Ένας Κύπριος εθελοντής – ποιητάρης για την πολιορκία και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων

Του Πέτρου Παπαπολυβίου


Η συμμετοχή Κυπρίων εθελοντών στους Βαλκανικούς πολέμους και ειδικότερα στο μέτωπο της Ηπείρου έχει ως κορυφαίο γεγονός τον θάνατο στο Μπιζάνι, στις 6 Δεκεμβρίου 1912 του Δημάρχου Λεμεσού Χριστόδουλου Σώζου (γενν. 1872), εθελοντή στρατιώτη του Α΄ τάγματος του Α΄  Συντάγματος της 2ας Μεραρχίας Πεζικού. Εκτός από τον Σώζο, σύμφωνα με την έρευνά μας σκοτώθηκαν στις μάχες της Ηπείρου, το 1912-1913 άλλοι εννιά Κύπριοι εθελοντές.
Το πώς βίωσαν οι Κύπριοι εθελοντές τις πρωτοφανείς για αυτούς συνθήκες του ηπειρωτικού χειμώνα και της κακουχίες της πολιορκίας του Μπιζανίου περιγράφει με τον πιο αυθεντικό και γνήσιο τρόπο η ποιητάρικη φυλλάδα με τίτλο «Η πτώσις των Ιωαννίνων» (Λευκωσία: Τυπογραφείο της «Ελευθερίας», 1913). Συντάκτης της ο εθελοντής των Βαλκανικών πολέμων Κωνσταντίνος Χαρικλέους ή Χαρικλείδης, από το Καϊμακλί Λευκωσίας (1888-1962), οικοδόμος στο επάγγελμα. Όπως αφηγείται ο ίδιος στο λαϊκό του ποίημα, υπηρέτησε στον 2ο Λόχο του 1ου Τάγματος του 18ου Συντάγματος της 6ης Μεραρχίας, και πήρε μέρος και στους δύο Βαλκανικούς πολέμους. Στη συνέχεια μετανάστευσε στη Γαλλία όπου και πέθανε το 1962. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία των Κυπρίων λαϊκών ποιητών του Κ. Γ. Γιαγκουλλή, ο Χαρικλέους δεν ήταν συστηματικός «ποιητάρης» αλλά η φυλλάδα για τους Βαλκανικούς πολέμους ήταν η μοναδική του.
Αντίτυπο της φυλλάδας του Χαρικλέους βρίσκεται στην κατοχή του Κωνσταντίνου Γ. Γιαγκουλλή, στη Λευκωσία, που ευγενικά μας παραχώρησε αντίγραφο. Αναδημοσιεύθηκε σχολιασμένο στο Πέτρος Παπαπολυβίου, Υπόδουλοι ελευθερωταί αδελφών αλυτρώτων. Πολεμικά Ημερολόγια, επιστολές και ανταποκρίσεις Κυπρίων εθελοντών από την Ήπειρο και τη Μακεδονία του 1912-1913, Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών 1999, σσ. 371-378. Εδώ παρατίθεται το εκτενές απόσπασμα, που αναφέρεται στην πολιορκία και απελευθέρωση των Ιωαννίνων, με την ευκαιρία  της συμπλήρωσης εκατό χρόνων ελληνικής ελευθερίας της ηπειρωτικής πρωτεύουσας.

(…) Η Ήπειρος εφώναξε περίλυπος, η καϋμένη
βοήθησε και λευθέρωσε μητέρα ανδρειωμένη.
Φθάνει πλέον η σκλαβιά, το βήμα των αγάδων
η γλώσσα των Αγαρηνών των παληοαλβανιτάδων.
Τρέχε μητέρα γρήγορα εμένα να προφθάσης
διότι αν αργοπορής εμένα θα με χάσης.
Στείλε τον ένδοξον, τον άγγελον εκείνον
να λευθερώση και εμέ, τον υιόν σου Κωνσταντίνον.
Κι ο Κωνσταντίνος έστρεψε το βλέμμα του κει πέρα
διά να δώση προς αυτήν ελεύθερον αέρα.
Τον γρίβαν του καβάλλησε γρήγορα να προφθάση
στα εχθρικά τα φρούρια σχέδια για να φκιάση.
Να φκιάση στρατηγήματα για να τους καταστρέψη
ή άλλως να παραδοθούν ή είδησιν να τους πέψη.
Τα φρούρια του Μπιζανιού ήσαν ωχυρωμένα
που Γερμανούς μηχανικούς ήσαν σχεδιασμένα.
Είχεν τηλεγραφοσύρματα και ακόμη τηλεφώνα
συγκοινωνούσαν με τα Γιάννενα και με τον Άγιον Νικόλα.
Ωχύρωσέν τα βρε παιδιά με τέχνην με σοφίαν
και Γερμανούς μηχανικούς πλήρωνε με τον μήνα.
Είχεν κανόνια αμέτρητα, άριθμα πολυβόλα
ήμισα με ηλεκτρισμόν και τα άλλα μεσ’ το χώμα.
Πλησίον στα κανόνιά του είχε τους βάλει άμμον
να πίπτουν οι οβίδες μας και θραύσιν να μην κάμνουν.
Τρεις μήνας κάμαμεν εκεί πολιορκίαν
μέραν και νύκτα είμεθα πρόχωμα κατοικία.
Οι Τούρκοι πάνω στο βουνό και οι Έλληνες ‘πο κάτω
έριχναν τες οβίδες των ματαίως μεσ’ τον κάμπον.
Επίθεσιν πάνω σε επίθεσιν έκαμνον οι ευζώνοι
και ήταν αδύνατον ποτέ μαζί να πάμεν όλοι.
Ο Κωνσταντίνος Βασιληάς στ’ άλογόν του καβαλλάρης
εγύριζεν τα στρατεύματα που μιαν μεριάν ως άλλην.
Εσκέφθηκεν με τεχνασμόν και με πολλήν σοφίαν
να καταστρέψη τον εχθρόν από την κοινωνίαν.
Εσκέφθη στρατηγήματα και έκαμεν νέον δρόμον
και έβγαλεν πυροβολικόν και εύρεν ευθύς τον στόχον.
Και εις τες 18 Φεβρουαρίου μήνα
εδόθη γενική επίθεσις σ’ όλα τα στρατηγεία.
Και τρεις ημέρας διήρκεσεν η επίθεσις κι η μάχη
και πλείστοι κατεστράφησαν εις την Αετορράχην.
Ο Σαπουντζάκης αρχηγός κάμνει πολιορκία
με τέσσαρα συντάγματα σ’ αυτήν την εκστρατείαν.
Συντάγματα ευζωνικά είχεν μονάχα τρία
και δεν μπορούσε ο δυστυχής να φάγη τα θηρία.
Νύκταν και μέραν έκαμνον έφοδον οι ευζώνοι
και εβαστούσαν την γραμμήν με μόνον μίαν ζώνην.
Ο Κωνσταντίνος έρχεται για να του βοηθήση
αυτήν την βάρβαρον φυλήν να την εξαφανίση.
Μαζώνει τα στρατεύματα, κάμνει πολιορκίαν
τους λέγει να παραδοθούν τους Τούρκους τα θηρία.
Παραδοθήτε λέγει τους ή άλλως θα διατάξω
παντού να βάλωσι φωτιάν όλους σας να σας κάψω.
Αυτοί δεν παρεδόθησαν αλλά αντισταθήκαν
έως τον έναν ζωντανόν στα χέρια μας πιαστήκαν.
Τρεις μήνας κάμαμεν εκεί, εκεί πολιορκίαν
βάσανα υποφέραμεν πίκρας και κακουχίας.
Ψήρα κι ελεεινότητα, γύρω περικυκλώνει
τρεις μήνας κάμαμεν εκεί εις τα βουνά, στο χιόνι.
Μωρέ παιδιά δεν τ’ ώλπιζα ποτέ εις τον Θεόν μου
ότι τας ψήρας ήθελα να πιάνω στον λαιμόν μου.
Τώρα κοιμούμαι ήσυχα στες εύμορφες αγκάλες
γιατί από μικρές εγίνησαν μεγάλες.
Και όχι εμεγάλωσαν παρά και εγεννήσαν
και κόνιδες στα ρούχα μου όλα μου τα γεμήσαν.
Δεν έχουν πλέον ξιλιμμόν ούτε λιμός ταις πιάνει
γιατί είναι τέκνα και αυτά του ηρωικού Πιζάνη.
Όταν ο ήλιος έδυνε εις την Αετορράχην
όλοι μας ξαπλωνόμεθα ως τάξιν εις την μάχην.
Τα ρούχα μας εβγάλλαμεν ταις ψήραις για να σπάμεν
και δεν μας έρχετουν στον νουν ψωμήν διά να φάμεν.
Είναι ένα άτιμον μιαρόν όπου αναγυρίζει
και λοχαγούς και δεκανείς όλους ευχαριστίζει.
Αυτάς τας εξοφλήσαμεν εις μίαν διμηνίαν
τώρα που εγεμίσαμεν μεσ’ την Μακεδονίαν.
Και τρων’ οι αφιλότιμες και χορτασμόν δεν έχουν
και από το πολύ το φαγητόν κόκκινην ράχην έχουν.
Μικρές εις το ανάστημα μεγάλες εις την φόραν
με κάμανε τον δυστυχή και ωσάν να έχω ψώραν.
Και εκεί όπου περπατώ όλο και σσιώ τους ώμους
και νευρικός νομίζομαι απ’ τους ανθρώπους όλους.
Αλλά θα έλθη και καιρός κ’ ευλογημένη μέρα
που μέσα σε ζεστόν νερόν θα πάρουμε αέρα.
Θα υπάγω εις το σπίτι μου κ’ έχω το γιατρικόν τους
όπου σε δυο μερόνυκτα θα εύρουν τον διάβολόν τους.
Το κρύον μας επότισεν και άλλου είδους πόνοι
νύκτα και μέραν στην βροχήν στην λάσπην κ’ εις το χιόνι.
Και της πατρίδος η φωνή αυτή μας δυναμώνει
θαύματα και τεχνάσματα ο Κωνσταντίνος δόνει.
Τον Τούρκον τον Αγαρηνόν απέξω στο Πιζάνι
ο στρατηλάτης έδωσε διαταγήν μεγάλη.
Να βάλωμεν παντού φωτιάν που μιαν μεριάν ως άλλην,
να κάψωμεν τους Αγαρηνούς πον πάνω στο Πιζάνι.
Τρία ημερονύκτια κτυπούσαν τα κανόνια
είδησιν στέλλουν στον Εσσάτ τα μαύρα χελιδόνια.
Τρία ημερονύκτια κτυπούνε αι οβίδες
μαύρη τρομάρα στον Εσσάτ και δόλιες παγίδες.
Σε τρεις ημέρας καίεται το απόρθητον Πιζάνη
και τότε τον Εσσάτ πασάν τρομάρα τον επιάνει.
Ο Κωνσταντίνος φώναξε εις τον Πασάν να τρέξη
να παραδώση το σπαθίν και όλους να τους σωρέξη.
Παράδοσε Εσσάτ πασά, παράδοσε την πόλιν
για να σε στείλω γρήγορα εκεί που θα πάσιν όλοι.
Παράδοσε το ξίφος σου, του λέγει ο Κωνσταντίνος
εμπρός του στέκει χαρωπός εις την στιγμήν εκείνος.
Θα φέρω αυτοκίνητον για σε, για τους πασάδες
εις την Αθήναν τον καφέ να πιης με τους αγάδες.
Και την Τετάρτην [:20-2-1912] έστειλεν διαταγήν δευτέραν
να αρχίσουν τα πυρόβολα πυρ ομαδόν ολημέρα.
Κι αρχίσαν τα πυρόβολα να πίπτουν στο Πιζάνι
και ο Εσσάτ ενόμισεν πως θα τον ετρελλάνη.
Σηκώνεται μεσάνυκτα στα Γιάννενα πηγαίνει
και βρίσκει τον Διοικητήν λέγει του τι θα γένη.
Λέγει του πλέον δεν βαστώ αντίστασιν να δώσω
θα πάρω όλον τον στρατόν να τον επαραδώσω.
Αν ξημερώση αύριον και δεν παραδοθούμεν
όλους θε να μας κάψουνε όλοι θα σκοτωθούμεν.
Και στέκει ο Διοικητής περίλυπος κυτάζει
να παραδώση τον στρατόν εύκολα δεν τεργιάζει.
Να παραδώσω φρούρια πολλά ανδρειωμένα
είναι μεγάλη προσβολή στον κόσμον δι’ εμένα.
Σαν τάκουσεν ο Διοικητής σκέπτεται τι θα κάμη
να πάγη να παραδοθή το έχει να αποθάνη.
Του λέγει εγώ δεν ημπορώ αντίστασιν να κάμω
θα πάγω να παραδοθώ δεν θέλω ν’ αποθάνω.
Κι αν είσαι άνδρας δυνατός και θες να πολεμήσης
να πας να πάρης τον στρατόν να μη τον αδικήσης.
Ως τάκουσεν ο διοικητής ετούτανε τα λόγια
αρχίσανε τα μάδια του να βγάλουν μοιρολόγια.
Γιατί δεν τώλπιζα ποτέ έτσι να καταντήσω
τα ξακουσμένα Γιάννενα ελληνικά ν’ αφήσω.
Λέγει ποτέ δεν τώλπιζα τα Γιάννενα να δώσω
και με τα χέρια μου τα δυο σπαθί να παραδώσω.
Για να πιαστώ αιχμάλωτος τώρα σ’ αυτόν τον μήνα
που έλεγα πως νικητής θα πάγω στην Αθήνα.
Ποτέ μου δεν το ήλπιζα και ο νους μου δεν το βάλλει
πως θα πιασθώ αιχμάλωτος την κοσιμιάν Φεβράρη.
Λέγει του θέλω άνθρωπον την μήνυσιν να δώσω
ως αύριον που το πρωί να του τα παραδώσω.
Μεσάνυκτα εφύγανε που του Πασά το σπίτι
και επήγαν και ειδοποίησαν εις τον Μητροπολίτην.
Και λέγουν του πως αύριον μόλις θα ξημερώση
ο διοικητής τα Γιάννενα θα σας τα παραδώση.
Να πήτε στον Διάδοχον επίθεσιν μην κάμη
και καταστρέψη τον στρατόν που είναι στο Πιζάνι.
Γιατί συνεννοήθημεν και θα παραδοθούμεν
καλήν έχομεν την αιχμαλωσιάν παρά να σκοτωθούμεν.
Να δώσετε το σύνθημα να παύσουν τα κανόνια
και θα τα παραδώσωμεν και τα δικά μας όλα.
Τρέξε το γρηγορώτερον πρίχου να ξημερώση
μην κάμη επίθεσιν ο στρατός και όλους μας ησκοτώση.
Ας πάρη ελληνικόν στρατόν και ελληνικήν σημαίαν
νάρθη να μπη στα Γιάννενα ως ξημερώση μέρα.
Και θα του παραδώσωμεν τα πράγματά μας όλα
όπλα πολεμοφόδιά μας και όλα τα πυροβόλα.
Τα απόρθητα τα Γιάννενα τώρα θα τα αφήσω
γιατί δεν έχω δύναμιν πλέον να τα κρατήσω.
Το φρούριον το τρομερόν Πιζάνη θα του δώσω
με όλα τα πυρόβολα θα του τα παραδώσω.
Θα πάρη όλον το στρατόν και το επιτελείον
και θα παραδοθώ και εγώ γιατί δεν ημπορώ να φύγω.
Αυτά τα στρατηγήματα πώχει σχεδιασμένα
δεξιά και αριστερά τα φρούρια είναι περικυκλωμένα.
Τώρα όπου και αν διαβή το κόκκινον μας φέσι
είτε από κάμπο είτε από βουνό αιχμάλωτο θα πέση.
Τρέξε Σεβασμιώτατε θα σε περικαλέσω
μην γίνη η επίθεσις και δεν μπορώ να ανθέξω.
Και φεύγει αυτοκίνητον εις ταις 2 από την χώραν
και φθάνει στου Εμίναγα επάνω σε μιαν ώραν.
Και βρίσκει τον Διάδοχον και δίδει το φιρμάνι
πως όλοι παραδίδονται οι Τούρκοι στο Πιζάνι.
Σαν τάκουσεν ο Διάδοχος αμέσως διατάσσει
να μην γίνη επίθεσις έως ότου εξετάση.
Την Πέμπτην ως ξημέρωσεν και φάνη στο Πιζάνι
πράγματι πολύ περίεργον στην κορυφήν εφάνη.
Φορούσαμεν τους γυλιούς και όλοι ητοιμασμένοι
την ξιφολόγχην είχαμεν στα όπλα μας βαρμένη.
Όλοι επεριμέναμεν πότε να ξημερώση
για να γινή επίθεσις το πράγμα να τελειώση.
Έπειτα προβαίνει ο λοχαγός, μωρέ παιδιά μας κάμνει
σημαία παραδόσεως εφάνη στο Πιζάνι.
Ευθύς τους παραλάβαμεν όλους τους αιχμαλώτους
μαζί με τα πυρόβολα που ήταν εις τους τόπους.
Και ήσαν εις τον αριθμόν σαράντα χιλιάδες
μαζί με τους αξιωματικούς και όλους τους πασάδες.
Άπειρα όπλα πείραμεν και εκατόν κανόνια
που ήσαν οχυρώματα του Πιζανιού τόσα χρόνια.
Όλα τα ξίφη μάζοξαν, το γάρ(μ)πος των πασάδων,
τα κρίματά σας βρίσκετε τους λέγει των ραγιάδων.
Μόνον εις τον Εσσάτ πασά εδώρησε το ξίφος
διότι ήσαν μαθηταί λέγει αυτός ο στίχος.
Λέγουσιν ήσαν μαθηταί μαζί στην Γερμανίαν
κι ότι από πολύν καιρόν είχανε την φιλίαν.
Ο Κωνσταντίνος φώναξε τότε σαν παλληκάρι:
λάβε το ξίφος σου Εσσάτ, λάβε αυτήν την χάριν.
Περίλαβε το ξίφος σου του λέγει ο Κωνσταντίνος
σαν άγγελος ολόχαρος εστέκετον εκείνος.
Περίλαβε το ξίφος σου και έχετο στην θήκην
κι άφες τους φόβους της καρδιάς άφες το καρδιοκτύπιν.
Μην με νομίσης ω Πασά αχάριστον εμένα
και μένα μάνα θρέψασιν πουλιά χαριτωμένα.
Δεν είμαι βάρβαρος εγώ, δεν έχω απιστίαν
έχω πατρίδα δίκαιαν και καθαράν καρδίαν.
Ρωσιανός κατάγομαι, Έλλην εις την θρησκείαν
Έλληνας εις το αίσθημα και εις την φιλοδοξίαν.
Έχω καρδιάν πάντα ανοικτήν σαν τα άγια επουράνια
πατώ την βαρβαρότητα πατώ την περιφάνειαν.
Επίτρεψέ μου στρατηγέ ολίγον να τολμήσω
ανάμεσα στους φίλους μου κάτι να ομιλήσω.
Ελευθερίαν Εσσάτ πασά εις ό,τι μου ζητήσης
ανάμεσα στους φίλους σου αν θες να ομιλήσης.
Αφού ο φίλος του Εσσάτ του έδωσεν ιδέαν
αμέσως επροσφώνησεν με όλην την ψυχραιμίαν.
Θαυμάζομεν ω στρατηγέ την τρομεράν καρδιάν σου
θαυμάζομεν ταις στρατιαίς που έχεις ψυχραιμιάν σου.
Και μου καταπατήσατε εδάφη και σημαίας
φρούρια και στρατιάς και φάνησαν γενναία.
Ζήτω τα παλληκάρια σου, ζήτω η στρατιά σου,
ζήτω γενναίε στρατηγέ τα κατορθώματά σου.
Το ποίημα τελείωσεν πρέπει μου κι ένα πράβω
διότι αγωνίστικα και εγώ στον πόλεμον επάνω.
Πρέπει να με συνδράμετε να πάρετε τραγούδια
και είναι ωφέλιμα πολλά εις τα παιδιά σας ούλα.
Ζήτω ο Βασιλέας μας, ζήτω και ο στρατός μας
ζήτω ο Βενιζέλος μας, μέγας πρωθυπουργός μας.  

Σχόλια