Η συμμετοχή της Κύπρου στον αγώνα του 1821


Η ανάμειξη Ελλήνων Κυπρίων, και ακόμη του ιδίου του τότε αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού καθώς και άλλων σημαινόντων ανδρών στο όλο ζήτημα της ελληνικής επανάστασης του 1821, χρονολογούνται πιο πριν από την εορταζόμενη ως επίσημη ημερομηνία έναρξης του αγώνα, δηλαδή την 25η Μαρτίου του 1821. Επαρκείς μαρτυρίες αποδεικνύουν ότι η Φιλική Εταιρεία, η μυστική δηλαδή οργάνωση που προετοίμασε την επανάσταση, είχε επαφές στην Κύπρο από όπου και άντλησε κάποια οικονομική και άλλη ενίσχυση, όπως εξάλλου άντλησε από πάρα πολλά μέρη στα οποία βρίσκονταν και δρούσαν διασκορπισμένοι οι Έλληνες.
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, πρώτος ο Φιλικός Δημήτριος Ίπατρος από το Μέτσοβο είχε επισκεφτεί την Κύπρο προερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη, και είχε μυστικές επαφές με τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και άλλους παράγοντες. Αποτέλεσμα της επίσκεψης και των επαφών του Ίπατρου στην Κύπρο ήταν και η εξασφάλιση της υπόσχεσης τόσο του αρχιεπισκόπου όσο και διαφόρων προκρίτων να συνδράμουν όσο και όπως μπορούσαν τον προετοιμαζόμενο αγώνα. Έπειτα από αυτό, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης εξουσιοδότησε λίγο αργότερα το δραστήριο Φιλικό Αντώνιο Πελοπίδα να ταξιδέψει στην Αίγυπτο και στην Κύπρο για να εισπράξει τις υπέρ του αγώνα εισφορές από τους Φιλικούς που διέμεναν στα μέρη αυτά. Το σχετικό έγγραφο του Υψηλάντη προς τον Πελοπίδα αναφέρει:
"...Εγχείρησα εις τον ρηθέντα κύριον Αρχιμανδρίτην Δικαίον γράμματα προς τους αδελφούς εις Αίγυπτον και προς τον άγιον Κύπρου. Παραλάβατε τα γράμματα ταύτα και κινήσατε αμέσως προς τα μέρη εκείνα, δια να φανερώσητε προς τους αγαθούς συμπατριώτας μας, ότι η εφετή ώρα της εκτελέσεως του ιερού ημών σκοπού δεν είναι μακράν, και να τους παρακινήσητε δια να καταβάλωσιν, όχι μόνον όσα έκαστος ευόρκως υπεσχέθη, αλλά και άλλα περισσότερο ακόμη δια την μεγάλην της πατρίδος ανάγκην. Επιστρέφοντες δε εκείθεν περνάτε δια της Κύπρου, όπου εγχειρίζοντες το γράμμα προς τον Αρχιερέα, τον παρακινείτε να συνεισφέρη τα της υποσχέσεώς του, τα οποία παραλαμβάνοντες αποπλέετε πάραυτα ή μόνος ή και μετά τινος ανθρώπου του Αρχιερέως δια την Παλαιάν Πάτραν της Πελοποννήσου, όπου παραδίδετε τα πάντα εις χείρας του κυρίου Ιωάννου Παππά Διαμαντοπούλου, παρά του οποίου λαμβάνετε τας αναγκαίας αποδείξεις.
Ο ζήλος και η προθυμία σας με βεβαιώνουσιν, ότι τα έργα σας θέλουσιν είσθαι ανώτερα των ελπίδων μου, δια τούτο δεν σας παροτρύνω περισσότερον, αλλά σας ασπάζομαι φιλικώς και μένω όλος.
εύνους αδελφός σας
Αλέξανδρος Υψηλάντης
Εξάλλου, σχετικά με την όλη αποστολή του Πελοπίδα στην Κύπρο, ενημερώθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, με το ακόλουθο γράμμα με ημερομηνία 8.10.1820, στις παραμονές δηλαδή της επανάστασης:
"Μακαριώτατε και φιλογενέστατε Δέσποτα, Ο φιλογενέστατος κύριος Δημήτριος Ίπατρος με εβεβαίωσε περί της γενναίας συνεισφοράς, την οποίαν η υμετέρα Μακαριότης υπεσχέθη προς αυτόν δια το Σχολείον της Πελοποννήσου. Όθεν, ως γενικός έφορος του Σχολείου τούτου, κρίνω χρέος μου απαραίτητον να ευχαριστήσω την Υμετέραν Μακαριότητα και να την ειδοποιήσω ότι η έναρξις του Σχολείου εγγίζει. Δια τούτο λοιπόν στέλλω εξεπίτηδες τον κύριον Αντώνιον Πελοπίδαν, άνδρα ενάρετον, φιλογενή και πάσης πίστεως άξιον δια να την βεβαιώσω και δια ζώσης φωνής την όσον ούπω ανέγερσιν του ιερού τούτου καταστήματος: Άς ταχύνη λοιπόν η υμετέρα Μακαριότης να εμβάση τόσον της υμετέρας Μακαριότητας τας συνεισφοράς, όσον και των λοιπών αυτού ομογενών, είτε χρηματικάς, είτε είναι ζωοτροφίας προς τον εν παλαιά Πάτρα της Πελοποννήσου κύριον Ιωάννην Παππά Διαμαντόπουλον, συντροφεύουσα αυτάς ή με άνθρωπον της επίτηδες ή με τον κομιστήν του παρόντος μου.
Ων δε εύελπις, ότι ή υμετέρα Μακαριότης θέλει φιλοτιμηθή να δείξη την συνεισφοράν αξίαν του μεγάλου ζήλου και πατριωτισμού Αυτής τε και όλου της του ποιμνίου, εξικετεύω τας μακαρίους Αυτής ευχάς και μένω με βαθύ σέβας.
της υμετέρας Μακαριότητος τέκνον ευπειθές
Αλέξανδρος Υψηλάντης
Στο πιο πάνω γράμμα του Υψηλάντη παρατηρούμε ότι από τον Κυπριανό ζητείται η "γενναία συνεισφορά" που υποσχέθηκε, "διά τό Σχολείον τής Πελοποννήσου". Σύμφωνα με το συνωμοτικό τρόπο με τον οποίο εργαζόταν η Φιλική Εταιρεία, στη διεξαγόμενη αλληλογραφία της αποφεύγονταν η οποιαδήποτε αναφορά με άμεσο τρόπο στην προετοιμαζόμενη επανάσταση. Ειδικότερα για τις χρηματικές και άλλες ενισχύσεις, συνήθως αυτές ζητούνταν με το δικαιολογητικό ότι επρόκειτο να ανεγερθεί κάποιο σχολείο, ή ότι επρόκειτο να ανεγερθεί κάποιο σχολείο, ή ότι επρόκειτο να επιδιορθωθεί κάποιο μοναστήρι, ή ότι επρόκειτο να βοηθηθεί κάποιος φίλος έμπορος που είχε οικονομικές δυσκολίες κλπ. Ο Υψηλάντης γράφει, λοιπόν, στον Κύπριο ιεράρχη με την ιδιότητά του ως "γενικού εφόρου" του σχολείου που γινόταν, ταυτόχρονα δε παρέχει την πληροφορία ότι "η έναρξις του Σχολείου εγγίζει".
Για τις υλικές συνεισφορές των Ελλήνων της Κύπρου στον αγώνα, μιλά και η παράδοση, που μεταξύ άλλων υποστηρίζει ότι ο γνωστός ήρωας της επανάστασης Κωνσταντίνος Κανάρης είχε επισκεφτεί με τα καράβια του την Κύπρο, ότι προσέγγισε το νησί, κατά διαφορετικές εκδοχές, σε τρία διαφορετικά σημεία των βορείων και βορειοανατολικών ακτών, και ότι είχε παραλάβει από εδώ τρόφιμα και άλλες προμήθειες.
Η επίσκεψη του Κανάρη στην Κύπρο δεν είναι ιστορικά αποδεδειγμένη, δε θεωρείται όμως απίθανη. Ο Ιωάννης Φιλήμων γράφει ότι ο πυρπολητής είχε έρθει στην Κύπρο (παραλιακή περιοχή της Λαπήθου) στις 19.6.1821, και αφού διαπίστωσε ότι δεν είχεν επιστή ακόμη ο δι' εξέγερσιν της Κύπρου καιρός, απήλθε λαβών τρόφιμα δια τους εν Ελλάδι αγωνιστάς. Παρόμοια γράφει και ο Γ. Κηπιάδης. Ίσως πάλι ο μεγάλος αυτός θαλασσινός ήρωας του 1821 να προσέγγισε την Κύπρο αργότερα, ο ίδιος ή καράβια του, όπως για παράδειγμα το 1827, όταν συμμετείχε (το Μάη -Ιούνη) στην υπό τον Κόχραν επιχείρηση πυρπόλησης του αιγυπτιακού στόλου στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας.
Στην επιστροφή από την ανεπιτυχή αυτή ναυτική εκστρατεία δεν είναι απίθανο ελληνικά καράβια να προσέγγισαν τις ακτές της Κύπρου για ανεφοδιασμό, αφού ο στόλος είχε μεγάλη έλλειψη τροφίμων και νερού, σύμφωνα με την αναφορά του Κόχραν στις 7.6.1827. Μπορεί ακόμη η θρυλούμενη επίσκεψη του Κανάρη να πραγματοποιήθηκε πιο πριν, μεταξύ 1822 και 1823, οπότε πολλές φορές ελληνικά καράβια βρέθηκαν στη θαλάσσια περιοχή της Κύπρου σύμφωνα με διάφορες προξενικές αναφορές. Για παράδειγμα, στις 8.7.1823 ο πρόξενος της Γαλλίας στην Κύπρο Mechain αναφέρει ότι 12 ελληνικά πλοία από τα ψαρά (πατρίδα του Κανάρη) είχαν έρθει στην Κύπρο για προμήθειες.
Σε άλλο έγγραφό του, της 9.10.1822, ο ίδιος πρόξενος αναφέρει ότι ο (Τούρκος) κυβερνήτης της Κύπρου έχει την υποψία ότι τα ελληνικά πλοία που βρίσκονταν στα κυπριακά νερά, είχαν φορτώσει πολλές προμήθειες από την Κύπρο. Ο ίδιος πρόξενος πάλι, σε έγγραφό του ημερομηνίας 8.3.1822, αναφέρει ότι η άφιξη ελληνικών πλοίων στην Κύπρο επαύξησε το φανατισμό και την ανησυχία των Τούρκων που, όπως φοβόταν, θα έπαιρναν μέτρα κατά των φτωχών Κυπρίων.
Κατά την παράδοση των μεγάλων οικογενειών της Λαπήθου και του Καραβά, που μετείχαν στο κίνημα, ο Κανάρης έμεινε μερικές νύκτες στην οικία του προκρίτου Πασπάλλα στην Αγία Παρασκευή Λαπήθου. Η εξαιρετική αυτή οικία με οικόσημα σωζόταν μέχρι την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974. Κατά την παράδοση του Καραβά, ο Κανάρης πήγε και στον Καραβά κρυπτόμενος και βοηθούμενος από τις μεγάλες οικογένειες του χωριού. Στους χωρικούς παρέδωσε όπλα και πήρε από αυτούς τρόφιμα και χρήματα μέσα σε νεκροκρέβατα, σε εικονικές κηδείες.
Οι μαρτυρούμενες επανειλημμένες τροφοδοσίες των ελληνικών πλοίων στην Κύπρο, που γίνονταν πρόθυμα και παρά τους μεγάλους κινδύνους που αντιμετώπιζαν οι Κύπριοι χωρικοί που φρόντιζαν για τη συγκέντρωση των προμηθειών, καθώς και οι διάφορες επαφές των Κυπρίων ιεραρχών και προκρίτων με τους Έλληνες επαναστάτες δεν ήταν οι μοναδικές κυπριακές αναμείξεις στον αγώνα. Η κυριότερη κυπριακή συμβολή στην ελληνική επανάσταση στάθηκε η μετάβαση πολλών Ελλήνων Κυπρίων στην αγωνιζόμενη Ελλάδα, όπου και εντάχθηκαν στα διάφορα στρατιωτικά σώματα και πολέμησαν σε διάφορα μέτωπα υπό τις διαταγές γνωστών οπλαρχηγών.
Η προγενέστερη της επανάστασης δραστηριότητα μελών της Φιλικής Εταιρείας στην Κύπρο, δεν αποσκοπούσε μόνο στην εξασφάλιση οικονομικής ενίσχυσης από το νησί για τον αγώνα. Φαίνεται ότι είχε καταβληθεί προσπάθεια η επανάσταση να κηρυχτεί και στην Κύπρο, ταυτόχρονα με την έναρξή της στην υπόλοιπη ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα, για το λόγο αυτό δε έγιναν και εδώ μυήσεις. Για τον ίδιο σκοπό και άλλα μέλη της Φιλικής Εταιρείας επισκέφτηκαν την Κύπρο, ενώ στάλθηκε κρυφά και διανεμήθηκε και διαφωτιστικό υλικό. Η υπόγεια κρύπτη στο κτίριο του Παγκυπρίου Γυμνασίου στη Λευκωσία, απέναντι από το κτίριο της αρχιεπισκοπής, πιστεύεται ότι είχε χρησιμοποιηθεί για την απόκρυψη Φιλικών. Τελικά όμως η Κύπρος δεν μπόρεσε να ακολουθήσει την επανάσταση, εξαιτίας:
  • Της απροθυμίας των ηγετών και των αρχόντων να ξεσηκωθούν και υποστηρίξουν το κίνημα
  • Της σχετικής έλλειψης όπλων και λοιπού πολεμικού υλικού
  • Των πολλαπλών δυσχερειών που πήγαζαν εξαιτίας της μεγάλης απόστασης της Κύπρου από τις εστίες της επανάστασης.
Αφού λοιπόν η Κύπρος δεν μπόρεσε να εξεγερθεί, αν και μικρής κλίμακας προσπάθειες μαρτυρούνται, κυρίως στην Πάφο, πολλοί Έλληνες του νησιού έφυγαν για την Ελλάδα προκειμένου να υπηρετήσουν εκεί όπου διεξαγόταν ο αγώνας. Αρκετοί από αυτούς έπεσαν μαχόμενοι ή τραυματίστηκαν, οι περισσότεροι δε από όσους επέζησαν παρέμειναν στην ελευθερωμένη πια Ελλάδα όπου δημιούργησαν οικογένειες. Σώζονται πολλά πιστοποιητικά Κυπρίων αγωνιστών της επανάστασης, συνήθως πιστοποιητικά που εξασφάλισαν αργότερα από τους οπλαρχηγούς τους και τα υπέβαλαν οι ίδιοι ή οι οικογένειές τους στην κυβέρνηση προκειμένου να εξασφαλίσουν από αυτή οικονομική βοήθεια, επειδή δυστυχούσαν. Άλλοι πάλι επέστρεψαν στην Κύπρο μετά το τέλος του αγώνα, όπου έζησαν ήσυχα στα χωριά τους μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Είναι δύσκολο να αναφερθεί με ακρίβεια ο αριθμός των Κυπρίων εθελοντών που πολέμησαν τότε στην Ελλάδα. Ο Λοϊζος Φιλίππου, στο σύγγραμμά του Κύπριοι Αγωνισταί (Λευκωσία, 1953), κατονομάζει 56 από αυτούς με βάση αρχειακό υλικό που είχε συγκεντρώσει. Οπωσδήποτε όμως ήταν πολύ περισσότεροι και θα πρέπει να αριθμούσαν μερικές εκατοντάδες. Δεν πήγαν όλοι στην Ελλάδα από την αρχή του αγώνα, αλλά σταδιακά.
Οι Κύπριοι αγωνιστές εντάχθηκαν σε διάφορα στρατιωτικά σώματα. Είχε όμως δημιουργηθεί και λόχος Κυπρίων, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι υπήρχε και ξεχωριστή πολεμική σημαία που σώθηκε και φυλάσσεται στο Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο στην Αθήνα. Το πολεμικό αυτό λάβαρο είναι λευκό, με γαλανό μεγάλο σταυρό στη μέση. Στο πάνω μέρος υπάρχει γραμμένη η ένδειξη: ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΗΚΙ ΠΑΤΡΗΣ ΚΥΠΡΟΥ. Το λάβαρο των Κυπρίων ήταν στερεωμένο σε ξύλινο ιστό που έφερε στο πάνω μέρος του σταυρό σιδερένιο που κατέληγε σε λόγχη, έτσι που ο σημαιοφόρος μπορούσε να το χρησιμοποιήσει και ως όπλο.
Ενδεικτικός της συμμετοχής των Κυπρίων εθελοντών στην ελληνική επανάσταση και οπωσδήποτε όχι πλήρης αλλά δειγματοληπτικός, είναι ο ακόλουθος κατάλογος με βάση ιστορικές πηγές και έγγραφα:
  • Μιχαήλ Κυπραίος: Πολέμησε υπό τις διαταγές του Μακρυγιάννη και έπεσε μαχόμενος. Τον αναφέρει ο αρχηγός του στα Απομνημονεύματά του
  • Χριστόδουλος Δημητρίου (Κυπραίος): Πολέμησε από την αρχή της επανάστασης. Πληγώθηκε στη μάχη του Άργους. Κάτοχος αργυρού και χάλκινου αριστείου του αγώνα
  • Ιωσήφ (Γιοσήφης) Κυπραίος: Πολέμησε από την αρχή της επανάστασης. Κάτοχος βεβαιώσεων διαφόρων οπλαρχηγών
  • Γεώργιος Κυπραίος (Καλαντζής): Πολέμησε από την αρχή της επανάστασης υπό τον Υψηλάντη, μεταξύ δε άλλων, πήρε μέρος στις μάχες της Τρίπολης, των Αθηνών, της Ναυπάκτου, όπως και στη Χίο για 6 μήνες μέχρι την καταστροφή της. Ήταν υπαξιωματικός. Κάτοχος βεβαιώσεων
  • Αντώνιος Χατζηχρίστου Κυπραίος: Υπηρέτησε από την αρχή του αγώνα, υπό το Νικηταρά, το Χατζηχρίστο κ.ά. Πήρε μέρος στις μάχες της Τρίπολης, των Αθηνών, του Νεοκάστρου της Ναυπάκτου κ.ά
  • Αδάμ Μάρκου Κύπριος: Υπηρέτησε από το 1822, μέχρι το τέλος του αγώνα, υπό το Νικόλα Κριεζώτη και αργότερα στις τάξεις του κανονικού (τακτικού) στρατού. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες, μεταξύ αυτών και στην περίφημη μάχη στα Δερβενάκια. Στη Ναύπακτο πληγώθηκε
  • Γεώργιος Μάρκου Κυπραίος: Αδελφός του προηγούμενου. Υπηρέτησε από την αρχή του αγώνα και σκοτώθηκε στη μάχη της Καρυστίας (Μάρτης του 1826) μετέχοντας στην εκστρατεία του Φαβιέρου
  • Κωνσταντίνος Κυπριώτης: Αναφέρεται και ως Ψαριανός. Υπηρέτησε ως ναυτικός, στο πυρπολικό του Κωνσταντίνου Κανάρη. Όπως αναφέρει σε έγγραφό του ο Κανάρης, σκοτώθηκε πέφτοντας από το πλοίο, κατά τη διάρκεια ναυτικών επιχειρήσεων
  • Γεώργιος Κυπριώτης: Γιος του προηγούμενου. Υπηρέτησε ως ναυτικός στο πυρπολικό του Κωνσταντίνου Κανάρη. Σε μια ναυμαχία έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε
  • Θεόδωρος lωάννου Κύπριος: Ήταν αξιωματικός και υπηρέτησε υπό το Χατζηχρίστο, το Νικηταρά, το Μακρυγιάννη κ.ά., από τους οποίους πήρε σχετικά πιστοποιητικά
  • Παντελής Γεωργίου Ορφανός: Υπηρέτησε υπό το Νικηταρά, το Χατζηχρίστο και άλλους οπλαρχηγούς, από τους οποίους πήρε σχετικά πιστοποιητικά. Ήταν αξιωματικός, πήρε μέρος σε πολλές μάχες και πληγώθηκε. Μεταξύ άλλων, πολέμησε στο Μεσολόγγι, στην Κρήτη, στα Δερβενάκια κ.ά.
  • Γεώργιος Φιλίππου: Υπηρέτησε υπό το Χατζηχρίστο, το Λόντο και άλλους οπλαρχηγούς ως πενήνταρχος, από το 1822. Υπηρέτησε και υπό τον Καραϊσκάκη στην Αθήνα
  • Σταύρος Αντωνίου Κύπριος: Υπηρέτησε από το 1822 μέχρι το 1828 υπό το Χατζηχρίστο. Αργότερα κατατάχτηκε στη χωροφυλακή. Σε μερικά πιστοποιητικά αναγράφεται με το επώνυμο Χατζηαντωνίου
  • Βασίλειος Ανδρέου: Σώζεται πιστοποιητικό απονομής σε αυτόν, για τη συμμετοχή του στον αγώνα, του Σιδηρού παρασήμου από το βασιλιά Όθωνα
  • Πασχάλης Μιχαήλ Κύπριος: Υπηρέτησε από το 1826 μέχρι το 1828 ως στρατιώτης, και από το 1828 ως πυροβολητής. Αργότερα κατατάχτηκε στη χωροφυλακή
  • Ιωάννης Μιχαήλ: Πολέμησε κυρίως στη Σάμο, όπου και πληγώθηκε σοβαρά στο δεξιό πόδι. Κατατάχτηκε από το 1821
  • Μιχαήλ Αντωνίου Κύπριος: Υπηρέτησε από το 1828, ως υπαξιωματικός. Πολέμησε στη Ναύπακτο
  • Παύλος lωάννου Τουφεξής (Κύπριος): Υπηρέτησε ως υπαξιωματικός και πήρε μέρος στις μάχες της Στερεάς, των Αθηνών, στα Δερβενάκια κ.α. Φέρει πιστοποιητικά υπογραμμένα από το Μακρυγιάννη και άλλους οπλαρχηγούς
  • Αντώνιος Θωμά Ρούσος ή Ρώσσος: Υπηρέτησε καθ' όλη τη διάρκεια του αγώνα και του απονεμήθηκε από τον Όθωνα το Χαλκούν Αριστείον (18/30.9.1835)
  • Ιωάννης Δημητρίου (Κυπραίος): Υπηρέτησε ως υπαξιωματικός του ιππικού και τραυματίστηκε
  • Χαράλαμπος Μάλης: Υπηρέτησε από την έναρξη του αγώνα και είχε σημαντική όσο και ποικίλη δραστηριότητα, που περιλάμβανε και ενέργειες για απελευθέρωση της Κύπρου. Αναμείχτηκε στον αγώνα και πιο πριν, κατά το στάδιο της προπαρασκευής του. Τιμήθηκε με το Αργυρούν Αριστείον. Υπηρέτησε, μεταξύ άλλων και από τις θέσεις του γενικού γραμματέα των υπουργείων Θρησκείας και Δικαιοσύνης
  • Θεοχάρης Αβραάμ: Υπηρέτησε από την αρχή του αγώνα υπό τον Υψηλάντη, το Μακρυγιάννη και άλλους αρχηγούς. Πήρε προαγωγή σε λοχία του ιππικού και πήρε μέρος σε πολλές μάχες
  • Νικόλαος Χατζησάββας: Υπηρέτησε ως δεκανέας
  • Ιωάννης Κύπριος: Υπηρέτησε καθ' όλη τη διάρκεια του αγώνα, υπό το Μακρυγιάννη, το Νικηταρά κ.ά. Πολέμησε στα Δερβενάκια, στο Ναύπλιο, στην Αθήνα και αλλού. Επίσης υπηρέτησε και στο ναυτικό ως πυροβολητής. Κάτοχος σχετικών πιστοποιητικών.
  • Αγγελής Μιχαήλ Κυπραίος (ή Κύπριος): Υπηρέτησε ως λοχίας και πήρε μέρος σε πολλές μάχες υπό τον Υψηλάντη, το Φαβιέρο, τον καπετάν Γιώργη Κύπριο, το Χατζηχρίστο, το Μακρυγιάννη, τον Κίτσο Τζαβέλα και άλλους οπλαρχηγούς. Αργότερα πήρε τον τίτλο του αξιωματικού. Διατέλεσε αιχμάλωτος του Ιμπραήμ για 9 μήνες. Κάτοχος πιστοποιητικών
  • Δημήτριος Αντωνίου Κύπριος: Υπηρέτησε από την αρχή του αγώνα και πήρε το βαθμό του δεκανέα.
  • Ιωάννης Γεωργίου Κύπριος: Υπηρέτησε από την αρχή του αγώνα και προβιβάστηκε μέχρι το βαθμό του υποχιλιάρχου. Πληγώθηκε στο Φάληρο (όπου σκοτώθηκε ο Καραϊσκάκης) και στα Δερβενάκια υπό τον Κολοκοτρώνη κατά του Δράμαλη. Πήρε μέρος και σε πολλές άλλες όσο και σημαντικές μάχες. Μεταξύ των πιστοποιητικών του είναι και ένα υπογραμμένο από το Γενναίο Κολοκοτρώνη, που βεβαιώνει ότι ο καπετάν Ιωάννης Γ. Κύπριος υπηρέτησε υπό το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη μεταξύ 1822 και 1824. Πιο πριν, κατά το 1821, υπηρέτησε ως ναυτικός υπό τον καπετάν Αποστόλη
  • Ιωάννης Κύπριος: Εντάχθηκε στον αγώνα από την έναρξή του, αφού κατέλαβε τουρκοαιγυπτιακό πλοίο στο οποίο εργαζόταν και το οδήγησε στην Ύδρα. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες, υπό τους Κολοκοτρωναίους, το Νικηταρά κ.ά. Μεταξύ άλλων, πήρε μέρος και στις μάχες κατά του Δράμαλη, καθώς και στο Μεσολόγγι. Πήρε μέρος στον αγώνα και στη ξηρά και στη θάλασσα, ως κυβερνήτης πολεμικού καραβιού. Είναι γνωστός και ως καπετάν Γιάννης Κυπριώτης
  • Χρίστος Μιχαήλου (Κύπριος): Υπηρέτησε από την αρχή του αγώνα υπό τους Νικηταρά, Κριεζώτη, Καραϊσκάκη, Υψηλάντη, Κολοκοτρώνη και άλλους αρχηγούς, ως αξιωματικός. Πήρε μέρος σε πολλές σημαντικές μάχες και εκστρατείες. Κάτοχος σχετικών πιστοποιητικών
  • Κωνσταντίνος Ν. Κυπριώτης: Ήταν δάσκαλος στην Τριέστη, απόπου πήγε στην Ελλάδα το 1826 και πολέμησε υπό διάφορους οπλαρχηγούς. Κάτοχος σχετικών πιστοποιητικών
  • Χριστόδουλος Βασιλειάδης: Πήρε μέρος στον αγώνα από την έναρξή του υπό το Μαυρομιχάλη, τον Παλαίστρα και άλλους αρχηγούς. Αργότερα ακολούθησε το επάγγελμα του δασκάλου
  • Νικόλαος Παπαϊωάννου: Υπηρέτησε από την αρχή του αγώνα ως μπουλουκτζής (αξιωματικός) υπό διαφόρους οπλαρχηγούς
  • Αντώνιος Πουλή Κύπριος: Υπηρέτησε στον τακτικό κυρίως στρατό, με το βαθμό του λοχία, από το 1825
  • Μιχαήλ Μάρκου: Πήγε στην Ελλάδα από την Κύπρο και υπηρέτησε καθ' όλη τη διάρκεια του αγώνα. Πήρε μέρος σε πολλές όσο και σημαντικές μάχες, υπό το Νικηταρά και άλλους οπλαρχηγούς. Ήταν αξιωματικός
  • Πέτρος Γεωργίου Μαλλιαρός. Υπηρέτησε από το 1821 μέχρι το 1828, υπό το Μακρυγιάννη και άλλους οπλαρχηγούς. Πολέμησε στους Μύλους, στην Κρήτη και αλλού
  • Αντώνιος Ιακώβου Λοϊζος: Πήγε στην Ελλάδα σε ηλικία 20 χρόνων και υπηρέτησε ως στρατιώτης υπό το Φαβιέρο. Πληγώθηκε κατά την πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών. Ήταν πατέρας του Σώζου Αντωνίου που πολέμησε ως εθελοντής στην Κρήτη το 1866, και παππούς του δημάρχου Λεμεσού Χριστοδούλου Σώζου που αγωνίστηκε στους Βαλκανικούς πολέμους και σκοτώθηκε στο Μπιζάνι στις 6.10.1912
  • Κυπριανός Γεωργιάδης: Πήγε στην Ελλάδα το 1827 και υπηρέτησε ως στρατιωτικός
  • Χαράλαμπος Γ. Φράγκος: Στην Ελλάδα πήγε το 1827 όπου και υπηρέτησε ως στρατιωτικός μέχρι το 1833
  • Φραγκίσκος Αντωνίου: Υπηρέτησε στον αγώνα από το 1828
  • (Χατζη) Χαράλαμπος Γ. Φράγκος: Πήγε στην Ελλάδα το 1827 και υπηρέτησε ως στρατιώτης για 6 χρόνια
  • Φυλακτής Ιωάννου: Πήγε στην Ελλάδα το 1826 και υπηρέτησε για 6 χρόνια, κυρίως ως πυροβολητής υπό το Φαβιέρο
  • Χρίστος Παπανικολάου Λιβαδίτης: Πήγε στην Ελλάδα το 1819. Από το 1821 υπηρέτησε στον αγώνα ως ναυτικός, μέχρι το 1831
  • Θεοχάρης Τρίψιμος: Υπηρέτησε σε μονάδα ευζώνων
  • Λοϊζος Παπαχρίστου: Πήγε στην Ελλάδα γύρω στο 1826 και πήρε μέρος σε διάφορες μάχες. Κάτοχος Αριστείου
  • Κυριάκος Χρίστου: Πήγε στην Ελλάδα το 1825 και υπηρέτησε στο στρατό για 11 χρόνια
  • Μάρκος Ιερώνυμος: Στην Ελλάδα πήγε το 1824 και υπηρέτησε στο ναυτικό μέχρι το τέλος του αγώνα
  • Γεώργιος Δ. Οικονομίδης: Πήγε στην Ελλάδα το 1821. Υπηρέτησε αρχικά ως αξιωματικός και αργότερα κατέλαβε διάφορα πολιτικά αξιώματα, όπως νομάρχης. Αγωνίστηκε υπό τους Υψηλάντη και Κολοκοτρώνη, συντηρώντας ο ίδιος και 12 άνδρες
  • Γιάννης Πασαπόρτης: Πολέμησε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, κυρίως δε στο Μεσολόγγι καθ' όλη τη διάρκεια της πολιορκίας του. Πήρε μέρος στην έξοδο του Μεσολογγίου και επέζησε
  • (Χατζη) Χριστόδουλος Μακρής: Σε νεαρή ηλικία πήγε στην Ελλάδα όπου υπηρέτησε ως στρατιώτης
  • (Χατζη) Χριστόδουλος Κοκκινόφτος: Υπηρέτησε κυρίως στο Μεσολόγγι, κατά τη μακρά πολιορκία του. Πήρε μέρος στην έξοδο και επέζησε
  • Θεοχάρης Χατζηλία Λαπαθιώτης: Μετά την εκτέλεση του πατέρα του από τους Τούρκους τον Ιούλη του 1821, κατέφυγε στο γαλλικό προξενείο της Λάρνακας με την οικογένειά του και διέφυγε στην Ελλάδα. Υπηρέτησε στον αγώνα, αργότερα δε υπηρέτησε ως υπασπιστής του βασιλιά Όθωνα
  • Καπετάν Γιώργης Κύπριος: Από τους πιο γνωστούς Κυπρίους αγωνιστές. Πήρε μέρος στις περισσότερες μάχες και εκστρατείες, από την αρχή μέχρι το τέλος του αγώνα και ανέβηκε μέχρι και το βαθμό του χιλιάρχου
  • Φιλόθεος Δημητσάνης: Επίσκοπος Δημητσάνης. Μυήθηκε από νωρίς στη Φιλική Εταιρεία και στη συνέχεια ο ίδιος μύησε μαζικά ολόκληρο τον πληθυσμό της Δημητσάνης, πράγμα μοναδικό στην ιστορία της επανάστασης. Πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στον αγώνα. Πιάστηκε από τους Τούρκους το 1821 και πέθανε από κακουχίες αλυσοδεμένος στην Τριπολιτσά (Τρίπολη) το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου
  • Δημήτριος Οικονομίδης: Αδελφός του προηγούμενου. Υπηρέτησε από την αρχή του αγώνα. Μεταξύ άλλων, αναμείχτηκε και σε προσπάθειες για εκστρατεία και απελευθέρωση της Κύπρου
  • Κυπριανός Θησεύς: Συγγενής του εθνομάρτυρα αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού. Πήγε στην Ελλάδα το 1821 και υπηρέτησε στον αγώνα. Αναμείχτηκε και σε προσπάθειες για μυστική εκστρατεία με σκοπό την απελευθέρωση της Κύπρου
  • Νικόλαος Θησεύς: Αδελφός του προηγούμενου. Υπηρέτησε στον αγώνα ως αξιωματικός. Ανέπτυξε πλουσιότατη αγωνιστική δραστηριότητα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, ηγήθηκε της (αποτυχημένης) εξέγερσης του 1833
  • Θεόφιλος (Θεοφύλακτος) Θησεύς: Αρχιμανδρίτης, αδελφός των δύο προηγουμένων. Μέλος της Φιλικής Εταιρείας, με πλούσια αγωνιστική δραστηριότητα
  • Κυπρίδημος Γεωργιάδης: Υπηρέτησε στον αγώνα από την έναρξή του και ανέπτυξε πλούσια αγωνιστική δραστηριότητα. Αναμείχτηκε και στην προσπάθεια για μυστική εκστρατεία και απελευθέρωση της Κύπρου. Διορίστηκε μέλος του τριμελούς Στρατιωτικού Συνεδρίου, αξίωμα σημαντικότατο
  • Ιωάννης Φραγκούδης. Γιος του εμπόρου και προξένου Δημήτρη Φραγκούδη. Υπηρέτησε από το 1821 ως ναυτικός, σε πολεμικά καράβια και πήρε μέρος σε πολλές συγκρούσεις και ναυμαχίες. Σώθηκε το πολεμικό ημερολόγιο του πλοίου "Ηρακλής" το οποίο κρατούσε ο Φραγκούδης και που βρίσκεται στο Εθνολογικό Μουσείο στην Αθήνα
  • Κυπριανός Βικέντιος: Γνωστός κυρίως από τις προσπάθειές του στο Ναύπλιο για την οργάνωση μυστικής εκστρατείας με σκοπό την απελευθέρωση της Κύπρου
  • Ιωάννης Σταυρινός: Υπηρέτησε υπό τον Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια και αλλού. Σώζονται τα άρματά του. Ήταν αξιωματικός.
Στον κατάλογο αυτό μπορούν να προστεθούν και τα ονόματα άλλων 19 Κυπρίων εθελοντών, που είναι γνωστοί από σωζόμενα έγγραφα, ως καταταγέντες στη γνωστή Ιώνιον Φάλαγγα. Όλοι αναφέρονται με το εθνικό επίθετο Κυπραίος, και είναι:
  • Μιχάλης Κυπραίος
  • Κωνσταντής Κυπραίος
  • Γεώργιος Κυπραίος
  • Σταύρος Κυπραιός
  • Κυριάκος Κυπραίος
  • Γαβριήλ Κυπραίος
  • Ελευθέριος Κυπραίος
  • Αβράμης Κυπραίος
  • Κυριάκος Κυπραίος
  • Σάββας Κυπραίος
  • Χατζη Αυγουστής Κυπραίος
  • Δημήτριος Κυπραίος
  • Φίλιππας Κυπραίος
  • Κυριάκος Κυπραίος
  • Χατζη Πέτρος Κυπραίος
  • Βασίλειος Κυπραίος
  • Γιακουμής Κυπραίος
  • Παρασκευάς Κυπραίος
  • Χριστοφής Κυπραίος
Ο κατάλογος των μελών της Ιωνίου Φάλαγγας που σώζεται είναι του 1828. Πιστεύεται ότι στις τάξεις της θα πρέπει να είχαν υπηρετήσει και αρκετοί άλλοι Κύπριοι εθελοντές, από τον Ιούνη του 1826 οπότε συγκροτήθηκε η Φάλαγγα στο Ναύπλιο. Αξίζει να αναφερθεί ότι στο Ναύπλιο, όπως και σε νησιά του Αιγαίου και άλλα μέρη, είχαν καταφύγει πολλοί Έλληνες της Κύπρου μετά τις εκτεταμένες σφαγές του Ιούλη του 1821, και αρκετοί από αυτούς είχαν καταταγεί.
Έτσι, ο πιο πάνω κατάλογος των 80 Ελλήνων Κυπρίων αγωνιστών της ελληνικής επανάστασης δεν είναι πλήρης. Αρκετών άλλων - των περισσότερων - τα ονόματα μένουν άγνωστα. Έτσι, κοντά στους πιο πάνω, και ίσως και άλλους, επώνυμους αγωνιστές, θα πρέπει ασφαλώς να μνημονευτεί και το πλήθος των ανωνύμων εκείνων ανδρών που είτε έπεσαν μαχόμενοι, είτε επέστρεψαν αργότερα στην ιδιαίτερή τους πατρίδα όπου έζησαν και πέθαναν αφανείς. Γιατί βέβαια όσοι επέστρεψαν στην Κύπρο μετά τη λήξη του αγώνα, συνήθως απέφευγαν να διαλαλήσουν τη συμμετοχή τους σε αυτόν, και αντίθετα την αποσιωπούσαν για να μην υποστούν την εκδίκηση των Τούρκων. Για ελάχιστους μόνο από αυτούς είναι γνωστή η δράση τους στον αγώνα. Έτσι, από τους 80 του πιο πάνω καταλόγου, οι περισσότεροι είχαν παραμείνει στην ελευθερωμένη πια Ελλάδα μέχρι το τέλος της ζωής τους. Κατά το 1833 πάντως, οι Κύπριοι αγωνιστές που επέστρεψαν από την Ελλάδα συνέβαλαν ουσιαστικά στην πρόκληση του κινήματος κατά των Τούρκων με τα φλογερά κηρύγματα τους για ελευθερία.
Ωστόσο ο πιο πάνω κατάλογος είναι ενδεικτικός της συμμετοχής και συνεισφοράς των Κυπρίων στην ελληνική επανάσταση: δείχνει ότι αρκετοί Κύπριοι πήραν μέρος στις πιο αποφασιστικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, ότι πολέμησαν και στη στεριά και στη θάλασσα, ότι αγωνίστηκαν σε όλα τα πεδία, υπό τις διαταγές των μεγαλυτέρων ηρώων του 1821, ότι μετείχαν και ως απλοί στρατιώτες και ως υπαξιωματικοί και ως αξιωματικοί, ότι, τέλος διακρίθηκαν και τιμήθηκαν με αριστεία ανδρείας και παράσημα ή έπεσαν μαχόμενοι ή τραυματίστηκαν. Αξίζει ακόμη να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς ήταν άνθρωποι αγράμματοι, και μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας έζησαν εκεί την υπόλοιπη ζωή τους δυστυχούντες στη βιοπάλη. Και ακριβώς ο αγώνας για επιβίωση τους έσπρωξε (τους ίδιους ή τις οικογένειές τους μετά το θάνατό τους) να ζητήσουν από τους οπλαρχηγούς τους πιστοποιητικά για τη συμμετοχή τους στον αγώνα. Τα πιστοποιητικά αυτά υποβλήθηκαν στις αρμόδιες κυβερνητικές υπηρεσίες και συνόδευαν αιτήσεις για παροχή κάποιου βοηθήματος ή μιας πενιχρής σύνταξης και εξαιτίας αυτών ακριβώς των αιτήσεων είναι σε μας σήμερα γνωστοί.
Οι επιπτώσεις του αγώνα για την Κύπρο
Όπως έχει ήδη λεχθεί πιο πάνω, η Κύπρος δεν μπόρεσε να ακολουθήσει την εξέγερση του υπόλοιπου Ελληνισμού και αρνήθηκε να επαναστατήσει. Ωστόσο αναφέρεται ότι είχαν γίνει κάποιες προσπάθειες για κίνημα απελευθέρωσης του νησιού, κυρίως στην επαρχία Πάφου όπου δρούσε ο επίσκοπος Χρύσανθος. Για την εκτέλεση του Χρυσάνθου, το σουλτανικό αιτιολογικό αναφέρει ότι αυτός είχε οδηγήσει το λαό σε επανάσταση. Μια μαρτυρία αναφέρει ότι στην Πάφο συγκεντρώθηκαν 300 περίπου νέοι, υπό την ηγεσία κάποιου Πέτρου, που οπλίστηκαν και δοκίμασαν να βαδίσουν κατά της Λευκωσίας, όμως αντιμετωπίστηκαν από δύναμη γενιτσάρων και εξουδετερώθηκαν κοντά στην πρωτεύουσα.
Γίνεται επίσης λόγος και για άφιξη στην Κύπρο γύρω στους 100 Αλβανούς φουστανελοφόρους που, κατά το Ν.Γ. Κυριαζή (Κυπριακά Χρονικά, VII, σ.57) είχαν αποβιβαστεί στην Πύλα για να συνδράμουν την εξέγερση των Κυπρίων, η οποία τελικά δεν πραγματοποιήθηκε: Είναι αποδεκτό ότι η Φιλική Εταιρεία που φρόντισε να αποκτήσει επαφές με τον αρχιεπίσκοπο και άλλους παράγοντες στην Κύπρο, δεν το είχε πράξει απλά και μόνο για να ζητήσει οικονομική ενίσχυση και εφόδια από το νησί, αλλά κυρίως με την ελπίδα ότι ο ξεσηκωμός θα ήταν καθολικός και θα ξεσήκωνε κάθε γωνιά του ελληνικού χώρου, περιλαμβανομένης της Κύπρου. Εξάλλου, η αποστολή στην Κύπρο και η διανομή στο νησί επαναστατικών προκηρύξεων, σε συνδυασμό με τη μύηση στην Εταιρεία και πολλών νέων ανδρών, ήταν ενέργειες που στόχευαν ακριβώς στην υποκίνηση εξέγερσης.
Δεν είναι γνωστές στις λεπτομέρειές τους οι συζητήσεις που έγιναν στην Κύπρο μεταξύ των ηγετών του νησιού και των απεσταλμένων της Φιλικής Εταιρείας. Φαίνεται όμως ότι η κυπριακή ηγεσία είχε φανεί απρόθυμη να συμμετάσχει στην επανάσταση με το να την επεκτείνει και στην Κύπρο, αν και ο Ελληνισμός του νησιού είχε όλη τη διάθεση για να σηκώσει τα μεγάλα βάρη του απελευθερωτικού αγώνα. Ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και μερικοί άλλοι ιεράρχες, καθώς και οι (περισσότεροι τουλάχιστον) πρόκριτοι, αν και είχαν υποσχεθεί στους Φιλικούς οικονομική βοήθεια, πίστευαν ότι η εξέγερση κατά των Τούρκων θα είχε καταστρεπτικές συνέπειες. Έτσι, στο θέμα παροχής οικονομικής βοήθειας προχώρησαν σε κάποιες ενέργειες με πολύ μεγάλη προσοχή, ενώ ταυτόχρονα αποθάρρυναν το σηκωμό του δυναστευόμενου λαού.
Χαρακτηριστική είναι η έκδοση εγκυκλίου από τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, με την οποία ο ηγέτης της Κυπριακής Εκκλησίας συμβούλευε και καλούσε τους Έλληνες του νησιού να παραμείνουν ήρεμοι και αδρανείς. Η αρχιεπισκοπική αυτή εγκύκλιος κυκλοφόρησε στις 16.5.1821 και θυμίζει ανάλογη ενέργεια του πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Γρηγορίου Ε', ο οποίος επίσης είχε καλέσει τους Έλληνες να αποφύγουν να σηκώσουν τα άρματα κατά της εξουσίας του σουλτάνου. Πέρα από την εγκύκλιό του, ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός είχε δώσει και διαβεβαιώσεις στον κυβερνήτη της Κύπρου Κουτσιούκ Μεχμέτγια τη "νομιμοφροσύνη" των Ελλήνων Κυπρίων είναι όμως άγνωστο αν οι διαβεβαιώσεις του αυτές ήταν ειλικρινείς ή σκόπευαν απλώς στο να καθησυχάσουν τον Τούρκο διοικητή.
Όμως, η δεδομένη απροθυμία των Ελλήνων ηγετών της Κύπρου να ακολουθήσουν την επανάσταση (απροθυμία που, υπό τις συνθήκες, ίσως να μην ήταν απόλυτα αδικαιολόγητη για τους ίδιους) περιόρισε τη συνεισφορά της Κύπρου στον αγώνα. Ωστόσο, τόσο ο Κυπριανός όσο και οι λοιποί ιεράρχες και πρόκριτοι (εκτός από ελάχιστους που διέφυγαν) δεν μπόρεσαν τελικά να σώσουν το κεφάλι τους, ούτε να γλιτώσουν την ίδια την Κύπρο από τα δεινά.
Όπως ήταν φυσικό, η ελληνική επανάσταση είχε επιπτώσεις για την Κύπρο, που μπορούμε να τις κατατάξουμε σε τρεις κατηγορίες:
  • Άμεσες.
  • Απορρέουσες.
  • Μακροπρόθεσμες.
Άμεσες επιπτώσεις ήταν, πρώτα απ' όλα, οι μεγάλης κλίμακας σφαγές που διενήργησαν στο νησί οι Τούρκοι. Με την έναρξη της επανάστασης, η Πύλη διέταξε αμέσως τον αφοπλισμό όλων ανεξαιρέτως των ραγιάδων Ελλήνων, στέλνοντας σχετικό διάταγμα και στην Κύπρο. Εδώ το διάταγμα εκτελέστηκε από τον κυβερνήτη του νησιού Κουτσιούκ Μεχμέτ στις 23.4.1821, οι δε Έλληνες αφοπλίστηκαν χωρίς να δημιουργηθούν οποιαδήποτε επεισόδια. Λίγο αργότερα όμως διατυπώθηκε κατά των Ελλήνων Κυπρίων η κατηγορία ότι είχαν συνεννοηθεί μυστικά με τους υπόλοιπους Έλληνες για να επαναστατήσουν και αυτοί. Η κατηγορία ενισχύθηκε και από το γεγονός ότι κυκλοφόρησαν στο νησί επαναστατικές προκηρύξεις τις οποίες είχε μεταφέρει και διανείμει ο Κύπριος αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος Θησεύς, που είχε αποθήκευση και πυρίτιδα στην εκκλησία Φανερωμένης στη Λευκωσία.
Ο Κουτσιούκ Μεχμέτ, που πιστεύεται ότι είχε παρακινηθεί και από την ευκαιρία που του παρουσιαζόταν για να πλουτίσει κατάσχοντας και αρπάζοντας περιουσίες των θυμάτων του, ετοίμασε κατάλογο 486 σημαινόντων Ελλήνων Κυπρίων, που τον έστειλε στην Πύλη συνοδεύοντάς τον με κατηγορίες κατά των αναφερομένων ατόμων ότι ετοίμαζαν και εδώ επανάσταση. Στον κατάλογο περιλαμβάνονταν τα ονόματα του αρχιεπισκόπου και των τριών επισκόπων, των ηγουμένων όλων των μοναστηριών, άλλων ιερωμένων και πολλών προκρίτων και παραγόντων. Ακόμη ο Κουτσιούκ Μεχμέτ υπέβαλε αίτηση για αποστολή στην Κύπρο οθωμανικού στρατού. Η Πύλη ανταποκρίθηκε αμέσως, στέλνοντας στο νησί γύρω στους 4.000 στρατιώτες (Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, στ'), ταυτόχρονα δε ο σουλτάνος Μαχμούτ υπέγραψε το διάταγμα για την εκτέλεση των Ελλήνων Κυπρίων του καταλόγου που του είχε υποβληθεί.
Παρά το ότι μερικοί σημαίνοντες Τούρκοι της Κύπρου προσπάθησαν να περιορίσουν την έκταση των σφαγών, υποστηρίζοντας ότι ο κατάλογος των προγραφών ήταν υπερβολικά μακρύς, όμως ο τελικός αριθμός των θυμάτων ξεπέρασε κατά πολύ τους 486 του καταλόγου. Την τουρκική θηριωδία επαύξαναν, ασφαλώς, και οι ειδήσεις που έφταναν από την Ελλάδα και που μιλούσαν για ελληνικές νίκες εκεί και για επικράτηση της επανάστασης. Μεταξύ των εκτελεσθέντων, περιλαμβάνονταν ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, οι μητροπολίτες Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος και Κυρήνειας Λαυρέντιος, ο αρχιδιάκονος Μελέτιος, ο Γεώργιος Μασούρας από τη Λεμεσό που έφερε τον τίτλο του καπί κεχαγιά (=επιτετραμμένου), ο ηγούμενος Κύκκου Ιωσήφ, ο Δοσίθεος του μοναστηριού του Ομόδους, ο Λαυρέντιος ιερέας της εκκλησίας Φανερωμένης, ο Πέτρος Οικονομίδης και ο Γιαννάκης Αντωνόπουλος δημογέροντες, οι άρχοντες Μιχαήλ Γλυκύς, Χατζηνικόλας Ζωγράφος, Χατζηνικόλας Κορνέσιος αδελφός του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου, ο Σ. Σολωμής προύχοντας της Μόρφου, ο αδελφός του Χατζηκυριάκος Σολωμής προύχοντας της Σολιάς, ο Χατζησάββας συγγενής του αρχιεπισκόπου, οι Λαρνακείς Συμεών Ηλιάσης, Παυλής Χάρτας, Νικόλας Τσικκίνης, Νικόλας Φράγκος και Πετράκης Δημητρίου, οι Λεμεσιανοί Χρ. Αραπούδης, Ανδρέας Δαβίδ, Χατζηλιάς προύχοντας της Λαπήθου όπως κι ο Χατζηνικόλας Λαυρεντίου, οι Κυθρεώτες Χατζηιωνάς και Χατζηαττάλλας και πάρα πολλοί άλλοι.
Οι εκτελεσμένες σφαγές συνοδεύτηκαν και από δημεύσεις και αρπαγές περιουσιών, λεηλασίες εκκλησιών, μοναστηριών και σπιτιών, ενώ μεγάλα χρηματικά ποσά πληρώθηκαν στους Τούρκους και από οικογένειες συλληφθέντων για να σωθούν ή για να μπορέσουν να διαφύγουν. Πολλοί δεν το κατόρθωσαν, ενώ άλλοι μπόρεσαν να φτάσουν μέχρι τα προξενεία της Λάρνακας, όπου και βρήκαν καταφύγιο και από όπου αναχώρησαν για το εξωτερικό (Ελλάδα, Αίγυπτο, Ευρώπη). Το όργιο αίματος και λεηλασιών διάρκεσε πολλές μέρες και στο γνωστό κατάλογο των θυμάτων πρέπει να προστεθούν και πολλά άλλα θύματα, κυρίως στην ύπαιθρο, που τα ονόματά τους παρέμεναν άγνωστα.
Το πλήγμα για τον ελληνικό πληθυσμό της Κύπρου, που λίγο πιο πριν είχε κληθεί και είχε παραδώσει και τον οπλισμό που κατείχε, ήταν βαρύτατο. Επομένως, ήταν πια αδύνατο να μπορέσει η Κύπρος να ακολουθήσει την ελληνική επανάσταση έστω και με καθυστέρηση.
Ως απορρέουσες από την επανάσταση επιπτώσεις μπορούμε να θεωρήσουμε τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκειά της για απελευθέρωση της Κύπρου. Για τις προσπάθειες αυτές γίνεται λόγος στο επόμενο κεφάλαιο.
Τέλος, ως μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, μπορούμε να θεωρήσουμε τη γέννηση του ενωτικού κινήματος των Ελλήνων της Κύπρου και τις ποικίλες προσπάθειες που καταβλήθηκαν κατά τα επόμενα εκατό και περισσότερα χρόνια για ένωση της Κύπρου με το ελληνικό κράτος το οποίο ιδρύθηκε από την επανάσταση του 1821. Για το θέμα αυτό γίνεται αναφορά στο κεφάλαιο " Ένωσις", που ακολουθεί.
Προσπάθειες απελευθέρωσης της Κύπρου
Έλληνες Κύπριοι που κατόρθωσαν να διαφύγουν από το νησί και να σωθούν από τις σφαγές του Ιούλη του 1821, καθώς και άλλοι που ζούσαν εκτός Κύπρου από πριν, είχαν την πρωτοβουλία της ανάληψης διαφόρων προσπαθειών για απελευθέρωση της Κύπρου, ενώ ακόμη η επανάσταση στην Ελλάδα συνεχιζόταν.
Δύο ήταν οι κύριες προσπάθειες που καταβλήθηκαν.
Η πρώτη προσπάθεια ξεκίνησε από τη σύναξη μερικών ιεραρχών και προκρίτων στη Ρώμη, όπου και υπέγραψαν σχετική προκήρυξη. Μεταξύ των Κυπρίων αυτών ήταν ο έξαρχος Ιωαννίκιος (αρχιεπίσκοπος Κύπρου αργότερα), ο αρχιμανδρίτης Θεόφιλος (Θεοφύλακτος) Θησεύς, συγγενής του αρχιεπισκόπου Κυπριανού που είχε ήδη εκτελεστεί και γιος του επίσης εκτελεσθέντος Χατζησάββα Θησέως από το Στρόβολο ο Τρεμιθούντος Σπυρίδωνας, ο Νικόλαος Θησέας, αδελφός του Θεοφίλου και γνωστός αγωνιστής της ελληνικής επανάστασης την οποία υποβοήθησε και με διάφορους άλλους τρόπους και άλλοι. Η διακήρυξη της Ρώμης εξουσιοδότησε το Νικόλαο Θησέα να ενεργεί ως πληρεξούσιος και να προβεί σε όποιες νομίζει καλύτερες ενέργειες για να ετοιμάση δύναμιν στρατιωτικήν και κινηθή κατά τών εχθρών...
Βέβαια η απόφασή αυτή για αγώνα συμφώνως με τους λοιπούς αδελφούς ημών Έλληνας (όπως αναφερόταν στην προκήρυξη) είχε παρθεί πολύ αργά, μακριά από την Κύπρο, και όταν ήδη η Κύπρος είχε υποκύψει αιμόφυρτη εξαιτίας των σφαγών του Ιούλη και πριν καν σηκώσει κεφάλι. Γνωρίζοντας την πικρή αυτή αλήθεια ο Νικόλαος Θησέας μαζί με τον έξαρχο Ιωαννίκιο και τον αρχιμανδρίτη Θεόφιλο πήγαν στο Λονδίνο όπου κατέβαλαν πολλές προσπάθειες για συγκρότηση μισθοφορικού εκστρατευτικού σώματος που θα αποστελλόταν πια από έξω για να συνεγείρει την Κύπρο! Στην αγγλική πρωτεύουσα οι Κύπριοι ήρθαν σε επαφή με τον εκεί ευρισκόμενο στρατηγό ντε Βιντζ. Ο τελευταίος, που καταγόταν από το Μαυροβούνι, είχε άλλοτε σταδιοδρομήσει ως αξιωματικός του Ναπολέοντα και είχε φήμη γενναίου στρατιωτικού. Ο στρατηγός είχε επιλεγεί και είχε, πιθανότατα, αποδεχτεί να ηγηθεί του εκστρατευτικού σώματος που θα αποστελλόταν στην Κύπρο αφού θα κατέβαινε πρώτα στην επαναστατημένη ήδη Ελλάδα. Όπως προκύπτει μάλιστα από έγγραφο το λογίου Κ. Πολυχρονιάδη που διέμενε στην Πίζα της Ιταλίας, στην όλη προσπάθεια είχε δοθεί δημοσιότητα. Γράφει ο Πολυχρονιάδης:... ανεγνώσαμεν εις τας εφημερίδας, ότι στρατηγός τις Μαυροβουνιώτης υπηρετήσας ποτέ τον Ναπολέοντα και ευρισκόμενος ήδη εις Λονδίνον, προσκαλεί αξιωματικούς και στρατιώτας, δια να κατεβή εις την Ελλάδα με 2.000...
Η όλη προσπάθεια συγκρότησης συντήρησης και αποστολής του αποτελούμενου από 2.000 άνδρες εκστρατευτικού σώματος, απαιτούσε τεράστιες δαπάνες. Καταβλήθηκαν έτσι διάφορες προσπάθειες για σύναψη του τεραστίου για την εποχή δανείου 800.000 λιρών από την αγγλική χρηματαγορά. Στις προσπάθειες αναμείχτηκε και ένας Άγγλος, κάποιος Πίκοκ (Peacοck) που παρουσιαζόταν ως φιλέλληνας και που πήγε μάλιστα και στην Ελλάδα για να εξασφαλίσει από εκεί εξουσιοδότηση για τη σύναψη του δανείου το οποίο θα δινόταν με βαρύτατες εγγυήσεις. Το όλο θέμα συζητούνταν μέχρι και το 1824, όμως η ελληνική κυβέρνηση (η οποία διαπραγματευόταν ήδη υψηλά δάνεια για τις δικές της ανάγκες) αδυνατούσε να δώσει εγγυήσεις. Φαίνεται ακόμη ότι στην όλη υπόθεση εξασφάλισης του κυπριακού δανείου είχαν αναμειχτεί και επιτήδειοι κερδοσκόποι. Το δάνειο, τελικά, δεν έγινε και η όλη προσπάθεια ματαιώθηκε. Σημαντικό κέντρο συλλογής εράνων, ίππων, εφοδίων και εθελοντών για αποστολή στην αγωνιζόμενη Ελλάδα ήταν το γραφείο των Θησέων στη Μασσαλία, όπως έδειξαν πρόσφατες αρχειακές έρευνες (Βλ. Κ.Π. Κύρρη, "Νέαι Ειδήσεις και Ανέκδοτα Εγγραφα περί Κυπριανού Θησέως, Νικολάου Θησέως, και του πατρός αυτών Οικονόμου Παπά Σάββα", Επετηρίς του Κ.Ε.Ε., ΧΙ, Λευκωσία,1981 - 1982, σσ.427 - 481).
Η δεύτερη προσπάθεια καταβλήθηκε στην ίδια την επαναστατημένη Ελλάδα, από ομάδα Κυπρίων που βρίσκονταν στο Ναύπλιο και οι οποίοι αρκετές φορές πίεσαν την ελληνική κυβέρνηση να οργανώσει επιχείρηση απελευθέρωσης της ιδιαίτερής τους πατρίδας. Μεταξύ των Κυπρίων αυτών ήταν ο Κυπριανός Θησέας, αδελφός των προαναφερθέντων Νικολάου και ΘεοφίλουΘησέα, ο Χαράλαμπος Μάλης, σημαντική και δραστήρια προσωπικότητα μεταξύ των Κυπρίων που βρίσκονταν στην Ελλάδα, ο Κυπρίδημος Γεωργιάδης, ο Γεώργιος Δ. Οικονομίδης, ο Δημήτριος Οικονομίδης, ο Κυπριανός Βικέντιος.
Το 1824-1825 η ομάδα αυτή των Κυπρίων εργαζόταν για να πείσει την ελληνική κυβέρνηση να στρέψει την προσοχή και τις προσπάθειές της και στην Κύπρο, υπέβαλε δε αρκετά υπομνήματα. Η ελληνική κυβέρνηση όμως απέρριψε τελικά το σχέδιό τους γιατί θεώρησε μια τέτοια επιχείρηση παράτολμη, τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία ο πόλεμος στην ίδια την Ελλάδα μαινόταν.
Η προσπάθεια συνδυάστηκε με άλλο σχέδιο για υποκίνηση εξέγερσης στο Λίβανο! Γι' αυτό μάλιστα, είχε σταλεί αποστολή στο Λίβανο για διερεύνηση των προθέσεων των Λιβανίων. Η αποστολή είχε επαφές και με τους Κυπρίους ιεράρχες που είχαν διαδεχτεί εκείνους που αντικατέστησαν όσους σφάχτηκαν κατά το 1821, δηλαδή τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό* και τους επισκόπους Πάφου Πανάρετο, Κιτίου Λεόντιο και Κυρηνείας Χαράλαμπο, Η αποστολή, την οποία αποτελούσαν ο μητροπολίτης Ευδοκιάδος Γρηγόριος και ο Κύπριος Χαράλαμπος Μάλης, είχε εφοδιαστεί με γράμματα προς τους Κυπρίους ιεράρχες, από τους οποίους ζητούνταν η συνδρομή της Κυπριακής Εκκλησίας για την επιτυχία του κινήματος στο Λίβανο το οποίο, όπως αναφέρεται στα γράμματα, δεν θέλει συντελέσει ολίγον και εις την ευτυχή αποκατάστασιν της Κύπρου.
..."Να μεν αρνιέσαι, πίσκοπε, τζ' εσείς οι καλοήροι, εις' ετ' αθθρώπους στα χωρκά, χαρκιά να δκιαμοιράζουν, ν' αρματωθούσιν οι Ρωμιοί ναν ούλοι τους χαζίρι τζ' αι με τον πρώτον λόον σου ν' αρκέψουν να μας σφάζουν, τζ' αι δεν πιστεύκ' ότι μου πη του καθενού το στόμα τζ'έχω πο τζίνα τα χαρκιά, εσεις να πης ακόμα;" Λαλεί του: "Μουλελλίμ αγά, είπα σου τζε λαλώ σου: πο τούτα ούλα που λαλείς εν καθαρή η καρκιά μας, τζε πίστεψε, ει'δε τζαν ου, το κρίμαν στολ λαιμόν σου' μπορεί τζε ναν καμμιά δουλειά που γίνηκεν κρυφά μας".
"Σφάξε μας ούλους τζ ας γενή τό γαίμαν μας αυλάτζιν, κάμε τον κόσμον ματζελλειόν τζ' αι τους Ρωμιούς τραούλλια, αμμά'ξερε πως ίλλαντρον όντας κοπή καβάτζιν τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια. Το 'νιν αντάν να τρώ την γήν, τρώει τήν γην θαρκέται, μα πάντα τζίνον τρώεται τζε τζίνον καταλυέται...".
Τελικά όμως η επιχείρηση στο Λίβανο δεν έγινε επίσημα αποδεκτή από την ελληνική κυβέρνηση. Διάφοροι οπλαρχηγοί όμως, και ιδίως ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, ο Χατζημιχάλης Ταηλάνος και ο Νικόλαος Κριεζώτης, ανέλαβαν να υλοποιήσουν με δική τους πρωτοβουλία το εκστρατευτικό σχέδιο στο Λίβανο και στην Κύπρο. Ο Χαράλαμπος Μάλης και άλλοι Κύπριοι διαφώνησαν, γιατί δεν ευνοούσαν την ανάληψη ενός τέτοιου αγώνα χωρίς τη σύμφωνη γνώμη και υποστήριξη της κυβέρνησης. Άλλοι Κύπριοι, όπως ο Βικέντιος, υποστήριξαν την πρωτοβουλία των οπλαρχηγών. Η αποστολή πραγματοποιήθηκε (με 2.000 άνδρες και 14 πλοία) το Μάρτη του 1826. Όχι μόνο απέτυχε οικτρά, αλλά τόσο στο Λίβανο όσο και στην Κύπρο το εκστρατευτικό σώμα διέπραξε ληστείες και λεηλασίες προτού επιστρέψει στην Ελλάδα.
Στην ίδια την Κύπρο, δε φαίνεται να είχε σημειωθεί οποιαδήποτε επαναστατική ενέργεια καθ' όλο το διάστημα από τον Ιούλη του 1821 μέχρι και το τέλος της ελληνικής επανάστασης, εκτός από τη θρυλούμενη εξέγερση του Πέτρου στην Πάφο, και τη διανομή επαναστατικών προκηρύξεων από το Θεοφύλακτο Θησέα στη Λευκωσία και αλλού, που μαρτυρείται και από την Ενάτη Ιουλίου του Βασίλη Μιχαηλίδη και άλλες πηγές. Αυτή φαίνεται ότι συνδυάστηκε με απόκρυψη πυρομαχικών (κυρίως πυρίτιδας) στη Φανερωμένη από το Λεόντιο ιερέα Φανερωμένης και συνέβαλε στην αιματηρή επέμβαση του Κουτσιούκ Μεχμέτ. Πρέπει όμως να θεωρηθεί ότι τα δύο τουλάχιστον από τα τρία επαναστατικά κινήματα που σημειώθηκαν στο νησί το 1833, ήταν ως ένα μεγάλο βαθμό, επακόλουθο της ελληνικής επανάστασης. Του ενός, και του πιο σοβαρού κινήματος, ηγήθηκε ο Νικόλαος Θησέας που είχε όμως και διασυνδέσεις με το γαλλικό προξενείο της Λάρνακας και με τον ίδιο το Γάλλο πρόξενο Μποτί που ήταν φίλος του. Του δεύτερου κινήματος, ηγέτης ήταν ο καλόγερος Ιωαννίκιος από την Καρπασία, ο οποίος είχε μαζί του και μικρό αριθμό Αλβανών. Πιστεύεται ότι ο Ιωαννίκιος είχε, σε κάποιο στάδιο, μετάσχει και στην ελληνική επανάσταση ή, τουλάχιστον, είχε εμπνευστεί από αυτήν.

Σχόλια