Νοέμβριος ’67, οι Ελληνες αποχωρούν Η επιχείρηση στο χωριό Κοφίνου, η ελληνοτουρκική ρήξη, οι Κύπριοι πρωταγωνιστές και ο Αμερικανός μεσολαβητής

Του Γιαννη Γουλιελμου

Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1967, το Κυπριακό μπαίνει σε μια νέα φάση. Στις 14 Ιουνίου 1967, με πρωτοβουλία του ΝΑΤΟ, ανακοινώνεται η έναρξη των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό. Ο διάλογος δεν καταλήγει σε ουσιαστικό αποτέλεσμα και το Νοέμβριο του ίδιου έτους, με τα γεγονότα της Κοφίνου και την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί, αρχίζουν να ωριμάζουν οι συνθήκες για την επερχόμενη εισβολή. Τα γεγονότα που προηγήθηκαν και που οδήγησαν τελικά στο, κατά πολλούς, «φιάσκο της Κοφίνου», είναι πολλά, πολυεπίπεδα και κατ’ επέκτασιν σύνθετα και δυσανάγνωστα. Πρόκειται ουσιαστικά για τη σκιαμαχία των δύο ηγετών που συνέδεσαν το όνομά τους με τη σύγχρονη, τραγική ιστορία της Κύπρου - του Αρχιεπισκόπου Μακάριου και του στρατηγού Γεωργίου Γρίβα - σε συνδυασμό με την ύπαρξη στην Ελλάδα, την εποχή εκείνη, μιας ανεπαρκούς κυβέρνησης.
Συμπληρώνονται σαράντα χρόνια από τότε που έλαβαν χώρα οι επιχειρήσεις στην Κοφίνου και η ιστοριογραφία, παρότι διχασμένη ως προς την «ιστορική αλήθεια», εντούτοις βρίσκει και κοινούς τόπους. Για να αντιληφθεί ωστόσο κανείς τους λόγους και να ερμηνεύσει τα αίτια, οφείλει μια αναδρομή στα γεγονότα που προηγήθηκαν της αποχώρησης της ελληνικής μεραρχίας.
Την υπογραφή των συνθηκών Ζυρίχης και Λονδίνου το 1959, ακολουθεί, τον Αύγουστο του 1960, η ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ανεξάρτητο κράτος, υπό βρετανική, βεβαίως, επιδιαιτησία προκειμένου να διατηρήσει η Αγγλία τα ερείσματά της που χάνονταν μαζικά. Το σύνταγμα, που προέβλεπε ότι το 18% του συνολικού πληθυσμού, ήτοι της τουρκοκυπριακής κοινότητας του νησιού, θα κατείχε το 30% των θέσεων στον κρατικό μηχανισμό και το κοινοβούλιο, προκάλεσε αντιδράσεις στην Αθήνα για την αποδοχή των όρων από την τότε κυβέρνηση Καραμανλή. Η εύθραυστη και ετεροβαρής αυτή σχέση δείχνει τα όριά της τον Δεκέμβριο του 1963 οπότε και καταρρέει το συνταγματικό καθεστώς του 1960, με την υποβολή, από πλευράς Μακαρίου, των δεκατριών σημείων για την αναθεώρησή του. Η, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με την ελληνική πλευρά, κίνηση του Μακαρίου, φαίνεται να επιβαρύνει την ήδη βεβαρημένη κατάσταση και σίγουρα βοηθάει στην ανάπτυξη τουρκικών θυλάκων στο νησί. Η εξέλιξη αυτή, αναγκάζει την ελληνική κυβέρνηση, αρχές του 1964, να στείλει στην Κύπρο μια καλά οπλισμένη μεραρχία.
Το σχέδιο Ατσεσον
Την ίδια χρονιά, Ελλάδα και Κύπρος απορρίπτουν το σχέδιο του Αμερικανού μεσολαβητή Ατσεσον για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, καθώς αυτή περιέχει πρόβλεψη για παραχώρηση τμήματος του νησιού στην Τουρκία. Αυτό έχει συνέπεια την ένταση των επεισοδίων στην Κύπρο με αποκορύφωμα τους τουρκικούς βομβαρδισμούς στο νησί, οι οποίοι, με την αυστηρή υπόμνηση του Αμερικανού πρόεδρου Λίντον Τζόνσον προς τον Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού, σταματούν άμεσα και έτσι αποφεύγεται ενδεχόμενη τουρκική εισβολή.
Το 1966 εγκαινιάζεται προσπάθεια ελληνοτουρκικού διαλόγου για το Κυπριακό, ενώ τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, η ελληνική κυβέρνηση αναγγέλλει στην κυπριακή ηγεσία την επιθυμία της για ανάθεση της διοίκησης των ελληνικών και κυπριακών δυνάμεων στον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα. Ο Μακάριος απορρίπτει την πρόταση αυτή δημιουργώντας κρίση τόσο στις σχέσεις του με το Γρίβα, όσο και στις σχέσεις του με την Αθήνα, οι οποίες δυσχεραίνονται ακόμη περισσότερο κατόπιν της απόφασης του Κύπριου ηγέτη να αγοράσει τσεχοσλοβάκικα όπλα για λογαριασμό της κυπριακής αστυνομίας.
Η υφιστάμενη ένταση κορυφώνεται το φθινόπωρο του 1967 όταν ένοπλοι Τουρκοκύπριοι αποφασίζουν να στήνουν ενέδρα και να παρεμποδίσουν την κυκλοφορία οχημάτων σε κεντρικές οδικές αρτηρίες του νησιού. Αντιδρώντας σε αυτό, η κυπριακή αστυνομία επιχειρεί περιπολίες στον
τουρκοκυπριακό θύλακα της Κοφίνου, αλλά συναντά μεγαλύτερα εμπόδια από τους ένοπλους Τουρκοκυπρίους. Το γεγονός αυτό αναγκάζει την κυπριακή κυβέρνηση να επιστρατεύσει το Γρίβα προκειμένου να προβεί σε αφοπλισμό των Τουρκοκυπρίων. Η κινητοποίηση όμως, από πλευράς Γρίβα, ισχυρότατων στρατιωτικών δυνάμεων εναντίον μίας, όπως αποδείχθηκε, ολιγομελούς ομάδας ενόπλων, ερμηνεύθηκε μάλλον υπερβολική - αν όχι «φιάσκο».
Τουρκικές απειλές
Την επομένη των επιχειρήσεων στην Κοφινού, η κυβέρνηση της Τουρκίας απειλεί με στρατιωτική επέμβαση, κινητοποιώντας την ίδια στιγμή μεγάλο όγκο δυνάμεων τόσο στα παράλια απέναντι απ’ την Κύπρο, όσο και στα σύνορά της με την Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα, συστήνει στον πρωθυπουργό της χούντας, ως ένδειξη καλής θελήσεως προς την Αγκυρα, την ανάκληση του Γρίβα στην Αθήνα. Ο υφυπουργός Αμυνας των ΗΠΑ, Σάιρους Βανς, ορίζεται παράλληλα, ειδικός απεσταλμένος του προέδρου Τζόνσον με κύρια αποστολή του την αποφυγή οιασδήποτε ελληνοτουρκικής σύρραξης. Αρχικά, επισκέπτεται Αθήνα και Αγκυρα. Βασικό του μέλημα, η εκτόνωση της κρίσης. Στην Τουρκία, ο Τύπος καλλιεργεί πολεμικό κλίμα μιλώντας περί γενοκτονίας των Τουρκοκυπρίων και καλεί την κυβέρνηση της χώρας να προχωρήσει σε στρατιωτική επέμβαση. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας προς τον Βανς: «Αν δεν υπάρξει απόφαση για επέμβαση, κινδυνεύει να καταρρεύσει η συνοχή της τουρκικής κοινωνίας».
Οι διαπραγματεύσεις του Σάιρους Βανς με Αθήνα και Αγκυρα έχουν αποτέλεσμα την επίδοση συμβιβαστικής πρότασης, που όμως βρίσκει ανικανοποίητη την τουρκική πλευρά, η οποία αφού προβαίνει σε τροποποίηση των σημείων της που ουσιαστικά επέβαλαν τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς και την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί, την επιδίδει στην Ελλάδα κατά τρόπο σχεδόν τελεσιγραφικό. Τρομοκρατημένη από την τροπή που παίρνουν τα πράγματα και ανίκανη και ανέτοιμη να διαπραγματευτεί έστω και κατ’ ελάχιστον, η κυβέρνηση της χούντας των Αθηνών, μέσω του υπουργού Εξωτερικών του καθεστώτος Παναγιώτη Πιπινέλη, κάνει δεκτό το αίτημα της Αγκυρας για αποχώρηση της μεραρχίας από την Κύπρο.
Τι σήμαινε όμως για την Ελλάδα η επιστροφή της μεραρχίας στην Αθήνα; Επεδίωκε ο Μακάριος την αποχώρησή της; Θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα αν υπήρχε πολιτική κυβέρνηση στην Ελλάδα; Σε τι αποσκοπούσε ο Γρίβας; Τα στοιχεία δείχνουν ότι στην πραγματικότητα, τόσο ο Γρίβας όσο και η παρουσία της μεραρχίας στην Κύπρο αποτελούσαν για το Μακάριο έναν μόνιμο βραχνά. Οι Ελληνες αξιωματικοί της μεραρχίας, μέλη, οι περισσότεροι, της παραστρατιωτικής οργάνωσης ΙΔΕΑ, υπονόμευαν διαρκώς τον Μακάριο, κατηγορώντας τον ως εχθρό της ένωσης με την Ελλάδα. Δεν είναι λοιπόν παράλογο, να υποστηριχθεί πως η εκδίωξη της μεραρχίας από την Κύπρο, θα είχε για το Μακάριο «ευεργετικό» αποτέλεσμα. Εντούτοις, η συναίνεση του τότε στρατιωτικού καθεστώτος της Ελλάδας στην ανάκληση της μεραρχίας, σήμαινε αφενός την αποδοχή της συρρίκνωσης της πολιτικής βούλησης της Ελλάδας, αφετέρου, άφηνε στην Τουρκία το περιθώριο για δράση κάθε μορφής. Οσο λοιπόν, επιδίωκε την απόσυρση της μεραρχίας από την Κύπρο ο Μακάριος, άλλο τόσο απέκλειε το ενδεχόμενο διάλυσης της Εθνικής Φρουράς. Και διαπραγματεύτηκε σκληρά γι’ αυτό.
Η διατήρησή της ωστόσο φαίνεται ότι του στοίχισε πολύ ακριβά, καθώς στις τάξεις της παρέμειναν περί τους 500 Ελληνες αξιωματικούς, οι οποίοι, μέχρι και το πραξικόπημα του 1974, τον υπονόμευαν συστηματικά. Ενδεικτικό αυτής της κατάστασης είναι το γεγονός ότι λίγο καιρό μετά τα γεγονότα του ’74, ο Μακάριος παραδέχτηκε ότι ένα από τα χειρότερα λάθη κατά τη διάρκεια της θητείας του στην προεδρία της Κύπρου ήταν η εμμονή του στη διατήρηση της Εθνικής Φρουράς.
Δύσκολο και παράτολμο να επιχειρήσει κανείς σκιαγράφηση της σύνθετης προσωπικότητας του Μακαρίου. Γεγονός πάντως είναι ότι αποτέλεσε μία από τις περισσότερο αμφισβητούμενες φυσιογνωμίες όλης αυτής της περιόδου. Ο χαρισματικός ηγέτης, αλλά και ο εξαιρετικά φιλόδοξος πολιτικός. Ο πανέξυπνος ιεράρχης που μεταμορφωνόταν σε στυγνό διαπραγματευτή. Πάντοτε καιροσκοπικά. Πότε στο πλευρό της Αγγλίας, πότε στο πλευρό Ελλάδας και πότε στο πλευρό της Σοβιετικής Ενωσης. Πάντα όμως, όπως δείχνει η ανάγνωση της ιστορίας, στο πλευρό εκείνου που πίστευε ότι θα τον ωφελούσε περισσότερο στην προσωπική του ανάδειξη στον πολιτικό στίβο. Η σχέση του με το Γρίβα, επίσης αμφισβητούμενη. Ο ίδιος ο Γρίβας, ήρωας ή προδότης; Πράκτορας ή πατριώτης; Δεν μπορεί να δοθεί ούτε κι εδώ σαφής απάντηση. Πάντως, και οι δύο οργανώσεις τις οποίες ίδρυσε («Χ» και «ΕΟΚΑ»), παρ’ όλο που είχαν πατριωτική αφετηρία, εντούτοις κατέληξαν αμφότερες να καταγράφονται στη συλλογική συνείδηση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού ως προδοτικές.
Ο διεθνής παράγοντας

Και οι μεγάλες δυνάμεις; Η στάση της Αγγλίας, και μόνο λόγω του διατεταγμένου της ρόλου ως επιδιαιτητή της περιοχής, κάθε άλλο παρά ρυθμιστική μπορεί να χαρακτηριστεί. Οι περιπτώσεις στις οποίες παρενέβαινε προκειμένου να ρυθμίσει τα πράγματα προς το συμφέρον της, είναι πολλές. Η δε αμερικανική πλευρά, μπορεί να έδειξε σαφή διάθεση εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας μετά τα γεγονότα του Νοεμβρίου του ’67, ωστόσο η ανοχή της στη διατήρηση της ανελεύθερης χούντας των Αθηνών εγείρει σοβαρές αμφιβολίες για το ρόλο που έπαιξε όλη αυτή την περίοδο. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να γίνει κατανοητό πως η αποχώρηση της μεραρχίας έχει την προϊστορία της, η οποία αρχίζει από τη συνάντηση του Εβρου τον Σεπτέμβριο του ’67, κατά την οποία οι Τούρκοι αντελήφθησαν με ποιους είχαν να κάνουν. Και αντελήφθησαν ότι μπορούν, αυτό το συγκρότημα που είχε δημιουργηθεί τότε στην Αθήνα, να το αγνοήσουν και να κάνουν εκείνο το οποίο ήθελαν.


Σχόλια