Γεννήθηκε στο χωριό Τσάδα, της επαρχίας Πάφου, στις 27 Φεβρουαρίου 1938.
Απαγχονίστηκε ξημερώματα της 14ης Μαρτίου 1957, στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας.
Γονείς : Μιλτιάδης Παλληκαρίδης και Αφροδίτη Παπαδανιήλ
Αδέλφια : Ελευθέριος, Ανδρέας, Γεωργία, Μαρούλα
Ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας του Μιλτιάδη. Στην οικογένεια του Ευαγόρα ανήκει - δεύτερος ξάδερφος - και ο ήρωας Στέλιος Μαυρομμάτης που ανέβηκε και αυτός, λίγους μήνες πριν τον Ευαγόρα, τα σκαλοπάτια της αγχόνης.
…Το καλοκαίρι του 1955, ο Ευαγόρα πραγματοποίησε το μεγάλο του όνειρο: να επισκεφθεί την ελεύθερη πατρίδα (την Ελλάδα) με την καθιερωμένη εκδρομή των μαθητών της προτελευταίας τάξης του σχολείου του. Και γράφει…
Αύριο ξεκινούμε για την πατρίδα,
γιαλούς θε να περάσουμε και στεριά.
Μαζί μας θε να πάρουμε την ελπίδα
ταχιά πως θα μας έρθη και η Λευτεριά.
1η Ιουνίου 1953: οι Άγγλοι κυβερνήτες ετοιμάζονται να γιορτάσουν το λαμπρότερο τους εθνικό γεγονός, τη στέψη της νέας βασίλισσας Ελισάβετ, σε όλες τους τις αποικίες, ανάμεσα και η Κύπρος. Παντού όλα είχαν ετοιμαστεί στην εντέλεια. Στην Πάφο στο «Ιακώβιο Γυμναστήριο» αναρτάται η αγγλική σημαία, γεγονός που εξοργίζει τους μαθητές. Σε μια πλατεία της Πάφου οι μαθητές οργανώνουν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας και ζητούν την αφαίρεση της αγγλικής σημαίας από τα προπύλαια του σχολείου τους. Οι συγκρούσεις αρχίζουν. Ο δεκαπεντάχρονος ακόμα τότε Ευαγόρας, σκαρφαλώνει σε μια κολόνα των προπυλαίων και ρίχνει κάτω την αγγλική σημαία, την οποία οι άλλοι μαθητές ξεσχίζουν και της δίνουν φωτιά. Η σύγκρουση τότε, μεταξύ Άγγλων ,οι οποίοι ενισχύεται από Τούρκους, και μαθητών παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις. . Η Πάφος έγινε το μόνο μέρος όπου δεν γιορτάστηκε η στέψη. Από την ώρα εκείνη ο Παλληκαρίδης νιώθει να τον σφίγγουν οι αλυσίδες της σκλαβιάς. Θέλει να τις σπάσει και να ζήσει ελέυθερος, ελαφρός, αδέσμευτος. Και προσμένει την ευλογημένη ώρα…
Την Κύπρο μας κι αν δέσανε
οι Άγγλοι μ΄ αλυσίδα
έχει για πάντα την καρδιά
πιστή σε μια πατρίδα
…
Στην Κύπρο την αθάνατη
Την Κύπρο τη γενναία
Είναι καιρός να στήσουμε
Ελληνική σημαία.
οι Άγγλοι μ΄ αλυσίδα
έχει για πάντα την καρδιά
πιστή σε μια πατρίδα
…
Στην Κύπρο την αθάνατη
Την Κύπρο τη γενναία
Είναι καιρός να στήσουμε
Ελληνική σημαία.
Τον Νοέμβριο του 1955 οι μαθητές του Γυμνασίου συγκεντρώθηκαν και προετοίμαζαν μια διαδήλωση από τις γνωστές που οργάνωνε η ΑΝΕ (Άλκιμος Νεολαία ΕΟΚΑ) ως αντιπερισπασμό. Οι στρατιώτες είχαν διαταγή να πυροβολήσουν αδιάκριτα τους διαδηλωτές. Ο Ευαγόρας κτύπησε Άγγλους στρατιώτες ελευθερώνοντας από τα χέρια τους συμμαθητή του. Στην συνέχεια συλλαμβάνεται και οδηγείται στο δικαστήριο με την κατηγορία ότι συμμετείχε παράνομα σε οχλαγωγίες, όμως δεν παραδέκτηκε την κατηγορία και η δίκη αναβλήθηκε για τις 6 Δεκεμβρίου. Ήταν η αρχή του τέλους. Μια μέρα πριν τη δίκη, μπαίνει κρυφά στο σχολείο και αφήνει στην έδρα ένα σημείωμα. Το πρωί οι συμμαθητές του διαβάζουν:
Παλιοί συμμαθηταί,
Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Θ΄ αφήσω αδέλφια συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα
μεσ΄ τα λαγκάδια πέρα και στις βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά θα ΄χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ΄ρθει το καλοκαίρι
Τη Λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ΄ ανεβώ, θα μπω σ΄ ενα παλάτι,
το ξέρω θαν απάτη, δεν θαν αληθινό.
Μεσ΄ το παλάτι θα γυρνώ ώσπου να βρω τον θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο να κάθεται σ΄ αυτό.
Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ.
Γειά σας παλιοι συμμαθηται. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας.
Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο,
Ας πάρει μιαν ανηφοριά ας πάρει μονοπάτια
να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα.
Αν ζω, θα μ΄ βρει εκεί.
Ευαγόρας Παλληκαρίδης
5 Δεκεμβρίου 1955: Η παραμονή της μέρας που ο Ευαγόρας Παλλικαρίδης θα εμφανιζόταν μπροστά στον Άγγλο δικαστή…πλησίασε τον πατέρα του: «πατέρα, αύριο είναι η δίκη μου. Ξέρω ότι από το δικαστήριο θα γλιτώσω, μα η αστυνομία θα με συλλάβει και θα με στείλει στο Κάστρο. Εγώ στη φυλακή δε μπορώ να μείνω. Αν δε μπορέσω να δραπετεύσω, θα σκοτώσω κανέναν από τους φρουρούς και θα με σκοτώσουν. Προτιμώ να φύγω, να βγω στο βουνό. Έτσι για να αποφύγει την καταδίκη κατέφυγε στη μονή Αγίου Νεοφύτου την προηγούμενη της δίκης και ενώθηκε με την ανταρτική ομάδα της περιοχής στην τοποθεσία Άππης, μεταξύ Κισσόνεργας - Τάλας. Μετά τα γεγονότα αυτά επικηρύχθηκε με το ποσό των 5.000 λιρών. Τον Μάρτη του 1956 προωθήθηκε σε κρησφύγετο στο δάσος κοντά στο χωριό Λυσός προς την περιοχή Άγιος Γεώργιος. Πήρε μέρος σε πολλές επιθέσεις και δολιοφθορές εναντίον των Άγγλων στην περιοχή αυτή.
Στις 18 Δεκεμβρίου 1956 μαζί με άλλους 2 συναγωνιστές του μετέφεραν όπλα και τρόφιμα από την Λυσό. Ξαφνικά βρέθηκαν αντιμέτωποι με αγγλική περίπολο. Οι 2 συναγωνιστές του Ευαγόρα κατάφεραν να διαφύγουν αλλά ο ίδιος συνελήφθη. Στην κατοχή του είχε ένα πυροβόλο Μπρέν γρασαρισμένο. Ήταν συνεπώς ανέτοιμο για να χρησιμοποιηθεί. Επίσης κουβαλούσε 3 γεμιστήρες γεμάτες. Κατηγορήθηκε για κατοχή και διακίνηση οπλισμού και μεταφέρθηκε στη Λευκωσία και η δίκη ορίζεται για το Μάρτη. Στη δίκη του ο Παλλικαρίδης δεν άφησε περιθώρια στους δικηγόρους του να τον υπερασπιστούν, αφού παρά τις αντιρρήσεις του παραδέχθηκε την ενοχή του με τον εξής αξιοθαύμαστο τρόπο. «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτε άλλο!»
19 Δεκεμβρίου 1956: Ο πατέρας Μηλτιάδης, καθόταν στο καφενείο του χωριού. Σε μια στιγμή μερικοί συμμαθητές του Ευαγόρα, τον πλησιάζουν: «Είδαμε τον Ευαγόρα αιματωμένο μέσα σε ένα τζίπ να τον κουβαλούν οι Εγγλέζοι!»
Οι μαθητές του Γυμνασίου Πάφου απείχαν από τα μαθήματά του σε ένδειξη διαμαρτυρίας και έστειλαν τηλεγράφημα στον Χάρτιγκ με το οποίο του ζητούσαν να απονεμηθεί χάρη στον Ευαγόρα. Όλος ο κόσμος αρχίζει μια γιγαντιαία προσπάθεια να σώσει τον νεαρό μαθητή. Η Ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να αποτρέψει την εκτέλεσή του. Η Κυπριακή αδελφότητα Αθηνών ζητά προσωπική παρέμβαση του βασιλιά Παύλου. Η Βουλή των Ελλήνων στέλνει τηλεγραφήματα προς την Βουλή των Κοινοτήτων και τα Ηνωμένα Έθνη. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δωρόθεος, ο Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος Γεννάδιος, ο δήμαρχος Λευκωσίας κ. Δέρδης, 40 Εργατικοί Άγγλοι βουλευτές, συντεχνίες, ο Αρχιεπίσκοπος Νοτίου Αφρικής Νικόδημος, ο Αμερικανός Γερουσιαστής Fulton, απλοί πολίτες προσπαθούν αν ματαιώσουν αυτή την εκτέλεση. Ο Χάρτιγκ όμως και η Αγγλική διπλωματία απορρίπτει την απονομή χάριτος.
Ο Ευαγόρας δεν πτοείται. Στο τελευταίο γράμμα του δηλώνει:
«Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.»
13 Μαρτίου 1957: Κοντεύουν μεσάνυχτα. Τη σιωπή σπάει μια βροντερή σταθερή φωνή. Ο 18χρονος Παλληκαρίδης σε πείσμα των κατακτητών ψέλνει τον Εθνικό Ύμνο. Σε λίγο έρχονται οι δήμιοί του. Βρωτοφωνάζει. «Γεια σας αδέλφια. Γεια σας λεβέντες. Ελπίζω να μαι ο τελευταίος που εκτελούν. Αδέλφια συνεχίστε τον αγώνα. Εγώ βαδίζω στην αγχόνη γελαστός, αποφασιστικός, υπερήφανος».
Οι συγκρατούμενοι του φωνάζουν. «Θάρρος Παλληκαρίδη, Θάρρος Παλληκαρίδη»
«Θάρρος έχω πολύ. Αυτή τη στιγμή περνώ την είσοδο του ικριώματος» Απόλυτη ησυχία. Αυτή τη σιγή σπάζει το τρίξιμο από το άνοιγμα της καταπακτής της αγχόνης. 12:02,ο 18χρονος Βαγορής πέρασε στην αθανασία. Βρήκε την «γη των ηρώων».
Όλη η φύση κοιμάται
Τη ναρκώνει το κρύο
Και γω φεύγω λαλώντας
Το στερνό μου αντίο
Και τη μάνα φιλώντας
Τη κοιτάζω να κλαίει
Μάνα μην κλαις της λέω
Μάνα μην κλαις και κλαίω
Κι όλο πάω και τρέχω
και το δάκρυ της σβήνει
για μια μόνο στιγμούλα
και μιαν άλλη μανούλα
την Ελλάδα μας έχω
που όλο κλαίει κι εκείνη
Σ΄ του βουνού τη ραχούλα
στ΄ ανθοστόλιστα πλάγια
τη γλυκιά μου μανούλα
ψάχνω να βρω την άγια
και ανεβαίνω ραχούλες χιονισμένες κορφές
ώσπου να βρω ηρώων γη
κι ηρώων μορφές
.Τη ναρκώνει το κρύο
Και γω φεύγω λαλώντας
Το στερνό μου αντίο
Και τη μάνα φιλώντας
Τη κοιτάζω να κλαίει
Μάνα μην κλαις της λέω
Μάνα μην κλαις και κλαίω
Κι όλο πάω και τρέχω
και το δάκρυ της σβήνει
για μια μόνο στιγμούλα
και μιαν άλλη μανούλα
την Ελλάδα μας έχω
που όλο κλαίει κι εκείνη
Σ΄ του βουνού τη ραχούλα
στ΄ ανθοστόλιστα πλάγια
τη γλυκιά μου μανούλα
ψάχνω να βρω την άγια
και ανεβαίνω ραχούλες χιονισμένες κορφές
ώσπου να βρω ηρώων γη
κι ηρώων μορφές
Ευαγόρας Παλληκαρίδης
ΑΘΑΝΑΤΟΣ
ΑΘΑΝΑΤΟΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου