Κύπρος 1974: Πως οι Τούρκοι βύθισαν πλοία τους κι εμείς ρίξαμε τα δικά μας Noratlas!(Γ' Μέρος)

Η συνέχεια της συγκλονιστικής αφήγησης του Παπαγιάννη ναυτικού διοικητή στην Κύπρο κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής.

Στις 12.00 έφθασε έπειτα από 4 ώρες περίπου αναμονής και η ρυμούλκα της Ε.Φ. Έδεσε την κλούβα και άρχισε να την ρυμουλκεί στην Μαλούντα, συνοδεία του αντιαεροπορικού μας. Εγώ έφυγα αμέσως με το αυτοκίνητό μου για το υπόγειο στρατηγείο. Στον δρόμο ο οδηγός μου μου είπε ότι πηγαίνοντας στο στρατόπεδο για την ρυμούλκα πέρασε από την περιοχή που τελευταία είχαμε κάνει την άσκηση μεταφοράς επιτελείου της ΝΔΚ στον δρόμο προς την Λάρνακα, και είδε ότι την είχαν κάψει με βόμβες ‘ναπάλμ’ τα Τουρκικά αεροσκάφη. Φαίνεται όταν κάναμε την άσκηση η περιοχή που πήγαμε σημειώθηκε από διερχομένους Τουρκοκυπρίους και είχε δοθεί στην Τουρκική διοίκηση ως το σημείο που θα εγκατασταθεί το επιτελείο μου εν πολέμω. Σημειωτέον ότι η κίνησις των τουρκοκυπρίων σε ολόκληρη την Κύπρο ήταν ελεύθερη με απόφαση του Μακαρίου, χωρίς κανένα έλεγχο, ενώ απαγορευόταν η δική μας στους τουρκοκυπριακούς θύλακες, που γινόταν μόνο κάτω από αυστηρούς ελέγχους κατά την είσοδο σε αυτούς. Έφθασα στο υπόγειο στρατηγείο γύρω στη μία το μεσημέρι. Το προσωπικό της ΝΔΚ που είχε φθάσει από το πρωί, είχε ήδη τακτοποιήσει τους δύο υπόγειους θαλάμους που μας είχαν διατεθεί, είχε αναπετάσει τις κεραίες των συσκευών και είχε αποκαταστήσει τις επικοινωνίες. Το μόνο μικρό πρόβλημα που υπήρχε ήταν ότι οι χωμάτινοι τοίχοι αυτού του παλαιού ορυχείου που είχαμε μετατρέψει σε στρατηγείο, ήταν συνεχώς υγροί, και σε συνδυασμό με το χωμάτινο δάπεδο που σε μερικά σημεία ήταν σκέτη λάσπη, δημιουργούσαν μία κρύα ατμόσφαιρα, τελείως διαφορετική από την καυτή Ιουλιανή ατμόσφαιρα που επικρατούσε έξω στο ύπαιθρο. Στις 4 το απόγευμα ο Παπαργύρης μου είπε ότι είχε έλθει σε επαφή με μία Κυπριακή οικογένεια γνωστή του στην Λευκωσία, που για να αποφύγει τους βομβαρδισμούς εκεί, θα πήγαινε στο Όρος Τρόοδος, και τους παρεκάλεσε να πάρουν μαζί τους την γυναίκα του, και την Λίλυ με τον Παναγιώτη, ώστε να είναι όσον το δυνατόν πιο ασφαλείς, πράγμα που εδέχθησαν ευχαρίστως. Μέσα στις σκουτούρες μου, την αγωνία, και την ένταση των ωρών αυτών, είχα ξεχάσει το πολυτιμότερο πράγμα που είχα. Την οικογένειά μου. Ευτυχώς όλα ήταν καλά με αυτήν και δεν είχαν κινδυνεύσει μέχρι στιγμής. Βεβαίως με τους βομβαρδισμούς στην Λευκωσία, και μόλις καμμία βόμβα έπεφτε κοντά στο σπίτι που έμεναν, καλύπτοντο κυρίως κάτω από κρεβάτια, με φόβο βεβαίως, και ο Παναγιώτης για λίγο καιρό μετά τα γεγονότα της κύπρου μόλις άκουγε ήχο από αεροπλάνο έτρεχε και κρυβόταν όπου μπορούσε!  Στις 5 περίπου το απόγευμα ένας οπλίτης της ΕΣΑ με ειδοποίησε ότι η γυναίκα μου και ο υιός μου περίμεναν να με δούν στον δρόμο έξω από το ορυχείο-επιτελείο που οδηγούσε προς το Τρόοδος. Βγήκα όπως ήμουν εκείνη την στιγμή. Με τα χακί ρούχα, το πιστόλι μου στην ζώνη, ένα καλάσνικωφ στο χέρι, το κράνος μου, αξύριστος και ταλαιπωρημένος από τα γεγονότα και την αϋπνία ( είχα ήδη συμπληρώσει 35 ώρες χωρίς ύπνο). Η Λίλυ με κοίταξε έκπληκτη και δάκρυσε. Με αγκάλιασε και μου είπε ” Πρόσεχε δεν θέλω να σκοτωθείς” . Η Μάρω, η γυναίκα του Παπαργύρη έβαλε τα κλάματα. Την ρώτησα γιατί κλαίει. Δεν μου απάντησε. Μετά είπε στην Λίλυ “για να είναι σε τέτοια χάλια ο άνδρας σου, σκέψου πως θα είναι ο δικός μου”. Ο Παπαργύρης δεν είχε έλθει να την δεί, διότι μίλαγε εκείνη την στιγμή με την Πάφο. Αφού ευχαρίστησα το ζεύγος των Κυπρίων, που τους μετέφεραν τους χαιρέτισα πάλι και φύγανε. Η Λίλυ μου είπε ότι δύο φορές κατά την διαδρομή τους, Τουρκικά αεροσκάφη τους πολυβολούσαν τον δρόμο και αναγκάστηκαν να βγούν από το αυτοκίνητο και να καλυφθούν στα παρακείμενα χαντάκια. Γύρισα στην ‘ κλούβα ‘ που ήταν σταματημένη έξω από την είσοδο του ορυχείου και καμουφλαρισμένη με κλαδιά δένδρων. Ήλθα σε επαφή με το ΓΕΝ, και ρώτησα εάν θα έστελναν τις δύο τορπιλλακάτους στην Κύπρο όπως προέβλεπαν τα υφιστάμενα σχέδια στην Ελλάδα, για την περίπτωση εισβολής στην Κύπρο, και οι οποίες θα δρούσαν υπό την επιχειρησιακή μου ευθύνη. Μου απάντησαν με μισόλογα. Περισσότερο ήθελαν πληροφορίες για την πορεία των  επιχειρήσεων μας στην Κύπρο, έτσι απλώς για να ξέρουν τι γίνεται. Έκλεισα αηδιασμένος το ραδιοτηλέφωνο. Προσπάθησα να έλθω σε επαφή με τις δύο τορπιλλακάτους μου της περιοχής Αμμοχώστου, που είχα διατάξει από το πρωί να πλεύσουν στην περιοχή ‘ αποκρύψεως’, χωρίς επιτυχία.Φαντάστηκα ότι μέσα στην σπηλιά που έπρεπε να ευρίσκοντο, δεν θα ήτο δυνατή η ραδιοεπικοινωνία. Γύρισα στον θάλαμο στο ορυχείο. Ο Παπαργύρης μου ανέφερε, ότι από την Πάφο μας είχαν πληροφορήσει ότι οι 400 άνδρες της ΕΛΔΥΚ αποβιβάστηκαν ασφαλώς από το ΛΕΣΒΟΣ, και εν συνεχεία το ΛΕΣΒΟΣ με τα πυροβόλα του έβαλε κατά του εκεί Τουρκοκυπριακού θύλακα, και ανάγκασε τους υπερασπιστές του να παραδωθούν στις μικρές δυνάμεις της εκεί Ε.Φ. Σημειωτέον ότι ο θύλαξ αυτός ήταν από τους ισχυρότερους των Τουρκοκυπρίων. Το ΛΕΣΒΟΣ είχε αποπλεύσει χωρίς πρόβλημα με πορεία προς Νότον, και ήδη από την υποτύπωση η θέσις του ήταν περί τα 35 μίλλια νοτίως της Πάφου. Επίσης ο σημαιοφόρος διοικητής του σταθμού Πάφου ανέφερε ότι περί τα 12-15 μίλλια βορρειοανατολικά της Πάφου είχαν εμφανιστεί δύο αντιτορπιλλικά και ερωτούσε να του πούμε εάν είναι Ελληνικά ή Τουρκικά. Του είπαμε να αναμείνει απάντηση. Από την υποτύπωση στόχων που είχαμε φαινόταν σαφώς ότι ήταν δύο Τουρκικά αντιτορπιλλικά, τα οποία από την περιοχή Κυρηνείας είχαν πλεύσει δυτικά στο ακρωτήριο Κορμακίτης και εν συνεχεία νοτιοδυτικά προς περιοχή Κοκκίνων και Πάφου. 

Εκείνη την ώρα με φώναξε ο Γεωργίτσης, και μου έδειξε ένα σήμα των Τουρκοκυπρίων που είχαμε υποκλέψει, από την Πάφο πρός την Τουρκική στρατιωτική διοίκηση που έλεγε ότι “δεν μπορούν να αντισταθούν άλλο, διότι βομβαρδίζονται από Ελληνικά(πληθυντικός) πολεμικά πλοία, και παραδίδονται”. Με ερώτησε εάν υπήρχαν πλοία στην περιοχή, του απάντησα αρνητικά, και του διευκρίνισα ότι προφανώς εννοούσαν το ΛΕΣΒΟΣ, διότι αυτό τους βομβάρδισε, και ο πληθυντικός που χρησιμοποιούν είναι πιθανώς για να δικαιολογήσουν την παράδοσή τους στην Ε.Φ.  Γύρισα στον θάλαμο της ΝΔΚ. Ο σταθμός της Πάφου περίμενε ακόμα την απάντησή μας για τα αντιτορπιλλικά. Από το μυαλό μου πέρασε ότι όπως εμείς υποκλέπταμε αυτούς έτσι και οι Τούρκοι θα έκαναν σε εμάς. Το είπα στον Παπαργύρη που ήταν στο ραδιοτηλέφωνο και ο οποίος είπε στον σταθμό Πάφου “ότι είναι Ελληνικά αλλά να μη έλθει σε επαφή μαζί τους γιατί είναι μυστικό ακόμα”. Ο σημαιοφόρος πανηγύρισε στο τηλέφωνο, αλλά ευτυχώς το ‘μυστικό’  που του είπαμε τον έκαναν να μη ..τους καλέσει με τον προβολέα ή να σηκώσει…..σημαιοστολισμό για την ‘άφιξή’ τους. Μας εκάλεσε μετά μία ώρα περίπου και σαφώς ταραγμένος μας αναφέρει ότι αεροσκάφη έχουν επιτεθεί στα ” Ελληνικά” αντιτορπιλλικά και το ένα έχει αρχίσει να βυθίζεται ενώ το δεύτερο είναι σταματημένο μέσα σε πυκνούς καπνούς από τις πυρκαϊές που έχει. Ζητούσε δε άδεια να πάει με ψαράδικα να σώσει τους ναυαγούς. Τον αποτρέψαμε και του είπαμε την αλήθεια ότι δεν ήταν Ελληνικά αλλά Τουρκικά. Μας έκλεισε το ραδιοτηλέφωνο διότι ο σταθμός υφίστατο αεροπορική επίθεση και τα αντιαεροπορικά του απαντούσαν σε αυτήν επιτυχώς με αποτέλεσμα να καταρρίψουν ένα αεροσκάφος, αλλά να πληγεί με βόμβα και να καταστραφεί ένα απομεμακρυσμένο φυλάκιο του σταθμού άδειο ευτυχώς την στιγμή της επιθέσεως από προσωπικό. Οι αποθήκες πυρομαχικών, τορπιλλών, και τα υπόλοιπα κτίρια του σταθμού, παρέμειναν ανέπαφα. Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι, το πρωί είχαν κινηθεί να αποβιβαστούν δυτικά της Κυρηνείας σε μία ακτή γεμάτη βράχους. Όταν τους αντελήφθησαν έστρεψαν προς δυσμάς και παραπλέοντας την ακτή προσπαθούσαν να βρουν κατάλληλο αμμώδες μέρος για να προσγιαλωθούν. Βρήκαν μία μικρή αμμουδιά πέντα μίλλια δυτικά της Κυρηνείας, και προσγιαλώθηκαν. Κατά τον παράλληλο προς την ακτή πλού των αποβατικών αυτά εβάλοντο συνεχώς από την ξηρά με πάρα πολύ μεγάλες απώλειες στο προσωπικό τους. Τελικά είχαν προσγιαλωθεί και είχαν σχηματίσει ένα μικρό προγεφύρωμα με 2-3 λόχους, επί της ακτής ακτίνος όχι μεγαλύτερης από 300 μέτρα, στο οποίο και παρέμεναν βαλλόμενοι, και προστατευόμενοι από την αεροπορία τους, που ελλείψει αντιπάλου έκανε ότι ήθελε στους ουρανούς της Κύπρου. 

Οι δυνάμεις Σ.Ξ. της Ε.Φ.  ενήργησαν σύμφωνα με τα πολεμικά σχέδια, και αρχικά τον υπάρχον μηχανοκίνητο τάγμα πεζικού εκκινήθει από την Μόρφου που ήταν η βάσις του προς την περιοχή αποβάσεως στις 08.30 πλην όμως εβλήθει ανηλεώς από την Τουρκική αεροπορία, κατά την μετακίνησή του και κατεστράφει σχεδόν ολοσχερώς πλησίον της Μύρτου. Εφονεύθησαν σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί του και το 60% των οπλιτών. Η ΕΛΔΥΚ επετέθη αμέσως κατά των Τούρκων στον τομέα της Λευκωσίας, λίαν επιτυχώς και κατέλαβε μεγάλο κομμάτι του τουρκοκυπριακού τομέα, με αποτέλεσμα ο Ντεκτάς να πανικοβληθεί και να ζητάει ελικόπτερο να τον μεταφέρει στα τουρκικά πλοία για ασφάλεια , όπως προέκυψε από υποκλαπέν σήμα. Οι καταδρομείς ανέμεναν στα σημεία εξορμήσεως των για να επιτεθούν μόλις ενύκτωνε και να καταλάβουν το Φρούριο του Αγ. Ιλαρίωνα που δέσποζε και ήλεγχε τον δρόμο Κυρηνείας -Λευκωσίας, καθώς και ολόκληρο τον τουρκικό θύλακα της Λευκωσίας, και άλλες μονάδες

πεζικού σε όλη την Κύπρο είχαν επιτεθεί κατά των τουρκικών θυλάκων που ήταν διεσπαρμένοι σε ολόκληρο το νησί, και καταλάμβαναν το ένα μετά τον άλλο. Στην περιοχή της αποβάσεως την αμυντική προσπάθεια την είχε το εκεί στρατιωτικό συγκρότημα και λίγα πυροβόλα που είχε, διότι ύστερα από την ζημιά που υπέστη το μηχανοκίνητο τάγμα, μόνο το βράδυ θα στέλναμε πια ενισχύσεις στην περιοχή.

Σκέφτηκα, το βράδυ να στείλω τους βατραχανθρώπους που είχα στην ΝΒΧ, για να καταστρέψουμε τα ευρισκόμενα στην ακτή αποβατικά, και πήρα τηλέφωνο την ΝΒΧ για να ζητήσω τον υποπλοίαρχο Γουλέα που ήταν ο επικεφαλής των. Το τηλέφωνο, προς μεγάλη έκπληξή μου, το σήκωσε ο πλωτάρχης Παπαδάκης ο οποίος έπρεπε να ευρίσκεται ως διοικητής τορπιλλακάτων, με τις τορπιλλακάτους στην περιοχή αποκρύψεως που τους είχα στείλει από το πρωί. Έκπληκτος τον ερώτησα τι κάνει εκεί, και που είναι οι τορπιλλάκατοι. Αρχισε να μου απάντάει με μισόλογα, και δικαιολογίες. Η μία τορπιλλάκατος με κυβερνήτη τον Τσαταλό μόλις ξεκίνησε το πρωί “έπαθε” βλάβη, την  οποία δεν μου κατανόμασε, και επέστρεψε στην ΝΒΧ όπου το πλήρωμα την εγκατέλειψε και πήγαν στις εγκαταστάσεις της βάσεως. Η δεύτερη με  κυβερνήτη τον Κανδαλέπα, στην οποία επέβαινε και ο Παπαδάκης  έπλευσε προς το λιμάνι Αμμοχώστου ( τελείως αντίθετη πορεία από την περιοχή αποκρύψεως) και προσάραξε στην ακτή, εγκαταληφθείσα από όλους τους επιβαίνοντες, που επέστρεψαν στην ΝΒΧ με την βοήθεια πλωτού μέσου που ζήτησαν και τους έστειλαν από την βάση. Δηλαδή τον ερώτησα δεν έχω πια τορπιλλακάτους; Μου απάντησε πάλι με μισόλογα ότι θα προσπαθήσουν να επισκευάσουν την πρώτη, και κάτι άλλες δικαιολογίες. Από την φωνή του φαινόταν καθαρά ότι το ηθικό του ήταν στο μηδέν, και τίποτα δεν θα μπορούσε να προσφέρει στις πολεμικές επιχειρήσεις. Του είπα να προετοιμάσει τους βατραχανθρώπους για νυκτερινή επιχείρηση την οποία από τις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί εκτίμησα ότι δεν θα μπορούσα να την κάνω το ίδιο βράδυ, διότι και ο Γουλέας ήταν ήδη επηρεασμένος από το όλο κλίμα που είχε δημιουργήσει ο Παπαδάκης. Του είπα (του Γουλέα) να τους έχει έτοιμους να επιχειρήσουν το επόμενο βράδυ.  Έκλεισα το τηλέφωνο, χωρίς να τους ερωτήσω τίποτα άλλο, ενώ προς στιγμή μου πέρασε η ιδέα να πάω στην ΝΒΧ να τους συλλάβω, να τους απαλλάξω από τα καθήκοντά τους και να αναθέσω την διοίκηση σε άλλον αξιωματικό. Αλλά επεκράτησαν πλέον ψύχραιμες σκέψεις, καθώς η παρουσία μου στην Λευκωσία, ήταν απαραίτητη λόγω των εν εξελίξει επιχειρήσεων. Άφησα λοιπόν την διερεύνηση των κινήσεων των για αργότερα που θα ήμουν πιο νηφάλιος.  Δεν τους υπολόγιζα για αξιόμαχη πλέον μονάδα, και μόνο τα αντιαεροπορικά της βάσεως έκαναν την δουλειά τους καλά ( κατέρριψαν δύο αεροσκάφη), και αυτό χάρις στις πρωτοβουλίες του αρχικελευστού Πυράρχου της Βάσεως, που είχε χωρίς βοήθεια, από (…..), οργανώσει την αντιαεροπορική άμυνα.

Κατά τις 21.30 είδα τον σμήναρχο Καραστατήρα να τρέχει στον Γεωργίτση φωνάζοντας. Δεσμεύστε τα αντιαεροπορικά, κτυπούν τα δικά μας αεροσκάφη, που φέρνουν καταδρομείς. Ο Γεωργίτσης τον κοίταξε και του είπε. Τα έχουμε δεσμεύσει. Ποίοι είναι αυτοί που βάλουν; Ο Καραστατήρας τον κοίταξε απορρημένος. Άλλωστε αυτός ήταν υπεύθυνος για την αντιαεροπορική άμυνα στο νησί. Έπρεπε να ήξερε που ήταν τα αντιαεροπορικά, αλλά και αυτό ήταν δύσκολο διότι είχαν διασπαρεί σε όλη την Κύπρο, δεν είχαν όλα επικοινωνία με το ΓΕΕΦ, και πολλά αντιαεροπορικά τα εχειρίζοντο Κύπριοι της ΕΟΚΑ Β’ καθώς και εθελοντές χωρίς να έχουν επαφή με το ΓΕΕΦ. Το ‘αλλαλούμ’ αυτό είχε ως αποτέλεσμα να καταρριφθούν δύο Ελληνικά αεροσκάφη ΝΟΡΑΤΛΑΣ, να υποστούν μη επισκευάσιμες ζημιές άλλα δύο, να φονευθούν 35 Έλληνες καταδρομείς, και να τραυματισθούν άλλοι τόσοι, που τους είχαν στείλει από την Κρήτη για να μας ενισχύσουν. ( Η δεύτερη σωστή κίνηση του ΓΕΕΘΑ). Το βράδυ ολοκληρώθηκαν οι καταλήψεις όλων των τουρκοκυπριακών θυλάκων στην Κύπρο, πλην αυτού της Λευκωσίας, ο οποίος περισφίγγετο από την ΕΛΔΥΚ και τους καταδρομείς που είχαν εκδηλώσει την επίθεσή τους και ήταν έτοιμοι να καταλάβουν το φρούριο του Αγ. Ιλαρίωνα. Και έμενε και το μικρό προγεφύρωμα στην ακτή που είχε δημιουργηθεί το πρωί, χωρίς να επεκταθεί. Προ της εισβολής οι Τουρκικοί θύλακες καταλάμβαναν το 7-8% του Κυπριακού εδάφους. Εκείνο το βράδυ της εισβολής το ποσοστό είχε περιορισθεί στο 3%.

Κατά τις 10 το βράδυ είπα στο μισό προσωπικό του επιτελείου, να ξαπλώσει να κοιμηθεί σε κάτι ‘ράντζα’ που βάλαμε στον ένα από τους δύο θαλάμους που είχαμε και να σκεπαστούν καλά με κουβέρτες που είχαμε πάρει από τη επιμελητεία του ΓΕΕΦ, γιατί η υγρασία μέσα στους θαλάμους ήταν τρομερή. Δεν τους επέτρεψα να κοιμηθούν στο ύπαιθρο όπως ήθελαν, που ήταν πιο ζέστη, γιατί φοβόμουνα μήπως τα Τουρκικά αεροσκάφη που βεβαίως είχαν εντοπίσει την θέση του υπόγειου στρατηγείου, έριχναν βόμβες ‘ναπάλμ’ οπότε θα τους έκαιαν. Έπαιρνα συνέχεια αναφορές από τα ραντάρ μου, και περιέργως δεν υπήρχε κίνησις Τουρκικών πλοίων από την περιοχή συγκεντρώσεών των προς την ακτή αποβάσεως. Μόνο κινήσεις πλοίων προς και από την Τουρκία. Επίσης την νύκτα δεν υπήρχαν πτήσεις αεροσκαφών, προφανώς διότι οι Τούρκοι δεν ήταν εκπαιδευμένοι για νυκτερινές αεροπορικές επιχειρήσεις. Μίλησα 2-3 φορές με το ΓΕΝ από την ‘κλούβα’, και με το ΛΕΣΒΟΣ, που ασφαλώς είχε βγή, από τον τομέα της επιχειρησιακής ευθύνης μου και είχε εισέλθει στον αντίστοιχο του ΓΕΝ. Μια ,δυο, φορές ήλθα σε επαφή με δύο Ελληνικές τορπιλλακάτους, οι οποίες όμως παρά τα σχέδια παρέμεναν ‘κάπου’ στο Αιγαίον. Δεν είχα πληροφορίες για Ελληνικά υποβρύχια στην περιοχή, γιατί τα υποβρύχια δρούν παντού υπό την επιχειρησιακή ευθύνη του ΓΕΝ που δεν μεταβιβάζεται σε Ναυτικές διοικήσεις. Πολύ αργότερα, μετά ένα μήνα περίπου έμαθα ότι είχαν σταλεί δύο υποβρύχια, τα οποία όμως ο Αρχηγός Ναυτικού τα ‘γύρισε’ πίσω, για….δικούς του λόγους.

Κατά την μία το πρωί ξάπλωσα και εγώ σε ένα ‘ραντζο’ και κοιμήθηκα πολύ βαριά για τέσσερεις ώρες, διότι είχα ειπεί να με ξυπνήσουν στις 5 το πρωί που άρχισε να φέγγει.Από το βράδυ είχα αποφασίσει να πάω προς την περιοχή αποβάσεως, να καταγράψω ακριβώς τις θέσεις των Τούρκων, και το βράδυ να πάω με τους βατραχανθρώπους, για από θαλάσσης καταστροφή όσων αποβατικών θα ευρίσκοντο εκεί. Είπα στον οδηγό μου να φέρει το υπηρεσιακό αυτοκίνητο, και να παραλάβει οπλισμό, καθώς και σε δύο υπαξιωματικούς μου, να έλθουν μαζί μου. Όλοι μας είμαστε οπλισμένοι με καλάσνικωφ, και εγώ επί πλέον είχα το υπηρεσιακό μου 45άρι πιστόλι. Ξεκινήσαμε από την Μαλούντα, και άφησα εντολή στον υποπλοίαρχο (ο) Τζεφεράκο που είχε εκείνη την ώρα βάρδια στον θάλαμο επιχειρήσεων, να μου αναφέρει οτιδήποτε έκτακτο παρόλο που με το ραδιοτηλέφωνο του αυτοκινήτου είχα πλήρη επικοινωνία με όλες τις υπηρεσίες μου στο νησί. Αποφύγαμε την κίνησή μας από κυρίους δρόμους και χρησιμοποιούσαμε χωματόδρομους περνώντας μέσα από οικισμούς και πολύ μικρά χωριά, όπου παντού υπήρχαν οπλισμένοι Κύπριοι, άλλοι επίστρατοι, άλλοι εθελοντές, και πυροβολούσαν με μηδαμινές πιθανότητες επιτυχίας τα υπεριπτάμενα αεροσκάφη, και παρακολουθούσαν τις περιοχές τους μη πέσουν αλεξιπτωτιστές. Η Τουρκική αεροπορία από το πρωί, απόλυτος κυρίαρχος των αιθέρων ( η Ελληνική αεροπορική βοήθεια που προεβλέπετο από τα σχέδια δεν ήλθε ποτέ) εβομβάρδιζε αγρίως, οτιδήποτε θεωρείτο στόχος, και κυρίως την περιοχή πλησίον του προγεφυρώματος της αποβάσεως, όπου η κατάστασις στην οποία είχαν περιέλθει οι εκεί μονάδες της Ε.Φ. ήταν απελπιστική. Εν μέσω των βομβαρδιζομένων δρόμων εμείς κινούμεθα με το αυτοκίνητο προς τα Βόρρεια της Κύπρου. Ο οδηγός μου είχε πασαλείψει το αυτοκίνητο με λάσπη, και το χρώμα του από μπλέ είχε γίνει χωμάτινο και έτσι δεν εντοπιζόταν από τα αεροσκάφη. Πλησιάζοντας στο ύψος της Λευκωσίας από δυσμάς είδαμε να πέφτει στον Τουρκικό τομέα της μεγάλος αριθμός αλεξιπτωτιστών. Φθάνοντας στην διάβαση της Μύρτου, από όπου μετά θα παίρναμε τον βόρρειο παραλιακό δρόμο προς ανατολάς για να πάμε προς το προγεφύρωμα, και περίπου δύο μίλλια πριν φθάσουμε στην διάβαση, είδαμε μία ομάδα από δέκα περίπου επίστρατους να τρέχει προς τα χωράφια κοιτώντας στον αέρα. Σταματήσαμε το αυτοκίνητο και πεταχτήκαμε έξω καθώς αντιληφθήκαμε Τούρκους αλεξιπτωτιστάς να πηδούν από ένα αεροσκάφος που είχε βληθεί, έβγαζε καπνούς και είχε κατεύθυνση προς την θάλασσα που ήταν σε απόσταση τριών μιλλίων από εμάς.  Πλησιάσαμε και μαζί με τους επίστρατους αρχίσαμε να τους πυροβολούμε με τα καλάσνικωφ τα οποία ήταν φοβερά όπλα και είχαν δραστικό βεληνεκές τα 600 μέτρα, σε αντίθεση με τα αμερικανικά Μ1 που είχαν οι Τούρκοι με δραστικό βεληνεκές τα 200μ. Σύντομα τους εξουδετερώσαμε, τους πήραμε τα όπλα και τους αφήσαμε εκεί νεκρούς.   Γυρνώντας στο αυτοκίνητο είδα ότι από την αριστερή γάμπα μου έτρεχε αίμα και ο αστράγαλός μου είχε αρχίσει να πρήζεται. Σήκωσα το παντελόνι της χακί φόρμας που φορούσα, και είδα μία μικρή πληγή που αιμορραγούσε στην γάμπα προερχομένη  πιθανώς από εξοστρακισμό βολίδος από τα όπλα των Τούρκων, που ευτυχώς λόγω του μικρού βεληνεκούς των όπλων τους, είχε χάσει την δύναμή της και έτσι δεν μου είχε κάνει ζημιά. Τύλιξα την πληγή με ένα επίδεσμο από το φαρμακείο του αυτοκινήτου, και με ένα πανί τον αστράγαλό μου που πρηζόταν, λόγω προφανώς παραπατήματός μου στα χωράφια χωρίς να το καταλάβω, στην ένταση της στιγμής. Είχαμε αφαιρέσει την ζωή ανθρώπων χωρίς να νιώσουμε την παραμικρή τύψη, αλλά ευχαριστημένοι που δεν είμαστε εμείς στην θέση τους, και νιώθαμε ένα σφίξιμο στο στομάχι, που μάλλον αισθάνονται όλοι όσοι βρεθούν μπροστά στην επιλογή ή εσύ ή εγώ με βραβείο τον θάνατο. Ένα σφίξιμο που μάλλον προέρχεται από φόβο, αλλά όχι δειλία.
Δεν συνεχίσαμε προς Κυρήνεια γιατί ο μοναδικός δρόμος βομβαρδιζόταν ανηλεώς, και επειδή ο επίδεσμος του τραύματός μου είχε γεμίσει με αίμα,  πήραμε το δρόμο της επιστροφής στην Μαλούντα, όπου φθάσαμε χωρίς απρόοπτα στις 12 το μεσημέρι. Ο γιατρός του ΓΕΕΦ εξέτασε το τραύμα που ήταν από σφαίρα όπως μου είπε, το καθάρισε, σταμάτησε το αίμα, έβαλε τρία ράμματα, και το εκάλυψε με ‘λευκοπλάστ’, ενώ στον αστράγαλο μου έβαλε ελαστικό επίδεσμο, και από πάνω φόρεσα την αρβύλα μου στην οποία μόλις χωρούσε το πρησμένο πόδι μου. Επέστρεψα στον θάλαμο επιχειρήσεων, αρκετά στεναχωρημένος, που δεν θα εκδηλωνόταν επίθεσις βατραχανθρώπων το βράδυ όπως είχα σχεδιάσει. Μέχρι το βράδυ της ιδίας ημέρας δεν μπορούσε να κινηθεί τίποτα στο ύπαιθρο της Κύπρου γιατί βομβαρδιζόταν συνεχώς. 

Η τακτική κατάστασις ήταν όπως είχε μείνη από το πρωί, με τους Τούρκους να έχουν μόνο το 3% του νησιού δικό τους.
Το μεγαλύτερο μέρος της βραδιάς το πέρασα στο γραφείο του Γεωργίτση, παρακολουθώντας τις κινήσεις των στρατιωτικών μονάδων που διέτασσε για την περίσχεση του προγεφυρώματος, και τις αγωνιώδεις προσπάθειες του προς το ΓΕΕΘΑ για να μας στείλουν αεροπορική υποστήριξη από την Ελλάδα. Εμείς μέσα στην υπερένταση που είχαμε με τις πολεμικές επιχειρήσεις εν εξελίξει, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε, τις διέργασίες και την “προδοσία” που συνετελούντο στο “εθνικό κέντρο” όπως το λέγαμε, με αποκορύφωμα να λάβουμε διαταγή να υποχωρήσει η ΕΛΔΥΚ πίσω στο στρατόπεδό της, καθώς και να οπισθοχωρήσουν οι καταδρομείς από την περίσχεση του φρουρίου του Αγ. Ιλαρίωνα, και να παραμείνουν αρκετά μακρυά από αυτό. Δύο κινήσεις τελείως παρανοϊκές, που πραγματικά δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε, και για τις οποίες εδώθει η σχετική διαταγή από τον Γεωργίτση, με κρύα καρδιά και σκεπτικισμό. Σκεφτήκαμε ότι αυτό εζητήθει για να μη είναι κοντά στις Τουρκικές δυνάμεις όταν αυτές θα προσεβάλοντο από Ελληνικά αεροσκάφη.Το βράδυ αυτό έγινε και μία επιχείρησις εκκαθαρισμού των μικρών Τουρκικών θυλάκων πέριξ του φρουρίου της Αμμοχώστου, στις οποίες έλαβε μέρος εθελοντικώς ομάδα υπαξιωματικών της ΝΒΧ, παρά τις αντιρρήσεις επί του προκειμένου του Διοικητού των Αντιπλοιάρχου Παπαδάκη ( μόλις είχε προαχθεί). Οι υπαξιωματικοί της ΝΒΧ οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Ναυτόπαιδες την εποχή που ήμουν υποδιοικητής στον Πόρο, πίστευαν σε εμένα, όπως και εγώ σε αυτούς, και η δράσις τους κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων, ήταν η πρέπουσα, και αντιστρόφως αντίθετη των ηττοπαθών ενεργειών των αξιωματικών τους. Μετά την επιτυχή επιχείρηση που ανάγκασε όλους τους Τούρκους της περιοχής να κλεισθούν μέσα στο παλαιό φρούριο της Αμμοχώστου, μου έστειλαν στην Λευκωσία την Τουρκική σημαία που είχαν υποστείλει από ένα φυλάκιο που είχαν καταλάβει, και μία προτομή του Αττατούρκ που ευρίσκετο έξω από αυτό. Και τα δύο, μετά από χρόνια τα παρέδωσα στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, με σημείωμά μου για το πως ευρέθησαν στα χέρια μου. Ο Παπαργύρης μετά από τηλεφώνημα που είχε κάνει στον υποπλοίαρχο (μηχ) Ντάνο στην ΝΒΧ, μου ανέφερε ότι μετά από επιθεώρηση των μηχανών που είχε κάνει ο Ντάνος στην τορπιλλάκατο του Τσαταλού αυτή ευρέθει χωρίς καμία βλάβη, και ανακριβώς είχε αναφερθεί βλάβη από τον κυβερνήτη της, και επομένως ουδείς λόγος υφίστατο ώστε να μη πάει στο σημείο αποκρύψεως, αλλά επέστρεψε στην Ναυτική βάση. Ο Τσαταλός (…..), και παρακολουθών από το ραδιοτηλέφωνο την τύχη του Τσομάκη και των τορπιλλακάτων της Κυρηνείας, θεώρησε προτιμότερο για την…υγεία του, να επιστρέψει, και να εγκαταλήψει το σκάφος του, χωρίς να ρίξει έστω και μία βολή με τα αντιαεροπορικά του. Και αυτό εν καιρώ πολέμου.

Ο Παπαδάκης (…..) και αυτός τον εκάλυπτε, και δεν μου είχε αναφέρει τίποτα. Έστειλα σήμα και  του κοινοποίησα απόφασή μου ότι αναλάμβανω εγώ απ’ ευθείας τον επιχειρησιακό έλεγχο και των τορπιλλακάτων της ΝΒΧ, τον οποίο είχε μέχρι τότε αυτός, και τον άφηνα μόνο διοικητή της ΝΒΧ χωρίς να εμπλέκεται στις τορπιλλακάτους.



http://www.onalert.gr/

Σχόλια