Το Αρχιεπισκοπικό ζήτημα (1900-1910) ως έκφανση του Ενωτικού Κινήματος: Η Βρετανική Θεώρηση (μέρος 5ο)

Οι ανησυχίες όμως για παρεμβατισμό στο ζήτημα δεν ήταν αβάσιμες: Ένα μήνα προηγουμένως, το Δεκέμβριο του 1900, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε’ είχε τηλεγραφήσει στην Σύνοδο την πρόθεσή του να στείλει μια κυπριακή αντιπροσωπεία στην Κύπρο με σκοπό να διευθετηθεί το πρόβλημα της διαδοχής[102]. Η αντίδραση του Μητροπολίτη Κυρηνείας, προεδρεύοντος της Συνόδου, ήταν να απορρίψει αμέσως την έλευση τέτοιας αντιπροσωπείας στο νησί. Δεν ήταν όμως ο Επίσκοπος Κυρηνείας ο μοναδικός που είχε ενστάσεις στην αποστολή τέτοιας αντιπροσωπείας από τους πατριάρχες˙ οι Βρετανοί είχαν επίσης τους δικούς τους λόγους να αντιδρούν[103]. Πράγματι, ήδη από την πρωτοχρονιά του 1900, ο Μέγας Αρμοστής είχε υποδείξει ρητά πως οι διοικητικές αρχές στην Κύπρο δεν θα έπρεπε να «αναγνωρίσουν με κανένα τρόπο την αποστολή του Πατριάρχη και ότι η παρουσία της στο νησί στην παρούσα κατάσταση θα οδηγούσε πιθανότατα σε ταραχές»[104].
Η επιμονή με την οποία οι Βρετανοί απαιτούσαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να μη λάβει μέρος στα ζητήματα της Εκκλησίας της Κύπρου, είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Τα πολλαπλά τηλεγραφήματα καθώς επίσης και η συνεχής αλληλογραφία με τη Βρετανική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη ζητώντας επίμονα τις αντιδράσεις του Πατριάρχη, καθιστούν ολοφάνερο πως το ζήτημα του παρεμβατισμού ήταν μείζονος σημασίας για τους ίδιους. Οι Βρετανοί ήταν αποφασισμένοι να εξαντλήσουν όλα τα πιθανά μέσα με σκοπό να παρεμποδίσουν τέτοια παρέμβαση και εάν ακόμη αυτό αποδεικνυόταν αναπόφευκτο, τότε οι πατριάρχες θα καλούνταν να «περιορίσουν την ανάμειξή τους» [105]. Σε πολλές και χωριστές περιπτώσεις, το Λονδίνο μέσω του Υπουργείου Αποικιών, έδωσε εντολή στον Αρμοστή στη Λευκωσία αλλά και το Βρετανό Πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, η απάντησή τους στον Οικουμενικό Πατριάρχη να είναι αρνητική εφόσον η παρουσία του με οποιονδήποτε τρόπο στην Κύπρο θα προκαλούσε πιθανότατα προβλήματα[106]. Πράγματι, αυτό που ο Αρμοστής Sir Haynes-Smith είχε υπογραμμίσει σε τηλεγράφημα το Δεκέμβρη του 1900, αποδείχτηκε κατά μια έννοια προφητικό:
Οποιαδήποτε αποστολή θα άφηνε πίσω της καταστροφικά αποτελέσματα στην Κύπρο για πολλά επερχόμενα χρόνια και θα όξυνε τη σύγκρουση την οποία η κυβέρνηση έχει έως τώρα κρατήσει υπό έλεγχο[107].
Αργότερα τον ίδιο χρόνο, το έκανε πιο ξεκάθαρο υποστηρίζοντας ότι υπήρχε μια διασύνδεση μεταξύ της πατριαρχικής παρέμβασης και του αγώνα για ένωση, καθώς ο τελευταίος θα ενδυναμωνόταν αν οι πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης και των Ιεροσολύμων προσδίδουν στους επαγγελματίες υποκινητές την αρωγή της επιρροής τους στην προσπάθεια τους να δημιουργήσουν ένα αντιβρετανικό αίσθημα σε ολόκληρο το νησί[108].
Συνεπώς, όταν ο Μέγας Αρμοστής είχε πληροφορηθεί ότι οι Πατριάρχες θα απέστελλαν μια επιτροπή για να διερευνήσει και να διεξαγάγει αρχιεπισκοπικές εκλογές, η ανταπόκρισή του στο Υπουργείο Αποικιών ήταν πως «τέτοια κίνηση στο παρόν στάδιο θα γίνει αιτία σοβαρών επιπλοκών», εκφράζοντας τη γνώμη ότι «ο Πατριάρχης θα έπρεπε να παραμείνει στην έδρα του»[109].
Πέρα όμως από τα Πατριαρχεία, οι βρετανικές ανησυχίες εστιάζονταν και στην ελληνική κυβέρνηση, την οποία οι Βρετανοί θεωρούσαν επίσης πηγή επιρροών. Δεν χρειάζεται βεβαίως να αναφερθεί πως οι στενοί δεσμοί που πάντοτε υπήρχαν μεταξύ των ελληνικού ορθόδοξου πληθυσμού της Κύπρου και των ομόθρησκών τους στην Ελλάδα, και στα πλαίσια της ένωσης, σήμαινε πως οι Βρετανοί είχαν κάθε λόγο να έχουν το βλέμμα άγρυπνο στην ελληνική κυβέρνηση. Ο σκοπός ήταν να διασφαλίσουν πως η τελευταία θα παρέμενε μονάχα παθητικός θεατής αναφορικά με το ζήτημα πιστεύοντας ότι «εάν επιτραπεί τέτοια ανάμειξη θα οδηγήσει σε μελλοντικά δεινά»[110]. Επιπλέον, ενώ το Λονδίνο είχε ανοικτό κανάλι επικοινωνίας με τη βρετανική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, την ίδια στιγμή ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα διετύπωνε την απαίτηση «η ελληνική κυβέρνηση να μην αναμειχθεί στο ζήτημα», ζητώντας παράλληλα ενημέρωση για τις θέσεις του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών για το ζήτημα[111]. Αξίζει ακόμη να αναφερθεί πως όταν το Υπουργείο Αποικιών είχε πληροφορηθεί ότι η πρόταση του Πατριάρχη είχε γίνει με την υποστήριξη –έστω αποδοχή – του Έλληνα πρωθυπουργού, τηλεγράφησε αμέσως στο Υπουργείο Εξωτερικών ζητώντας του να μεταφέρει την έκπληξή του στον πρωθυπουργό για αυτή την εξέλιξη, εκφράζοντας παράλληλα την υπόθεση ότι αυτή η θέση είχε διατυπωθεί κατά την προσωπική του ιδιότητα και μόνο[112].
Για του λόγου το αληθές, μερικές μέρες αργότερα ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξανδρος Ζαΐμης διαβεβαίωσε το Βρετανό πρέσβη ότι αναγνώριζε πλήρως τον αυτοκέφαλο χαρακτήρα της Εκκλησίας της Κύπρου και ότι δεν είχε καμιά πρόθεση να αναμειχθεί στις υποθέσεις της. Η εκπεφρασμένη θέση του για την υπόδειξη του αρχιεπισκόπου ήταν προσωπική, όχι θέση της κυβέρνησης[113].
Έχοντας διασφαλίσει ότι η Αθήνα δεν θα εμπλεκόταν στη διαμάχη, οι Βρετανοί επιδόθηκαν σε μια διπλωματική μάχη με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος υποστήριζε ότι η εγκατάλειψη της αναμενόμενης αντιπροσωπείας των πατριαρχών είχε προκαλέσει εκνευρισμό στον ορθόδοξο πληθυσμό με αποτέλεσμα να εναποθέσει ο τελευταίος τις ελπίδες του σε αυτόν για διευθέτηση του αρχιεπισκοπικού ζητήματος[114]. Από τη μεριά τους, οι Βρετανοί διά του πρέσβη τους στην Κωνσταντινούπολη του εξέφρασαν τις ευχαριστίες τους για τη βοήθεια που πρόσφερε και ακολούθως τον πληροφόρησαν ότι η κυβέρνηση «εκφράζει τη λύπη τους γιατί δεν μπορούν να μετακινηθεί από την απόφαση που έχει ήδη κοινοποιήσει στην αγιότητά του»[115]. Ένα σχεδόν χρόνο μετά, το Υπουργείο Εξωτερικών έδωσε ξανά οδηγία στον O’Connor να μεταφέρει την ίδια απάντηση στον Πατριάρχη[116]. Ταυτόχρονα, ο Haynes-Smith προσφέρθηκε να προσπαθήσει να φέρει κοντά τις δύο πλευρές και να τις πείσει να συμφωνήσουν σε νέα εκλογή, ή αλλιώς σε εναλλακτική περίπτωση να συμφωνήσουν να αφήσουν το ζήτημα χωρίς επιφυλάξεις στα χέρια του Πατριάρχη, εάν αυτό είναι δυνατό να γίνει με τον κατάλληλο τρόπο[117].

Σημειώσεις:
102. Το τηλεγράφημα με ημερομηνία 20 Δεκεμβρίου 1900 που ζητούσε από τη Σύνοδο να σταματήσει την εκλογική διαδικασία και να κάνει αποδεκτή την αντιπροσωπεία που στάληκε από τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων ήταν αυτό που είχαν ζητήσει στο παρελθόν οι Κιτιακοί˙ βλ. Γ. Φραγκούδης, Ιστορία του Aρχιεπισκοπικού Zητήματος, Αλεξάνδρεια 1911, 71-72˙ Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 53-4, 100. Στην ουσία, αυτό επιβεβαιώνεται σε ένα τηλεγράφημα με ημερομηνία 18 Ιανουαρίου 1901 δηλώνοντας πως «μια από τις πλευρές είχε αποταθεί στον Πατριάρχη με σκοπό τη μεσολάβησή του για τη διευθέτηση της φιλονικίας»˙ CO 67/129/2231: Informal communication with the Ecumenical Patriarch, 18 Ιανουαρίου 1901.
103. Κ. Κοκκινόφτας, Η Ιερά Mονή Κύκκου στον κυπριακό τύπο 1900-1911, Λευκωσία 2002, 49.
104. CO 67/129/171: Jertie στον Haynes-Smith, 1 Ιανουαρίου 1901.
105. CO 67/125/855: Haynes-Smith στον Chamberlain. 24 Δεκεμβρίου 1900.
106. Παρόμοια αναφορά μπορεί να βρεθεί σε τηλεγράφημα που στάληκε τον Ιανουάριο του 1901˙ CO 67/125/768: Haynes-Smith στον Chamberlain, 24 Δεκεμβρίου 1900.
107. CO 67/125/768: Haynes-Smith στον Chamberlain, 24 Δεκεμβρίου 1900: Any such mission would leave disastrous effects in Cyprus for many years to come and embitter the strife which the Government have hitherto kept under control.
108. CO 67/128/45019: Haynes-Smith στον Chamberlain, 28 Νοεμβρίου 1901: if the Patriarchs of Constantinople and Jerusalem lend their professional agitators the aid of their influence in their attempt to create an anti-British feeling throughout the Island.
109. CO 67/131/19425: Haynes-Smith στο CO, 16 Μαΐου 1902.
110. CO 67/125/42242: Haynes-Smith στον Chamberlain, 15 Δεκεμβρίου 1900.
111. CO 67/129/635: British Embassy στο FO, 4 Ιανουαρίου 1901.
112. CO 67/130/7564: CO στο FO, 24 Φεβρουαρίου 1902.
113. CO 67/133/14081: Sir Edwin Egerton (British Ambassador, Athens) στον Marquess of Lansdowne (Secretary of State for Foreign Affairs), 10 Απριλίου 1902: he recognized entirely the autocephalous character of the Church of Cyprus [and] that he had no pretension to interfere in its affairs. His opinion as to the Archbishop’s appointment was a personal one, not a Government view.
114. CO 67/129/5457: FOστοCO, 12 Φεβρουαρίου 1901.
115. CO 67/129/11026: Foreign Office (στο εξής FO) στο CO, 26 Μαρτίου 1901.
116. CO 67/133/8160: FO στον Sir N. R. O’Conor (British Ambassador, Constantinople), 25 Φεβρουαρίου 1902.
117. CO 67/130/7564: Haynes-Smith στον Chamberlain, 24 Φεβρουαρίου 1902: Endeavour to bring the two parties together and induce them to agree to a fresh election, or in the alternative to agree to leave the matter unreservedly in the hands of the Patriarch, if that can properly be done.
Αυτή η δήλωση είχε επίσης κοινοποιηθεί στο Υπουργείο Εξωτερικών με τηλεγράφημα που στάληκε την επόμενη μέρα˙ CO 67/133/8160: O’Conor στον Secretary of State for Foreign Affairs, 25 Φεβρουαρίου 1902.


Πηγή : http://vatopaidi.wordpress.com

Σχόλια