ΓΕΩΡΓΙΟΣ Σωκράτη ΦΡΑΓΚΟΥΔΗΣ (1869-1939) Βουλευτής - Δημοσιολόγος Ιδρυτής Παντείου Σχολής Πολιτικών Επιστημών (ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ (Ως κατεγράφη υπό του ιδίου το 1939)ΜΕΡΟΣ Α΄


Οι Αγώνες μου
Γεννήθηκα στη Λεμεσό της Κύπρου το 1869, δηλ. μπήκα στα 70 μου χρόνια. Επειδή όμως μου λένε πολλοί πώς φαίνομαι 10 χρόνια νεώτερος, είμαι λοιπόν μόνον 60 χρόνων!.. Ο πατέρας μου Σωκράτης ήτανε γόνος της μεγάλης οικογενείας Φραγκούδη και η μητέρα μου Ζωήτσα της επίσης μεγάλης οικογενείας Πηλαβάκη. Η καταγωγή μας είναι Επτανησιακή, δηλαδή οι προπάτορές μου όλοι σχεδόν κατά σύμπτωσιν κατάγονται από τα Επτάνησα και είχαν κάποια σχέσιν με την εκεί Ενετοκρατία.
Ο πρώτος Φραγκούδης ήλθε στην Κύπρον από την Τεργέστην πριν 200(1) χρόνια και πλέον και κατά πάσαν πιθανότητα ήτανε από τους Έλληνες που μετανάστευσαν εκεί από τα Επτάνησα και μάλιστα από την Κεφαλληνίαν. Επίσης από την μητέρα μου οι Πηλαβάκηδες (Ντεκαγιόλα) ήσαν Επτανήσιοι(2). Η από τον πατέρα μάμμη μου Κατίνα ήτο κόρη του περίφημου Προξένου της Αγγλίας Αντώνη Βοντιτσιάνου καταγωγής επίσης Κεφαλληνιώτικης(3). Μόνον η από τη μητέρα μου μάμμη Ελένη ήτανε καθ' εαυτό Κυπρία, κόρη προκρίτου χωρικού.
------------------------------------
(1) Σήμερον εν έτει 2006 έχουν παρέλθει 267 χρόνια και πλέον, Βλ. Γεωργίου Φραγκούδη, ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ της Μεγάλης Κυπριακής Οικογενείας Φραγκούδη και των Συγγενικών Οικογενειών, Τύποις Ν. ΑΠΑΤΣΙΔΗ, Αθήνα 1939, σ. 16-21.
(2) + (3) Ibidem, σ. 86-89 και 92-94. Στα προσεχή τεύχη της Μεταρρυθμίσεως θα δημοσιεύεται σε συνέχειες το παρόν σύγγραμμα περί της Ιστορίας και Γενεαλογίας της οικογενείας Φραγκούδη εις ιδιαιτέραν στήλη!.. Οποιαδήποτε πληροφορία θέλει δοθεί για τους απογόνους των εν αυτώ αναφερομένων οικογενειών e-mail: info@metarrythmisis.gr

Ζυμωμένη με τους αγώνες 200 χρόνων για την Κύπρον η οικογένειά μας, δηλαδή, οι Φραγκούδηδες με τα παρακλάδια τους, φιλοδοξεί πως είναι η πρώτη της Κύπρου οικογένεια και μια από τες πρώτες σύγχρονες ελληνικές οικογένειες. Και οι δύο παππούδες μου και οι πρόγονοί τους και των γιαγιάδων μου οι πατέρες και πρόγονοι ήσαν από τους πλουσίους του τόπου προεστούς και φιλογενείς, όπως όλοι οι πλούσιοι της εποχής που ελέγοντο αρκόντοι (άρχοντες) όχι μονάχα για τα πλούτη τους, μα προπάντων γιατί ήσαν οι ηγέτες του δυστυχισμένου λαού και οι προστάτες των ραγιάδων. Αυτοί ήσαν η αριστοκρατία του νέου ελληνισμού. Κι όταν ο ελληνισμός αυτός σηκώθηκε για την ελευθερίαν του, αυτοί πρώτοι θυσίασαν την ζωή και την περιουσία τους. Διακόσια τώρα χρόνια παλέψαμε κι εμείς οι νεώτεροι ύστερα από τους παλαιούς για να φτιάξωμε τη σημερινή Κύπρο.
Ο πατέρας μου όμως δεν ήταν καθ' εαυτό πλούσιος, αν και πήρε και κληρονομιά και προίκα, γιατί δεν είχε την ικανότητα να κάνη χρήματα. Από νέος μάλιστα έχασε τα μετρητά του από ένα μουφλούζη χρεοφειλέτη και ήλθε στιγμή στενοχώριας στο σπίτι, όταν ήμουνα μικρό παιδί. Ο πατέρας μου έκανε μικρό εμπόριο κρασιών και χαρουπιών, ως προξενικός πράκτορας της Ιταλίας εισέπραττε δικαιώματα από τα Ιταλικά πλοία, και ενοίκια από τα μαγαζιά που είχε από κάτω από το σπίτι μας. Η ευτυχία όμως της οικογένειας ήτανε η καλή μου μητέρα που με την οικονομία και το νοικοκυριό της βάσταξε το σπίτι τον λίγο κακό καιρό και ανέθρεψε και αποκατάστησε τα παιδιά της. Ποτέ δεν φοβάται μια κοινωνία, όταν έχη τέτοιες μητέρες, μα οι μητέρες αυτές πάνε πια και η κοινωνία χάλασε, γιατί μητέρες γίνονται τώρα κατά κανόνα -έχει και εξαιρέσεις- τα κορίτσια που ανατρέφονται μέσα στους δρόμους.
Η Λεμεσός ήτο τότε μια μικρή πόλις, δεν θυμάμαι περισσότερα από 50 σπίτια "ανώγεια", όταν το 1878 ήλθεν η Αγγλία. Το σπίτι μας ήτανε από τα καινούργια και καλά της εποχής. Κάτω ήτο το γραφείο και τα μαγαζιά του πατέρα, και το περιβόλι, κι επάνω η κατοικία, άνετη και με μεγάλα δωμάτια και με μια περίφημη αίθουσα που την ζωγράφισε ένας Ιταλός σουβατζής!.. Απέναντι στο σπίτι μας ήτο το σπίτι του παππού μου Νικολάκη, που περιήλθεν εις τον υιόν τουΕυρυβιάδη και πάρα πέρα το αρχοντικό του προπάππου μου. Κολλητά στον κήπο ήτανε η αυλή της παλαιάς εκκλησίας της Αγίας Νάπας, εθνικού κέντρου της πόλεως. Εις την αυλήν ήσαν οι τάφοι των προκρίτων, γύρω-τριγύρω στοές με τους Νοτάδες των ιερέων και πάρα πέρα ο περίβολος με το Σχολείο. Το σχολείο αυτό αποτελείτο από μια μεγάλη αίθουσα για τα παιδιά του αλληλοδιδακτικού κι από πάνω ήτο το Σχολαρχείο με τρία δωμάτια. Εις την αυλήν αυτήν της Αγίας Νάπας ανατράφηκα. Εκεί μέσα ήτο το Σχολείο μας, η Εκκλησία μας, οι παπάδες μας, η αυλή που παίζαμε μικροί και μεγάλοι. Εκεί μέσα βροντούσαν τις εθνικές εορτές μας τα μάσκουλα και εκαίαμε την Ανάστασι τον "Οβραίο". Εις το αλληλοδιδακτικό εγίνοντο οι εορτές κι οι συναθροίσεις των πολιτών. Εκεί μας φρονημάτιζαν οι δάσκαλοί μας. Ο πατέρας μου συνεχίζοντας τες παραδόσεις της οικογενείας, επίτροπος της Εκκλησίας και έφορος των σχολείων, έβγαζε τον καθιερωμένο λόγο την εορτήν των Τριών Ιεραρχών και απάγγελλε τες ευχές "υπέρ των αειμνήστων ιδρυτών και διδασκάλων". Λυπήθηκα κατάκαρδα όταν χάλασαν την Εκκλησιά αυτή με τα κελλιά, τους τάφους και τα Σχολεία για να κτίσουν ένα άσχημο νεώτερο Ναό. Μόνοι ο πατέρας μου και εγώ ήμαστε ενάντιοι του χαλάσματος.
Ο στενός δρόμος που από την παραλία ωδηγούσε στην πόλι και κατόπιν ονομάστηκε οδός Κουμανδαρίας ήτο ο κύριος δρόμος της πόλεως. Εκεί ήταν το σπίτι και τα μαγαζιά του πατέρα μου, και τα κυριώτερα εμπορικά των κρασεμπόρων. Οι παππούδες μου είχαν αποθάνει πολύ πριν γεννηθώ, η γιαγιά μου Κατίνα μόλις γεννήθηκα και μόνον η μητέρα της μητέρας μου Ελένη επέζησε για να τη χαρώ. Την ενθυμούμαι μόνον όταν γριά ετυφλώθη και ήμουνα οδηγός της. Μου διηγείτο τες παλαιές ιστορίες όταν μικρή τον καιρό της καταδρομής έτρεχεν εις τα βουνά με τον θείο της Αρχιμανδρίτη και κατόπιν τα πλούτη και τες δόξες του ανδρός της Γιωργάκη. Ο πατέρας μου με αγαπούσε εξαιρετικά. Ποτέ του δεν κτυπούσε ή μάλλωνε τα παιδιά του. Ήτο ο καλός νοικοκύρης, ο καλός πατέρας, ο καλός σύζυγος, ο καλός πολίτης. Εγνώριζεν άριστα, αυτοδίδακτος, την ελληνική, γαλλική και ιταλική γλώσσα· έως τον θάνατό του δε καταγινότανε με τα λατινικά και τα αγγλικά. Ήτο πολύ φιλόθρησκος· κάθε μέρα πήγαινε στην Εκκλησιά και τες μεγάλες μέρες έλεγε τες προφητείες. Αφιλοχρήματος, ποτέ δεν πήγε στο δικαστήριο και προτιμούσε να χάση ό,τι του χρωστούσανΠροτού αποθάνη φρόντισε κι έσχισε τα χρεωστικά γραμμάτια που του χρωστούσαν μερικοί χωρικοί, για να μη τα εισπράξουν τα παιδιά του. Ολίγον ιδιότροπος, υπήρξεν ενίοτε άδικος στην μητέρα μου, την οποίαν άλλωστε ελάτρευε.
Όλοι οι Φραγκούδηδες υπήρξαν ιδιόρρυθμοι, καθώς όλοι οι αρχοντάδες του παλαιού καιρού. Τους διέκρινε όλους η, εντιμότης και η φιλογένεια. Αλλά και κάποια αστεία ιδιορρυθμία. Τα ανέκδοτα των Φραγκούδηδων, Καρύδηδων, Πιερίδηδων, Περιστιάνηδων, Σαριπόλων θ' αποτελούσαν ωραίον ανάγνωσμα. Τους Φραγκούδηδες διέκρινεν ιδιαίτερα η αγάπη στα γράμματα. Υπήρξαν όλοι, οι εξ αρρενογονίας και θηλυγονίας, λόγιοι, γραμματισμένοι. Ήσαν οι αληθινοί αριστοκράτες. Ο πατέρας μου διακρινόταν και για τους λόγους που εξεφώνει και τα υπομνήματά του. Μετά την Αγγλική Κατοχή διορίστηκε ταμίας της Οθωμανικής Τραπέζης που πρωτοϊδρύθηκε στη Λεμεσό. Τότε διωρθώθηκαν τα οικονομικά της οικογενείας, ώστε ο αδελφός μου κι εγώ να σπουδάσωμεν κι έξω και ν' αποκατασταθούν οι δύο αδελφές μας. Όταν δε ιδρύθηκε το Νομοθετικό Συμβούλιο, ο πατέρας μου υπήρξε Βουλευτής του διαμερίσματος Λεμεσού-Πάφου 25 χρόνια. Αφήκε μνήμη αγαθή για την τιμιότητα και την φιλογένειά του.
Η μητέρα μου υπήρξεν ο ιδανικός τύπος της μάνας και συζύγου. Γράμματα ήξερε όσα οι γυναίκες της εποχής που δεν υπήρχαν παρθεναγωγεία. Οι κοπέλλες μάνθαναν μερικά κολλυβογράμματα από ιδιωτικούς δασκάλους. Στο σπίτι τους όμως μάνθαναν την αρετή της αρχοντοπούλας. Αρκετά έτσι ανεπτυγμένη παρακολουθούσεν όλα τα πράγματα. Η αρετή της ήτο αμείλικτη. Διέκοπτε τες σχέσεις με κάθε γυναίκα που κακοφημίζετο. Η κρίσις της ήταν παροιμιώδης. Δεν είχε καμμία πρόληψι και καμμία θρησκοληψία. Ήτο αληθινή χριστιανή. Ποτέ δεν επέτρεψε στον πατέρα μου να κρίνη άδικα τον κόσμο, όπως του συνέβαινε καμμιά φορά στους θυμούς του. Στα παιδιά της ήτο αυστηρή με στοργή.
Ως μαθητής ήμουνα άτακτος και αμελής και γι' αυτό η μητέρα μου συχνά με τιμωρούσε, μα πάντα την συλλογίζομαι μ' ευγνωμοσύνη κι απέραντη αγάπη που δεν έσβυσε ο χρόνος. Οι δάσκαλοί μου ήσαν ολίγον πρωτόγονοι στες τιμωρίες τους. Μα αγαπούσαν τους μαθητές τους σαν τα παιδιά τους. Και τι παραδείγματα!.. Ένας από τους νέους δασκάλους έφυγε μια μέρα να πάη να πολεμήση εθελοντής στην Επανάστασι της Θεσσαλίας. Εις το αλληλοδιδακτικό είχα δάσκαλο το γέρο Νικολαΐδη που πολύ μ' αγαπούσε. Κάθε Σάββατο άμα δεν ξέραμε το μάθημα μάς διαπόμπευε στην πόλι με μουτζουρωμένο το πρόσωπο. Μας έπαιρνε έτσι μαυρισμένους στο σπίτι του και μας άφηνε νηστικούς έως το δειλινό. Την πρώτη φορά εγώ άρχισα. να κλαίω, ενώ τ' άλλα παιδιά γελούσαν. Ο σεβαστός μου δάσκαλος μου είπε: "Για να κλαίης, είσαι φιλότιμος" και διάταξε τον Πρωτόσχολο να μου σβύση το κάρβουνο. Πώς θυμάμαι τον αείμνηστο γέρο Νικολαΐδη, τύπο παλαιού δασκάλου. Μια φορά μας ωδήγησε σε μάχη με τα Τουρκόπαιδα. Ήτανε ωραία χειμωνιάτικη μέρα κι ο δάσκαλος μάς πήρε σε περίπατο στους ανθισμένους κάμπους έξω από την πόλι. Εκεί που χαρούμενοι τρώγαμε το ψωμί και το χαλούμι μας στο ρυάκι που τρέχει στα χωράφια και χωρίζει στις εκβολές του την ελληνική από την τούρκικη συνοικία, έξαφνα μας επετέθηκαν τα Τουρκόπαιδα με πετροβολητό. Ήτανε ο ρωσσοτουρκικός πόλεμος και τα πνεύματα των κατοίκων ήσαν ερεθισμένα, γιατί οι Έλληνες συμπαθούσαν τους Ρώσσους. Βροχή οι πέτρες στην καμπούρα του γέρο Νικολαΐδη που εστάθη ακλόνητος. Ήμαστε όλοι παιδιά 6-10 χρόνων. Σε ριπή οφθαλμού από την χριστιανική συνοικία έτρεξαν τότε τα μεγάλα παιδιά κι ο πετροπόλεμος κατάληξε σε νίκη μας. Το γέρο Νικολαΐδη διαδέχτηκε ένας νέος δάσκαλος, ο Μαληκίδης που έφερε τις νέες μεθόδους της Παιδαγωγίας. Το αλληλοδιδακτικό έσβυνε. Μετά τέσσαρα χρόνια ανέβηκα στο "απάνω σχολείο", δηλ. στο Σχολαρχείο, που είχε τέσσαρες τάξεις με τέσσαρες καθηγητές και ήτο ισοδύναμο με Γυμνάσιο, του 'λειπε μόνον η τελευταία τάξις. Μα καθ' εαυτό ένας ήταν ο δάσκαλός μας για τα περισσότερα μαθήματα, ο Αντρέας Θεμιστοκλέους, σύζυγος πρώτης μου εξαδέλφης. Ωραίος τη μορφή με τη μεγάλη γενειάδα του ήτο φυσιογνωμία σεβαστή, τύπος του μεγάλου "διδασκάλου του Γένους", σπουδασμένος στας Αθήνας και γυιός μεγάλου επίσης "διδασκάλου". Μας μιλούσε περισσότερο για φιλοπατρία και χαρακτήρα παρά για γράμματα. Αλλά τα γράμματα που μαθαίναμε ήσαν γερά. Οι τάξεις ήσαν μικρές, με δέκα μόλις μαθητές. Μαθήματα λίγα, κυρίως ελληνικά, μαθηματικά και φυσική. Ήμαστε προ παντός δυνατοί στα Ελληνικά. Ο Αντρέας ήτανε το φόβητρό μου. Από την ώρα που η οικογένεια με είχε προορίσει για επιστήμονα, ο Αντρέας απελπίζετο με την αμέλειά μου. "Συ, μωρέ, θα πας στο Πανεπιστήμιο", μου βροντοφωνούσε, και το βράδυ τα ίδια μου επαναλάμβανε η μητέρα μου. Δεύτερος καθηγητής ήτο ο γαμβρός μου Αριστοτέλης Παλαιολόγος, άλλος τύπος αυστηρού δασκάλου. Οι δύο αυτοί στενοί συγγενείς μου δάσκαλοι κάνανε τρομερό, συμβούλιο με τη μάνα μου πώς να με "διορθώσουν" και η πλάτη μου το ξέρει. Διορθώθηκα μονάχος μου στην ώρα μου. Μα για τους καλούς μου δασκάλους δεν έχω κανένα παράπονο· τους θυμάμαι πάντα με αγάπη και συγκίνησι, όπως και την μητέρα μου. Έτσι έπρεπε να κάνουν. Αυτά τα τέσσαρα χρόνια, του "πάνω σχολείου", παρ' όλο το ξύλο που έτρωγα και τις νηστείες που δεν έτρωγα, μου'μειναν στη ζωή μου τα ωραιότερα. Δεν ξεχνώ την παιδικήν αυτή ηλικία, την ωραία ζωή με τ' αδέλφια μου, με τα ξαδέλφια μου, τις χαρές και τις λύπες των πρώτων συναισθημάτων, των γονέων μου την αγάπη, των συμμαθητών μου την αδελφότητα, τα κυνήγια μας, τις εκδρομές μας, τα μασκαρέματα τις Αποκριές, το κολύμπι, το κουπί! Μικρή η πόλις και σε κάθε βήμα κι από ένα συγγενικό σπίτι, παιχνίδια και χαρές, όλα μέσα εις τους θερμούς κόλπους της παλαιάς αγνής κοινωνίας. Ο πατέρας μάς έπαιρνε κάθε καλοκαίρι εις ένα όμορφο χωριό, τον Λουβαρά, πάνω στα ψηλά βουνά, όπου μάθαμε τις πρώτες εκδρομές. Με πόση χαρά δεν ξαναβλέπω κάθε τόσο τον αγαπητόν μου Λουβαρά!..
Με τους Τούρκους τον τελευταίο καιρό τα περνούσαμε καλά. Η Λεμεσός είχε λίγους Τούρκους. Και κατά τα στερνά χρόνια η Τουρκική Διοίκησις φερότανε καλά στους Χριστιανούς. Οι Οθωμανοί δείχνανε πολύν σεβασμό στους Τσελεπήδες, και στους Κουσούλους κάνανε τεμενάδες. Μια φορά ένα Τουρκόπαιδο κτύπησε τον αδελφό μου, κι αμέσως ο πατέρας του το 'φερε από τ' αυτί στο σπίτι μας κι εκεί μπροστά μας τον έσπασε στο ξύλο, όπου επενέβη ο πατέρας μου για να το γλυτώση. Τα νέα τα μαθαίναμε από την "Αμάλθεια" της Σμύρνης και τις ελληνικές εφημερίδες της Τεργέστης "Κλειώ" και "Ημέρα" που ήρχοντο κάθε 15 με ένα παλιοβάπορο από την Αλεξάνδρεια.
Ένα πρωί το 1878 ο πατέρας μου με πήρε από το χέρι και κατεβήκαμε στο Κονάκι κοντά στη θάλασσα, όπου παραβρεθήκαμε σε μια ιστορική σκηνή. Ο πατέρας μου φορούσε την επίσημη στολή του Προξένου, μαύρη ρεδιγκότα και κασκέτο με χρυσό γαλόνι, και προβάδιζαν οι δυο Τούρκοι Καβάσηδες με τις υψηλές ράβδους. Ποτέ μου δεν είχα κατεβή στα Τουρκικά αυτά μέρη. Θυμάμαι μονάχα πως σ' ένα στενό σοκάκι ήτανε ένα μαγαζί που εκάθηντο με σταυρωμένα τα πόδια πάνω στο χαλί κάμποσοι Τουρκαλάδες και αυτό ήταν το Δικαστήριο. Παραπέρα ήτο το Κονάκι του Καϊμακάμη που σήμερα είναι Αστυνομία και κοντά στη θάλασσα ένα μικρό φρούριο, που χάλασαν οι Εγγλέζοι, με Τούρκους στρατιώτες. Απέναντι στην ανοικτή θάλασσα είχεν αγκυροβολήσει ένα ωραίο αγγλικό πολεμικό που έφερε το ελπιδοφόρο όνομα "Παλλάς". Σε λίγο ένα άγημα πεζοναυτών αποβιβάστηκε. Ο Τούρκος Καϊμακάμης κατέβασε από το Κάστρο την τούρκικη σημαία και με τα ίδια του τα χέρια ύψωσε την εγγλέζικη. Ήτανε η Αγγλική Κατοχή!.. Τα ωραία ναυτάκια της Μεγάλης Βρεττανίας μας γλίτωσαν από την τουρκική τυραννία και παραλυσία. Νέα εποχή για την Κύπρο!.. Η ελευθερία γιγάντωσε τον πατριωτισμόν των υποδούλων.
Τί χαρά, όταν τελείωσα το Σχολαρχείο και ετοιμάστηκα για τας Αθήνας. Ήμουν ένας από τους πρώτους μαθητές που πήγαιναν στην Ελλάδα για σπουδές. Προτήτερα έφευγαν για το Πανεπιστήμιο σποραδικά ένας-ένας. Εγώ ήμουνα από τη δεύτερη πυκνή σειρά των πρωτοπόρων της νέας γενεάς έπειτα από την ελευθερία.
Πώς να ξεχάσω αυτή την νύκτα του Ιουνίου του 1884, όταν πήγα γύρω ν' αποχαιρετίσω τους συγγενείς, τους φίλους, δηλαδή, όλη την πόλι. Ήτανε η παραμονή του Αγίου Ιωάννου και στες χωράφες και τα σοκάκια έκαιαν φωτιές. Αποχαιρέτισα τα παιδικά μου χρόνια. Η μητέρα μου με πήρε παράμερα και μου 'καμε σοβαρές συστάσεις για όλα τα ζητήματα. Μόλις δέκα πέντε χρόνων σε ξένο μέρος, μονάχος σε μια μεγάλη πόλι. Η μεγάλη μου αδελφή είχε παντρευθή, ο αδελφός μου ήτο με τον πατέρα μου στην Τράπεζα και είχε αρραβωνιαστή. Η κατά δύο χρόνια μικρότερη αδελφή μου, που ανατραφήκαμε μαζύ, έκλαιε. Ο πατέρας μου κρατούσε τα δάκρυά του κι ανήσυχος κατά το σύστημά του πηγαινοερχότανε στην παραλία ανυπόμονος να δη το βαπόρι να σηκώνη την άγκυρα για την Αλεξάνδρεια, απ' όπου θα 'παιρνα το άλλο βαπόρι για τον Πειραιά. Με συνώδευε ο νονός μου Μενάρδος, Πρόξενος της Ελλάδος και θείος μου, που πήγαινε κι αυτός για τας Αθήνας. Χαρές στην Αλεξάνδρεια, όπου συγγενείς και συμπατριώτες με δεχτήκανε με ανοικτές αγκάλες.

ΤΕΛΟΣ Α ΜΕΡΟΥΣ

Σχόλια