Το Αρχιεπισκοπικό ζήτημα (1900-1910) ως έκφαση του Ενωτικού Κινήματος: Η Βρετανική Θεώρηση (μέρος 1ο)
του Χριστόφορου Κωνσταντινίδη
Η αυγή του εικοστού αιώνα βρίσκει την Κύπρο υπό βρετανική κυριαρχία. Ο τερματισμός της οθωμανικής διοίκησης κατά το έτος 1878 δεν επέφερε την πολυπόθητη ένωση με το ελληνικό κράτος παρά τις προσδοκίες της ελληνικής πλειοψηφίας του πληθυσμού του νησιού, οι οποίες ήταν αντίθετες με το μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό της βρετανικής πολιτικής στην περιοχή.
Σκοπός της παρούσας δημοσίευσης είναι η εστίαση στη βρετανική θεώρηση της πρώιμης αυτής φάσης του ενωτικού κινήματος, όπως αυτό αντικατοπτρίζεται μέσα από το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα. Η φιλονικία μεταξύ των δύο Κυρίλλων, που αμφότεροι ήταν υποψήφιοι για το θρόνο, επεφύλασσε ουσιαστικά τη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές προσεγγίσεις βασισμένες στους εθνικούς οραματισμούς της συντριπτικής πλειοψηφίας των πιστών: των «Διαλλακτικών» από τη μια και των «Αδιάλλακτων» από την άλλη, εκ των οποίων οι τελευταίοι υπήρξαν βεβαίως φανατικοί υποστηρικτές της ένωσης. Οι Βρετανοί προφανώς επεδίωξαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη διαμάχη εστιάζοντας ασφαλώς την προσοχή τους στην πολιτική περισσότερο πτυχή του ζητήματος παρά την εκκλησιαστική. Οπωσδήποτε κύρια φροντίδα της Βρετανίας ήταν σαφώς να διατηρήσει την εξουσία της στο νησί.
Μέσα από αυτή τη δημοσίευση, προτίθεμαι να υποστηρίξω πως οι Βρετανοί δεν επιθυμούσαν να έλθουν αντιμέτωποι με έξωθεν επεμβάσεις στο ζήτημα προερχόμενες κυρίως όπως τα πατριαρχεία ή την Ελληνική κυβέρνηση, που ενδεχομένως θα επεδίωκαν να παρεισφρήσουν ή να μεσολαβήσουν στη διαμάχη. Ο λόγος είναι πρόδηλος: Περιορίζοντας αυστηρά τη διαμάχη εντός των ορίων της Κύπρου, θα μπορούσαν ευκολότερα να την κρατήσουν κάτω από τον έλεγχό τους και να αποφύγουν την παραχώρηση σε άλλους του δικαιώματος να ασκήσουν επιρροή ή να επέμβουν. Από την άλλη, η πρόθεση των Βρετανών να υποστηρίξουν τελικά τους «Αδιάλλακτους» αποτελεί επίσης ένα σημαντικό ζήτημα που εξετάζεται στην παρούσα δημοσίευση. Σε τελική ανάλυση και από μια συνολική θεώρηση του όλου θέματος, πιστεύω πως η βρετανική εμπλοκή στο Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα θα πρέπει να εξεταστεί υπό τη σκοπιά της πολιτικής της Βρετανίας απέναντι στην ένωση, αφού πέρα από την εκκλησιαστική πτυχή, οι Βρετανοί επεδίωκαν να χειριστούν ένα ισχυρό πολιτικό κίνημα αντι-αποικιοκρατίας.
Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν αρκετές εργασίες για το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα, εντούτοις ο ρόλος των Βρετανών δεν έχει αποτελέσει ποτέ το αντικείμενο σοβαρής και εμπεριστατωμένης έρευνας. Η αντίληψη που έχω διαμορφώσει, είναι πως εκτός από ορισμένα γενικά συγγράμματα (από τα οποία τα πιο αξιόλογα είναι ίσως αυτά των Sir George Hill, Γιώργου Γεωργή και Ρολάνδου Κατσιαούνη) δεν υπάρχει κανένα άλλο έργο που να καταπιάνεται με το ζήτημα από αυτή την οπτική γωνιά. Ως συμβολή στην ήδη υπάρχουσα βιβλιογραφία, η εργασία αυτή αποσκοπεί στο να ρίξει φως στη συγκεκριμένη προοπτική και βασίζεται κυρίως σε βρετανικές πηγές.
Οι σημαντικότερες πρωτογενείς πηγές που έχουν ερευνηθεί είναι το αρχειακό υλικό από τη δραστηριότητα του βρετανικού Υπουργείου Αποικιών και βρίσκονται στα Βρετανικά Αρχεία (The National Archives) στο Λονδίνο. Συγκεκριμένα, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος αποτέλεσαν οι φάκελοι της αλληλογραφίας κατά το χρονικό διάστημα 1900-1902 και 1907-1910. Τα προαναφερθέντα έτη επιλέγηκαν όχι τυχαία ασφαλώς, αλλά εξαιτίας του μεγαλύτερου ερευνητικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν. Κατά συνέπεια, μια περαιτέρω ανάλυση του θέματος θα υπερέβαινε τους σκοπούς της παρούσας δημοσίευσης.
Σκοπός της παρούσας δημοσίευσης είναι η εστίαση στη βρετανική θεώρηση της πρώιμης αυτής φάσης του ενωτικού κινήματος, όπως αυτό αντικατοπτρίζεται μέσα από το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα. Η φιλονικία μεταξύ των δύο Κυρίλλων, που αμφότεροι ήταν υποψήφιοι για το θρόνο, επεφύλασσε ουσιαστικά τη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές προσεγγίσεις βασισμένες στους εθνικούς οραματισμούς της συντριπτικής πλειοψηφίας των πιστών: των «Διαλλακτικών» από τη μια και των «Αδιάλλακτων» από την άλλη, εκ των οποίων οι τελευταίοι υπήρξαν βεβαίως φανατικοί υποστηρικτές της ένωσης. Οι Βρετανοί προφανώς επεδίωξαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη διαμάχη εστιάζοντας ασφαλώς την προσοχή τους στην πολιτική περισσότερο πτυχή του ζητήματος παρά την εκκλησιαστική. Οπωσδήποτε κύρια φροντίδα της Βρετανίας ήταν σαφώς να διατηρήσει την εξουσία της στο νησί.
Μέσα από αυτή τη δημοσίευση, προτίθεμαι να υποστηρίξω πως οι Βρετανοί δεν επιθυμούσαν να έλθουν αντιμέτωποι με έξωθεν επεμβάσεις στο ζήτημα προερχόμενες κυρίως όπως τα πατριαρχεία ή την Ελληνική κυβέρνηση, που ενδεχομένως θα επεδίωκαν να παρεισφρήσουν ή να μεσολαβήσουν στη διαμάχη. Ο λόγος είναι πρόδηλος: Περιορίζοντας αυστηρά τη διαμάχη εντός των ορίων της Κύπρου, θα μπορούσαν ευκολότερα να την κρατήσουν κάτω από τον έλεγχό τους και να αποφύγουν την παραχώρηση σε άλλους του δικαιώματος να ασκήσουν επιρροή ή να επέμβουν. Από την άλλη, η πρόθεση των Βρετανών να υποστηρίξουν τελικά τους «Αδιάλλακτους» αποτελεί επίσης ένα σημαντικό ζήτημα που εξετάζεται στην παρούσα δημοσίευση. Σε τελική ανάλυση και από μια συνολική θεώρηση του όλου θέματος, πιστεύω πως η βρετανική εμπλοκή στο Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα θα πρέπει να εξεταστεί υπό τη σκοπιά της πολιτικής της Βρετανίας απέναντι στην ένωση, αφού πέρα από την εκκλησιαστική πτυχή, οι Βρετανοί επεδίωκαν να χειριστούν ένα ισχυρό πολιτικό κίνημα αντι-αποικιοκρατίας.
Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν αρκετές εργασίες για το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα, εντούτοις ο ρόλος των Βρετανών δεν έχει αποτελέσει ποτέ το αντικείμενο σοβαρής και εμπεριστατωμένης έρευνας. Η αντίληψη που έχω διαμορφώσει, είναι πως εκτός από ορισμένα γενικά συγγράμματα (από τα οποία τα πιο αξιόλογα είναι ίσως αυτά των Sir George Hill, Γιώργου Γεωργή και Ρολάνδου Κατσιαούνη) δεν υπάρχει κανένα άλλο έργο που να καταπιάνεται με το ζήτημα από αυτή την οπτική γωνιά. Ως συμβολή στην ήδη υπάρχουσα βιβλιογραφία, η εργασία αυτή αποσκοπεί στο να ρίξει φως στη συγκεκριμένη προοπτική και βασίζεται κυρίως σε βρετανικές πηγές.
Οι σημαντικότερες πρωτογενείς πηγές που έχουν ερευνηθεί είναι το αρχειακό υλικό από τη δραστηριότητα του βρετανικού Υπουργείου Αποικιών και βρίσκονται στα Βρετανικά Αρχεία (The National Archives) στο Λονδίνο. Συγκεκριμένα, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος αποτέλεσαν οι φάκελοι της αλληλογραφίας κατά το χρονικό διάστημα 1900-1902 και 1907-1910. Τα προαναφερθέντα έτη επιλέγηκαν όχι τυχαία ασφαλώς, αλλά εξαιτίας του μεγαλύτερου ερευνητικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν. Κατά συνέπεια, μια περαιτέρω ανάλυση του θέματος θα υπερέβαινε τους σκοπούς της παρούσας δημοσίευσης.
Α. Το πολιτικό πλαίσιο της εποχής (1878-1900)
Η επαναφορά του Ανατολικού Ζητήματος, προς το τέλος του 19ου αιώνα, δεν άφησε την Κύπρο ανεπηρέαστη. Το 1878, μέσα από μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η διοίκηση της Κύπρου δόθηκε στη Μεγάλη Βρετανία, μετά από μια συμφωνία που υπογράφηκε στις 4 Ιουνίου, τις παραμονές του Συνέδριο του Βερολίνου[1]. Αυτή η συμφωνία (The Cyprus Convention) χαρακτηρίστηκε ως ένα μεγάλο κατόρθωμα της Βρετανικής διπλωματίας[2], αφού πρόσφερε στη Βρετανία την Κύπρο, μια κατάκτηση που θα της ενίσχυε τη θέση της στη Μεσόγειο[3], μετατρέποντάς την –με την κατοχή του Γιβραλτάρ και της Μάλτας– σε «Βρετανική λίμνη»[4]. Όμως, η απόκτηση και η διοίκηση της Κύπρου αποτέλεσε «υποδεέστερη και δευτερεύουσα συνέπεια της βρετανικής πολιτικής για την Εγγύς Ανατολή», η οποία στόχευε στο να εμποδίσει τη Ρωσία από το να παγιδεύσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και να «αντισταθμίσει τις εδαφικές κτήσεις της Ρωσίας»[5]. Σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα «The Times», η Κύπρος θα αποτελούσε «ένα θαυμάσιο ναυτικό σταθμό, θα βοηθούσε στην προστασία της Διώρυγας του Σουέζ[6], θα διασφάλιζε ένα δεύτερο δρόμο προς τις Ινδίες, είτε ακόμα θα προσέδιδε στη χώρα το απαραίτητο κύρος για τις σχέσεις της με την Υψηλή Πύλη»[7]. Όμως αυτή ήταν μια μη ρεαλιστική προοπτική γιατί η Κύπρος δεν είχε καμία στρατηγική σημασία τότε ως ναυτική βάση[8], τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1950.
Η αντικατάσταση της Οθωμανικής με τη Βρετανική διοίκηση χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από τους κατοίκους του νησιού, ακόμη και από τους μουσουλμάνους κάτοικους[9]. Μετά από τρεις αιώνες παραμέλησης, το νησί τώρα πια θα κυβερνούσε μία από τις πιο φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις του κόσμου. Όπως χαρακτηριστικά γράφει στο προσωπικό του ημερολόγιο ο πρώτος Μέγας Αρμοστής Sir Garnet Wolseley «οι Τούρκοι της Κύπρου, όπως και οι Έλληνες συμπατριώτες τους, υπόφεραν από κακή διακυβέρνηση και υψηλή φορολογία»[10].
Η άφιξη του Wolseley στη Λάρνακα στις 22 Ιουλίου του 1878 συνοδεύτηκε με διαβεβαιώσεις για οικονομική ευημερία και ανάπτυξη του εμπορίου και της γεωργίας, αφού το νησί ήταν στα όρια οικονομικής εξαθλίωσης, καθώς επίσης και από υποσχέσεις για ελευθερία, δικαιοσύνη και ασφάλεια[11]. Η περιγραφή της Κύπρου, από τον Captain Orr, ενός Βρετανού του οποίου η επισκόπηση σκιαγραφεί τη διοίκηση της Κύπρου, είναι πολύ χρήσιμη στο να αντιληφθούμε τις πραγματικές συνθήκες οι οποίες επικρατούσαν τότε. «Το νησί ήταν χωρίς δρόμους, καταστραμμένα λιμάνια, απαθείς αγρότες, εξασθενημένη γεωργία, υποανάπτυκτο εμπόριο και γενικά, μια κατάσταση οικονομικής παράλυσης»[12].
Επιπλέον, για τον ελληνικό πληθυσμό της Κύπρου τουλάχιστον, αυτή η αλλαγή θεωρήθηκε ως το τελευταίο βήμα πριν από την ένωση με τη «μητέρα-πατρίδα», αφού πίστευε ότι η Βρετανία θα επαναλάμβανε ό,τι ακριβώς είχε κάνει πριν από δεκαπέντε χρόνια με τα Ιόνια Νησιά[13]. Η επιθυμία τους για ένωση, δεν απέρρεε από οποιαδήποτε υλικά οφέλη που αυτή θα έφερνε˙ ήταν κάτι πιο σημαντικό[14], το οποίο δεν μπορούσαν να κατανοήσουν οι κυβερνήτες[15]. Πράγματι, για τις οκτώ περίπου δεκαετίες που ακολούθησαν, η επιθυμία του ελληνικού πληθυσμού για την ένωση μετατράπηκε σε ένα μαζικό κίνημα το οποίο επηρέασε τις ιστορικές εξελίξεις της Κυπριακής ιστορίας και το οποίο έφτασε στο απόγειό του την 1η Απριλίου του 1955 με το ξέσπασμα του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα εναντίον της αποικιοκρατικής διακυβέρνησης. Φυσικά, οι μουσουλμάνοι της Κύπρου στην πλειοψηφία τους ευρισκόμενοι κάτω από την επιρροή της Άγκυρας, δεν συμμετείχαν σε αυτό τον απελευθερωτικό αγώνα. Η πλειοψηφία των Ελλήνων κατοίκων του νησιού εξέφραζε συνεχώς τα ενωτικά του συναισθήματα, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις των ελληνικών εθνικών επετείων ή στην ονομαστική εορτή του βασιλιά Γεωργίου[16]. Αποδόθηκε μάλιστα στον ίδιο τον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο η ακόλουθη δήλωση, στην ομιλία υποδοχής του τον Ιούλιο του 1878:
Η αντικατάσταση της Οθωμανικής με τη Βρετανική διοίκηση χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από τους κατοίκους του νησιού, ακόμη και από τους μουσουλμάνους κάτοικους[9]. Μετά από τρεις αιώνες παραμέλησης, το νησί τώρα πια θα κυβερνούσε μία από τις πιο φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις του κόσμου. Όπως χαρακτηριστικά γράφει στο προσωπικό του ημερολόγιο ο πρώτος Μέγας Αρμοστής Sir Garnet Wolseley «οι Τούρκοι της Κύπρου, όπως και οι Έλληνες συμπατριώτες τους, υπόφεραν από κακή διακυβέρνηση και υψηλή φορολογία»[10].
Η άφιξη του Wolseley στη Λάρνακα στις 22 Ιουλίου του 1878 συνοδεύτηκε με διαβεβαιώσεις για οικονομική ευημερία και ανάπτυξη του εμπορίου και της γεωργίας, αφού το νησί ήταν στα όρια οικονομικής εξαθλίωσης, καθώς επίσης και από υποσχέσεις για ελευθερία, δικαιοσύνη και ασφάλεια[11]. Η περιγραφή της Κύπρου, από τον Captain Orr, ενός Βρετανού του οποίου η επισκόπηση σκιαγραφεί τη διοίκηση της Κύπρου, είναι πολύ χρήσιμη στο να αντιληφθούμε τις πραγματικές συνθήκες οι οποίες επικρατούσαν τότε. «Το νησί ήταν χωρίς δρόμους, καταστραμμένα λιμάνια, απαθείς αγρότες, εξασθενημένη γεωργία, υποανάπτυκτο εμπόριο και γενικά, μια κατάσταση οικονομικής παράλυσης»[12].
Επιπλέον, για τον ελληνικό πληθυσμό της Κύπρου τουλάχιστον, αυτή η αλλαγή θεωρήθηκε ως το τελευταίο βήμα πριν από την ένωση με τη «μητέρα-πατρίδα», αφού πίστευε ότι η Βρετανία θα επαναλάμβανε ό,τι ακριβώς είχε κάνει πριν από δεκαπέντε χρόνια με τα Ιόνια Νησιά[13]. Η επιθυμία τους για ένωση, δεν απέρρεε από οποιαδήποτε υλικά οφέλη που αυτή θα έφερνε˙ ήταν κάτι πιο σημαντικό[14], το οποίο δεν μπορούσαν να κατανοήσουν οι κυβερνήτες[15]. Πράγματι, για τις οκτώ περίπου δεκαετίες που ακολούθησαν, η επιθυμία του ελληνικού πληθυσμού για την ένωση μετατράπηκε σε ένα μαζικό κίνημα το οποίο επηρέασε τις ιστορικές εξελίξεις της Κυπριακής ιστορίας και το οποίο έφτασε στο απόγειό του την 1η Απριλίου του 1955 με το ξέσπασμα του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα εναντίον της αποικιοκρατικής διακυβέρνησης. Φυσικά, οι μουσουλμάνοι της Κύπρου στην πλειοψηφία τους ευρισκόμενοι κάτω από την επιρροή της Άγκυρας, δεν συμμετείχαν σε αυτό τον απελευθερωτικό αγώνα. Η πλειοψηφία των Ελλήνων κατοίκων του νησιού εξέφραζε συνεχώς τα ενωτικά του συναισθήματα, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις των ελληνικών εθνικών επετείων ή στην ονομαστική εορτή του βασιλιά Γεωργίου[16]. Αποδόθηκε μάλιστα στον ίδιο τον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο η ακόλουθη δήλωση, στην ομιλία υποδοχής του τον Ιούλιο του 1878:
Δεχόμαστε την αλλαγή της διακυβέρνησης, αφού πιστεύουμε ότι η Μεγάλη Βρετανία θα βοηθήσει την Κύπρο, όπως έπραξε και με τα Ιόνια νησιά, να ενωθεί με τη Μητέρα Ελλάδα[17].
Την ίδια χρονική περίοδο, ο Επίσκοπος Κυπριανός, σε απάντηση προς τον Wolseley εξέφρασε την άποψη ότι «ἡ Ἀγγλία θά ἐπαναλάβη καί ἐν τή ἡμετέρα νήσω τό παράδειγμα ὅπερ ἔδωκε διά τῆς παραδόσεως τῶν Ἰονίων νήσων εἷς τήν μητέρα Ἑλλάδα»[18]. Το πρώτο μνημόνιο με το οποίο ζητούσαν ένωση υποβλήθηκε στην Βρετανική κυβέρνηση στις αρχές του 1881:
Οἱ Κύπριοι ἐπίγνωσιν έχοντες τῆς ἑθνικής ἱστορίας αὐτών οὐδέποτε ἐπαύσαντο ἐνθυμούμενοι ότι είναι Ἐλληνες, πεποίθησην δέ έχοντες είς τό μεγάθυμον ἀγγλικόν ἐθνος [...] ἐλπίζουσιν ότι έν εὐθέτω ώρα θέλουσιν πραγματοποιηθεί οἱ πόθοι καί αἱ εὐχαί αὐτών. [...] ὁ μόνος αὐτών πόθος, ἡ μόνη είς τό μέλλον ἐλπίς των θά ήναι ἡ μετά τής Ἑλλάδος τής μητρός αὐτών πατρίδος ένωσις[19].
Σημειώσεις:
1. D. Alastos, Cyprus in History: A Survey of 5,000 Years, London 1976, 303.
2. Γ. Γεωργής, Η Αγγλοκρατία στην Κύπρο. Από τον αλυτρωτισμό στον αντιαποικιακό αγώνα, Πανεπιστημιακές σημειώσεις, 1. Ωστόσο, η πολιτική αξία της Κύπρου δεν πρέπει να υπερεκτιμηθεί˙ G. S. Georghallides, «Churchill’s 1907 visit to Cyprus: A political analysis», ΕΚΕΕ 3 (1969-70) 167.
3. Εκτός από την Κύπρο, είχαν προταθεί και άλλα μέρη μεταξύ αυτών η Λήμνος, η Αλεξανδρέττα, η Καλλίπολη, η Λέσβος, η Κρήτη, η Ρόδος, η Αλεξάνδρεια, η Άκρα και η Χάιφα. Για τους λόγους για τους οποίους επιλέγηκε τελικά η Κύπρος, βλ. D. E. Lee, Great Britain and the Cyprus Convention Policy of 1878, Cambridge 1934, 59-65, 78-9.
4. S. Panteli, Historical Dictionary of Cyprus, Maryland 1995, 43.
5. G. S. Georghallides, A Political and Administrative History of Cyprus 1918-1926. With a Survey of the Foundations of British Rule, Λευκωσία 1979, 3-4˙ Ανώνυμος, Cyprus: Value and Importance to England, Manchester 1878, 3-4. Για περισσότερα σχετικά με την πολιτική της Βρετανίας βλ. R. Stephens, Cyprus, A Place of Arms: Power Politics and Ethnic Conflict in the Eastern Mediterranean, London 1966, 62-72.
6. Η εμπλοκή της Βρετανίας στην Αίγυπτο ξεκίνησε με τον έλεγχο της διώρυγας του Σουέζ το 1875 και αναπτύχθηκε με την κατοχή της επτά χρόνια αργότερα, μια εξέλιξη που υποβάθμισε το ρόλο της Κύπρου ως place d’armes στην Ανατολική Μεσόγειο˙ J. Aldred, British Imperial and Foreign Policy 1846-1980, Οξφόρδη 2003, 16˙ J. Reddaway, Burdened with Cyprus: The British Connection, London 1986, 11˙ Alastos, Cyprus (υποσ. 1) 307.
7. Lee, Great Britain (υποσ.3) 114. Βλ. επίσης G. S. Georghallides, «Imperial problems 1897-1921», ΕΚΕΕ 5 (1972) 431.
8. Στην πράξη, η χρησιμότητα της Κύπρου σε μια υποθετική απόπειρα της Βρετανίας να αποκρούσει μια ρωσική επίθεση στη Μικρά Ασία, παρέμενε ένα «θέμα ακαδημαϊκού καθαρά ενδιαφέροντος»˙ Georghallides, History (υποσ. 5), 8.
9. Alastos, Cyprus (υποσ. 1), 320. Για περισσότερα σχετικά με την άφιξη των Βρετανών βλ. K. A. Κωνσταντινίδης, Η αγγλική κατοχή της Κύπρου του 1878, Λευκωσία 1930, 19-31.
10. Αναφορά στον Κ. Ν. Δημητρίου, Βικτωριανά κείμενα για την Κύπρο 1878-1891. Λευκωσία 2000, 27.
11. S. Panteli, A History of Cyprus: From Foreign Domination to Troubled Independence, London 2000, 51-2.
12. C. W. J. Orr, Cyprus Under British Rule, London 1972 [1918], 66. Βλ. επίσης Κωνσταντινίδης, Κατοχή (υποσ. 9), 89-90.
13. Σύμφωνα με το Γεωργή, Πανεπιστημιακές σημειώσεις (υποσ. 2), 18, οι Έλληνες της Κύπρου ακολούθησαν το προηγούμενο των Ιονίων Νήσων από το 1878 μέχρι το 1931˙ βλ. επίσης E. Hatzivassiliou, The Cyprus Question, 1878-1960: The Constitutional Aspect, Μινεσότα 2002, 13-4.
14. Sir G. F. Hill, «The Ottoman province, the British colony: 1571-1948», τ. 4ος: A History of Cyprus, edited by H. Luke, Cambridge 1972, 490. Ένα πολύ γνωστό σύνθημα κατά τη δεκαετία του 1950 ήταν: «Τήν Ἑλλάδα θέλωμεν κι ἁς τρώγομεν πέτρες»˙ Γ. Σεφέρης, Μέρες, τ. 6ος, Αθήνα 1986, 140.
15. Το 1902, ο Joseph Chamberlain, Υπουργός Αποικιών, εξέφρασε την άποψη στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι ο λαός θα προτιμούσε να ζει κάτω από την κυριαρχία μια πλούσιας δύναμης παρά κάτω από ένα μικρό και φτωχό κράτος˙ Alastos, Cyprus (υποσ. 1), 331. Βλ. επίσης Γ. Γεωργής, «Οι απαρχές του κυπριακού εθνικού κινήματος», στο (επιμ. Iω. Θεοχαρίδης) Κύπρος: Το πολιτιστικό της πρόσωπο δια μέσου των αιώνων, Λευκωσία 2003, 175-6.
16. Π. Παπαδημήτρης, Ιστορική εγκυκλοπαίδεια της Κύπρου, τ. 3ος, Λευκωσία 1979-80, 7, 12-6.
17. Αναφορά στον Orr, Cyprus (υποσ. 12), 160. Αυτή η «δήλωση» αποδόθηκε αργότερα στον επίσκοπο Κιτίου Κυπριανό. Για την αμφισβήτηση και την αντιφατικότητα στη βιβλιογραφία γύρω από αυτή τη «δήλωση» βλ. Σ. Αναγνωστοπούλου, «Η εκκλησία της Κύπρου και ο εθναρχικός της ρόλος: 1878-1960. Η θρησκευτικοποίηση της “κυπριακής” πολιτικής δράσης: Ένωση», 202˙ Sir H. Luke, Cyprus: A Portrait and an Appreciation, London 1957, 170˙ Alastos, Cyprus (υποσ. 1), 308˙ R. Holland, Britain and the Revolt in Cyprus 1954-1959, Οξφόρδη 1998, 5.
18. Αναφορά στο σύγγραμμα Γεωργής, Αγγλοκρατία (υποσ. 2), 18-9˙ Γεωργής, Απαρχές (υποσ. 15), 165. Ο Κυπριανός έγινε ο αντιπρόσωπος της αδιάλλακτης στάσης απέναντι στους Βρετανούς˙ βλ. Α. Λ. Κουδουνάρης, Βιογραφικόν λεξικόν Κυπρίων 1800-1920, Λευκωσία 2005, 193.
19. Αναφορά στο σύγγραμμα Παπαδημήτρης, Εγκυκλοπαίδεια (υποσ. 16), τ. 3ος, 8.
2. Γ. Γεωργής, Η Αγγλοκρατία στην Κύπρο. Από τον αλυτρωτισμό στον αντιαποικιακό αγώνα, Πανεπιστημιακές σημειώσεις, 1. Ωστόσο, η πολιτική αξία της Κύπρου δεν πρέπει να υπερεκτιμηθεί˙ G. S. Georghallides, «Churchill’s 1907 visit to Cyprus: A political analysis», ΕΚΕΕ 3 (1969-70) 167.
3. Εκτός από την Κύπρο, είχαν προταθεί και άλλα μέρη μεταξύ αυτών η Λήμνος, η Αλεξανδρέττα, η Καλλίπολη, η Λέσβος, η Κρήτη, η Ρόδος, η Αλεξάνδρεια, η Άκρα και η Χάιφα. Για τους λόγους για τους οποίους επιλέγηκε τελικά η Κύπρος, βλ. D. E. Lee, Great Britain and the Cyprus Convention Policy of 1878, Cambridge 1934, 59-65, 78-9.
4. S. Panteli, Historical Dictionary of Cyprus, Maryland 1995, 43.
5. G. S. Georghallides, A Political and Administrative History of Cyprus 1918-1926. With a Survey of the Foundations of British Rule, Λευκωσία 1979, 3-4˙ Ανώνυμος, Cyprus: Value and Importance to England, Manchester 1878, 3-4. Για περισσότερα σχετικά με την πολιτική της Βρετανίας βλ. R. Stephens, Cyprus, A Place of Arms: Power Politics and Ethnic Conflict in the Eastern Mediterranean, London 1966, 62-72.
6. Η εμπλοκή της Βρετανίας στην Αίγυπτο ξεκίνησε με τον έλεγχο της διώρυγας του Σουέζ το 1875 και αναπτύχθηκε με την κατοχή της επτά χρόνια αργότερα, μια εξέλιξη που υποβάθμισε το ρόλο της Κύπρου ως place d’armes στην Ανατολική Μεσόγειο˙ J. Aldred, British Imperial and Foreign Policy 1846-1980, Οξφόρδη 2003, 16˙ J. Reddaway, Burdened with Cyprus: The British Connection, London 1986, 11˙ Alastos, Cyprus (υποσ. 1) 307.
7. Lee, Great Britain (υποσ.3) 114. Βλ. επίσης G. S. Georghallides, «Imperial problems 1897-1921», ΕΚΕΕ 5 (1972) 431.
8. Στην πράξη, η χρησιμότητα της Κύπρου σε μια υποθετική απόπειρα της Βρετανίας να αποκρούσει μια ρωσική επίθεση στη Μικρά Ασία, παρέμενε ένα «θέμα ακαδημαϊκού καθαρά ενδιαφέροντος»˙ Georghallides, History (υποσ. 5), 8.
9. Alastos, Cyprus (υποσ. 1), 320. Για περισσότερα σχετικά με την άφιξη των Βρετανών βλ. K. A. Κωνσταντινίδης, Η αγγλική κατοχή της Κύπρου του 1878, Λευκωσία 1930, 19-31.
10. Αναφορά στον Κ. Ν. Δημητρίου, Βικτωριανά κείμενα για την Κύπρο 1878-1891. Λευκωσία 2000, 27.
11. S. Panteli, A History of Cyprus: From Foreign Domination to Troubled Independence, London 2000, 51-2.
12. C. W. J. Orr, Cyprus Under British Rule, London 1972 [1918], 66. Βλ. επίσης Κωνσταντινίδης, Κατοχή (υποσ. 9), 89-90.
13. Σύμφωνα με το Γεωργή, Πανεπιστημιακές σημειώσεις (υποσ. 2), 18, οι Έλληνες της Κύπρου ακολούθησαν το προηγούμενο των Ιονίων Νήσων από το 1878 μέχρι το 1931˙ βλ. επίσης E. Hatzivassiliou, The Cyprus Question, 1878-1960: The Constitutional Aspect, Μινεσότα 2002, 13-4.
14. Sir G. F. Hill, «The Ottoman province, the British colony: 1571-1948», τ. 4ος: A History of Cyprus, edited by H. Luke, Cambridge 1972, 490. Ένα πολύ γνωστό σύνθημα κατά τη δεκαετία του 1950 ήταν: «Τήν Ἑλλάδα θέλωμεν κι ἁς τρώγομεν πέτρες»˙ Γ. Σεφέρης, Μέρες, τ. 6ος, Αθήνα 1986, 140.
15. Το 1902, ο Joseph Chamberlain, Υπουργός Αποικιών, εξέφρασε την άποψη στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι ο λαός θα προτιμούσε να ζει κάτω από την κυριαρχία μια πλούσιας δύναμης παρά κάτω από ένα μικρό και φτωχό κράτος˙ Alastos, Cyprus (υποσ. 1), 331. Βλ. επίσης Γ. Γεωργής, «Οι απαρχές του κυπριακού εθνικού κινήματος», στο (επιμ. Iω. Θεοχαρίδης) Κύπρος: Το πολιτιστικό της πρόσωπο δια μέσου των αιώνων, Λευκωσία 2003, 175-6.
16. Π. Παπαδημήτρης, Ιστορική εγκυκλοπαίδεια της Κύπρου, τ. 3ος, Λευκωσία 1979-80, 7, 12-6.
17. Αναφορά στον Orr, Cyprus (υποσ. 12), 160. Αυτή η «δήλωση» αποδόθηκε αργότερα στον επίσκοπο Κιτίου Κυπριανό. Για την αμφισβήτηση και την αντιφατικότητα στη βιβλιογραφία γύρω από αυτή τη «δήλωση» βλ. Σ. Αναγνωστοπούλου, «Η εκκλησία της Κύπρου και ο εθναρχικός της ρόλος: 1878-1960. Η θρησκευτικοποίηση της “κυπριακής” πολιτικής δράσης: Ένωση», 202˙ Sir H. Luke, Cyprus: A Portrait and an Appreciation, London 1957, 170˙ Alastos, Cyprus (υποσ. 1), 308˙ R. Holland, Britain and the Revolt in Cyprus 1954-1959, Οξφόρδη 1998, 5.
18. Αναφορά στο σύγγραμμα Γεωργής, Αγγλοκρατία (υποσ. 2), 18-9˙ Γεωργής, Απαρχές (υποσ. 15), 165. Ο Κυπριανός έγινε ο αντιπρόσωπος της αδιάλλακτης στάσης απέναντι στους Βρετανούς˙ βλ. Α. Λ. Κουδουνάρης, Βιογραφικόν λεξικόν Κυπρίων 1800-1920, Λευκωσία 2005, 193.
19. Αναφορά στο σύγγραμμα Παπαδημήτρης, Εγκυκλοπαίδεια (υποσ. 16), τ. 3ος, 8.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου