3 Δεκεμβρίου 1944 : Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΘΗΣΕΙΟΥ



Σπύρος Δημητρίου
Αντιπρόεδρος ιδρύματος Στρατηγού Γεωργίου Γρίβα – Διγενή
Το δίμηνο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 1944 οι επιθέσεις του Ε.Α.Μ για τον έλεγχο της περιοχής του Θησείου θα πολλαπλασιαστούν. Ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης διαβεβαίωνε ότι δεν υπάρχει πρόθεση για κατάληψη της πρωτεύουσας, εντούτοις, όμως, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ προωθούνται περιμετρικά του κέντρου της πόλης, δημιουργώντας έναν κλοιό γύρω από την Ακρόπολη και το Λυκαβηττό. Οι αψιμαχίες των κομμουνιστών με τους άνδρες της «Χ» είναι καθημερινές. Μάλιστα σε μια απ’ αυτές τις επιθέσεις, στην περιοχή της Ακρόπολης, μια μέρα πριν την απελευθέρωση, θα κινδυνέψει κι ο Γρίβας
Οι ημέρες που θα ακολουθήσουν μετά την απελευθέρωση θα είναι δραματικές. Από τον Νοέμβριο μέχρι τις αρχές του Δεκέμβρη του 1944, οι κομμουνιστές θα αθετήσουν τις συμφωνίες με την κυβέρνηση να θέσουν τις δυνάμεις τους κάτω από τις εντολές του στρατηγού Σκόμπι. Θα παραιτηθούν από την κυβέρνηση και θα θέσουν τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ σε επιφυλακή. Στις 3 Δεκεμβρίου θα πραγματοποιήσουν συλλαλητήριο στο κέντρο της Αθήνας με αφορμή τον αφοπλισμό. Η σύγκρουση με τις δυνάμεις ασφαλείας θα είναι σφοδρή με πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Το ποιος έκανε την πρώτη κίνηση εκείνη την ημέρα ακόμη η ιστοριογραφία δεν το έχει ξεδιαλύνει.
Αμέσως ο ΕΛΑΣ θα εφαρμόσει το σχέδιο κατάληψης του Θησείου, μια και είναι το μοναδικό κομμάτι στην Αθήνα που δεν ελέγχεται από το ΕΑΜ. Στόχος τους, εκτός της κατάληψης, είναι και η διάλυση της «Χ» που ελέγχει την περιοχή.
Το αρχηγείο της «Χ» βρίσκεται στο σπίτι του Γεωργίου Γρίβα, στη Νηλέως 6, όπου κατοικεί και η οικογένειά του. Λίγο πιο κάτω είναι το φαρμακείο του πεθερού του, που στο υπόγειο φυλάσσεται ο οπλισμός της Οργάνωσης. Ο Γεώργιος Γρίβας εκείνο το πρωινό βρίσκεται στον Στρατιωτικό Διοικητή Αθηνών. Ο ίδιος αφηγείται:
«Την πρωίαν της 3ης Δεκεμβρίου εκλήθην εις τα γραφεία του Επιτελάρχου του Σ.Δ.Α. Ούτος, παρισταμένου και του μετ’ ολίγον καταφθάσαντος υφυπουργού Στρατιωτικών, Υποστρατήγου Λεωνίδα Σπαή, εζήτησε να του διαθέσω αριθμόν τινα αξιωματικών της Οργανώσεως, δια την πλαισίωσιν των ιδρυομένων ταγμάτων Εθνοφρουράς. Έδωσα ονομαστικήν κατάστασιν τούτων, οι οποίοι και ανέλαβον ενεργόν υπηρεσίαν και έδρασαν εις τας μονάδας των, τινές δε κατά τας συγκρούσεις με τας δυνάμεις του ΕΛΑΣ ετραυματίσθησαν, άλλοι δε εύρον τον θάνατον. Είτα μετέβην μετά του υφυπουργού εις το υπουργείον Στρατιωτικών, όπου ο τελευταίος μου ανακοίνωσεν ότι μοιραίως θα συγκρουσθώμεν με τους Κομμουνιστάς. Ακριβώς, μετ’ ολίγα λεπτά, ήμεθα θεαταί του κομμουνιστικού συλλαλητηρίου εις την πλατείαν του Συντάγματος, η δε κεφαλή των διαδηλωτών, με τα γνωστά συνθήματα ΚΚΕ κ.λ.π, διήρχοντο εντός ολίγου κάτωθι του Υπουργείου, ευρισκομένου τότε εις την αρχήν της οδού Πανεπιστημίου. Ο υφυπουργός με διέταξε να μεταβώ αμέσως εις το Θησείο, όπου ήρχισαν και οι πρώτοι πυροβολισμοί, διαθέσας μοι και αυτοκίνητον.
Όταν αφίχθην παρά την Ακρόπολιν, αραιοί πυροβολισμοί ηκούοντο, σφαίραι δε, προερχόμεναι από το ύψωμα του Αγίου Δημητρίου, εσύριζον άνωθεν των κεφαλών μας. Φαίνεται ότι οι κομμουνισταί συνεδύασαν το συλλαλητήριον της πλατείας Συντάγματος με σύγχρονον προσβολήν του Θησείου, προς κατάληψίν του.
Η Οργάνωσις «Χ», κατόπιν της μεταφοράς μέρους των ανδρών της εις τας περιοχάς των, εντολῇ της Ελλ. Κυβερνήσεως, δεν διέθετε εις το Θησείον δύναμιν πλέον των 80 ενόπλων, με δεκάδα αξιωματικών, έτερον μικρόν τμήμα εκ 30-40 ανδρών ήτο εγκατεστημένον εις οικίαν της οδού Σόλωνος προς άμυναν.
Η επίθεσις του ΕΛΑΣ κατά του Θησείου εξεδηλώθη εξ όλων των κατευθύνσεων, ήτοι Αστεροσκοπείου (η και σοβαρωτέρα), Κάτω Πετραλώνων, Καμπά, Ψυρρή, Πλάκας. Ουσιαστικώς ήμεθα κυκλωμένοι πανταχόθεν.
Την 3ην Δεκεμβρίου συνεκρατήσαμεν απάσας τας λυσσώδεις επιθέσεις των κομμουνιστών, οι οποίοι εις την περιοχήν του Αστεροσκοπείου, όπου ελήφθη η σκληροτέρα μάχη, υπέστησαν λίαν βαρείας απωλείας. Ουδέν σημείον της αμύνης μας υπέκυψεν».
Οι επιθέσεις των κομμουνιστών ήταν σφοδρές εκείνη την ημέρα και, όταν κάποια στιγμή κατάφεραν να διεισδύσουν, η αντίσταση των μαχητών της «Χ» ήταν σθεναρή, αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν με αρκετούς νεκρούς και τραυματίες. Οι μάχες συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας της 3ης Δεκεμβρίου. Το βράδυ οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ ενισχύθηκαν, για να μπορέσουν να σπάσουν την άμυνα των ανδρών της «Χ».
Το ξημέρωμα της επόμενης μέρας, 4ης του Δεκέμβρη, βρήκε τις δυο πλευρές να ανταλλάσσουν πυρά. Ο Γεώργιος Γρίβας περιγράφει τις επιθέσεις και τις δύσκολες στιγμές που βίωναν:
«Διαδοχικά κύματα ελασιτών επιτίθενται από της κατευθύνσεως του Αστεροσκοπείου και της γέφυρας Πουλόπουλου, ενώ από της κατευθύνσεως της Πλάκας και εξ άλλων κατευθύνσεων πυκνά πυρά βάλλουν την πλατείαν του Θησείου, όπου κόλασις πυρός απαγορεύει πάσαν κίνησίν μας...Οι μαχηταί αμιλλώνται εις ανδρείαν, οι αξιωματικοί αεικίνητοι... Όλη η Αθήνα ητένιζε προς το Θησείον και ανέμενε με αγωνίαν το αποτέλεσμα της μάχης. Αι απώλειαί μας ήσαν σοβαραί. Περίπου το ήμισυ της δυνάμεως των ανδρών μας ήτο εκτός μάχης, νεκροί και τραυματίαι».
Οι συγκρούσεις εντείνονταν και κάποια στιγμή έφτασε μια ομάδα Βρετανών στρατιωτών, για να μεσολαβήσουν να γίνει κατάπαυση του πυρός. Όρος της συμφωνίας ήταν η μεταφορά των ανδρών της «Χ» και των οικογενειών τους προς το Σύνταγμα και τα Ανάκτορα, που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του αγγλικού στρατού. Μόλις άρχισαν να βγαίνουν οι μαχητές και οι οικογένειές τους από τα σπίτια τους, δέχθηκαν πυρά από τους άνδρες του ΕΛΑΣ, με αποτέλεσμα να επικρατήσει πανικός, και πολλοί έτρεξαν και μπήκαν στο Θ΄ Αστυνομικό Τμήμα και στα γύρω σπίτια κοντά στην πλατεία του Θησείου. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ κύκλωσαν την περιοχή και άρχισαν σφοδρές μάχες σώμα με σώμα. Οι Βρετανοί στρατιώτες που είχαν φύγει επανήλθαν και ζήτησαν ενισχύσεις, γιατί πραγματικά υπήρχε πολύ μεγάλος κίνδυνος για τη ζωή των μαχητών της «Χ» και των οικογενειών τους.
Με την άφιξη των Βρετανών στρατιωτών, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ σταμάτησαν να πυροβολούν. Στη συνέχεια, οι Βρετανοί κάλεσαν όλους τους Χίτες να μαζευτούν στο Θ΄ Αστυνομικό Τμήμα, περιμένοντας να καταφθάσουν οι ενισχύσεις που ζήτησαν.
O Γεώργιος Γρίβας περιγράφει αυτές τις δραματικές στιγμές:
«Η σκληρά μάχη διήρκεσε μέχρι της 15ης ώρας της 4ης Δεκεμβρίου χωρίς ο ΕΛΑΣ να κατορθώσει να καταλάβη έστω κι εν σημείο της τοποθεσίας μας. Μετ’ ολίγον αφίχθησαν εις Θησείον δυο τεθωρακισμένα αυτοκίνητα, είς δε Βρεττανός Λοχαγός με εκάλεσε εις το Θ΄ Αστυνομικόν Τμήμα και μου ανακοίνωσε τα κάτωθι: «Διαταγή του Στρατηγού Σκόμπυ να σταματήση η μάχη και να μου καταθέσετε τα όπλα τα οποία και να μας παραδώσετε». Του απάντησα ότι πειθαρχώ εις τας διαταγάς του Στρατηγού, πρέπει όμως να εξασφαλισθή η ζωή των εθνικοφρόνων κατοίκων της συνοικίας από τας κομμουνιστικάς βιαιοπραγίας. Ηννόουν, βεβαίως, δια τούτου, ότι βρεττανικά τμήματα θα εξησφάλιζον την τάξιν εις το Θησείον και δεν θα επιτρέπετο εις τους κομμουνιστάς να προβούν εις σφαγάς και λεηλασίας».
Πράγματι, σε λίγο έφτασαν τα βρετανικά τεθωρακισμένα οχήματα και παρέλαβαν τους τραυματίες, τα γυναικόπαιδα και, τέλος, τους ηρωικούς μαχητές Χίτες, αφού προηγουμένως τους αφόπλισαν. Τους μετέφεραν αρχικά στο αστυνομικό τμήμα που ήταν στην πλατεία Συντάγματος και, ακολούθως, στα παλιά Ανάκτορα για περισσότερη προστασία.
Στο Θησείο οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ ανατίναξαν, βεβήλωσαν και λεηλάτησαν τα σπίτια των Χιτών και, ιδιαίτερα, του αρχηγού Γεωργίου Γρίβα και των συγγενών του.
Από αυτούς που διασώθηκαν ήταν και η σύζυγος του Γεωργίου Γρίβα μαζί με τις αδελφές της, ενώ ο πεθερός του, που δεν έφυγε με τους Άγγλους, έμεινε κρυμμένος στο υπόγειο του σπιτιού και γλίτωσε από τύχη. Σοβαρά τραυματισμένος στον πνεύμονα απ’ τις μάχες ήταν κι ο άνδρας της αδελφής της γυναίκας του Γρίβα, ιατρός Ανδρέας Στεριάτος. Συνεχίζοντας την αφήγηση των δραματικών γεγονότων, ο Γεώργιος Γρίβας αναφέρει:
«Ενδιαφερθείς πρωτίστως δια την ασφάλειαν των ανδρών μας, δεν έλαβα μέτρα δια την ασφάλειαν της οικογενείας μου, η οποία πρώτη θα υφίστατο τας κομμουνιστικάς αγριότητας. Ευτυχώς, αυτή κατόρθωσε μόνη της να διαφύγη τον κομμουνιστικόν κλοιόν και, άλλα μεν μέλη της έφθασαν εις το αστυνομικόν τμήμα, άλλα δε εις οικίας συγγενικάς ή φιλικάς, η δε συγκέντρωσίς της επετεύχθη μετά τινας ημέρας εις τα Παλαιά Ανάκτορα, όπου εγκαταστάθηκαν αρχικώς τα μέλη της Οργανώσεως.
Εντός του αστυνομικού τμήματος εμείναμεν μέχρις επελεύσεως του σκότους, οπότε βρεττανικά αυτοκίνητα μας μετέφερον εις τα Παλαιά Ανάκτορα και, μετά παραμονήν εκεί ημερών τινών, μετεκομίσθημεν εις το παλαιόν Υπουργείον Στρατιωτικών.
Το τμήμα της οδού Σόλωνος, προσβληθέν και τούτο υπό των κομμουνιστών, ημύνθη σθεναρώς και κατόρθωσε να σωθή δι’ ηρωικής εξόδου κατά την νύχτα της 4-5 Δεκεμβρίου.
Την 12ην Δεκεμβρίου, άπαντα σχεδόν τα μαχητικά μας μέλη, μετά των αξιωματικών, προσέτρεξαν εκ των πρώτων και κατετάγησαν εις τα σχηματισθέντα Τάγματα Εθνοφρουράς....».
Η Οργάνωση «Χ» είχε 28 νεκρούς και πολλούς τραυματίες, ενώ οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ άφησαν περισσότερους από 200 νεκρούς και τραυματίες.
Ο Γεώργιος Γρίβας με διαταγή του διαλύει την Οργάνωση «Χ» και οι αξιωματικοί και τα μέλη απαρτίζουν το 143 Τάγμα Εθνοφυλακής. Έτσι τελειώνει η δράση της αντιστασιακής Οργάνωσης «Χ» που αναγνωρίστηκε από το ελληνικό κράτος για την προσφορά της στη διάρκεια της Κατοχής.(ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1)
Η μάχη στο Θησείο και η αντίσταση των ηρωικών μαχητών της «Χ» βοήθησε καθοριστικά στο να μείνει η Αθήνα ελεύθερη και να μην περάσει στις δυνάμεις των κομμουνιστών. Οι μάχες συνεχίστηκαν τον δραματικό Δεκέμβρη του 1944 ως την ήττα των κομμουνιστών και την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας στις αρχές του 1945.
Όλο αυτό το δραματικό μήνα που μαίνονταν οι μάχες, στη Σοβιετική Ένωση δεν έγινε καμιά απολύτως αναφορά για τα γεγονότα στην Ελλάδα, τηρώντας την συμφωνία της 9ης Οκτωβρίου με τον Τσώρτσιλ, κατά την οποία η Ελλάδα ανήκε στη σφαίρα επιρροής των Άγγλων.

Πηγές :
Σπύρου Δημητρίου Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας – Διγενής Ο Αρχηγός της ΕΟΚΑ Εκδόσεις Πελασγός Αθήνα 2017
Εφημερίδα Πατρίς, Λευκωσία, 25-10-1971, στο Φάνης Α. Χαμόδρακας, ΘΗΣΕΙΟ Ιούνιος 1941 – Δεκέμβριος 1944, Εκδόσεις Προσωπική, Αθήνα, 2009, σελ. 123

Σχόλια