕΦ. Και τον Ανδρουτσόπουλο και τον Ιωαννίδη τους εγνώριζα υπηρεσιακώς και μου είχαν και οι δύο μεγάλη εκτίμηση. Περισσότερο χαρούμενος ήταν ο επιτελάρχης του ΓΕΕΦ ταξίαρχος Παύλος Παπαδάκης (ουδεμία σχέση έχων με τον πλωτάρχη υφιστάμενόν μου, πλην της συνωνυμίας) ο οποίος ήταν προσωπικός φίλος του Ιωαννίδη. Τον Ντενίση είχαν αρχίσει να τον ζώνουν τα φίδια γιατί όλο αυτό τα διάστημα παρίστανε τον φίλο του Παπαδοπούλου, αν και μετά την μεταπολίτευση δήλωσε και αυτός όπως και πολλοί άλλοι ‘αντιστασιακός’.
Ο Μακάριος μετά την αλλαγή στην Ελλάδα σκλήρυνε την στάση του απέναντί μας. Οι παρακολουθήσεις μας ήταν πιο εντατικές και επί πλέον κάθε βράδυ εφεδρικοί παρακολουθούσαν και τα στρατόπεδα της εθνικής φρουράς.
Τέλος Νοεμβρίου ήλθα για μερικές ημέρες στην Ελλάδα μαζί με την Λίλυ και τον Παναγιώτη. Πήγα στο ΓΕΝ και συναντήθηκα με τον Αρχηγό Ναυτικού αντιναύαρχο Αραπάκη, με τον οποίο συνεζήτησα πιθανότητες να με ενισχύσει το Ναυτικό με τορπιλλακάτους. Δυστυχώς το Ναυτικό δεν είχε δυνατότητα ενισχύσεως μου εκείνη την εποχή, αλλά μου συνέστησε να προσπαθήσω μέσω της Κυπριακής να αγοράσω καινούργιες τορπιλλακάτους. Πήγα εν συνεχεία στο ΓΕΕΘΑ και ζήτησε να με δεί ο ταξίαρχος Ιωαννίδης, ο οποίος με ερώτησε για την κατάσταση που επικρατούσε στην Κύπρο, κυρίως όσον αφορά στην δράση των Εφεδρικών, και μου συνέστησε να “είμαι κοντά” στον επιτελάρχη του ΓΕΕΦ ταξίαρχο Παπαδάκη, από τον οποίο όπως μου είπε έχει ακούσει τα καλλίτερα λόγια για εμένα. Στην συνέχεια συναντήθηκα με τον κουμπάρο μου Μανωλόπουλο εν αποστρατεία πλέον αντιναύαρχο, και του ζήτησα την συμβουλή του για αγορά νέων ταχέων σκαφών. Μου επρότεινε να αγοράσω μικρά περιπολικά σκάφη με κατευθυνόμενα βλήματα, που ήταν πιο αποτελεσματικά για την άμυνα της Κύπρου, από τις τορπιλλακάτους.
Στις 6 Δεκεμβρίου ημέρα του Αγίου Νικολάου, έγινε στην ΝΒΧ η καθιερωμένη γιορτή του Ναυτικού. Είχα καλέσει και τον Μακάριο, ο οποίος με επληροφόρησε ότι “λόγω άλλων υποχρεώσεών του” δεν μπορούσε να έλθει και ώριζε ως αντικαταστάτη του τον πρόεδρο της Βουλής Γλ. Κληρίδη. Η τελετή ήταν άψογη από πάσης πλευράς με παρελάση των ναυτών, με επιδείξεις βατραχανθρώπων και ανατίναξη υποβρυχίου στόχου, με επιδείξεις τορπιλλακάτων και πραγματική βολή τορπίλλης. Μετά την δοξολογία που χοροστάτησε ο μητροπολίτης Αμμοχώστου, εγένοντο καταθέσεις στεφάνων στο υπάρχων εκεί μνημείο για τους πεσόντας άνδρας του Ναυτικού στην Κύπρο, και εν συνεχεία εδιάβασα την Ημερησία διαταγή μου για την επέτειο. Η διαταγή μου έκανε εντύπωση, διότι για πρώτη φορά ανεφέρετο ότι όλοι μας είμαστε έτοιμοι να θυσιαστούμε αμυνόμενοι της Κύπρου, και να δώσουμε και την τελευταία ρανίδα του αίματός μας για την πραγμάτωση των δικαίων της νήσου. Ο ραδιοφωνικός σταθμός (ΡΙΚ) στις βραδυνές ειδήσεις του αναμετάδωσε ηχογραφημένη την ανάγνωση της διαταγής από εμέ, και είχε εκτενές ρεπορτάζ από την τελετή, οι δε εφημερίδες της επομένης, με εξαίρεση αυτή του κομμουνιστικού κόμματος, είχαν την ημερησία διαταγή μου με ευμενή σχόλια στην πρώτη τους σελίδα. Με παράκληση μου στούς δημοσιογράφους εζήτησα να μη αναφέρονται το όνομα μου όπως και όνομα οιουδήποτε αξιωματικού μου, όπως και να μη προβάλουν από την τηλεόραση σκηνές από την τελετή για λόγους ασφαλείας. Συνεμορφώθησαν προς τιμή τους όλοι. Μετά μερικές ημέρες ένας γνωστός επιχειρηματίας της Κύπρου στενά συνδεδεμένος με τον Γρίβα μου διαβίβασε τα συγχαρητήρια του Γρίβα για τα όσα είχα πεί στην διαταγή μου.
Μετά από μελέτη διατιθεμένων περιπολικών κατευθυνομένων βλημάτων, είχα καταλήξει στον τύπο των Γαλλικών ESTEREL με βλήματα SS12. Έστειλα μία επιστολή στην Γαλλία στα Ναυπηγεία ESTEREL αναφέροντας το ενδιαφέρον μας. Σε μερικές ημέρες ήλθαν στην Λευκωσία, τρεις Γάλλοι από τα Ναυπηγεία για συζητήσεις. Ο Ντενίσης ήταν αρνητικός στο να αποκτηθούν πλοία. Σε συζήτηση που είχα μαζί του εδήλωσε ότι δεν εγκρίνη διάθεση κονδυλίων από τον προϋπολογισμό της Ε.Φ. για πλοία και προτιμά να δώσει τα χρήματα αυτά για να αγοράσει πολυβόλα!!! Του απάντησα ότι εγώ θα προχωρήσω και θα βρώ χρήματα για τα πλοία που θέλω. Βασιζόμουνα στην εκτίμηση, ότι ο Μακάριος δεν θα ενέκρινε αγορά πολυβόλων, που θα μπορούσαν, ίσως να χρησιμοποιηθούν εναντίον των εφεδρικών, ενώ ένα πολεμικό πλοίο με κατευθυνόμενα βλήματα δεν είχε δυνατότητα για κάτι τέτοιο, και επί πλέον θα έδειχνε στην Ελληνική κυβέρνηση, ότι ενδιαφέρεται για την άμυνα της Κύπρου, χωρίς να τίθεται εν κινδύνω η πρόθεσίς του για ανάπτυξη του αντιπάλου δέους της Ε.Φ. δηλαδή του εφεδρικού σώματος του οποίου η δύναμις είχε ήδη φθάσει τους 7.000. Με την βοήθεια του Επιτελάρχου, μου διετέθει η αίθουσα συνεδριάσεων της Ε.Φ. και οι Γάλλοι προέβαλαν σε ταινία τα υπόψιν πλοία και τις δυνατότητες τους, στους διευθυντάς των επιτελικών γραφείων της Ε.Φ., στους διοικητάς Πυροβολικού, Καταδρομών, και Διαβιβάσεων, και σε όλους τους μόνιμους αξιωματικούς της ΝΔΚ. Τα πλοία πραγματικά είχαν καλές, για την τιμή τους, δυνατότητες, αλλά οπωσδήποτε πολύ πιο καλές από τις υπάρχουσες Ρωσσικές τορπιλλακάτους που ήταν ήδη 25 ετών πλοία, και η ταχύτητά τους μετά βίας έφθανε πλέον τα 15-17 μίλλια την ώρα, από 50 που είχαν τα σκάφη, όταν ήταν καινούργια. Επί πλέον μπορούσε να κτυπήσεις στόχο σε απόσταση 15-20 μίλλια, και δεν χρειαζόταν να πλησιάσεις στο ένα μίλι για να ρίξεις τορπίλλη, όπως γινόταν με τα υπάρχοντα πλοία. Η ταχύτης τους έφθανε τα 25 μίλλια την ώρα. Όλοι οι παριστάμενοι συμφώνησαν ότι τα πλοία αυτά θα βοηθούσαν τα μέγιστα στην αποστολή της Ε.Φ. Όλοι πλην του Ντενίση που ήθελε πολυβόλα, και όχι κατευθυνόμενα βλήματα !!! Τον αγνόησα και πήγαμε με τον επιτελάρχη στον υπουργό εσωτερικών όπου του θέσαμε το θέμα. Ο υπουργός μας είπε ότι θα θέσει το θέμα στον Μακάριο, και θα μας απαντήσει, διότι το ποσόν που απαιτείται ( περίπου ένα εκατομμύριο Λίρες) είναι αρκετά μεγάλο και θέλει να έχει την έγκρισή του. Το υπουργείο πήρε την έγκριση του Μακαρίου, και άρχισε συνομιλίες με τους Γάλλους, πάντοτε παρουσία μου, για να επιτύχει καλλίτερες τιμές αγοράς. Ο Ντενίσης επέμενε να πάρει πολυβόλα. Η απάντηση του Υπουργείου ήταν ότι το θέμα εξετάζεται και θα του απαντήσουν εν καιρώ. Φαίνεται ότι η εκτίμησίς μου, όσον αφορά τις προθέσεις του Μακαρίου για αγορά πολυβόλων, ήταν σωστή. Άλλωστε ο Ντενίσης δεν προέτινε κάποιο συγκεκριμένο τύπο για αγορά, αλλά γενικώς έλεγε για πολυβόλα, χωρίς να έχει κάνει έστω μία διερεύνηση αγοράς ώστε να ξέρει τι ζητάει ακριβώς.
Οι συνομιλίες κράτησαν περίπου ένα μήνα, και τελικά συνεφωνήθει η αγορά δύο περιπολικών κατευθυνομένων βλημάτων, υπεγράφησαν τα σχετικά συμβόλαια, και σε λίγες ημέρες εδώθει η σχετική προκαταβολή με επιταγή που υπέγραφε ο ίδιος ο Μακάριος, με κόκκινο μελάνι, δικαίωμα που είχε εκχωρηθεί στον εκάστοτε αρχιεπίσκοπο Κύπρου, από Βυζαντινό αυτοκράτωρα εδώ και 6 αιώνες. Την επιταγή μου την έδειξε ο Υπουργός την ημέρα που την έδωσε στους Γάλλους. Με ένα δείπνο σε κοσμικό εστιατόριο της Λευκωσίας, επισφραγίσαμε την συμφωνία όλοι οι εμπλεκόμενοι σε αυτήν. Η συμφωνία αυτή και “η νίκη” μου κατά κάποιο τρόπο, έναντι του Ντενίση, είχε ανεβάσει “ψηλά” τις μετοχές μου μεταξύ των αξιωματικών του Σ.Ξ. της Ε.Φ. Όλοι μου εφέροντο πιο φιλικά από πριν, και πολλές φορές ζητούσαν την συμβουλή μου σε πολλά θέματα που τους απασχολούσαν. Στην ουσία με θαύμαζαν, και η δικαιολογημένη “έπαρσίς” των έναντι των αξιωματικών των άλλων κλάδων των Ε.Δ. λόγω της “επαναστάσεως” της 21ης Απριλίου, δεν είχε εφαρμογή σε εμένα, εάν δε κανείς τολμούσε να πεί κάτι, τον έβαζα αμέσως στην θέση του, χωρίς πολλές κουβέντες. Με είχαν όλοι σε μεγάλη εκτίμηση, καθώς και σε όλο το προσωπικό της ΝΔΚ. Το πρώτο από τα νέα μας πλοία θα παραδινόταν τον Αύγουστο του 1974 και το δεύτερο τον Οκτώβριο του ιδίου έτους. Δεκαπέντε ημέρες προ της παραδόσεως των πλοίων, θα έπρεπε να στείλω τα πληρώματα παραλαβής στην Γαλλία για να εκπαιδευτούν στα συστήματα των σκαφών.
Στο διάστημα που συνομιλούσαμε για την αγορά των πλοίων, ο Αρχηγός Ναυτικού, που τον τηρούσα ενήμερο σχετικά με την αγορά των νέων σκαφών, έστειλε τον Διευθυντή του 2ου Κλάδου του ΓΕΝ, τον Αρχιπλοίαρχο Δ.Σταμούλη, για να επιθεωρήσει την ΝΔΚ, και να με συνδράμει όπως είχα ζητήσει, στην επιτυχή εξέλιξη των συνομιλιών. Έμεινε στην Κύπρο τέσσερεις ημέρες, επιθεώρησε όλες τις υπηρεσίες και τα πλοία μου, είδε τον Υπουργό εσωτερικών, τον Ντενίση, και παρεκάθησε με την γυναίκα του, σε δείπνο στο σπίτι μου, όπου είχα καλέσει, τον επιτελάρχη ΓΕΕΦ, τους διευθυντάς των Ε.Γ. του ΓΕΕΦ, με τις συζύγους τους, και τον παιδικό φίλο μου ταξίαρχο αεροπορίας Σπύρο Αλευρά, που ευρίσκετο για υπηρεσιακούς λόγους στην Κύπρο. Περάσαμε πολύ καλά σε μία πραγματική φιλική ατμόσφαιρα. Ο Σταμούλης έφυγε κατενθουσιασμένος, από όσα είχε ιδεί, και είχε ακούσει, όσον αφορά στο Ναυτικό στην Κύπρο. Όταν επέστρεψε στο ΓΕΝ, εγγράφως μου έστειλε τα συγχαρητήρια του και την ευαρέσκειά του, και μου έγγραφε ότι στην Κύπρο αισθάνθηκε υπερήφανος ως αξιωματικός του Ναυτικού για το υψηλό επίπεδο που ευρίσκοντο τα πλοία μου και οι υπηρεσίες μου, αλλά και για τον σεβασμό που οι αξιωματικοί του Σ.Ξ. έδειχναν προς το πρόσωπό μου, και το προσωπικό μου γενικώτερα.
Μετά οκτώ μήνες με την μεταπολίτευση, ο ίδιος ξεχνόντας όλα αυτά, υπέγραψε την τιμωρία μου, με αργία δια προσκαίρου παύσεως, που του είχε ζητήσει ο Αβέρωφ, χωρίς ίχνος τροπής.
Την εποχή εκείνη πέθανε λόγω των κακουχιών, και της σχετικά μεγάλης του ηλικίας (78 ετών), ο αρχηγός της ΕΟΚΑ Β’ στρατηγός Γρίβας. Το νέο έπεσε σαν βόμβα στην Κύπρο. Ότι και να ήταν ο Γρίβας, ήταν ο άνθρωπος που πολέμησε τους Άγγλους, κα έδωσε την ελευθερία στο νησί. Όλοι το αναγνώριζαν αυτό, ακόμα και οι Μακαριακοί που κατά βάθος επίχαιραν για τον θάνατό του, διότι η προσπάθειά τους για ανεξάρτητη και αδέσμευτη Κύπρο ( και όχι η ένωσις με την Ελλάδα), θα ήταν πλέον πιο εύκολη. Άλλωστε ο Μακάριος όπως είχε κάποτε δηλώσει, προτιμούσε να είναι πρόεδρος ενός ανεξαρτήτου νησιού, παρά να ενωθεί αυτό με την Ελλάδα, με αποτέλεσμα να παραμείνει μόνο αρχιεπίσκοπος, χωρίς κοσμική εξουσία. Τώρα λοιπόν του δινόταν η ευκαιρία να το κάνει χωρίς να έχει ουσιαστική αντίσταση. Στα κρυφά σχέδιά του ( τα οποία είχαμε μάθει στην Ε.Φ. πιθανόν διότι ήθελε να τα μάθουμε) ήταν να διώξει όλους τους Έλληνες αξιωματικούς, υπαξιωματικούς, και Έλληνες ναύτες που είχα στην ΝΔΚ, και να δημιουργήσει Στρατό με βάση το Εφεδρικό Σώμα, διοικούμενο αποκλειστικά από Κυπρίους, και με την συμμετοχή μισθοφόρων κυρίως από κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, όταν τα κενά δεν θα μπορούσε να τα καλύψει με Κυπρίους. Αυτούς που δεν ήθελε ήταν τους Έλληνες.
www.onalert.gr
Μετά από λίγο έγινε στην Ελλάδα το δημοψήφισμα για την έγκριση του νεόυ Συντάγματος και την κατάργηση της Βασιλείας στην Ελλάδα, όπου με έξαιρετικά μεγάλη πλειοψηφία ενεκρίθησαν και τα δύο. Ο υποπλοίαρχος Παπαργύρης την επομένη του δημοψηφίσματος, μπήκε στον γραφείο μου, λέγοντας “Τα μάθατε, κατηργήθει η Βασιλεία στην Ελλάδα”. Στενοχωρημένος για τις εξελίξεις αυτές και τις επιλογές της Ελληνικής Κυβέρνησης, του απάντησα με μία φράση “Γιώργο, αρχή δεινών για τον τόπο”. Με λύπη μου, σε μερικές ημέρες αλλάξαμε το στέμμα από το καπέλο μας και τα κουμπιά της στολής και το αντικαταστήσαμε με το σύμβολο της 21ης Απριλίου. ( Τον αναγεννόμενο από τις στάχτες φοίνικα)
Κρατιώμαστε όσο το δυνατόν μακρυά από τις διαμάχες της ΕΟΚΑ Β’ και του εφεδρικού, οι οποίες με τον καιρό γινόντουσαν όλο και πιο βίαιες, με ανατινάξεις αστυνομικών σταθμών, ένοπλες συμπλοκές, με ανθρώπινα θύματα εκατέρωθεν, και βασανιστήρια των συλλαμβανομένων από τους εφεδρικούς μελών της ΕΟΚΑ Β’.
Με τον νέο διοικητή της Ε.Φ. οι σχέσεις μου ήταν τυπικές. Ο άνθρωπος δεν ήταν του επιπέδου του Χαραλαμπόπουλου, παρίστανε τον “επαναστάτη” υποστηρικτή της 21ης Απριλίου, και μετά το κίνημα του Ναυτικού, θεωρούσε ότι υπάρχει μόνο Σ.Ξ., και αγνοούσε το Ναυτικό και την Αεροπορία. Προσωπικά για εμένα δεν έβλεπε με καλό μάτι τις επαφές που είχα με τους ξένους στρατιωτικούς ακολούθους -διότι πλην της Ελληνικής, δεν ήξερε άλλη γλώσσα- καθώς και τις επαφές μου με τον Υπουργό Εσωτερικών και τους παράγοντες του υπουργείου του.
Ευτυχώς η συνεργασία μου με τον επιτελάρχη του ΓΕΕΦ ταξίαρχο Παύλο Παπαδάκη (ο οποίος εδήλωνε αλλά και ήταν ιδεολογικά πραγματικός “επαναστάτης” και υποστηρικτής των συνταγματαρχών) ήταν εξαιρετική (παρά το γεγονός ότι εγώ ήμουν πιστός “βασιλικός”) και έτσι ότι πρόβλημα είχα το επέλυα με την βοήθειά του.
Τον Αύγουστο του 1973 ο Ντενίσης διέταξε το 3ο Ε.Γ. του ΓΕΕΦ να συντάξει και να εκδόσει προς όλες τις δυνάμεις της Ε.Φ. οδηγίες μάχης και εμπλοκής. Μετά 15 ημέρες έλαβα από το 3ο Ε.Γ. γραφείο του ΓΕΕΦ τις οδηγίες μάχης, και με έκπληξη μου είδα ότι περιελάμβανε και οδηγίες μάχης για τα πλοία μου, (αστείες και ανεφάρμοστες από πλοία), που είχαν συνταχθεί εν αγνοία μου, και από ένα αντισυνταγματάρχη, ο οποίος ως ήτο φυσικό δεν είχε γνώση του αντικειμένου. Έγινα έξαλλος, τόσο για το περιεχόμενο των οδηγιών, όσο και για το γεγονός ότι δεν είχα κληθεί να συνεργαστώ για την σύνταξή των, και επί πλέον έφεραν φαρδιά πλατιά από κάτω την υπογραφή του Ντενίση, για άμεση εφαρμογή. Αμέσως συνέταξα ένα έγγραφο προς το 3ο Ε.Γ. γραφείο της Ε.Φ. με κοινοποίηση στον Αρχηγό και στον Επιτελάρχη της Ε.Φ. με το οποίο επέστρεφα “ως απαράδεκτο” το κείμενο των οδηγιών που αφορούσε την ΝΔΚ, διότι αυτές ήταν ανεφάρμοστες για πλοία, είχαν συνταχθεί από αξιωματικό που δεν είχε γνώσει του αντικειμένου, και υπενθύμιζα ότι ο μόνος αρμόδιος για έκδοση οδηγιών μάχης και εμπλοκής για το Ναυτικό ήμουν εγώ, και κανείς άλλος. Όταν πήρε το έγγραφό μου ο Ντενίσης, του “ηλθε το αίμα στο κεφάλι”. Με εκάλεσε στο γραφείο του, για να με επιπλήξει, και με απείλησε ότι θα με τιμωρήσει. Εγώ σοβαρός, και σε στάση προσοχής του απήντησα, ότι δεν έχω απαλλοτριώσει τις γνώσεις μου για το «όπλο» μου, ούτε τα δικαιώματά μου, υπέρ οιουδήποτε, και ότι επιμένω στα γραφόμενά μου, διότι ήδη από έτους έχω εκδόσει τις σχετικές οδηγίες, προς τα πλοία μου και τις υπηρεσίες μου, και εάν επιμείνει στις οδηγίες του 3ου Ε.Γ. τότε θα ζητήσω τον επαναπατρισμό μου στην Ελλάδα, αναφέροντας τους λόγους, και ας στείλουν άλλο Ναυτικό Διοικητή, που να αποδεχθεί τις οδηγίες του. Στην διένεξη μας, η οποία είχε φθάσει πλέον στα όρια της εκρήξεως επενέβει ο Επιτελάρχης Παπαδάκης, ο οποίος μου έδωσε δίκαιο σε ότι έλεγα, αλλά μου είπε ότι το έγγραφό μου ήταν οξύ,( και ήταν όντως), και συνέστησε να τηρήσω τις δικές μου οδηγίες μάχης και να μή λάβω υπ’ όψιν τις αντίστοιχές του 3ου Ε.Γ. τις οποίες θα ακυρώσει ως προς το Ναυτικό. Εγώ συμφώνησα και η συζήτησις τελείωσε. Επειδή όμως έβλεπα μία τάση από τον Ντενίση να μη υπολογίζει τα άλλα “όπλα” περίμενα και συνέχεια. Όντως μετά μερικές ημέρες ο Ντενίσης με ειδοποίησε ότι ήθελε να επιθεωρήσει την Ναυτική Βάση “Χρυσούλης”. Ειδοποίησα σχετικά τον διοικητή της να ετοιμάσει την βάση για επιθεώρηση, και μετά δύο ημέρες, πήγαμε με τον στρατηγό για την επιθεώρηση. Η κατάστασις στο στρατόπεδο ήταν από εξαιρετική έως αρίστη. Τα πάντα ήταν άψογα. Στην επιθεώρηση του προσωπικού ο Ντενίσης ρωτούσε τους υπαξιωματικούς και ναύτες τα συνηθισμένα. Από που κατάγονται και τι ειδικότητα έχουν. Άκουγε τεχνίτης πυροβόλων, ή τορπιλών, αρμενιστής, σηματωρός, κλπ. οπότε γυρίζει και μου λέει με κάπως υποτιμητικό τρόπο. Μα καλά δεν έχεις μαχίμους στο Ναυτικό, όπως πεζικάριους κλπ. Ο άνθρωπος φαινόταν ότι ήταν «λίγος». Του απάντησα ότι στο ναυτικό όλοι είναι μάχιμοι, ακόμα και οι μάγειροι, οι οποίοι εξοπλίζουν μαζί με άλλους μάχιμες θέσεις στα πλοία και τις υπηρεσίες, και πολεμούν. Δεν ξαναείπε τίποτα. Μόνο θέλησε να τιμωρήσει με φυλάκιση έναν υποπλοίαρχο (τον Κανδαλέπα), γιατί είχε πολλά μαλλιά. Του εξήγησα ότι φυλάκισις στους αξιωματικούς του Ναυτικού επιβάλλεται σύμφωνα με τις Διατάξεις του Β.Ν. για πάρα πολύ σοβαρά παραπτώματα και πρέπει να εκτελείται δια εγκλεισμού σε κελί στρατιωτικής φυλακής, σε αντίθεση με τους αξιωματικούς του στρατού, που εκτελούν την ποινή όπως εμείς τον περιορισμό. Κατόπιν τούτου τιμώρησε τον υποπλοίαρχο με περιορισμό 5 ημερών. Αλλά και εγώ του την φύλαγα. Είχα παρατηρήσει ότι προσερχόμενος στο ΓΕΕΦ κάθε πρωί με το υπηρεσιακό μου αυτοκίνητο, οι νέοι οπλίτες της ΕΣΑ που ήταν στην πύλη δεν με χαιρετούσαν, ενώ χαιρετούσαν κανονικά ακόμη και εισερχομένους ανθυπολοχαγούς. Ένα πρωί σταμάτησα το αυτοκίνητο στην πύλη κάλεσα κοντά μου το οπλίτη και τον ρώτησα γιατί δεν με χαιρετάει όταν εισέρχομαι στο ΓΕΕΦ. Μου απάντησε απορρημένος και φοβισμένος “Δεν ξέρω τι είστε, και τι βαθμό φέρετε”. Ανέβηκα στο γραφείο μου, και έγραψα μία αναφορά προς το ΓΕΕΦ, αναφέροντας το γεγονός, και σημειώνοντας ειρωνικά ότι υπάρχουν και αξιωματικοί και άλλων όπλων πλην του Σ.Ξ., και ότι θα πρέπει οι οπλίτες της Ε.Φ. να το γνωρίζουν, και εφόσον δεν το ξέρουν να τους γίνουν μαθήματα στις μονάδες τους. Εφόσον δε το επιθυμούν είμαι διατεθειμένος να τους αποστείλω έγχρωμους πίνακες με τα διακριτικά των αξιωματικών του Ναυτικού και της Αεροπορίας σε αντιστοιχία με τα ίδια του Σ.Ξ.
Σε μερικές ημέρες το ΓΕΕΦ εξέδωσε διαταγή προς όλες τις μονάδες του με τους πίνακες αντιστοιχίας των βαθμών, και έτσι τόσο εμείς του Ναυτικού όσο και οι συνάδελφοί μας αεροπόροι λαμβάναμε τον χαιρετισμό που εδικαιούμεθα.
Από ότι μου είπε ο φίλος μου αντισυνταγματάρχης διευθυντής του 1ου Ε.Γ. ο Ντενίσης δεν ήθελε να βγάλει τέτοια διαταγή, για να μη <μειωθεί> !!!
Από την ημέρα που είχα έλθει στην Κύπρο προσπαθούσα να αξιοποιήσω την παλαιά ξύλινη τορπιλλάκατο, που μας είχε δώσει η Κυπριακή κυβέρνησις, αλλά χωρίς επιτυχία.Το ξύλινο σκάφος λόγω πολυκαιρίας παρουσίαζε διαρροές. Η μηχανή παρόλες τις επισκευές που της κάναμε, δεν απέδιδε και δεν μπορούσε να κρατήσει πολλές στροφές με αποτέλεσμα η ταχύτης του σκάφους να είναι μόνο 10-12 κόμβους, μόλις ανεβάζαμε στροφές για μεγαλύτερη ταχύτητα ξεμπλοκάριζε η μηχανή και δούλευε χωρίς να γυρίζει η προπέλα. Έκανα ένα έγγραφο στο υπουργείο εσωτερικών και τους ζήτησα να πάρουν πίσω το σκάφος, και να το χρησιμοποιήσουν όπως αυτοί θέλουν, γιατί είναι ακατάλληλο για πολεμικό. Ενοχλήθηκαν και έστειλαν μία επιτροπή στην Ναυτική βάση, μαζί με το πωλητή του σκάφους μεγαλοεπιχειρηματία Καϊσή, για να εξετάση το σκάφος. Είδαν το χάλι του, και συμφώνησαν μαζί μου, πλην του πωλητού, ο οποίος προέτινε, να το αλλάξη με ένα άλλο του ιδίου τύπου, αλλά βέβαια της ιδίας ηλικίας. Οι υπάλληλοι του υπουργείου έδειξαν να συμφωνούν, εγώ αντέδρασα και τους είπα ότι δεν το θέλω, και ότι επιθυμώ να έχω πολεμικά πλοία και όχι σκάφη scrap, κατάλληλα ίσως για θαλαμηγοί αναψυχής, και τους ζήτησα να το πάρουν πίσω και ας το δώσουν στην αστυνομία ή στους πλοηγούς των λιμανιών. Φύγανε μουδιασμένοι, ο δε Καϊσής ούτε που με χαιρέτησε.
Μετά μερικές ημέρες με εντολή του υπουργείου παρέδωσα το σκάφος στην αστυνομία Αμμοχώστου, και απηλλάγην από αυτόν τον μπελά.
Με το πέρασμα του χρόνου η κατάστασις στην Κύπρο από τις επιχειρήσεις της ΕΟΚΑ Β’, κατά
του Μακαρίου, και των εφεδρικών κατά της ΕΟΚΑ Β’ είχε εκτραχυνθεί μέχρι που δεν πήγαινε άλλο. Μάχες, στα ορεινά, οδομαχίες στις πόλεις, ανατινάξεις κυβερνητικών κυρίως κτιρίων, και γενικώτερα μία κατάστασις πολύ άσχημη. Οι υπηρεσίες του Μακαρίου είχαν εντείνει τις παρακολουθήσεις μας, καθώς θεωρούσαν ότι όλοι οι Ελλαδίτες ήταν μαζί με την ΕΟΚΑ Β’. Ένα απόγευμα του Σεπτεμβρίου δύο διμοιρίες καταδρομέων γύριζαν στο στρατόπεδό τους από ασκήσεις, με τρία φορτηγά αυτοκίνητα, τραγουδώντας εμβατήρια, και φωνάζοντας “Ενωσις”. Στο κέντρο της Λευκωσίας, τους μπλόκαραν τρεις διμοιρίες εφεδρικών με βαρέα όπλα, σταμάτησαν τα φορτηγά και αξίωσαν να μη ξανακουστεί η κραυγή “Ενωσις”. Ο επί κεφαλής Έλλην υπολοχαγός, κρατώντας την ψυχραιμία του τους εκάλεσε να ανοίξουν αμέσως τον δρόμο, ενώ οι επί κεφαλής ανθυπολοχαγοί (Κύπριοι) και οι καταδρομείς ετοίμασαν τα όπλα τους για μάχη. Ο υπολοχαγός τηλεφώνησε αμέσως στον διοικητή του αντισυνταγματάρχη Κομπόκη, και αυτός ειδοποίησε αμέσως τον Ντενίση, αφού έκανε αρκετή ώρα να τον εντοπίσει διότι έπαιζε χαρτιά σε φιλικό του σπίτι. Ο Κομπόκης στο μεταξύ πήγε στον τόπο του επεισοδίου και συγκράτησε τους καταδρομείς οι οποίοι είχαν θεωρήσει μεγάλη προσβολή αυτό που είχε γίνει, και ήταν έτοιμοι να επιτεθούν στους εφεδρικούς. Ο Ντενίσης όταν αντελήφθη το κρίσιμο της καταστάσεως, ήλθε σε επαφή με τον υπουργό εσωτερικών και αυτός με τον Μακάριο, και τελικά απεχώρησαν οι εφεδρικοί μετά δύο ώρες, κραυγάζοντες Μακάριος, Μακάριος, ενώ οι καταδρομείς ανταπαντούσαν Ενωσις, Ενωσις.
Ο Ντενίσης την επομένη έκανε μία χλιαρή διαμαρτυρία στον υπουργό εσωτερικών, αλλά αυτός του απήντησε ότι το εφεδρικό σώμα της αστυνομίας τυπικά μόνον ανήκε στο υπουργείο του, και στην ουσία έπαιρνε διαταγές από τον Μακάριο απ’ευθείας. Σε σύσκεψη που είχαμε στο ΓΕΕΦ επί του επεισοδίου, προετάθει από ορισμένους να εκδοθεί διαταγή και να απαγορευθεί η λέξις “Ενωσις” ως σύνθημα, αλλά αντιδράσαμε η πλειοψηφία των παρισταμένων αξιωματικών και η πρότασις απεσύρθει. Το επεισόδιο μας είχε πεισμώσει. Δεν είχαμε έλθει στην Κύπρο για να εξυπηρετήσουμε τις προσωπικές φιλοδοξίες του Μακαρίου, αλλά για να προστατεύσουμε την Νήσο από εξωτερικό εχθρό!
Μετά μία εβδομάδα, με ένα νέο νόμο ο Μακάριος, κατήργησε και την Ελληνική ιθαγένεια στους Κυπρίους από τις ταυτότητές τους. Μέχρι τότε στις ταυτότητές τους ανεγράφετο Υπηκοότης. Κυπριακή, και Ιθαγένεια. Ελληνική (για τους Ελληνοκυπρίους) ή Τουρκική(για τους Τουρκοκυπρίους). Με τον νέο νόμο υπήρχε η λέξις Κυπριακή και στην υπηκοότητα και στην ιθαγένεια. Αυτό βέβαια για τους Ελληνοκυπρίους. Διότι οι Τουρκοκύπριοι δεν εδέχοντο την αλλαγή. Σιγά- σιγά αρχίσαμε να αισθανόμεθα ότι είμεθα ανεπιθύμητοι στο νησί. Βεβαίως οι “ενωτικοί” Κύπριοι οι οποίοι εκείνη την εποχή ήσαν περίπου το 60% του πληθυσμού, δεν συμφωνούσαν με τους χειρισμούς του Μακαρίου, και ανοικτά μας έδιναν την υποστήριξή τους σε κάθε ευκαιρία. Επί πλέον το επιβαλλόμενο άνωθεν ανθελληνικό πνεύμα, και οι παρακολουθήσεις που μας εγένοντο μας έκαναν να διακείμεθα φιλικά προς την ΕΟΚΑ Β’ παρόλο που αυτή δεν είχε καλές σχέσεις με την τότε Ελληνική κυβέρνηση.
Τον Σεπτέμβριο του 1973 ένας γείτονας “ενωτικός” με επληροφόρησε ότι κάθε βράδυ το σπίτι το παρακολουθούν οι εφεδρικοί. Τον ευχαρίστησα και του είπα ότι το ξέρω.
Τον Οκτώβριο έκανα μία επιθεώρηση στο ΣΕΠ του ακρωτηρίου ‘Απόστολος Ανδρέας’. Πηγαίνωντας εν στολή με το υπηρεσιακό μου αυτοκίνητο και με πινακίδα που να γράφει ΝΔΚ, στον δρόμο προς το Ριζοκάρπασσο υπήρχε ένα μπλόκο των εφεδρικών. Ένας από αυτούς έκανε σήμα να σταματήσω παρά την πινακίδα του αυτοκινήτου και τις χαρακτηριστικές μεγάλες κεραίες που είχε. Είπα στον οδηγό μου να τον αγνοήσει και να συνεχίσει τον δρόμο του. Ενώ τον είχαμε προσπεράσει περί τα 50 μέτρα αντελήφθην ότι πυροβόλησε στον αέρα. Είπα στον οδηγό μου να σταματήσει και να κάνει όπισθεν. Μόλις τον πλησιάσαμε πετάχτηκα έξαλλος έξω κρατώντας στο χέρι το πιστόλι μου, και του λέω “κοίταξε καθίκι, εγώ δεν σηκώνω τέτοια, θα πάρω το καλάσνικωφ που έχεις και θα στο βάλω στον κ…. σου”. Επενέβη ένας λοχίας και μου ζήτησε συγνώμη για την αβλεψία του υφισταμένου του. Τους ξαναέβρισα και έφυγα. Όταν γύρισα στο γραφείο μου στην ΝΔΚ, εξέδωσα γραπτή διαταγή προς τις υπηρεσίες μου, με την οποία τους διέτασσα να μη δεχθούν επί ουδενί λόγω οιονδήποτε έλεγχον από εφεδρικούς σε οποιονδήποτε μέρος της Κύπρου, και επι πλέον διέτασσα την ΝΒΧ να έχει πάντοτε σε ετοιμότητα ομάδα εκ 15 υπαξιωματικών και ναυτών, υπό αξιωματικό, απάντων ενόπλων, και να επέμβη κατόπιν διαταγής μου, σε περίπτωση που οιοσδήποτε εκ των ανδρών της ΝΔΚ βρεθεί σε δύσκολη θέση. Την διαταγή μου την κοινοποίησα στον αρχηγό του ΓΕΕΦ, με παράκληση να την κοινοποιήσει στο υπουργείο εσωτερικών. Ο Ντενίσης μου είπε ότι δεν μπορεί να την κοινοποιήσει (ποτέ δεν κατάλαβα το γιατί), και μου προσέθεσε “Εσείς οι ναυταίοι δεν σηκώνετε μύγα στο σπαθί σας”. Δεν του απήντησα, αλλά μετά μερικές ημέρες παρόμοια διαταγή έβγαλε και ο Κομπόκης για τους καταδρομείς.
Μετά μερικές ημέρες ένας ναύτης μου Κύπριος έχοντας κανονική άδεια πήγαινε εν στολή από την Αμμόχωστο στην Λάρνακα. Στον δρόμο τον σταμάτησαν οι εφεδρικοί, και βρίζοντας την Εθνική Φρουρά ,την Ελλάδα, το Ναυτικό, εμένα προσωπικά, και το…. ΝΑΤΟ, τον εκτύπησαν βίαια. Μετά μία περίπου ώρα ο ναύτης με πήρε @τηλέφωνο και μου ανέφερε το γεγονός. Έστειλα αμέσως το άγημα από την ΝΒΧ με εντολή να συλλάβουν τους εφεδρικούς και να τους μεταφέρουν στην ΝΒΧ. Όταν το άγημα έφθασε στο σημείο του μπλόκου οι εφεδρικοί είχαν φύγει. Ο επί κεφαλής εφ. Σημαιοφόρος (Ελλαδίτης) πήγε με το άγημα στον σταθμό των εφεδρικών στην Αμμόχωστο και απαίτησε από τον διοικητή του να του παραδώσει τους άνδρες του που ήταν στο μπλόκο. Αυτός του απήντησε (ψευδώς) ότι δεν είχε στείλει καμία ομάδα για μπλόκο εκείνη την ημέρα και ότι προφανώς ο ναύτης κάπου αλλού θα είχε ξυλοκοπηθεί. Από την ημέρα εκείνη και βλέποντας τις αντιδράσεις μας, δεν ξαναενοχλήθηκε προσωπικό της ΝΔΚ, ενώ αντιθέτως γινόντουσταν πολλά παρόμοια επεισόδια με άνδρες του Σ.Ξ.
Παρακολουθούσαμε από τις ειδήσεις τις αλλαγές που γινόντουσαν στην Ελλάδα, με τον σχηματισμό κυβερνήσεως από τον Μαρκεζίνη. Ήταν φανερό ότι κάτι θα γινόταν, και η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Αργότερα έγιναν τα γεγονότα του πολυτεχνείου, που τα βλέπαμε στην κυπριακή τηλεόραση. Οι “μακαριακοί” χαιρόντουσαν με την πτώση του μισητού, για αυτούς, Παπαδόπουλου, αλλά δεν μπορούσαν να φανταστούν την τροπή των γεγονότων από την ημέρα εκείνη και μετά. Όταν έγινε η ανάληψη της διακυβερνήσεως στην ουσία από τον Ταξίαρχο Ιωαννίδη, με πρωθυπουργό τον Ανδρουτσόπουλο, και πρόεδρο δημοκρατίας τον στρατηγό Γκιζίκη, παραμείναμε σε επιφυλακή όλη την ημέρα στο ΓΕΕΦ. Και τον Ανδρουτσόπουλο και τον Ιωαννίδη τους εγνώριζα υπηρεσιακώς και μου είχαν και οι δύο μεγάλη εκτίμηση. Περισσότερο χαρούμενος ήταν ο επιτελάρχης του ΓΕΕΦ ταξίαρχος Παύλος Παπαδάκης (ουδεμία σχέση έχων με τον πλωτάρχη υφιστάμενόν μου, πλην της συνωνυμίας) ο οποίος ήταν προσωπικός φίλος του Ιωαννίδη. Τον Ντενίση είχαν αρχίσει να τον ζώνουν τα φίδια γιατί όλο αυτό τα διάστημα παρίστανε τον φίλο του Παπαδοπούλου, αν και μετά την μεταπολίτευση δήλωσε και αυτός όπως και πολλοί άλλοι ‘αντιστασιακός’.
Ο Μακάριος μετά την αλλαγή στην Ελλάδα σκλήρυνε την στάση του απέναντί μας. Οι παρακολουθήσεις μας ήταν πιο εντατικές και επί πλέον κάθε βράδυ εφεδρικοί παρακολουθούσαν και τα στρατόπεδα της εθνικής φρουράς.
Τέλος Νοεμβρίου ήλθα για μερικές ημέρες στην Ελλάδα μαζί με την Λίλυ και τον Παναγιώτη. Πήγα στο ΓΕΝ και συναντήθηκα με τον Αρχηγό Ναυτικού αντιναύαρχο Αραπάκη, με τον οποίο συνεζήτησα πιθανότητες να με ενισχύσει το Ναυτικό με τορπιλλακάτους. Δυστυχώς το Ναυτικό δεν είχε δυνατότητα ενισχύσεως μου εκείνη την εποχή, αλλά μου συνέστησε να προσπαθήσω μέσω της Κυπριακής να αγοράσω καινούργιες τορπιλλακάτους. Πήγα εν συνεχεία στο ΓΕΕΘΑ και ζήτησε να με δεί ο ταξίαρχος Ιωαννίδης, ο οποίος με ερώτησε για την κατάσταση που επικρατούσε στην Κύπρο, κυρίως όσον αφορά στην δράση των Εφεδρικών, και μου συνέστησε να “είμαι κοντά” στον επιτελάρχη του ΓΕΕΦ ταξίαρχο Παπαδάκη, από τον οποίο όπως μου είπε έχει ακούσει τα καλλίτερα λόγια για εμένα. Στην συνέχεια συναντήθηκα με τον κουμπάρο μου Μανωλόπουλο εν αποστρατεία πλέον αντιναύαρχο, και του ζήτησα την συμβουλή του για αγορά νέων ταχέων σκαφών. Μου επρότεινε να αγοράσω μικρά περιπολικά σκάφη με κατευθυνόμενα βλήματα, που ήταν πιο αποτελεσματικά για την άμυνα της Κύπρου, από τις τορπιλλακάτους.
Στις 6 Δεκεμβρίου ημέρα του Αγίου Νικολάου, έγινε στην ΝΒΧ η καθιερωμένη γιορτή του Ναυτικού. Είχα καλέσει και τον Μακάριο, ο οποίος με επληροφόρησε ότι “λόγω άλλων υποχρεώσεών του” δεν μπορούσε να έλθει και ώριζε ως αντικαταστάτη του τον πρόεδρο της Βουλής Γλ. Κληρίδη. Η τελετή ήταν άψογη από πάσης πλευράς με παρελάση των ναυτών, με επιδείξεις βατραχανθρώπων και ανατίναξη υποβρυχίου στόχου, με επιδείξεις τορπιλλακάτων και πραγματική βολή τορπίλλης. Μετά την δοξολογία που χοροστάτησε ο μητροπολίτης Αμμοχώστου, εγένοντο καταθέσεις στεφάνων στο υπάρχων εκεί μνημείο για τους πεσόντας άνδρας του Ναυτικού στην Κύπρο, και εν συνεχεία εδιάβασα την Ημερησία διαταγή μου για την επέτειο. Η διαταγή μου έκανε εντύπωση, διότι για πρώτη φορά ανεφέρετο ότι όλοι μας είμαστε έτοιμοι να θυσιαστούμε αμυνόμενοι της Κύπρου, και να δώσουμε και την τελευταία ρανίδα του αίματός μας για την πραγμάτωση των δικαίων της νήσου. Ο ραδιοφωνικός σταθμός (ΡΙΚ) στις βραδυνές ειδήσεις του αναμετάδωσε ηχογραφημένη την ανάγνωση της διαταγής από εμέ, και είχε εκτενές ρεπορτάζ από την τελετή, οι δε εφημερίδες της επομένης, με εξαίρεση αυτή του κομμουνιστικού κόμματος, είχαν την ημερησία διαταγή μου με ευμενή σχόλια στην πρώτη τους σελίδα. Με παράκληση μου στούς δημοσιογράφους εζήτησα να μη αναφέρονται το όνομα μου όπως και όνομα οιουδήποτε αξιωματικού μου, όπως και να μη προβάλουν από την τηλεόραση σκηνές από την τελετή για λόγους ασφαλείας. Συνεμορφώθησαν προς τιμή τους όλοι. Μετά μερικές ημέρες ένας γνωστός επιχειρηματίας της Κύπρου στενά συνδεδεμένος με τον Γρίβα μου διαβίβασε τα συγχαρητήρια του Γρίβα για τα όσα είχα πεί στην διαταγή μου.
Μετά από μελέτη διατιθεμένων περιπολικών κατευθυνομένων βλημάτων, είχα καταλήξει στον τύπο των Γαλλικών ESTEREL με βλήματα SS12. Έστειλα μία επιστολή στην Γαλλία στα Ναυπηγεία ESTEREL αναφέροντας το ενδιαφέρον μας. Σε μερικές ημέρες ήλθαν στην Λευκωσία, τρεις Γάλλοι από τα Ναυπηγεία για συζητήσεις. Ο Ντενίσης ήταν αρνητικός στο να αποκτηθούν πλοία. Σε συζήτηση που είχα μαζί του εδήλωσε ότι δεν εγκρίνη διάθεση κονδυλίων από τον προϋπολογισμό της Ε.Φ. για πλοία και προτιμά να δώσει τα χρήματα αυτά για να αγοράσει πολυβόλα!!! Του απάντησα ότι εγώ θα προχωρήσω και θα βρώ χρήματα για τα πλοία που θέλω. Βασιζόμουνα στην εκτίμηση, ότι ο Μακάριος δεν θα ενέκρινε αγορά πολυβόλων, που θα μπορούσαν, ίσως να χρησιμοποιηθούν εναντίον των εφεδρικών, ενώ ένα πολεμικό πλοίο με κατευθυνόμενα βλήματα δεν είχε δυνατότητα για κάτι τέτοιο, και επί πλέον θα έδειχνε στην Ελληνική κυβέρνηση, ότι ενδιαφέρεται για την άμυνα της Κύπρου, χωρίς να τίθεται εν κινδύνω η πρόθεσίς του για ανάπτυξη του αντιπάλου δέους της Ε.Φ. δηλαδή του εφεδρικού σώματος του οποίου η δύναμις είχε ήδη φθάσει τους 7.000. Με την βοήθεια του Επιτελάρχου, μου διετέθει η αίθουσα συνεδριάσεων της Ε.Φ. και οι Γάλλοι προέβαλαν σε ταινία τα υπόψιν πλοία και τις δυνατότητες τους, στους διευθυντάς των επιτελικών γραφείων της Ε.Φ., στους διοικητάς Πυροβολικού, Καταδρομών, και Διαβιβάσεων, και σε όλους τους μόνιμους αξιωματικούς της ΝΔΚ. Τα πλοία πραγματικά είχαν καλές, για την τιμή τους, δυνατότητες, αλλά οπωσδήποτε πολύ πιο καλές από τις υπάρχουσες Ρωσσικές τορπιλλακάτους που ήταν ήδη 25 ετών πλοία, και η ταχύτητά τους μετά βίας έφθανε πλέον τα 15-17 μίλλια την ώρα, από 50 που είχαν τα σκάφη, όταν ήταν καινούργια. Επί πλέον μπορούσε να κτυπήσεις στόχο σε απόσταση 15-20 μίλλια, και δεν χρειαζόταν να πλησιάσεις στο ένα μίλι για να ρίξεις τορπίλλη, όπως γινόταν με τα υπάρχοντα πλοία. Η ταχύτης τους έφθανε τα 25 μίλλια την ώρα. Όλοι οι παριστάμενοι συμφώνησαν ότι τα πλοία αυτά θα βοηθούσαν τα μέγιστα στην αποστολή της Ε.Φ. Όλοι πλην του Ντενίση που ήθελε πολυβόλα, και όχι κατευθυνόμενα βλήματα !!! Τον αγνόησα και πήγαμε με τον επιτελάρχη στον υπουργό εσωτερικών όπου του θέσαμε το θέμα. Ο υπουργός μας είπε ότι θα θέσει το θέμα στον Μακάριο, και θα μας απαντήσει, διότι το ποσόν που απαιτείται ( περίπου ένα εκατομμύριο Λίρες) είναι αρκετά μεγάλο και θέλει να έχει την έγκρισή του. Το υπουργείο πήρε την έγκριση του Μακαρίου, και άρχισε συνομιλίες με τους Γάλλους, πάντοτε παρουσία μου, για να επιτύχει καλλίτερες τιμές αγοράς. Ο Ντενίσης επέμενε να πάρει πολυβόλα. Η απάντηση του Υπουργείου ήταν ότι το θέμα εξετάζεται και θα του απαντήσουν εν καιρώ. Φαίνεται ότι η εκτίμησίς μου, όσον αφορά τις προθέσεις του Μακαρίου για αγορά πολυβόλων, ήταν σωστή. Άλλωστε ο Ντενίσης δεν προέτινε κάποιο συγκεκριμένο τύπο για αγορά, αλλά γενικώς έλεγε για πολυβόλα, χωρίς να έχει κάνει έστω μία διερεύνηση αγοράς ώστε να ξέρει τι ζητάει ακριβώς.
Οι συνομιλίες κράτησαν περίπου ένα μήνα, και τελικά συνεφωνήθει η αγορά δύο περιπολικών κατευθυνομένων βλημάτων, υπεγράφησαν τα σχετικά συμβόλαια, και σε λίγες ημέρες εδώθει η σχετική προκαταβολή με επιταγή που υπέγραφε ο ίδιος ο Μακάριος, με κόκκινο μελάνι, δικαίωμα που είχε εκχωρηθεί στον εκάστοτε αρχιεπίσκοπο Κύπρου, από Βυζαντινό αυτοκράτωρα εδώ και 6 αιώνες. Την επιταγή μου την έδειξε ο Υπουργός την ημέρα που την έδωσε στους Γάλλους. Με ένα δείπνο σε κοσμικό εστιατόριο της Λευκωσίας, επισφραγίσαμε την συμφωνία όλοι οι εμπλεκόμενοι σε αυτήν. Η συμφωνία αυτή και “η νίκη” μου κατά κάποιο τρόπο, έναντι του Ντενίση, είχε ανεβάσει “ψηλά” τις μετοχές μου μεταξύ των αξιωματικών του Σ.Ξ. της Ε.Φ. Όλοι μου εφέροντο πιο φιλικά από πριν, και πολλές φορές ζητούσαν την συμβουλή μου σε πολλά θέματα που τους απασχολούσαν. Στην ουσία με θαύμαζαν, και η δικαιολογημένη “έπαρσίς” των έναντι των αξιωματικών των άλλων κλάδων των Ε.Δ. λόγω της “επαναστάσεως” της 21ης Απριλίου, δεν είχε εφαρμογή σε εμένα, εάν δε κανείς τολμούσε να πεί κάτι, τον έβαζα αμέσως στην θέση του, χωρίς πολλές κουβέντες. Με είχαν όλοι σε μεγάλη εκτίμηση, καθώς και σε όλο το προσωπικό της ΝΔΚ. Το πρώτο από τα νέα μας πλοία θα παραδινόταν τον Αύγουστο του 1974 και το δεύτερο τον Οκτώβριο του ιδίου έτους. Δεκαπέντε ημέρες προ της παραδόσεως των πλοίων, θα έπρεπε να στείλω τα πληρώματα παραλαβής στην Γαλλία για να εκπαιδευτούν στα συστήματα των σκαφών.
Στο διάστημα που συνομιλούσαμε για την αγορά των πλοίων, ο Αρχηγός Ναυτικού, που τον τηρούσα ενήμερο σχετικά με την αγορά των νέων σκαφών, έστειλε τον Διευθυντή του 2ου Κλάδου του ΓΕΝ, τον Αρχιπλοίαρχο Δ.Σταμούλη, για να επιθεωρήσει την ΝΔΚ, και να με συνδράμει όπως είχα ζητήσει, στην επιτυχή εξέλιξη των συνομιλιών. Έμεινε στην Κύπρο τέσσερεις ημέρες, επιθεώρησε όλες τις υπηρεσίες και τα πλοία μου, είδε τον Υπουργό εσωτερικών, τον Ντενίση, και παρεκάθησε με την γυναίκα του, σε δείπνο στο σπίτι μου, όπου είχα καλέσει, τον επιτελάρχη ΓΕΕΦ, τους διευθυντάς των Ε.Γ. του ΓΕΕΦ, με τις συζύγους τους, και τον παιδικό φίλο μου ταξίαρχο αεροπορίας Σπύρο Αλευρά, που ευρίσκετο για υπηρεσιακούς λόγους στην Κύπρο. Περάσαμε πολύ καλά σε μία πραγματική φιλική ατμόσφαιρα. Ο Σταμούλης έφυγε κατενθουσιασμένος, από όσα είχε ιδεί, και είχε ακούσει, όσον αφορά στο Ναυτικό στην Κύπρο. Όταν επέστρεψε στο ΓΕΝ, εγγράφως μου έστειλε τα συγχαρητήρια του και την ευαρέσκειά του, και μου έγγραφε ότι στην Κύπρο αισθάνθηκε υπερήφανος ως αξιωματικός του Ναυτικού για το υψηλό επίπεδο που ευρίσκοντο τα πλοία μου και οι υπηρεσίες μου, αλλά και για τον σεβασμό που οι αξιωματικοί του Σ.Ξ. έδειχναν προς το πρόσωπό μου, και το προσωπικό μου γενικώτερα.
Μετά οκτώ μήνες με την μεταπολίτευση, ο ίδιος ξεχνόντας όλα αυτά, υπέγραψε την τιμωρία μου, με αργία δια προσκαίρου παύσεως, που του είχε ζητήσει ο Αβέρωφ, χωρίς ίχνος τροπής.
Την εποχή εκείνη πέθανε λόγω των κακουχιών, και της σχετικά μεγάλης του ηλικίας (78 ετών), ο αρχηγός της ΕΟΚΑ Β’ στρατηγός Γρίβας. Το νέο έπεσε σαν βόμβα στην Κύπρο. Ότι και να ήταν ο Γρίβας, ήταν ο άνθρωπος που πολέμησε τους Άγγλους, κα έδωσε την ελευθερία στο νησί. Όλοι το αναγνώριζαν αυτό, ακόμα και οι Μακαριακοί που κατά βάθος επίχαιραν για τον θάνατό του, διότι η προσπάθειά τους για ανεξάρτητη και αδέσμευτη Κύπρο ( και όχι η ένωσις με την Ελλάδα), θα ήταν πλέον πιο εύκολη. Άλλωστε ο Μακάριος όπως είχε κάποτε δηλώσει, προτιμούσε να είναι πρόεδρος ενός ανεξαρτήτου νησιού, παρά να ενωθεί αυτό με την Ελλάδα, με αποτέλεσμα να παραμείνει μόνο αρχιεπίσκοπος, χωρίς κοσμική εξουσία. Τώρα λοιπόν του δινόταν η ευκαιρία να το κάνει χωρίς να έχει ουσιαστική αντίσταση. Στα κρυφά σχέδιά του ( τα οποία είχαμε μάθει στην Ε.Φ. πιθανόν διότι ήθελε να τα μάθουμε) ήταν να διώξει όλους τους Έλληνες αξιωματικούς, υπαξιωματικούς, και Έλληνες ναύτες που είχα στην ΝΔΚ, και να δημιουργήσει Στρατό με βάση το Εφεδρικό Σώμα, διοικούμενο αποκλειστικά από Κυπρίους, και με την συμμετοχή μισθοφόρων κυρίως από κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, όταν τα κενά δεν θα μπορούσε να τα καλύψει με Κυπρίους. Αυτούς που δεν ήθελε ήταν τους Έλληνες.
www.onalert.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου