Η Μαρούλα Τζούβα-Παΐκου (δεύτερη) και η Μυρούλα Χριστοδούλου (πρώτη), κοινωνικές εργάτριες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ήταν ένα κορίτσι στα 10 με 11 της χρόνια, αρκετά ψηλή ωστόσο, και καλοσχηματισμένη, που ξεγελούσε. Ξεγελούσε κι έτσι μπορούσε –νόμιζε– να καταταγεί στον στρατό, με τις στρατιωτίνες. Στρατιώτες έγιναν πολλοί γείτονές της, από πατριωτισμό, αλλά και για τον μισθό∙ γείτονες από τον Άη Γιάννη Λάρνακας, όπως συνέβη και με άλλους Κύπριους, που πήγαν εθελοντές στον πόλεμο του ’40. 28 Οκτωβρίου 1940: «όχι» στην προέλαση στην Ελλάδα, κι άνοιξαν από τότε πληγές και στα συναισθήματα.
Στα συναισθήματα ένας πόλεμος ανοίγει πληγές και φέρνει τη δυστυχία. Φέρνει τον πόνο και τη στέρηση, που θαρρείς πως κρατούν αιώνια. Μπορεί να φέρει μαζί και κάτι που ‘χες και αγνοούσες, να βγάλει από μέσα σου την προσφορά, να ανθίσει το κάλλος της ψυχής σου. Και το κορίτσι αυτό, που το λέγανε Μαρούλα, έκανε ό,τι μπορούσε μες στον πόλεμο, να δώσει στον συνάνθρωπό της. Αφού λοιπόν, όπως ήταν φυσικό, λόγω ηλικίας, της αρνήθηκαν να γίνει στρατιωτίνα –να ενταχθεί δηλαδή στον γυναικείο κλάδο A.T.S.– έγινε από μόνη της κοινωνική εθελόντρια.
Έτσι εκείνη και η φίλη της Μυρούλα πλέκανε γέττες για τους φαντάρους των βουνών της Αλβανίας. Κι όταν τις τέλειωναν, περνούσε να τις πάρει η Ήβη Πετρίδου, του Ερυθρού Σταυρού, καθηγήτριά της μετέπειτα στο Παγκύπριο Εμπορικό Λύκειο. Κάποτε τα κορίτσια έβαζαν μέσα στις γέττες γράμμα τους, να το διαβάσει ο φαντάρος και να ζεσταθεί κι από τις λέξεις τους: «Αγαπημένε στρατιώτη», έγραφαν, «Ο Θεός πάντα μαζί σας». Ή άλλοτε σημείωναν: «Προσέχετε τα κρυοπαγήματα». Κι όποτε οι Έλληνες κέρδιζαν, οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν χαρμόσυνα και οι πάντες, ξεχυμένοι στους δρόμους, ζητωκραύγαζαν: «Πήραμε τ’ Αργυρόκαστρο, την Κορυτσά, τους Αγίους Σαράντα!». Τραγουδούσαν: «Σινιόρε Μουσολίνι, κομμάτια που να γίνεις και ‘συ κι η Ιταλία, η πατρίδα σου η γελοία».
Όμως, ήταν δύσκολη εποχή. Τα πολεμικά πλοία των Βρετανών δύσκολα πλεύριζαν το νησί, με συνεπεία προϊόντα, όπως ζάχαρη, καφές, υφάσματα, να εξαλειφθούν από την αγορά, και εκεί όπου υπήρχαν να τ’ αγοράζεις στη μαύρη αγορά, υπερτιμημένα. Αν φυσικά μπορούσες ν’ αγοράσεις, και λίγοι ήταν εκείνοι που μπορούσαν. Το καλό για τη Μαρούλα είχαν σιτάρι, μια περιορισμένη, ωστόσο, ποσότητα, απ’ τις σοδιές του πατέρα της, κι έτσι τρέφονταν, με τα μυρωδάτα, ροδοκοκκινισμένα ψωμιά της μητέρας της.
* «Παλιά μου πόλη Λάρνακα τ’ Άϊ Γιαννιού γωνιά: Αναμνήσεις από τα παλιά», της Μαρούλας Τζούβα-Παΐκου, Λευκωσία 1997.
Διανομέας και τραυματίας
Η Μαρούλα, μαθήτρια του Παγκυπρίου Λυκείου Λάρνακας.
Μόλις η μητέρα της Μαρούλας ξεφούρνιζε τα ψωμιά, μοίραζε αρκετά σε σταυρό, τύλιγε από ένα τέταρτο σε μια μαντήλα και της έλεγε εκείνης και της Μυρούλας: «Τούτο εν για την Ελέγκω, τ’ άλλο για την Πηνελλού, αυτό εδώ για την Πελαού, για την Ελένη της Δαφνούς, την Παναγιωτού, τη Θεονίτσα, τη Χαττιτζέ, τη Φατμά». Κι έτσι τα δύο κορίτσια πήγαιναν και έρχονταν μες στη γειτονιά, για να μοιράσουν τα ψωμιά, μαζί και ανθρωπιά. Στο σπίτι της Μαρούλας είχαν και κοτόπουλα, από τα οποία έπαιρναν αβγά, είχαν και δέντρα κι έτσι τρέφονταν και με φρούτα. Για τον καφέ μερίμνησε η Ελένη Τρικωμίτου, που τον έφτιαχνε με κριθάρι και σιτάρι, μια σκέτη απόλαυση. Τραυματίας, όμως, η Μαρούλα. Πήγε ν’ ανέβει στην πόρτα της Ελένης από τα Λειβάδια, για να της πιάσει τα στρουθούθκια που φώλιασαν στον ηλιακό της, μα έπεσε κι έγινε το χέρι της… κιμάς.
➤28 Οκτωβρίου 1969: Στην παρέλαση για την επέτειο του «Όχι» το 1940 στη Λάρνακα, η Ήβη Πετρίδου, καθηγήτρια (κέντρο μπροστά), που υπήρξε εθελόντρια στον Ερυθρό Σταυρό, κατά τη δύστηνη περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεξιά είναι η αδελφή της Μέδα, κι αυτή κοινωνική εργάτρια.➤28 Οκτωβρίου 1965: Το Τάγμα 266 Πεζικού, που έδρευε στο Ξερό, παρελαύνει για την εθνική επέτειο του 1940 στους δρόμους της Μόρφου. Στη συγκεκριμένη σκηνή, μπροστά από τη Μητρόπολη Μόρφου, περνά ο 1ος λόχος του τάγματος. Λεβέντες της Εθνικής Φρουράς, με το χακί και τα όπλα, τους παρακολουθεί ο παρευρισκόμενος κόσμος και χαίρεται τους φαντάρους μας.
➤28 Οκτωβρίου 1965: Το Τάγμα 266 Πεζικού, που έδρευε στο Ξερό, παρελαύνει για την εθνική επέτειο του 1940 στους δρόμους της Μόρφου. Στη συγκεκριμένη σκηνή, μπροστά από τη Μητρόπολη Μόρφου, περνά ο 1ος λόχος του τάγματος. Λεβέντες της Εθνικής Φρουράς, με το χακί και τα όπλα, τους παρακολουθεί ο παρευρισκόμενος κόσμος και χαίρεται τους φαντάρους μας.
- See more at: http://www.philenews.com/el-gr/koinonia-istoria-ston-f/445/168691/chronia-tou-40#sthash.Yscc3hjD.dpufΣτα συναισθήματα ένας πόλεμος ανοίγει πληγές και φέρνει τη δυστυχία. Φέρνει τον πόνο και τη στέρηση, που θαρρείς πως κρατούν αιώνια. Μπορεί να φέρει μαζί και κάτι που ‘χες και αγνοούσες, να βγάλει από μέσα σου την προσφορά, να ανθίσει το κάλλος της ψυχής σου. Και το κορίτσι αυτό, που το λέγανε Μαρούλα, έκανε ό,τι μπορούσε μες στον πόλεμο, να δώσει στον συνάνθρωπό της. Αφού λοιπόν, όπως ήταν φυσικό, λόγω ηλικίας, της αρνήθηκαν να γίνει στρατιωτίνα –να ενταχθεί δηλαδή στον γυναικείο κλάδο A.T.S.– έγινε από μόνη της κοινωνική εθελόντρια.
Έτσι εκείνη και η φίλη της Μυρούλα πλέκανε γέττες για τους φαντάρους των βουνών της Αλβανίας. Κι όταν τις τέλειωναν, περνούσε να τις πάρει η Ήβη Πετρίδου, του Ερυθρού Σταυρού, καθηγήτριά της μετέπειτα στο Παγκύπριο Εμπορικό Λύκειο. Κάποτε τα κορίτσια έβαζαν μέσα στις γέττες γράμμα τους, να το διαβάσει ο φαντάρος και να ζεσταθεί κι από τις λέξεις τους: «Αγαπημένε στρατιώτη», έγραφαν, «Ο Θεός πάντα μαζί σας». Ή άλλοτε σημείωναν: «Προσέχετε τα κρυοπαγήματα». Κι όποτε οι Έλληνες κέρδιζαν, οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν χαρμόσυνα και οι πάντες, ξεχυμένοι στους δρόμους, ζητωκραύγαζαν: «Πήραμε τ’ Αργυρόκαστρο, την Κορυτσά, τους Αγίους Σαράντα!». Τραγουδούσαν: «Σινιόρε Μουσολίνι, κομμάτια που να γίνεις και ‘συ κι η Ιταλία, η πατρίδα σου η γελοία».
Όμως, ήταν δύσκολη εποχή. Τα πολεμικά πλοία των Βρετανών δύσκολα πλεύριζαν το νησί, με συνεπεία προϊόντα, όπως ζάχαρη, καφές, υφάσματα, να εξαλειφθούν από την αγορά, και εκεί όπου υπήρχαν να τ’ αγοράζεις στη μαύρη αγορά, υπερτιμημένα. Αν φυσικά μπορούσες ν’ αγοράσεις, και λίγοι ήταν εκείνοι που μπορούσαν. Το καλό για τη Μαρούλα είχαν σιτάρι, μια περιορισμένη, ωστόσο, ποσότητα, απ’ τις σοδιές του πατέρα της, κι έτσι τρέφονταν, με τα μυρωδάτα, ροδοκοκκινισμένα ψωμιά της μητέρας της.
* «Παλιά μου πόλη Λάρνακα τ’ Άϊ Γιαννιού γωνιά: Αναμνήσεις από τα παλιά», της Μαρούλας Τζούβα-Παΐκου, Λευκωσία 1997.
Διανομέας και τραυματίας
Η Μαρούλα, μαθήτρια του Παγκυπρίου Λυκείου Λάρνακας.
Μόλις η μητέρα της Μαρούλας ξεφούρνιζε τα ψωμιά, μοίραζε αρκετά σε σταυρό, τύλιγε από ένα τέταρτο σε μια μαντήλα και της έλεγε εκείνης και της Μυρούλας: «Τούτο εν για την Ελέγκω, τ’ άλλο για την Πηνελλού, αυτό εδώ για την Πελαού, για την Ελένη της Δαφνούς, την Παναγιωτού, τη Θεονίτσα, τη Χαττιτζέ, τη Φατμά». Κι έτσι τα δύο κορίτσια πήγαιναν και έρχονταν μες στη γειτονιά, για να μοιράσουν τα ψωμιά, μαζί και ανθρωπιά. Στο σπίτι της Μαρούλας είχαν και κοτόπουλα, από τα οποία έπαιρναν αβγά, είχαν και δέντρα κι έτσι τρέφονταν και με φρούτα. Για τον καφέ μερίμνησε η Ελένη Τρικωμίτου, που τον έφτιαχνε με κριθάρι και σιτάρι, μια σκέτη απόλαυση. Τραυματίας, όμως, η Μαρούλα. Πήγε ν’ ανέβει στην πόρτα της Ελένης από τα Λειβάδια, για να της πιάσει τα στρουθούθκια που φώλιασαν στον ηλιακό της, μα έπεσε κι έγινε το χέρι της… κιμάς.
➤28 Οκτωβρίου 1969: Στην παρέλαση για την επέτειο του «Όχι» το 1940 στη Λάρνακα, η Ήβη Πετρίδου, καθηγήτρια (κέντρο μπροστά), που υπήρξε εθελόντρια στον Ερυθρό Σταυρό, κατά τη δύστηνη περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεξιά είναι η αδελφή της Μέδα, κι αυτή κοινωνική εργάτρια.➤28 Οκτωβρίου 1965: Το Τάγμα 266 Πεζικού, που έδρευε στο Ξερό, παρελαύνει για την εθνική επέτειο του 1940 στους δρόμους της Μόρφου. Στη συγκεκριμένη σκηνή, μπροστά από τη Μητρόπολη Μόρφου, περνά ο 1ος λόχος του τάγματος. Λεβέντες της Εθνικής Φρουράς, με το χακί και τα όπλα, τους παρακολουθεί ο παρευρισκόμενος κόσμος και χαίρεται τους φαντάρους μας.
➤28 Οκτωβρίου 1965: Το Τάγμα 266 Πεζικού, που έδρευε στο Ξερό, παρελαύνει για την εθνική επέτειο του 1940 στους δρόμους της Μόρφου. Στη συγκεκριμένη σκηνή, μπροστά από τη Μητρόπολη Μόρφου, περνά ο 1ος λόχος του τάγματος. Λεβέντες της Εθνικής Φρουράς, με το χακί και τα όπλα, τους παρακολουθεί ο παρευρισκόμενος κόσμος και χαίρεται τους φαντάρους μας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου