ΓΕΩΡΓΙΟΣ Σωκράτη ΦΡΑΓΚΟΥΔΗΣ (1869-1939) Βουλευτής - Δημοσιολόγος Ιδρυτής Παντείου Σχολής Πολιτικών Επιστημών ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ (Ως κατεγράφη υπό του ιδίου το 1939) ΜΕΡΟΣ Β΄



Όταν πάτησα το χώμα των Αθηνών και αντίκρυσα την Ακρόπολιν, έσκυψα και φίλησα το χώμα της Ελλάδος. Αυτό μου είχαν συστήσει όλοι να κάνω και το αισθανόμουνα κατάβαθα. Και ξαφνικά από παιδί έγινα άντρας. Γέμισα με την ιδέα μιας μεγάλης Εθνικής αποστολής που δεν με εγκατάλειψε από τότε τόσα χρόνια και θα εμπνέη μέχρι του τάφου όλη μου τη ζωή. Ο αμελής μαθητής είχε μείνει στη βάρκα. Ρίχτηκα στη μελέτη. Έπρεπε να καταταχθώ στην τελευταία τάξι του Γυμνασίου και με ένα προγυμναστή συμπλήρωσα τες ελλείψεις του Σχολαρχείου της Λεμεσού. Κατατάχθηκα στο Βαρβάκειον και αναδείχθηκα αμέσως από τους πρώτους μαθητές. Τα σχολεία της Ελλάδος δεν είχανε ακόμη παραλύσει όπως κατάντησαν τα κατόπιν χρόνια, μα και δεν ήσαν εις το ύψος των σχολείων του έξω Ελληνισμού. Οι συμμαθητές μου κάθε λίγο και λιγάκι το 'σκαγαν. Ένας κρεμανταλάς συμμαθητής θέλησε μια μέρα να το σκάση όλη η τάξις, κι επειδή εγώ αντέστηκα φοβέρισε να με κτυπήση. Εγώ μίλησα στα παιδιά και μείνανε. Ήτανε αυτή η πρώτη μου νίκη. Εμψυχωτήν της νεολαίας είχαμε μόνον το γέρο Αντωνόπουλον που είχε ψύχωσιν με τα στρατιωτικά γυμνάσια. Μας έβαλε στολή και κράνος, μας φόρτωσε σ' ένα γκρα και κάθε Σάββατο κάναμε γυμνάσια στο Πολύγωνο.
Τελειοδίδακτος του Γυμνασίου γύρισα το καλοκαίρι, στην Λεμεσό για να δρέψω τις δάφνες του θριαμβευτού και τα φιλιά της μάνας μου, φέροντας στο κράνος την γλαύκα των Αθηνών. Το Σεπτέμβριον γύρισα στας Αθήνας ανυπόμονος να μπω στο Πανεπιστήμιο, για τα Νομικά. Εγώ διάλεξα την επιστήμη για τους σκοπούς μου. Άλλως τε και η Κύπρος δεν είχεν ακόμη δικηγόρους και πολιτικούς. Μα το Πανεπιστήμιο έκλεισε αμέσως, γιατί ο Δεληγιάννης είχε κηρύξει τον πρώτο ατυχή πόλεμο κατά της Τουρκίας. Μικρός ακόμη για να στρατευθώ, πήγα στην Αλεξάνδρεια και μπήκα σ' ένα φράγκικο Σχολείο για να μάθω Γαλλικά. Εκεί μέσα έμαθα και τον πόλεμο που μας κάνανε στην Ανατολή τα προπαγανδιστικά Σχολεία. Διοργάνωσα τα Ελληνόπαιδα εις αντίστασι, αλλά δε βάσταξα να τελειώσω το χρόνο. Έφυγα στην Κύπρο και αφού τέλειωσε ο ψευτοπόλεμος του Δεληγιάννη, γύρισα πρωτοετής φοιτητής στας Αθήνας. Δέκα επτά χρόνων είχα αμέσως καταλάβει τα μεγάλα ελληνικά προβλήματα. Ο ψευτοπόλεμος του 1886 είχεν αφήσει ερείπια. Ο Δεληγιάννης επάνω στην σκηνή μου φαινότανε ο θεατρίνος της μεγάλης ελληνικής τραγικοκωμωδίας. Ο παλαιός ελλαδικός κομματισμός που οπισθοδρομικώς έφρασσε τον δρόμο στις μεγάλες προσπάθειες του Τρικούπη, θα επανέλθη μια μέρα δια να συντρίψη την Μεγάλη Ελλάδα. Το αλύτρωτον Έθνος ήτο όμως ακόμη ακέραιον αν και κινδύνευε στις βάσεις του!.. Άραγε έλεγα θα μπορέσω να κάμω κάτι; Προ πάντων έπρεπε να ετοιμασθώ, να μελετήσω, να τα ξέρω όλα και θεωρητικά και πρακτικά. Στρώθηκα στο διάβασμα. Έκαμα ένα πρόγραμμα γενικής μορφώσεως. Μελετούσα την επιστήμη μου, αλλά και ό,τι άλλο είχε σχέσι με την ιστορία και τη φιλολογία. Φοιτητική ζωή τότε δεν υπήρχε στας Αθήνας. Καφενές και μικροπολιτική. Για διαμονή μου διάλεξα την ωραιότερη συνοικία, το Κολονάκι με κέντρον την Δεξαμενή. Με μερικούς συμφοιτητές, Κυπρίους ιδίως και Σπαρτιάτες, δημιουργήσαμε κάτω από το Λυκαβητό μια δική μας ζωή. Σκληραγωγήθηκα ώστε να κοιμάμαι με ανοικτά παράθυρα και τον χειμώνα, να 'χω κρεββάτι τα σανίδια ενός στριπόδου και να παίρνω το κρύο λουτρό μου στην ταράτσα. Στη Δεξαμενή που κατεβαίναμε για συζήτησι και μελέτη κάτω από τα μεγάλα δέντρα έβλεπα τριγύρω μου να συντελείται ένα έργο ολέθρου σαν τον όλεθρον που απειλούσε το Έθνος. Όλοι οι τριγύρω ιστορικοί και γραφικοί λόφοι ελατομούντο. Ένοιωθα αυτά τα πράγματα και η λύπη μου ήταν πως δεν τα ένοιωθαν όλοι. Ο Λυκαβητός, το Μνημείο του Φιλοπάππου ανατινάσσοντο καθημερινά στον αέρα. Έγινε τότε ένας αγώνας από ιδιώτες για να σωθούν τουλάχιστον τα δύο αυτά βουνά και ένας απ' αυτούς που αγωνίσθηκαν ήτανε και ο μικρός φοιτητής Φραγκούδης. Έγραψα στις εφημερίδες τα πρώτα μου άρθρα και πήγα εις τον Πρόεδρον της Βουλής Ανδρέαν Αυγερινόν με μια διαμαρτυρία να την διαβάση στη Βουλή. Κάθε Κυριακή ήμαστε στο κλαρί. Εκδρομές εις όλα τα πέριξ, γλέντια αθώα, χαρές μέσα στη φύσι. Δεκαεπταετής φοιτητής στο 1887 έβγαλα το πρώτο βιβλίο μου "Ελληνικά Πολιτεύματα γενόμενα από του 1821-64". Ήτο μια συλλογή των νεωτέρων ελληνικών πολιτευμάτων με ιστορικήν εξήγησι. Προσπαθούσα μελετώντας την ιστορία και τα πολιτεύματά μας να εύρω την εξήγησι των συμφορών της Ελλάδος. Έως τώρα ακόμη δεν τη βρήκα, γιατί η ιστορία λέγει τα αποτελέσματα και όχι τα αίτια που είναι στο κακό μας φυσικό. Μεγάλη ήτο η χαρά μου, όταν ο Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Στέφανος Στρέϊτεπαίνεσε στο μάθημά του το μικρό μου βιβλίο. Το καλοκαίρι του 1887 αποφάσισα να κάμω το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα για να δω και τις επαρχίες. Κι έκαμα μια περιοδεία 30 ημερών στην Πελοπόννησο. Πήγα με βαπόρι στο Λεωνίδι κι απ' εκεί με γαϊδουράκια μέσω Πάρνωνος στην Σπάρτη. Εις την ωραία κοιλάδα της Λακεδαίμονος έκαμα τες πρώτες μεγάλες πεζοπορείες μου, προς τον Μιστρά και τον Ταΰγετο, παίρνοντας το λουτρό μου στο ρέμμα του Ευρώτα.
Δευτεροετής φοιτητής άρχισα να δημοσιογραφώ, για την Κύπρο για να κάμω γνωστή την πατρίδα μου με τα ζητήματά της στην Ελλάδα. Άρθρα έγραψα εις την "Εφημερίδα" για την ελεεινή κατάστασι του Πανεπιστημίου. Ο τότεΠρύτανις Αφεντούλης με κάλεσε και με συνεχάρηκε και μ' ενεθάρρυνε να γράψω κατά του Πανεπιστημίου, γιατί αυτό θα τον εβοήθει εις την προσπάθειάν του για την καλλιτέρευσι. Η Σύγκλητος του αρνείτο τα έξοδα να κάμη έστω και ένα γυμναστήριο!.. Ο καϋμένος γέρο Αφεντούλης με τα άσπρα του μαλλιά και την ποιητική του μορφή!.. Το καλοκαίρι του 1888 πήγα στην Κύπρο. Επιχείρησα τότε την πρώτη μεγάλη μου πεζοπορεία με την πρόθεσι να γράψω ένα έργο για την "πατρίδα". Έβαλα ένα σακκίδιο στον ώμο με βιβλία και ρούχα, πήρα ένα εμπροσθογεμές κυνηγητικό όπλο και εξεστράτευσα. Ως οδηγόν είχα το περί Κύπρου βιβλίον του Αθανασίου Σακελλαρίου, ο οποίος ως Σχολάρχης είχε γράψει την ιστορία και την τοπογραφία της νήσου. Η μητέρα μου μού έδωκε την ευχή της κι ο πατέρας μου δύο λίρες, τις οποίες έφερα σχεδόν πίσω γιατί δεν τις χρειάστηκα. Στις πόλεις με φιλοξενούσαν συγγενείς και φίλοι, στα χωριά οι δάσκαλοι, οι παπάδες κι οι μουκτάρηδες. Είχα κάμει από τον Σακελλάριον ένα χάρτη, όπου εσημείωσα όλα τα αξιοθέατα της νήσου. Αρχαία ερείπια, μεσαιωνικά μνημεία, ωραία τοπία. Άρχισα την πεζοπορείαν μου παραλιακώς, ώστε να αναχωρήσω από τη Λεμεσό ανατολικά και να γυρίσω έπειτα από 40 μέρες στη Λεμεσό από τα δυτικά, δηλαδή, έκαμα το γύρο της νήσου. Στα παράλια ήσαν οι περισσότερες παλαιές πολιτείες. Αφού αναπαύθηκα στη Λεμεσό λίγες μέρες, ξανακίνησα για το εσωτερικό. Και σε άλλες 20 μέρες ξαναείδα την υπόλοιπο Κύπρο και ανέβηκα σ' όλα τα βουνά της. Σε δύο μήνες, δηλαδή, έβαλα την Κύπρο στην τσέπη μου.
Σε κάθε σταθμό, μεσημέρι-βράδυ, έγραφα τες παρατηρήσεις του ταξιδιού, συμπληρώνοντας ή διορθώνοντας κυρίως τον Σακελλάριον. Η μεγάλη αυτή περιοδεία, που με έφερε στην αγκάλη της Κύπρου, υπήρξε για μένα η ωραιότερη σελίδα του παιδικού μου βίου. Και τί δόξες!.. Η Κύπρος όλη ήτο συγκινημένη με το ταξείδι αυτό ενός παιδιού 18 χρόνων που ενεθουσίαζε με το φέρσιμό του και τις ομιλίες του πολίτες και χωρικούς και που τον εδακτυλοδεικτούσαν οι νέοι για παράδειγμα. Σε λίγο ήμουνα πασίγνωστος. Τίποτε δυσάρεστο δεν μου συνέβηκε σ' όλη την πεζοπορεία. Δρόμοι ακόμη δεν υπήρχαν εκτός από ένα παλαιό, μα υπήρχε ήδη, δέκα χρόνια μετά την Αγγλική κατοχή, Ασφάλεια.
Μόνο μια μέρα που είχα λησμονήσει σηκωμένο τον λύκο του τουφεκιού, με το οποίο κυνηγούσα καμμιά φορά, σε μια στιγμή που θέλησα να καθήσω σε μια πέτρα γλύστρησε το τουφέκι και ο λύκος έπεσε, όταν η κάννη είχε κολλήσει στο πρόσωπό μου ευτυχώς που δεν είχε πάρει φωτιά. Είχε βρέξει και το καψίλι υγράθηκε και έτσι τη γλύτωσα. Εχαιρέτισα μέσα μου το θαύμα ως ένα καλόν οιωνόν, ότι ευρισκόμουνα κάτω από την προστασία της Θείας Πρόνοιας. "Η ευχή της μάνας σου σ' έσωσε, παιδί μου!..", μου 'πε ένας χωριάτης που παραστέκετουν. Αληθινά όμως η μανούλα μου όλον τον καιρό του ταξειδιού αυτού ζούσε σε διαρκή τρόμο και σε διαρκή τρόμο την εκράτησα μέχρι του θανάτου της με την περιπετειώδη ζωή μου. Μα δεν θα 'τανε άραγε καλλίτερα να είχα από τότε τελειώσει τη ζωή μου και ν' άφηνα νέος στη δόξα των παιδικών μου χρόνων την τελευταία πνοή μου, στο ανθισμένο χώμα της Κύπρου;
Συνέπεια της περιοδείας ήτο να κάμω ένα νέο χάρτη της τοπογραφίας της νήσου και να ενασχοληθώ σοβαρά στη μελέτη της ιστορίας της. Δίχως να παραμελήσω τα μαθήματά μου, πέρασα τες εξετάσεις μου στα γενικά μαθήματα με"άριστα" και στρώθηκα στη βιβλιοθήκη της Βουλής, όπου άρχισα την συγγραφή του βιβλίου μου για την Κύπρο, για το οποίο εργάστηκα τα δύο τελευταία φοιτητικά μου έτη.
Το καλοκαίρι του 1889 επιχείρησα την δεύτερη μεγάλη πεζοπορεία μου στην Ελλάδα. Βάσταξε 45 μέρες. Πήγα με τον σιδηρόδρομο στη Βόρειο Πελοπόννησο, διαπεραιώθηκα στο Μεσολόγγι κι απ' εκεί άρχισα την πεζοπορεία:Μεσολόγγι, Αιτωλικό, Κλεισούρα, Κραβασαράς, Άρτα. Έπειτα από τες όχθες του Άραχθου ανέβηκα στα Τζουμέρκα, Συράκο, Πράμαντα κ.λπ. Είχα μεθύσει από χαρά. Έπειτα από της Κύπρου το περυσινό γλέντι της Ελλάδος τώρα το μεγάλο μεθύσι. Από όλους τους περιηγητές μόνος ο πεζοπόρος είναι ο αληθινός περιηγητής. Αυτός χαίρεται όπου διαβαίνει κι απολαύει την φύσι. Κάθε σπιθαμή γης και μια ταινία κινηματογράφου. Η κούρασι του πεζοπόρου είναι η χαρά της φύσεως. Με πόσην ηδονή πίνει το νεράκι στη βρύσι και τρώει το ψωμί και το τυρί ξαπλωμένος στα φυλλώματα των δέντρων!.. Πόσες φορές μέρα και νύκτα δε με πήρε έτσι ο ύπνος μεσόστρατα. Την Ελλάδα και τη φύσι τες έσφιγγα στην αγκάλι μου μαζύ. 
Χαιρόμουνα τα ωραία μου νειάτα που ανθούσαν σαν Θεού μεγάλωμα. Η Ελλάς είχε τόσες ελλείψεις, εγώ τότε έβλεπα μόνο τες χάρες της. Ο κόσμος ήτανε ακόμη τόσο αγνός και πατριώτης. Περπατούσα οκτώ ώρες την ημέρα συνήθως και μια μέρα τη βδομάδα σταματούσα στο καλλίτερο μέρος για ανάπαυσι και καθαριότητα. Έπλενα το σώμα μου στα ποτάμια.
Οι χωρικοί μας φιλόξενοι και περιποιητικοί. Αν και ο τόπος είχε πάντα λογής-λογής κακοποιούς, ποτέ μου δεν μου συνέβη κακό συναπάντημα, ούτε ποτέ μου αισθάνθηκα φόβο. Παιδί 19 χρόνων ήμουνα σαν στρατιώτης που περπατάει κι ό,τι του λέει το γραφτό. Πολλές φορές απαντήθηκα με πρόσωπα που μου φάνηκαν ύποπτα, αλλά με τα πρώτα καλά λόγια που τους έλεγα, γινόμαστε φίλοι. Κατάλυμα έκανα, όπου υπήρχαν, στα πανδοχεία, όπου οι κορέοι ήσανε λεγεώνες. Τον περισσότερον όμως καιρό φιλοξενούμουνα σε καλά σπίτια. Ο κόσμος ήτανε φιλόξενος και γελαστός, γιατί καλός είναι στο βάθος ο λαός μας. Παράξενο τους φαινότανε πώς ένα παιδί που δεν ήτανε ούτε αλήτης ούτε Φράγκος, γύριζε έτσι με τα πόδια του. Να που είχε κι η Ελλάδα ένα περιηγητή!.. Όταν έφτασα στα φυλάκια των συνόρων, οι αξιωματικοί και τα ευζωνάκια με δεχθήκανε σαν ήρωα. Τί παράξενο και ωραίο!.. Ένας φοιτητής από την Κύπρο ερχότανε να επισκεφθή τα σύνορα της Ελλάδος!.. Ζήτω λοιπόν!..
Ποτέ μου δεν έζησα τόσον ευτυχής, όσον πάνω στα Ελληνοτουρκικά σύνορα, αγναντεύοντας την μια Ελλάδα κάτω τόσο μικρή και την άλλην Ελλάδα πάνω τόσο μεγάλη. Πήγαινα από σταθμό σε σταθμό με δύο ευζωνάκια για συντροφιά. Για φυλάκια ήσαν καλύβες και σπιτάκια. Ούτε προχώματα υπήρχαν, ούτε Μαζινό. Δεν άξιζε τον κόπο να φτιάνωμε στρατώνες, όταν μια μέρα το δίχως άλλο θα τα πηδούσαμε όλα!.. Έτσι, δεν είχαμε ανάγκη ούτε από στρατό ούτε από κανόνια. Λίγα Ευζωνάκια!.. Μα εγώ είχα τις ανησυχίες μου και νύκτα και πρωΐ αγνάντευα περίλυπος την Ήπειρο και την Μακεδονία.
Όταν έφτασα στον πλησιέστερο προς τα Γιάννενα σταθμό, αποφάσισα να μπω στο Τούρκικο και να πάω στην Πρωτεύουσα της Ηπείρου. Να η Λίμνη σα να γυάλιζε εκεί κάτω. Χρειαζότανε οκτώ ωρών πεζοπορεία. Ο αξιωματικός τουΦυλακίου της Πλάκας μού είπε: "Θα σου δώσω ένα Εύζωνα κι' αυτός θα σε παραδώση στο Τουρκικό Φυλάκιο κι αν θέλης απ' εκεί ροβολάς στα Γιάννενα". Ευτυχισμένα χρόνια που δεν χρειαζόσουνα ούτε διαβατήριο, ούτε άδεια, ούτε συνάλλαγμα. Έτσι κι έγινε. Μα παρ' ολίγο ν' αφήσω τα κώλα στη χαράδρα εδώ πέρα της Πλάκας. Ο καλός εύζωνας μου είπε πως ήξερε ένα μονοπάτι που συντόμευε μια ώρα το δρόμο. Με πήρε, λοιπόν, στο μονοπάτι αυτό που ήτανε μόνο για Ευζώνους και κατσίκια και που περνούσε μέσα στο βράχο απάνω από μια χαράδρα πού έχαινε κάτω σαν άντρο μυθολογικό. Ο Εύζωνας έβγαλε τα τσαρούχια και σα γάτος πέρασε το θανατηφόρο μονοπάτι· όταν εγώ έφτασα στο μέσο και κοίταξα προς τα κάτω το χάος, μ' έπιασε ζαλάδα. Να γυρίσω πίσω ήτο αδύνατον, γιατί στροφή να κάμω ήτο σαν να πετούσα στο γκρεμνό· την υπέρτατη στιγμή με βρήκε η δύναμις και με μια τρεχάλα έφτασα τον Εύζωνα. "Καλά τα κατάφερες, μου λέει!.. Εγώ το ξέρω, του λέω". Οι Τούρκοι με δεχτήκανε καλά. Μα δε θα ξαναγυρίσω από τον ίδιο δρόμο. Φύγαμε με συνοδεία για τα Γιάννενα. Φτάσαμε σουρούπωμα. Ένας φοιτητής με γνώρισε στο δρόμο και με πήρε στο σπίτι του, γιατί ξενοδοχεία δεν είχε τότε παρά μόνο χάνια. Με τί ευχαρίστησι βρέθηκα σε ένα καλό αρχοντικό σπίτι και σε ελληνική συντροφιά. Το πρωΐ μου είπανε να βάλω φέσι και να παρουσιασθώ στον Πασά πού είχε ειδοποιηθή αμέσως για την άφιξί μου. Δεν υπήρχε άνθρωπος δίχως φέσι. Φόρεσα, λοιπόν, ένα φέσι που από τότε εχρησιμοποίησα εις όλα τα καρναβάλια του κόσμου και κρατώ στα κειμήλιά μου!.. Πήγα στον Πασά.
Παραξενεύτηκε. Κύπριος φοιτητής, δημοσιογράφος, Αυστριακός υπήκοος, περιηγητής! Όλα αυτά τον ζάλισαν, και ιδιαιτέρως οι τίτλοι "Αουστριακός και Γαζέτετζης". Ο Πασάς που ήταν πολύ ευγενής και ήξερε τα ελληνικά, μου είπε λοιπόν: "Πως στο Βιλαέτι υπήρχαν μερικοί ληστές, -θα ήτο θαύμα αν δεν υπήρχαν"- και πως έπρεπε να γυρίσω πίσω με συνοδεία, γιατί, τί θα λέγανε στην Αθήνα και στη Βιέννη αν πάθαινα τίποτε. Η Ευρώπη θα φώναζε "για τους ληστές που υπάρχουν στην Τουρκία!..". Αφού λοιπόν επισκέφθηκα την Λίμνη και ξεκουράστηκα λιγάκι, μετά δύο μέρες ειδοποίησα στο Κονάκι κι ήλθαν δύο Ζαπτιέδες Αρβανίτες που ήξεραν ελληνικά. Στο δρόμο μού λένε: "Τα μέρη είναι γεμάτα ληστές· αν παρουσιασθή κανένας, για να σωθούμε πρέπει πρώτα-πρώτα να πετάξουμε τα όπλα". Ωραία στρατιωτική συνοδεία!.. Ευτυχώς την ημέρα εκείνη οι ληστές έλαμψαν δια της απουσίας των. Νυκτωθήκαμε σ' ένα χωριό, όπου έπρεπε να κάνωμε κονάκι. Μόλις όμως οι χωρικοί ακούσανε στρατιώτες, κλείσανε τα σπίτια τους και σβύσανε τα φώτα. Οι χωρικοί φοβόντουσαν τους Ζαπτιέδες όσον και τους ληστές. Με πήραν σ' ένα χάνι απ' έξω και μου ήπανε "φώναξε πώς είσαι χριστιανός για να ανοίξουνε". Έτσι κι έκανα. Μια πόρτα άνοιξε, ένα λυχνάρι φώτισε κι ο Χατζής μας έδωκε άσυλο. Δεν θυμάμαι αν καλοκοιμήθηκα. Το πρωί ήμαστε πίσω. Χαρά τα Ευζωνάκια!.. Σφάξανε ένα αρνί και γλεντήσαμε.
Πήγα από σταθμό σε σταθμό κι έφτασα από τα δάση της Πίνδου στην Καλαμπάκα. Εκεί τα Μετέωρα με καλούσαν εις το υπέροχο πανόραμά τους. Από το ένα στο άλλο σκαρφάλωνα με τες ναυτικές σκάλες που εσείοντο πάνω στους βράχους. Τί τρομάρα!.. Το ψηλότερο το Βαρλαάμ, 70 μέτρα ύψος, λίγο έλειψε να γίνη ο τάφος μου. Για να κατεβώ, οι καλόγεροι με βάλανε μες το δίκτυο, το γνωστό βρυζόνι. Μα είχαν ξεχάσει κρεμασμένο το σχοινί με αγκίστρι που ανέβαζαν τα ψώνια. Όταν έφτασα στο μέσον του χάους και κρεμόμουνα στο άπειρο, το βριζόνι μου πιάστηκε μέσα στο αγκίστρι και αναποδογυρίστηκα με το κεφάλι κάτω ακόμη μια στροφή της αλυσσίδας πάνω και θ' άνοιγε το βριζόνι και το κεφάλι μου χίλια κομμάτια στους βράχους. Μ' έσωσε μια φωνή ενός βοσκού που φώναξε από απέναντι στους καλόγερους: "Σταματάτε και σκοτώνεται ο άνθρωπος!..". Ευτυχώς ακούσανε και σταματήσανε το βίντζι. Έμεινα ολίγα λεπτά, μακρά σαν αιώνες, κρεμασμένος με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω. Μου φωνάξανε από το μοναστήρι οι καλόγεροι, "να βγάλης το χέρι σου από το δίκτυ και να ξεμπλέξης το αγκίστρι". Σωτηρία ή θάνατος. Άλλο μέσο δεν υπήρχε. Έτσι κι έκαμα. Θαύμα πώς κατώρθωσα να ξεμπλέξω τ' αγκίστρι και πώς δεν άνοιξε το δίκτυ. Το βριζόνι αναποδογυρίστηκε και ξαναήλθα στη θέσι μου. Σταυροκοπούμενοι οι απάνω και οι κάτω με κατεβάσανε σώο στη γη. Ήμουνα ωχρός σα σουδάρι. Ο βοσκός που με πλησίασε για να με συγχαρεί μου είπε: "η ευχή της μάνας σου σ' έσωσε παιδί μου!..". Πάλιν η ευχή της!.. Η κακομοίρα η μάνα μου από τον καιρό που γεννήθηκα μ' έσωζε διαρκώς. Μικρόν με είχε σώσει από μίαν ασθένεια, όταν οι γιατροί με εγκατέλειψαν για τελειωμένο. Τώρα μ' έσωζε πάντα η ευχή της. Είχα αρχίσει να ζω επικινδύνως πολύ πριν ένας άλλος μεγάλος ανακαλύψη "το ζην επικινδύνως" ως υπέρτατον αγαθόν. Αλλά προτήτερα και των δύο μας το είχε βρη ο λαγός, ο οποίος όχι μόνον ζη, αλλά και κοιμάται επικινδύνως, λαγοκοιμάται!..
Μα να δήτε και τί άλλο, αστείο ευτυχώς, έπαθα σ' αύτή την εκδρομή. Στα Τρίκκαλα ανταποκριτής αθηναϊκών εφημερίδων ήτανε τότε ο γνωστός Χρίστος Χριστοβασίλης, ο οποίος έγραψε σ' εφημερίδα των Αθηνών πως στην Πίνδο προσεβλήθηκα από μια αρκούδα και πως την νίκησα!.. Αν ήμουνα Ταρταρίνος, θα το πίστευα κι ο ίδιος και θα το 'γραφα στο επισκεπτήριό μου. Εγώ έσπευσα να διαψεύσω την είδησι που έφτασε και στην Κύπρο και αναστάτωσε τους δικούς μου και την καϋμένη την μάνα μου. Αχ!.. Θα τον φάνε οι αρκούδες!..
Η περιοδεία μου κατόπιν στην Θεσσαλία με την είδησι αυτή έλαβε τον χαρακτήρα θριαμβευτικής πορείας. Όταν μετά καιρό συνάντησα τον μακαρίτη Χριστοβασίλη στας Αθήνας, μου έκαμε φρικτά παράπονα. "Ακούς εκεί να με διαψεύσης. Εγώ βλέπων σ' εσένα έναν άνθρωπο του μέλλοντος, ηθέλησα με τον μύθον αυτόν να σου δώσω γόητρον!..". Διάβολε, δε το είχα σκεφθή!..
Δεν θυμάμαι πιά πώς από την Καστανιά, τα Τρίκκαλα και την Καλαμπάκα βρέθηκα στον Τύρναβο κι απ' εκεί από την οροθετική γραμμή στα θαυμαστά Τέμπη. Αναρριχήθηκα στ' Αμπελάκια, όπου έμαθα πως εκείνο το βράδυ είχε φθάσει και ο περίφημος για τις πεζοπορείες του Εφέτης Παρασκευαΐδης. Του μήνυσα πως την άλλη μέρα θα κατέβαινα στη Λάρισα, έξι περίπου ωρών πεζοπορεία, και συνεννοηθήκαμε ν' ανταμωθούμε την αυγή στον δημόσιο δρόμο για να συναγωνισθούμε!.. Δυστυχώς έφθασα στη Λάρισα δίχως ούτε να με βρή ούτε να τον βρω. Στο Βόλο πήρα το βαπόρι για μικρή ανάπαυσι και έφθασα στη Στυλίδα, απ' εδώ άρχισα το τελευταίο μέρος της πεζοπορείας: Λαμία, Θερμοπύλαι, Χάνι της Γραβιάς, Άμφισσα. Απ' εδώ τράβηξα για τους Δελφούς, όπου πήρα ένα οδηγό με μουλάρι, σκεπάσματα και φαγώσιμα και ένα φανάρι για να διώχνει τους λύκους και ανεβήκαμε την υψηλότερη κορυφή τουΠαρνασσού, όπου φθάσαμε την αυγή για να δούμε μέσα στα χιόνια να βγαίνη ο ήλιος από τη θάλασσα, θέαμα απερίγραπτο!.. Λίγη ανάπαυσι και δρόμο για τους Δελφούς πίσω. Ήτανε η μεγαλύτερη μου πεζοπορεία· από την Άμφισσα 19 ώρες πορεία με μικρά διαλείμματα. Από την εξάντλησι, όταν κατέβηκα κάτω στον Ορχομενό, έπαθα από πυρετούς. Γύρισα στην Αθήνα από τον Ελικώνα και μπήκα στην πρωτεύουσα, όπως ο Σατωβριάνδος, μα κουρέλι από τον κόπο. Στις 20 Ιανουαρίου του 1890 άρχισεν η Ακρόπολις να δημοσιεύη εις σειράν φύλλων τις οδοιπορικές μου σημειώσεις που μ' έκαναν πιό γνωστό σ' όλη την Ελλάδα.
Τον Μάρτιο κυκλοφόρησε το περί Κύπρου σύγγραμμα μου, με τον τίτλο "Κύπρις", που περιείχε την τοπογραφία και την ιστορία, με τα πρώτα χρόνια της αγγλικής διοικήσεως, θεωρήθηκε πως το έργον για ένα παιδί 18 ετών ήτο μεγάλο. Ήτο το πρώτο περί Κύπρου νεώτερο βιβλίο γραμμένο με μεγάλο ενθουσιασμό και χρησίμευσε στους δασκάλους ως διδακτικό βιβλίον και για φρονηματισμό της νέας γενεάς. Πήγα στην Κύπρο για να διαδώσω το βιβλίο, γύρισα στας Αθήνας για εξετάσεις και στο τέλος του 1890 πήρα το δίπλωμά μου. Δεν ήμουνα ακόμη 22 ετών. Στη Λεμεσό έκαμα την εποχήν εκείνην την πρώτη διάλεξι "Περί του σθένους και της ενότητας του ελληνισμού" που ενθουσίασε τους συμπατριώτες μου. Η μελέτη αυτή είναι Ανέκδοτη. Ένα απ' αυτά τα καλοκαίρια που ως φοιτητής ερχόμουνα στην Κύπρο να περάσω τες διακοπές, δεν θυμούμαι ποιο ακριβώς, δεχθήκαμε την επίσκεψι του σημερινού Βασιλέως της Ιταλίας, ο οποίος τότε ταξίδευε ως Διάδοχος ινκόγνιτο με ένα κότερο και με τους υπασπιστές και καθηγητές του. Ο πατέρας μου σαν πρόξενος της Ιταλίας πήγε στο κότερο κι εκάλεσε τους ξένους στο σπίτι μας, όπου ο πρίγκηπας ήλθε με την ακολουθία του κι ήπιαμε στην υγείαν τους ένα ποτήρι παλαιάς κουμανδαρίας. Στον νεαρό ξένο, που δεν αναγνωρίσαμε, εξέφρασα τα παράπονά μας για την ανθελληνική τότε στάσι της Ιταλίας. Ξέφυγε την απάντησι. Ύστερα μάθαμε πως ήτο ο Διάδοχος της Ιταλίας. Ακόμη δεν του επέτρεψα την επίσκεψι. Μια μέρα πήρα τρεις νέους και πήγαμε στον "Άγιον Τύχωνα" όπου μιλήσαμε στους χωρικούς για να μη δεχθούν δασκάλους από τη Φραγκοκκλησιά και κλείσαμε αμέσως το ύποπτο σχολείον. Κάθε χρόνο που πήγαινα από την Κύπρο στας Αθήνας ή γύριζα, περνούσα συνήθως από τη Σμύρνη. Τι χαρά κάθε τόσο να περπατώ στο περίφημο Κε, να τρέχω στο Μπουρνόβα, στον Κιοτσεπέ, τονΚαρσίακα. Τί αγάπη που την είχα την Σμύρνη. Θυμάμαι να είχα ακούσει από τον πατέρα μου πως ο παππούς του Σιορ Δημητράκης και ο πατέρας του Σιορ Νικολάκης κάμανε μια φορά έξι μήνες να πάνε στην Πόλι. Ποιος ξέρει όμως αν ο Σιορ Δημητράκης τον περισσότερο καιρό δεν τον πέρασε στη Σμύρνη, κρατημένος από τις ομορφιές της Κοκόνας Μαρίας που την πήρε για να παρηγορηθή, αφού έχασε την πρώτη του γυναίκα την Μαριού.
Την εποχή που πήρα το δίπλωμά μου συνέβη ένα μεγάλο δυστύχημα που βάρυνε στο στάδιο μου. Ο πατέρας μου δυσαρεστήθηκε με τον Επιθεωρητή της Τραπέζης και παραιτήθηκε. Εκτός του ότι δεν είχε δίκιο εις το ζήτημα, για μένα η παραίτησις ήτανε δεινό κτύπημα, γιατί μου εστέρει τα μέσα να μεταβώ στην Ευρώπη για σπουδές, όπως ήτανε το σχέδιο. Ο πατέρας μου μου απάντησε στες παρατηρήσεις μου: "Είμαι εξήντα χρόνων και δεν μπορώ πια να εργαστώ, αποκατέστησα τα τρία παιδιά μου και εσένα σ' έφερα σε σημείο να μπορής να εργαστής δικηγόρος στην πατρίδα. Με τα μικρά μου εισοδήματα έχω να περάσω με την μητέρα σου. Κάτσε στον τόπο σου, θα πάρης την καλλίτερη και θα με διαδεχθής και στην Βουλή. Το στάδιό σου είναι στρωμένο". Της αυτής γνώμης ήσαν και η μητέρα και ο αδελφός μου. Εγώ επέμενα πως έπρεπε να τελειοποιηθώ, έστω και αν επρόκειτο να μείνω έπειτα στην Κύπρο κι αποφασίστηκε να με βοηθήσουν για δύο χρόνια στο Παρίσι. Έκαμα ένα ωραίο ταξίδι στην Μικρά Ασία και τράβηξα για τη Γαλλία, γεμάτος από ενθουσιασμό. Στο Παρίσι θεώρησα καλό ν' αρχίσω μελετώντας πρώτα την πόλι. Αυτό έκανα και σε κάθε μέρος που πήγαινα εις όλην μου τη ζωή. Επί τρεις μήνες το καλοκαίρι του 1891 γύριζα με τα πόδια και με ένα οδηγό στα χέρια το Παρίσι και τα περίχωρα, μελετώντας τα μνημεία, τα ιδρύματα, τα μουσεία κι ό,τι άλλο είχε αξιοθέατο η γαλλική πρωτεύουσα. Στο τέλος τράβηξα πεζός για τες Βρυξέλλες (300 χιλιόμετρα), όπου έφθασα σε έξι μέρες. Πέρασα όλα τα μέρη της Βορείου Γαλλίας και του Βελγίου που επεσκέφθηκα έπειτα από το μεγάλο πόλεμο ερειπωμένα. Η πεζοπορεία στην Ευρώπη ήτο άλλο πράγμα από την πεζοπορεία στην Ελλάδα με την πρωτόγονο κατάστασι. Ένας ωραίος δρόμος πλακοστρωμένος και δεντροφυτεμένος από το Παρίσι στες Βρυξέλλες. Κάθε λίγο στη Γαλλία ταβέρνες παστρικές με ζύθο μια δεκάρα το ποτήρι. Στο Βέλγιον κοπέλλες δροσερές να οδηγούν καροτσάκια με σκύλους που τραβούσαν τα διάφορα προϊόντα. Γάλα σε κάθε βήμα. Ξενοδοχεία παστρικά με λουτρό. Ευδαιμονία.
Τον Οκτώβριο γράφτηκα στην Σχολήν των Πολιτικών Επιστημών, όπου ακολούθησα διάφορα μαθήματα όλων των τμημάτων. Σ' ένα βουλευτήριο που κάναμε οι μαθητές για άσκησι υπήρξα ο ηγέτης της σοσιαλιστικής μεταρρυθμιστικής ομάδας. Στη Σχολή έκαμα και διαλέξεις περί Ελλάδος. Στο Παρίσι ήμουνα συγχρόνως και ανταποκριτής της Ακροπόλεως, αι δε ανταποκρίσεις μου αφήκαν εποχή. Κατώρθωσα να μείνω τρία χρόνια. Ασχολήθηκα εις όλων των ειδών τες μελέτες. Κατόπιν συστάσεως της ελληνικής Πρεσβείας έλαβα την άδεια να επισκεφθώ και μελετήσω τες κυριότερες γαλλικές φυλακές. Έκαμα και έξι μήνες ακόλουθος εις το Υπουργείον των Οικονομικών για την μελέτη των Οικονομικών. Τα δικά μου όμως οικονομικά ήσαν χειρότερα από τα ελληνικά. Η διαμονή μου στο Παρίσι είχε καταντήσει ολίγον μαρτυρική. Ως ανταποκριτής της Ακροπόλεως κέρδιζα πολύ λίγα. Από το σπίτι μου δε πολύ λιγότερα μου έστελναν. Στενοχώρια λοιπόν διαρκής και εμπόδιο στη μελέτη. Μα στο Παρίσι ένας νέος δε θέλει και πολλά να χαρή· η γενική απενταρία των σπουδαστών έφερνε παρηγοριά. Μια νύκτα ήμουνα απένταρος κι επερίμενα και συντροφιά. Συμφορά!.. Λοιπόν εις το βάθος του αθλίου πορτοφολιού μου ανακάλυψα έξαφνα μισό χρυσό λουδοβίκι. Ποτέ δεν υπήρξα τόσον πλούσιος κι ευτυχής. Χαλάσαμε το Παρίσι 24 ώρες. Καϋμένο Καρτιέ Λατέν! Ποιος σ' έζησε και σε ξεχνά!..

ΤΕΛΟΣ Β΄ΜΕΡΟΥΣ

Σχόλια