Ένας Κύπριος εθελοντής στη μάχη του Κιλκίς – Λαχανά

Του Πέτρου Παπαπολυβίου

Ένας από τους Κύπριους εθελοντές που πολέμησαν στην πολύνεκρη μάχη του Κιλκίς – Λαχανά πριν από 100 χρόνια, στις 19 – 21 Ιουνίου 1913 ήταν ο φιλόλογος Αργυρός Ιωάννου Δρουσιώτης, που γεννήθηκε στη Δρούσια της επαρχίας Πάφου το 1880. Ύστερα από τη φοίτησή του στις πέντε πρώτες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου της γενέτειράς του (η Δρούσια βρισκόταν σε μια από τις φτωχότερες και πιο απομονωμένες περιοχές της Κύπρου), ο Αργυρός Δρουσιώτης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα γράμματα στα 1892 και ασχολήθηκε με τη γεωργία, διατηρώντας παράλληλα και δικό του  καφενείο. Θέλοντας να συνεχίσει τις σπουδές του έφυγε από τη Δρούσια και τον Απρίλιο του 1895 εγκαταστάθηκε στο Πέρα Παιδί Λεμεσού, στο σπίτι του  αδελφού του Δημήτρη Δρουσιώτη. Εκεί τελείωσε και την Έκτη Τάξη του Δημοτικού Σχολείου, στο γειτονικό χωριό Μανδριά. Στο διάστημα 1895 – 1900 φοίτησε στην πεντατάξια Ελληνική Σχολή της Λεμεσού, όπου μαθήτευσε κοντά στον Ανδρέα Θεμιστοκλέους, και αφού παρακολούθησε τα μαθήματα της τελευταίας τάξης του Γυμνασίου στην Αθήνα, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από όπου αποφοίτησε με Άριστα (1906). Ταυτόχρονα παρακολούθησε τα μαθήματα και πήρε πτυχίο και από τη Σχολή  των Γυμναστών (1905). Από τη σχολική χρονιά 1906-1907 προσλήφθηκε στο Ημιγυμνάσιο Λεμεσού ως Φιλόλογος καθηγητής και το 1912 διορίστηκε Γυμνασιάρχης του σχολείου σε αντικατάσταση του Α. Θεμιστοκλέους. Όταν ανακοινώθηκε ο διορισμός του, ο ίδιος βρισκόταν στη Γερμανία για να μετεκπαιδευτεί στις νέες παιδαγωγικές μεθόδους της εποχής, με την έκρηξη όμως του ελληνοτουρκικού πολέμου, διέκοψε το ταξίδι του και έσπευσε στην Αθήνα. Εκεί κατατάχθηκε στον ελληνικό στρατό και τοποθετήθηκε στο 16ο Σύνταγμα της 5ης Μεραρχίας. Στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο δεν φαίνεται να πήρε μέρος σε κάποια μεγάλη μάχη. Στα τέλη του Οκτωβρίου του 1912 βρέθηκε με το στρατιωτικό τμήμα που ανήκε, μέσω Κατερίνης, στην Ελασσόνα. Από εκεί, σύμφωνα με τις επιστολές του, η μονάδα του κατευθύνθηκε στην Κοζάνη όπου παρέμεινε ως φρουρά για ένα περίπου δίμηνο. Από τον Ιανουάριο μέχρι τον Απρίλιο του 1913 ο λόχος του Α. Δρουσιώτη στρατοπέδευσε στην Έδεσσα, μιαν πόλη από την οποία ο Κύπριος φιλόλογος αποκόμισε τις καλύτερες εντυπώσεις. Αντίθετα φαίνεται απογοητευμένος από τις συνθήκες που αντιμετώπισε στην περιοχή Κιλκίς, όπου στρατωνίσθηκε η μονάδα του την περίοδο Απριλίου – Ιουνίου 1913. Στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο ο Δρουσιώτης πήρε μέρος στις μάχες Κιλκίς, Δοϊράνης και Τζουμαγιάς.

Στη Λεμεσό ο Α. Δρουσιώτης επέστρεψε το Σεπτέμβριο του 1913 και εργάστηκε ως Γυμνασιάρχης του Γυμνασίου της πόλης μέχρι το 1940 σημαδεύοντας με το πέρασμά του την τοπική ιστορία. (Μετά την αφυπηρέτησή του εργάστηκε για λίγα χρόνια ως διευθυντής και στο Αθηναΐδειο Γυμνάσιο Θηλέων της πόλης.) Παντρεύτηκε, το Μάρτιο του 1915, την Ασπασία Ανδρέα Θεμιστοκλέους, κόρη του προκατόχου του, Σχολάρχη Λεμεσού και κορυφαίας προσωπικότητας των ελληνικών γραμμάτων στην Κύπρο στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου. Απέκτησε δύο παιδιά που, αργότερα,  συνέδεσαν τη ζωή τους με τη Μακεδονία. Ο μεγάλος του γιος, Ανδρέας Δρουσιώτης, πήρε μέρος εθελοντικά στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, με το βαθμό του ανθυπασπιστή, και αργότερα στην ένοπλη αντίσταση, από τις γραμμές του ΕΛΑΣ. Σκοτώθηκε τον Οκτώβριο του 1944 πολεμώντας τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους κοντά στο χωριό Κούκος της Κατερίνης. Ο δεύτερος του γιος, Γιάννης Δρουσιώτης, σπούδαζε στο Βέλγιο και λόγω του πολέμου μεταγράφηκε στη Γεωπονική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ανέπτυξε αντιστασιακή δράση στα χρόνια της κατοχής στις εαμικές οργανώσεις της περιοχής Πιερίας και συνέχισε τη δράση του στα χρόνια του Εμφυλίου. Τον Σεπτέμβριο του 1948 καταδικάστηκε από το Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης σε θάνατο για κομμουνιστική δράση. Γλύτωσε όμως, τελικά, το εκτελεστικό απόσπασμα λόγω της οικογενειακής του προϊστορίας και της κυπριακής του καταγωγής. Ο Αργυρός Δρουσιώτης παρακολούθησε συγκλονισμένος τη δίκη του γιου του και την επτάχρονή του περιπέτεια στις ελληνικές φυλακές, βιώνοντας με τραγικό τρόπο τον ελληνικό εμφύλιο στις περιοχές όπου είχε ο ίδιος πολεμήσει το 1912-1913. Πέθανε στη Λεμεσό, το 1973. Προτομή του γυμνασιάρχη της Λεμεσού έχει ανεγερθεί από το 1990 στη γενέτειρά του με πρωτοβουλία του «Συνδέσμου Αποδήμων Δρουσιωτών» και στη Λεμεσό από τους παλιούς του μαθητές.
Σύντομο πολεμικό ημερολόγιο του Α. Δρουσιώτη για το χρονικό διάστημα 19 – 29 Ιουνίου 1913 με τη μορφή επιστολής προς τον αδελφό του Κυριάκο Ι. Δρουσιώτη, παλιό εθελοντή του 1897 και έμπορο στη Λεμεσό, δημοσιεύθηκε στην εφημ. της Λεμεσού Αλήθεια, στο φ. 12-7-1913 και αναδημοσιεύθηκε σχολιασμένο στο βιβλίο μου, Υπόδουλοι ελευθερωταί αδελφών αλυτρώτων. Πολεμικά Ημερολόγια, επιστολές και ανταποκρίσεις Κυπρίων εθελοντών από την Ήπειρο και τη Μακεδονία του 1912-1913, Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών 1999, σσ. 67-71. Το μεταφέρω κι εδώ με την ευκαιρία της 100ής επετείου της μάχης του Κιλκίς – Λαχανά.
Από το Στρατόπεδον του 16ου Συντάγματος παρά το Γόρδινον [σημ. ονομασία Ξηροχώρι Κιλκίς], 19 Ιουνίου 1913 πρωί.
Το τάγμα μας από τριών ημερών έχει τας προφυλακάς∙ τας συγκρούσεις της Γευγελής, την εξόντωσιν των Βουλγάρων στρατιωτών της Θεσσαλονίκης ξεύρεις ίσως τηλεγραφικώς. Ταύτην την στιγμήν ετοιμαζόμεθα να χωρήσωμεν και ημείς προς τα εμπρός∙ αι άλλαι μεραρχίαι μας προχωρούν δεξιά και αριστερά. Σου γράφω τας ολίγας αυτάς λέξεις καθ’ ην ώραν είμεθα έτοιμοι να εκκινήσωμεν. Ο απέναντί μας βουλγ. στρατός υπεχώρησεν εις απόστασιν 4-5 ωρών. Αντικρύ μας είναι το Κιλκίς, η ακρόπολις του Βουλγαρισμού εν Μακεδονία. Εάν εύρω ευκαιρίαν θα σου στείλω την παρούσαν∙ άλλως περίμενε ίσως γράμμα μου από το Κιλκίς ή δεν ξεύρω από πού.
Από το Καραμπουνάρ [σημ. ονομασία Μαυρονέρι Κιλκίς], 19 Ιουν, 5 μ.μ.
Η μάχη ήρχισε περί τας 4½ π.μ. και διήρκεσεν 9 ώρας∙ υπήρξε σφοδροτάτη. Το τηλεβόλον, τα πυροβόλα και το τουφέκι δεν εσταμάτησαν στιγμήν. Το τάγμα μου ήτο εις την πρώτην γραμμήν, εις την επικινδυνοτάτην θέσιν, εκτεθειμένον εις όλα τα πυρά του εχθρού∙ αμέτρητες σφαίρες και οβίδες επέρασαν από τα αυτιά μου∙ ευτυχώς ο Θεός με διεφύλαξε. Το τάγμα μου είχε πολλάς απωλείας∙ ο λοχαγός μας Βάχλας εφονεύθη εκ των πρώτων∙ ετραυματίσθη ο ανθυπολοχαγός και δύο λοχίαι και περί τους 20 στρατιώτας επληγώθησαν, 2 δε εφονεύθησαν. Επίσης επληγώθη εξ οβίδος ο φίλος και ομόσκηνος συστρατιώτης μου Ματθαίος Κολάς εξ Αγ. Αναργύρων [Βαβατσινιάς] της Λάρνακος Κύπρου. Περί τας τρεις οι Βούλγαροι ήρχισαν να φεύγουν, ανέβημεν εις τους λόφους, όπου ευρίσκοντο τα οχυρώματά των και εδώ γράφω τας σημειώσεις ταύτας.
20 Ιουν. 1913, έξω του Κιλκίς νοτίως.
Η μάχη ήρχισε περί τας 8 μόνον με τα τηλεβόλα. Σήμερον είμεθα δευτέρα γραμμή∙ προηγείται άλλο τάγμα του συντάγματός μας, αλλ’ είμεθα εκτεθειμένοι εις τας οβίδας του εχθρού. Περί τας 3 μ.μ. μετά χιλίας προφυλάξεις και από χαράδρας εις χαράδραν πλησιάζομεν εντός βολής τουφεκίου. Εις τα άλματα που κάμνομεν, αι σφαίραι μας έρχονται σαν χάλαζα∙ πολλοί τραυματίζονται∙ οι ημίσεις των αξιωματικών μας τίθενται εκτός μάχης. Ο γενναίος ταγματάρχης μας τραυματίζεται και την διοίκησιν του τάγματος αναλαμβάνει ο λοχαγός Γεωργίου. Περί τας 8 τα πυρά εσταμάτησαν και εγώ με 5 άλλους συστρατιώτας μας κομίζομεν μετά κόπου στρατιώτην φίλον μας τραυματισθέντα διά σφαίρας εις το στήθος βαρέως εις τον ιατρόν διά να επιδέση την πληγήν του. Καθ’ οδόν μανθάνω τον θάνατον του φιλτάτου συμπολίτου Κωνσταντ. Ν. Μιχαηλίδου Κοιλανιώτη με λύπην απερίγραπτον[1]. Έμαθα έπειτα από αυτοπτών μαρτύρων ότι κατ’ αρχάς επληγώθη, καθ’ ην στιγμήν ο λόχος του έφθασεν εις την πρώτην γραμμήν και ήρχισε να πυροβολή πρηνηδόν, ελαφρώς εις τον πόδα. Όταν εσηκώθη διά να μεταβή οπίσω εις τον ιατρόν, του ήλθον τρεις σφαίραι εις την κεφαλήν και τον αφήκαν άπνουν.
21 Ιουν., έξω του Κιλκίς βορείως.
Καθ’ όλην την νύκτα τα πυρά δεν εσταμάτησαν∙ μόνον ήσαν πολύ αραιά. Εμείναμεν άυπνοι προφυλαττόμενοι εις βαθείαν χαράδραν. Τα τηλεβόλα μας ήρχισαν από τας 4½ να βάλλουν πυκνώς∙ κάμνουν θραύσιν εις τον εχθρόν. Αι τρεις μεραρχίαι περιζωννύουν σφιγκτότερα τον εχθρόν∙ η 5η Μεραρχία κατέχει το κέντρον και διεξάγει αγώνα εκ του συστάδην∙ η 4η έχει το δεξιόν και η 3η το αριστερόν. Περί τας 9 ο εχθρός ήρχισε να υποχωρή και μόνον απελπιστικοί κανονιοβολισμοί ακούονται εκ του εχθρού, υποστηρίζοντες την υποχώρησιν του πεζικού του. Περί την μεσημβρίαν εισερχόμεθα νικηταί εις το Κιλκίς, το κέντρον των Βουλγάρων κομιτατζήδων∙ απ’ εδώ κατηρτίζοντο όλα τα ανταρτικά σώματα που ετρομοκράτουν τους μακεδονικούς πληθυσμούς. Η πόλις είναι κενή κατοίκων∙ έμειναν μόνον ολίγοι Έλληνες και Τούρκοι και αι αδελφαί του Γαλλικού νοσοκομείου. Αναπαυόμεθα ολίγον εις την πόλιν και σβύνομεν την δίψαν μας∙ διατασσόμεθα όμως να εξέλθωμεν αμέσως, διότι ο εχθρός αντιληφθείς τας συγκεντρώσεις των στρατιωτών περί τα πηγάδια κανονιοβολεί φεύγων και τραυματίζει 2-3 στρατιώτας. Το Κιλκίς μετά ολίγας ώρας γίνεται παρανάλωμα του πυρός και αι φλόγες των καιομένων μεγαλοπρεπών οικιών, που κατεσκεύασαν οι Βούλγ. κομητατζήδες ληστεύοντες την Μακεδονίαν, αναβαίνουν προς τον ουρανόν δι’ όλης της νυκτός.
22 Ιουν. 1913, νοτίως της Δοϊράνης.
Λίαν πρωί αρχίζομεν την καταδίωξιν∙ προηγούνται αι άλλαι μεραρχίαι∙ η ιδική μας αποτελεί την εφεδρείαν. Προχωρούμεν βορείως του Κιλκίς∙ ακούονται τα κανόνια μας βάλλοντα κατά του υποχωρούντος εχθρού. Τουφεκιοβολισμούς δεν ηκούσαμεν σήμερον. (…)
27-28 Ιουν.
Καθ’ όλην την ημέραν πεζοπορούμεν συνοδεύοντες τους αιχμαλώτους. Φθάνομεν Παρασκευήν 3 μ.μ. και τους παραδίδομεν εις άλλον στρατόν μη μάχιμον, μεταφέρονται δε πάραυτα σιδηροδρομικώς εις Θεσσαλονίκην.
Αγαπητέ Κυριάκο, σου στέλλω από την Δοϊράνην το γράμμα τούτο∙ έγραψα τας άνω γραμμάς διά τας μάχας που εκάμαμεν όταν εύρισκα καιρόν και τας έκλεισα εις φάκελλον απευθυνόμενον προς σε, όπως, εάν ο Θεός μου επεφύλασσεν έντιμον θάνατον από εχθρικήν σφαίραν, σου αποσταλώσιν υπό εκείνων που θα με έθαπταν. Ευτυχώς έμεινα άτρωτος και σου την στέλλω ο ίδιος. Αύριον επανερχόμεθα και πάλιν εις το σώμα μας, το οποίον αφήκαμεν εις Στρωμνίτσαν. Τα άλλα νέα του ελληνοβουλγαρ. πολέμου εμάθετε από τας εφημερίδας∙ ημείς μόνον την δράσιν της μεραρχίας μας γνωρίζομεν ακριβώς. Εφημερίδας είναι 10 ημέρας να διαβάσω∙ μόλις σήμερον εύρον εδώ εις την Δοϊράνην κάποιαν σημερινήν εφημερίδα και εδιάβασα όλα τα νέα. Δεν ξεύρω, αν θα λάβω και πάλιν μέρος εις μάχην και τι μου επιφυλάσσει το μέλλον. Εάν φονευθώ, αποθνήσκω ευχαριστημένος, διότι ελάβομεν εκδίκησιν από το δόλιον έθνος το οποίον ηπείλει γην και ουρανόν ότι θα εξαφανίση το αιώνιον γένος μας. Σας παρακαλώ λοιπόν να μη λυπηθήτε αλλά να το θεωρήτε ευτύχημα, διότι το μακεδονικόν χώμα εποτίσθη και με το αδελφικόν σας αίμα.
Διά τον θάνατον του φιλτάτου μου Κωνστ. Μιχαηλίδου Κοιλανιώτη είμαι απαρηγόρητος∙ σκέπτομαι προ πάντων τους γονείς του, αλλά το μέγεθος της ευτυχίας του έθνους ολοκλήρου πρέπει να μετριάση την θλίψιν των. Αι περιστάσεις δεν μου επέτρεψαν να αναζητήσω τον νεκρόν του∙ ετάφη όμως με όλας τας τιμάς τας επιβαλλομένας υπό της θρησκείας μας. Οι συστρατιώται του μου είπαν ότι και κατά τας δύο ημέρας επολέμησεν ως λέων. (…)
Σε ασπάζομαι ο αδελφός σου
Αργυρός Δρουσιώτης

[1] Ο Κωνσταντίνος Κοιλανιώτης, από το Κοιλάνι Λεμεσού, πρώην δάσκαλος και φοιτητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ήταν μαθητής  του Δρουσιώτη στο Ημιγυμνάσιο Λεμεσού.

Σχόλια