Το Αρχιεπισκοπικό ζήτημα (1900-1910) ως έκφαση του Ενωτικού Κινήματος: Η Βρετανική Θεώρηση (μέρος 2ο)‏


Παρόμοια αισθήματα εκφράστηκαν σε πολλά άλλα μνημόνια, ψηφίσματα και τηλεγραφήματα προς τη Βρετανική κυβέρνηση και στις διοικητικές αρχές της Κύπρου. Παράλληλα, οι Έλληνες εξέφραζαν τις αντιδράσεις τους προς τους Βρετανούς με οποίο τρόπο μπορούσαν: το 1887 μποϊκόταραν τους εορτασμούς για το Ιωβηλαίο[20], ενώ δέκα χρόνια αργότερα, συμμετείχαν είτε συνεισφέροντας οικονομικά, είτε πολεμώντας στο μέτωπο ως εθελοντές κατά της Τουρκίας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο[21]. Η ευκολία με την οποία οι Έλληνες κάτοικοι εξέφραζαν τα ενωτικά τους συναισθήματα κατέστη δυνατή εξαιτίας του ιδιάζοντος καθεστώτος[22] της κατοχής του νησιού αφενός και αφετέρου της αρχικά ανεκτικής στάσης που επεδείχθη από τους Βρετανούς[23]. Η Εκκλησία της Κύπρου άσκησε καθοριστικό ρόλο στην προώθηση όλων αυτών των εκδηλώσεων και συναισθημάτων, αφού παραδοσιακά, οι επίσκοποι ενεργούσαν ως πολιτικοί εκπρόσωποι του ποιμνίου τους. Ο κλήρος ενίοτε, οργάνωνε εράνους κατά τη διάρκεια των λειτουργιών με σκοπό τη συλλογή χρημάτων για την ενίσχυση του ελληνικού στρατού. Επιπλέον τα κηρύγματα στην εκκλησία είχαν ελληνικό εθνικό περιεχόμενο, με σκοπό να μετατρέψουν τους πιστούς σε ένα ισχυρό εθνικό σύνολο. Τα κηρύγματα αυτά είχαν φυσικά, ένα μόνο σκοπό: την πολυπόθητη ένωση[24]. Επιπλέον, οι Κύπριοι ιεράρχες διαδραμάτισαν ηγετικό ρόλο, αφού με οργανωμένες αντιπροσωπείες τους (πρεσβείες) στο Λονδίνο ζητούσαν την ένωση με την Ελλάδα[25].
Στη Βρετανία κυριαρχούσαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με το θέμα της ένωσης που εστιάζονταν στην πολιτική απόφαση να περιλάβουν την Κύπρο στις αποικιακές κτήσεις τους. Κατά το δεύτερο μάλιστα μισό του 19ου αιώνα, ήταν φανερό ότι η Βρετανική εξωτερική πολιτική απέναντι σε ζητήματα που αφορούσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν ομόφωνη. Συγκεκριμένα, από τη μια ο Benjamin Disraeli, ηγέτης των Συντηρητικών, ήταν υπέρ της πολιτικής επεκτατισμού της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, ενώ από την άλλη ο William Gladstone, ηγέτης του κόμματος των Φιλελευθέρων, υποστήριζε περισσότερο την εδραίωσή της στα υφιστάμενα όρια[26]. Τα δύο αντίπαλα πολιτικά κόμματα είχαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με το Ανατολικό Ζήτημα. Παρά τη συστράτευση στο Λονδίνο και το κλίμα συναίνεσης από τα αποτελέσματα του Συνεδρίου του Βερολίνου, που ήταν προσωπικός θρίαμβος της πολιτικής Disraeli[27], υπήρχαν ακόμα εσωτερικές αντιπαραθέσεις από πολιτικούς, συγγραφείς και στρατιωτικούς και όπως αναμενόταν, από το κόμμα των Φιλελευθέρων όσο αφορά την απόκτηση της Κύπρου. Ο Gladstone είχε αντίθετη άποψη σχετικά με την ευφορία που επικρατούσε για την κατάκτηση του νησιού, χαρακτηρίζοντάς την μάλιστα «στερούμενη κάθε πλεονεκτήματος είτε από στρατιωτική είτε από πολιτική άποψη» [28]. Παραταύτα, όταν ανέβηκε στην εξουσία το 1880[29], την υποστήριζε κατʼ εξακολούθηση[30], μη βρίσκοντας πλέον τη χρονική στιγμή κατάλληλη για τη λήψη οποιασδήποτε κίνησης αναφορικά με την επιθυμία των Ελλήνων της Κύπρου[31].
Σύντομα φάνηκε ότι η Βρετανία δεν είχε καμιά πρόθεση να αποσυρθεί από την Κύπρο. Γιʼ αυτό και το 1880, η αλληλογραφία που σχετιζόταν με την Κύπρο μεταφέρθηκε από το Υπουργείο Εξωτερικών στο Υπουργείο Αποικιών[32]. Το γεγονός αυτό, αντανακλούσε τους μακροπρόθεσμους στόχους του Λονδίνου για διατήρηση του νησιού, σύμφωνα με τη γνωστή ρήση «η κατοχή ισοδυναμεί με τα εννέα δέκατα του νόμου». Την ίδια εποχή, οι Βρετανοί εφάρμοσαν μια σειρά από διοικητικά και οικονομικά μέτρα, με κυριότερο την αναδιοργάνωση του λεγόμενου Νομοθετικού Συμβουλίου το 1882. Το Νομοθετικό Συμβούλιο που είχε ιδρυθεί από το ξεκίνημα της Βρετανικής κατοχής, θα απαρτιζόταν πια από δώδεκα εκλελεγμένα μέλη (εννέα «μη μουσουλμάνους» και τρεις μουσουλμάνους) προεδρεύοντος του Αρμοστή[33], με τις πρώτες εκλογές να διεξάγονται όμως το έτος 1883.
Η παρουσία μιας συνταγματικής και «αντιπροσωπευτικής» κυβέρνησης (τηρουμένων των αναλογιών με τις υπόλοιπες αποικιοκρατικές κτήσεις), έκανε τη διοίκηση του νησιού «εμφανώς πιο δημοκρατική και φιλελεύθερη απʼ ότι συνηθιζόταν τότε για τις Βρετανικές αποικιακές κτήσεις»[34]. Στην πράξη, όμως, ο Μέγας Αρμοστής, με την υποστήριξη των Μουσουλμάνων, καταψήφιζε πάντοτε τους Έλληνες στο Νομοθετικό Συμβούλιο. Ωστόσο, για τους Έλληνες Κύπριους υπήρχε μια «εναλλακτική οδός πολιτικής εκπροσώπησης»: η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου[35], παρʼ όλο που οι Βρετανοί περιόρισαν τις επίσημες λειτουργίες εκπροσώπησης τις οποίες απολάμβαναν κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία[36]. Η Εκκλησία, που παραδοσιακά ήταν ο υποστηρικτής των εθνικών οραμάτων των Ελλήνων, θεωρούσε την εγκαθίδρυση του Νομοθετικού Συμβουλίου ως μια προσπάθεια υπερκερασμού. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας ο κλήρος απολάμβανε συγκεκριμένα προνόμια (βεράτια) στο πλαίσιο του συστήματος των μιλλέτ[37]. Συνηθισμένη να δρα ως ο εθνικός εκπρόσωπος των ορθόδοξων χριστιανών[38], η Εκκλησία είχε να αντιμετωπίσει τώρα ένα νέο καθεστώς. Το αποδοτικό και προοδευτικό σύστημα διοίκησης, το οποίο οι Βρετανοί επεδίωκαν να εγκαθιδρύσουν, άφηνε ελάχιστα περιθώρια για τέτοιες ενδιάμεσες δυνάμεις ανάμεσα στο κράτος και το λαό[39], επιφέροντας αναπόφευκτα και με μαθηματική ακρίβεια το τέλος της προνομιακής θέσης της Εκκλησίας[40]. «Οι κληρικοί», υποστήριζε ο Διοικητής της Λεμεσού, «φυλακίζονται όταν καταδικάζονται από τα δικαστήρια, όλοι είναι ίσοι μπροστά στο νόμο» [41].
Ως αποτέλεσμα αυτών, αναπτύχθηκε αμοιβαία εχθρότητα και καχυποψία μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των Βρετανικών Αρχών, με αποτέλεσμα να οδηγούνται συχνά σε προστριβές[42]. Για παράδειγμα, μερικούς μήνες μετά το ξεκίνημα της Βρετανικής διακυβέρνησης, ξέσπασε φιλονικία μεταξύ του Επισκόπου Κιτίου Κυπριανού και του Επαρχιακού Διοικητή της Λεμεσού σχετικά με τη φορολόγηση των επισκόπων[43]. Ένα άλλο γεγονός συνέβηκε το 1879, όταν ο Διοικητής της Αμμοχώστου άσκησε δίωξη εναντίον δύο κληρικών, διατάζοντας την κουρά και το ξύρισμά τους σύμφωνα με τους κανονισμούς της φυλακής[44].
Από την άλλη, ο Wolseley, ένα μήνα πριν από την αναχώρησή του τον Ιούνιο του 1879, περιέγραψε τους επισκόπους ως «επιτήδειους, δόλιους και πολύ ψευδείς», μια άποψη που συσχετιζόταν με την απόφασή του να ελαχιστοποιήσει την επιρροή της Εκκλησίας «περικόπτοντας τα εισοδήματά της»[45]. «Τι κύριοι που είναι οι Τούρκοι», γράφει ο Wolseley σε προσωπικό του γράμμα προς το Υπουργείο Εξωτερικών, «συγκρινόμενοι με αυτούς τους βρώμικους και αμαθείς κληρικούς της ελληνικής πίστης»[46]. Πάνω από όλα, οι Βρετανοί δεν ήταν πρόθυμοι να αναγνωρίσουν τον πολιτικό ρόλο της Εκκλησίας και γιʼ αυτό επιζητούσαν να τον μειώσουν[47].
Ως επικεφαλής της εκκλησίας, ο αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος, διατήρησε καλές σχέσεις με τις καινούριες αρχές του νησιού και δεν δίστασε να ταχθεί με το μέρος του Αρμοστή στην περίπτωση του περιστατικού με τον Κυπριανό, που έχει αναφερθεί πιο πάνω[48]. Φαίνεται ότι ο Κύπριος ιεράρχης επέλεξε να έρθει σε συμβιβασμό με τους Βρετανούς. Αυτό, έγινε πιο εφικτό μετά την απόσυρση του Wolseley, οπότε και οι διάδοχοί του εξέφρασαν την «επιθυμία της κυβέρνησης να προχωρήσει στην υιοθέτηση σε νόμο οποιασδήποτε πρότασης για τη διοίκηση της Εκκλησίας και των οικονομικών της που θα συμφωνηθεί από τους ιεράρχες και τους λαϊκούς»[49]. Εντούτοις, αυτό το καθεστώς δεν έμελλε να διατηρηθεί, αφού ο θάνατος του Σωφρονίου (1900) ήλθε να σηματοδοτήσει το μεταίχμιο δύο διαφορετικών εποχών: το τέλος αυτής του συμβιβασμού της Εκκλησίας με την κυρίαρχη δύναμη και την αφετηρία μιας νέας, δυναμικής στάσης αντιπαράθεσης.
Σημειώσεις:
  1. Ο εορτασμός για τα πενηντάχρονα της βασίλισσας της Βρετανίας.
  2. Hill, «Ottoman province» (υποσ. 14), τ. 4ος, 504˙ Π. Παπαπολυβίου, «Η εθελοντική συμβολή των Κυπρίων στους εθνικούς αγώνες (1821-1940)», στο (επιμ. Ιω.  Θεοχαρίδης), Κύπρος: Το πολιτιστικό της πρόσωπο δια μέσου των αιώνων, Λευκωσία 2003, 185-7˙ Γεωργής, Αγγλοκρατία (υποσ. 2), 44-7, 55-7˙ Panteli, History (υποσ. 11), 60-62. Γεωργής, Απαρχές (υποσ. 15), 168-9˙ Θ. Κυπρή, «Γεωργίου Λουκά, Η εν Κύπρωι μέχρι της 4ης / 17ης Ιουνίου του 1908 30τής αγγλική κατοχή», ΚΣ40 (1976) 157.
  3. Δεν υπήρχε καμιά συνταύτιση ανάμεσα στην de jure και στην de facto κυριαρχία˙ Π. Κιτρομηλίδης, «Η ζωή και η δράση των υπόδουλων Ελλήνων 1881-1913: Κύπρος», Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ. 14ος, Αθήνα 2000, 388.
  4. Γεωργής, Απαρχές (υποσ. 15), 168.
  5. Αναγνωστοπούλου, Εκκλησία (υποσ. 17) 204-06˙ Orr, Cyprus (υποσ. 12), 160.
  6. Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος είχε προεδρεύσει σε μια από αυτές τις «πρεσβείες» το 1889˙ Α. Tillyrides, «Archbishop Sophronios III (1865-1900) and the British», ΚΣ 42 (1978) 132˙ Φ. Ζαννέτος, Ιστορία της νήσου Κύπρου: Από της αγγλικής κατοχής μέχρι σήμερον, τ. 2ος, Λάρνακα 1911, 518-20, 559-67.
  7. Reddaway, Cyprus (υποσ. 6), 9˙ Aldred, Policy (υποσ. 6), 10, 14, 18. Ο Gladstone επιθυμούσε να έρθει σε ρήξη με αυτό που ο ίδιος θεωρούσε «επιθετική εξωτερική πολιτική».
  8. Σύμφωνα με την αντίληψη του Disraeli, το νησί ήταν «το κλειδί για τη Δυτική Ασία»˙ Reddaway, Cyprus (υποσ. 6), 9˙ Panteli, History (υποσ. 11), 39. Για τις απόψεις του Disraeli σχετικά με την Κύπρο βλ. επίσης Percy Arnold, Cyprus Challenge. A Colonial Island and Its Aspirations: Reminiscences of a Former Editor of the “Cyprus Post”, London 1956, 8-10.
  9. Αναφορά στο σύγγραμμα Reddaway, Cyprus (υποσ. 6), 9.
  10. Στην Κύπρο η άνοδος του Gladstone στην εξουσία θεωρήθηκε ως μια σημαντική εξέλιξη στην πορεία για την ένωση˙ Παπαδημήτρης, Εγκυκλοπαίδεια (υποσ. 16), τ. 2ος, 88˙ Γεωργής, Αγγλοκρατία (υποσ. 2),  43.
  11. Panteli, History (υποσ. 11), 47.
  12. Hill, «Ottoman province» (υποσ. 14), τ. 4ος, 497.
  13. Orr, Cyprus (υποσ. 12), 70˙ Reddaway, Cyprus (υποσ. 6), 24.
  14. Κιτρομηλίδης, «Η ζωή» (υποσ. 22), τ. 14ος, 388˙ Γεωργής, Αγγλοκρατία (υποσ. 2), 23-4˙ G. Chacalli, Cyprus Under BritishRule, Λευκωσία 1902, 75-7˙ Κυπρή, «Γεωργίου Λουκά, Η 30τής αγγλική κατοχή» (υποσ. 21), 123-4.
  15. Reddaway, Cyprus (υποσ. 6), 19.
  16. Μ. Attalides, Cyprus: Nationalism and International Politics, Εδιμβούργο 1979, 24. Η Εκκλησία της Κύπρου εξακολουθούσε να είναι ένας από τους κύριους πολιτικούς θεσμούς των Ελλήνων της Κύπρου˙ Hatzivassiliou, The Cyprus Question (υποσ. 13), 12-3.
  17. Η προνομιακή θέση της Εκκλησίας κάτω από Οθωμανική κυριαρχία ήταν γνωστή στους Βρετανού. Βλ. Colonial Office (στο εξής CO) 67/149/31456: Sir C. A. King-Harman (Μέγας Αρμοστής) στον V. A. Bruce (Υπουργός Αποικιών), 20 Αυγούστου 1907.
  18. Chacalli, Cyprus (υποσ. 33), 25-33˙ Holland, Britain, (υποσ. 17), 5-6˙ Panteli, History (υποσ. 11), 55. «Οι ιερείς της Εκκλησίας τύγχαναν μεταχείρισης με μια ασυνήθιστη επιείκεια επειδή οι τουρκικές αρχές είχαν επαναπαυτεί σε ένα μεγάλο βαθμό στη συνδρομή τους για την είσπραξη των φόρων και στην επιβολή ποικίλων εντολών»˙ Orr, Cyprus (υποσ. 12), 65, 69. Ο Georghallides στο βιβλίο του History, (υποσ. 5), 60-1, υποστηρίζει επίσης ότι ο κλήρος έχαιρε ασυλίας ως προς τη σύλληψη και ήταν απαλλαγμένος από την πληρωμή των φόρων για την ακίνητη περιουσία. Βλ. επίσης Παπαδημήτρης, Εγκυκλοπαίδεια (υποσ. 16), τ. 2ος, 74-7˙ R. Katsiaounis, Labour, Society and Politics in Cyprus During the Second Half of theNineteenth Century, Λευκωσία 1996, 241˙ Π. Παπαπολυβίου, «Κύπρος 1878-1909. Η πρώτη περίοδος της Βρετανικής αποικιοκρατίας», Ιστορία του νέου ελληνισμού 1770-2000, τ. 5ος, Αθήνα 2004, 293. Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τα προνόμια (βεράτια) της Εκκλησίας της Κύπρου βλ. G. A. Dionyssiou, «Some privileges of the Church of Cyprus under Ottoman Rule», EKEE, 1992 (19) 327-334˙ L. E. Lawrence, The British Administration of Cyprus, 1878-1914, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο του Wisconsin, 223-4.
  19. Arnold, Cyprus Challenge (υποσ. 27), 35-6˙ Luke, Cyprus (υποσ. 17), 176-7˙ I. D. Stefanidis, Isle of Discord: Nationalism, Imperialism and the Making of the Cyprus Problem, London 1999, 229-30.
  20. Georghallides, History (υποσ. 5) 58.
  21. Αναγνωστοπούλου, Εκκλησία (υποσ. 17) 200-1˙ Σ. Παπαγεωργίου, Η πρώτη περίοδος της «Αγγλοκρατίας» στην Κύπρο (1878-1914): Πολιτικός εκσυγχρονισμός και κοινωνικές αδράνειες, Λευκωσία 1996, 251-2.
  22. Αναφορά στον Orr, Cyprus (υποσ. 12), 69.
  23. Georghallides, History (υποσ. 5), 61˙ Ζαννέτος, Ιστορία (υποσ. 25), τ. 2ος, 91.
  24. Hill, «Ottoman province» (υποσ. 14), τ. 4ος, 575˙ Ν. Χριστοδούλου, Το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα της Κύπρου κατά τα έτη 1900-1911, Λευκωσία 1999, 15.
  25. Β. Εγγλεζάκης, Είκοσι μελέται διά την Εκκλησίαν Κύπρου (4ος έως 20ος αιών), Αθήνα 1996, 580˙ Παπαδημήτρης, Εγκυκλοπαίδεια (υποσ. 16), τ. 2ος, 7˙ Ζαννέτος, Ιστορία (υποσ. 25), τ. 2ος, , 168-73.
  26. Georghallides, History (υποσ. 5), 59.
  27. Αναφορά στο σύγγραμμα Georghallides, History (υποσ. 5), 59.
  28. Hatzivassiliou, The Cyprus Question (υποσ. 13), 12-3˙ Γεωργής, Αγγλοκρατία (υποσ. 2), 39-40.
  29. Hill, «Ottoman province» (υποσ. 14), τ. 4ος, 576˙ Παπαδημήτρης, Εγκυκλοπαίδεια (υποσ. 16), τ. 1ος, 386˙ W. H. Dixon,British Cyprus, London 1879, 161-2.

Σχόλια