Κύπριοι εθελοντές στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο

Πέτρος Παπαπολυβίου

                        Η Κύπρος, υπό βρετανική κυριαρχία από το 1878 μέχρι το 1960, αν και δεν ήταν ποτέ ονομαστή ως «νησί πολεμιστών», έχει μεγάλη παράδοση στην εθελοντική στράτευση. Στα νεότερα χρόνια Κύπριοι κατατάχθηκαν εθελοντικά στον ελληνικό στρατό σε όλους τους πολέμους της Ελλάδας, από το 1897 μέχρι το 1940, ενώ στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο γύρω στις 15.000 Κύπριοι, Έλληνες και Τούρκοι, κατατάχθηκαν στο βρετανικό στρατό και υπηρέτησαν στο «Μακεδονικό σώμα ημιονηγών» (Macedonian Mule Corps). Οι Κύπριοι τόσο στον Α΄ όσο και στον Β Παγκόσμιο πόλεμο κατατάσσονταν προαιρετικά στο βρετανικό στρατό και χωρίς νομική υποχρέωση, και γι’ αυτό επικράτησε ο όρος «εθελοντής», παρότι λάμβαναν μισθό, οικογενειακό επίδομα και επιμίσθιο υπηρεσίας εξωτερικού.

                        Η κήρυξη του πολέμου από τη Μεγάλη Βρετανία εναντίον της Γερμανίας, στις 3 Σεπτεμβρίου 1939, σήμανε την άμεση είσοδο στον πόλεμο και της Κύπρου, που ήταν από το 1925 αποικία του στέμματος. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 8 Σεπτεμβρίου 1939, ο Κυβερνήτης της Κύπρου κάλεσε την κατάταξη 500 Κυπρίων στο βρετανικό στρατό, στις ειδικότητες οδηγών αυτοκινήτων ή μηχανικών, γραφέων και μαγείρων, άγαμων, κατά προτίμηση, ηλικίας 18 μέχρι 30 χρονών. Ως τις 6 Οκτωβρίου 1939 είχαν επιλεγεί για κατάταξη, με αυστηρά κριτήρια, 54 Κύπριοι στρατιώτες, που αναχώρησαν λίγες ημέρες αργότερα για την Αίγυπτο και από εκεί στη Γαλλία. Η Κύπρος έγινε η πρώτη βρετανική αποικία που έστειλε άνδρες της στις επιχειρήσεις του πολέμου και συγκεκριμένα στη Γαλλία, στις αρχές Ιανουαρίου του 1940. Τον Φεβρουάριο του 1940 ιδρύθηκε το «Κυπριακό Σύνταγμα» (“Cyprus Regiment”) και ακολούθησε, τον Ιούνιο του 1940, η σύσταση της «Κυπριακής Eθελοντικής Δυνάμεως» - (“Cyprus Volunteer Force”). Στα δύο αυτά σώματα κατατάχθηκε η μεγάλη πλειοψηφία των Κυπρίων στρατιωτών του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου.

                        Το «Κυπριακό Σύνταγμα» αποτελούνταν από λόχους Σκαπανέων, Ημιονηγών, Γενικού Μεταγωγικού (μηχανοκίνητες μεταφορές), μονάδων κινητών πλυντηρίων και Τεχνικών Μηχανικών, ενώ στη δύναμή του, από το τέλος του 1940 ως τις αρχές του 1942, εντάχθηκε και ένα τάγμα Πεζικού. Κύπριοι στελέχωσαν, επίσης, μονάδες θαλάσσιων μεταφορών, ή φρουρές σε στρατόπεδα αιχμαλώτων, ενώ πήραν μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στη Γαλλία, στην ηπειρωτική Ελλάδα και στην Κρήτη, σε διάφορες χώρες της Βόρειας Αφρικής, στη Μέση Ανατολή και στην Ιταλία. Ειδικά οι Kύπριοι ημιονηγοί (άνδρες των Pack Transport Companies) διακρίθηκαν στην εκκένωση της Δουγκέρκης, στη μάχη του Κερέν, στην Αβησσυνία, και στις φονικές μάχες του Κασίνο, στην Ιταλία.

                        Η «Κυπριακή Εθελοντική Δύναμις» είχε, ουσιαστικά, αυξημένα καθήκοντα «Πολιτικής Άμυνας», προσφέροντας υπηρεσίες στην κατασκευή οχυρωματικών έργων, τη μεταφορά στρατιωτικών εφοδίων και τη φρούρηση αποθηκών πολεμικού υλικού, ενώ εκτελούσε ατύπως και ρόλο Μηχανικού, μετά τους εχθρικούς (ιταλικούς κυρίως) αεροπορικούς βομβαρδισμούς, όπως και Τεχνικού. Οι άνδρες της προμηθεύτηκαν, σταδιακά, στρατιωτικές στολές και όπλα, μετά από σύντομη εκπαίδευση, αφού ύστερα από την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς (Μάιος 1941) ανέλαβαν και καθήκοντα φρουράς του νησιού.

                        Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα που έφερε στο φως η ιστορική έρευνα, στο «Κυπριακό Σύνταγμα» από τις αρχές Οκτωβρίου 1939 μέχρι τις 15 Αυγούστου 1945, έγιναν δεκτοί προς κατάταξη 12192 στρατιώτες. Ο πρώτος στρατιώτης του «Κυπριακού Συντάγματος» ήταν ο Τουρκοκύπριος Nevzat Halil, από τη Λευκωσία, με στρατιωτικό αριθμό CY 1, και ημερομηνία κατάταξης τις 2 Οκτωβρίου 1939. Άλλοι 4450 Κύπριοι, αξιωματικοί και στρατιώτες, κατατάχθηκαν στην «Κυπριακή Εθελοντική Δύναμη». Οι αριθμοί αυτοί είναι εντυπωσιακοί, εάν υπολογισθεί ότι η Κύπρος είχε λιγότερους από 400.000 κατοίκους  (κατά την τελευταία προπολεμική απογραφή, του 1931, αριθμούσε 347.959 κατοίκους).

                        Τα παραπάνω αριθμητικά δεδομένα καταγράφουν το σύνολο των καταταχθέντων. Η προσέλευση στα στρατολογικά γραφεία ήταν πολύ υψηλότερη, όμως οι Βρετανοί αξιωματικοί της στρατολογίας έθεταν διάφορους περιορισμούς και απέρριπταν υποψήφιους στρατιώτες για λόγους υγείας, ποινικού μητρώου, ακόμη και πολιτικών πεποιθήσεων, στους πρώτους μήνες. Στη συνέχεια, έγινε μεγάλη εκστρατεία κυβερνητικής προπαγάνδας στις πόλεις και στην ύπαιθρο με συστηματικές επισκέψεις ειδικών συνεργείων στρατολόγων για την προσέλκυση νέων στρατιωτών και έκδοση ειδικών αφισών και συνθημάτων.

                        Η κύρια μάζα των εθελοντών (5155 στρατιώτες ή ποσοστό 41.9%) κατατάχθηκε στο «Κυπριακό Σύνταγμα» κατά το 1940. Αντίθετα, το έτος με τη χαμηλότερη στρατολόγηση ήταν το 1942, με 309 νέους στρατιώτες. Οι υψηλοί ρυθμοί κατάταξης μειώθηκαν τον Απρίλιο του 1941, μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τη χιτλερική Γερμανία και την παράλληλη πύκνωση των φημών για επικείμενη γερμανική επίθεση στην Κύπρο. Ο μήνας με τη μεγαλύτερη κατάταξη ήταν ο Νοέμβριος του 1940, γεγονός που αντανακλά και τον πρωτοφανή ενθουσιασμό που προκάλεσε στην Κύπρο η ελληνική αντίσταση στην ιταλική επίθεση, τον Οκτώβριο του 1940. Κατατάχθηκαν τότε 921 εθελοντές, το 7.5% του συνολικού αριθμού. Το τελευταίο ρεύμα μαζικής κατάταξης εθελοντών παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 1943. Ήταν στελέχη και οπαδοί του κυπριακού κομμουνιστικού κόμματος ΑΚΕΛ («Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού»), που κλήθηκαν από το κόμμα τους σε μαζική στράτευση στον πόλεμο κατά του φασισμού.

                        Ένας πολύ υψηλός αριθμός Κυπρίων στρατιωτών, συνολικά 2059 άνδρες, συνελήφθηκαν στις πολεμικές επιχειρήσεις και κρατήθηκαν ως αιχμάλωτοι πολέμου. Εκτός από μερικούς που συνελήφθηκαν στη Γαλλία και στη Βόρεια Αφρική, η κύρια μάζα των αιχμαλώτων είχε συλληφθεί στην κυρίως Ελλάδα, κατά την υποχώρηση των βρετανικών και συμμαχικών στρατευμάτων τον Απρίλιο του 1941, και στην Κρήτη τον επόμενο μήνα. Αρκετοί κατάφεραν να δραπετεύσουν, κυρίως  στην Ελλάδα, αλλά και στην Ιταλία, μετά τη συνθηκολόγηση του 1943.

                        Στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο κατατάχθηκαν εθελοντικά και μερικές εκατοντάδες Κύπριες, που υπηρέτησαν σε βοηθητικές υπηρεσίες του βρετανικού στρατού και της αεροπορίας. Η μαζική γυναικεία κατάταξη παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο και έπρεπε να ξεπεράσει μακραίωνες προκαταλήψεις και νοοτροπίες σχετικά με τη θέση της γυναίκας. Ανάμεσα στις εθελόντριες ήταν μέλη γνωστών κυπριακών αστικών οικογενειών, αλλά κυρίως υπάλληλοι, νοσοκόμες και υπηρέτριες. Γνωρίζουμε τα ονόματα 117 Κυπρίων εθελοντριών. Μια από αυτές, σκοτώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1943 και είναι θαμμένη σε στρατιωτικό κοιμητήριο της Αιγύπτου.

                        Εκτός από τους Κύπριους που ζούσαν στην Κύπρο, υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 500 Κύπριοι που ζούσαν ως μετανάστες στη Βρετανία και την Αίγυπτο, κατατάχθηκαν σε άλλες μονάδες του βρετανικού στρατού. Κύπριοι κατατάχθηκαν και σε άλλες χώρες σε συμμαχικούς στρατούς στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου:  Υπάρχουν στοιχεία για 93 αξιωματικούς και εθελοντές στρατιώτες στον ελληνικό στρατό, 306 στον αμερικανικό στρατό και 135 στο στρατό της Αυστραλίας.


                        Ίσως το πιο σημαντικό πειστήριο της κυπριακής συμμετοχής στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο είναι ο αριθμός των πεσόντων Κυπρίων στρατιωτών, Ελλήνων και Τούρκων, που σκοτώθηκαν στη διάρκεια του πολέμου, 374 συνολικά. Τάφοι και κενοτάφια Κυπρίων στρατιωτών του βρετανικού στρατού, που σκοτώθηκαν κατά το 1939-1945 υπάρχουν, σύμφωνα με την έρευνά μας, στην Κύπρο και σε διάφορα κοιμητήρια 23 άλλων χωρών (Αίγυπτος, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ελβετία, Ελλάδα, Ερυθραία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ινδία, Ισραήλ, Ιταλία, Κένυα, Κίνα, Λίβανος, Λιβύη, Ολλανδία, Πολωνία, Σερβία, Σιγκαπούρη, Σουδάν, Συρία, Τυνησία και Τσεχία). Οι Κύπριοι πεσόντες είναι θαμμένοι σε 71 στρατιωτικά κοιμητήρια και μνημεία πολέμου. Η μεγαλύτερη διασπορά τάφων Κυπρίων πεσόντων υπάρχει στην Ιταλία: Εντοπίζονται 55 «κυπριακοί» στρατιωτικοί τάφοι  του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου σε δεκαοκτώ διαφορετικά κοιμητήρια. Στα κοιμητήρια της Ελλάδας είναι θαμμένοι οι περισσότεροι Κύπριοι στρατιώτες, 100 συνολικά, γεγονός που δείχνει τη μεγάλη συμμετοχή της Κύπρου στην ελληνική εκστρατεία του 1940-1941. 79 Κύπριοι είναι θαμμένοι σε δώδεκα στρατιωτικά κοιμητήρια της Αιγύπτου: Αυτό εξηγείται από την κυπριακή συμμετοχή στις μάχες της Βόρειας Αφρικής αλλά και τη μόνιμη παρουσία βάσης - στρατοπέδου (Base-Depot) του «Κυπριακού Συντάγματος» στη χώρα του Νείλου. Ένας σημαντικός αριθμός πεσόντων Κυπρίων στρατιωτών, 57 συνολικά, είναι θαμμένοι στα δύο στρατιωτικά κοιμητήρια της Λευκωσίας. Πρόκειται, κυρίως, για θύματα εχθρικών βομβαρδισμών ή για στρατιώτες που έχασαν τη ζωή τους σε διάφορα ατυχήματα ή που απεβίωσαν σε νοσοκομεία από ασθένεια. Στο Ισραήλ είναι θαμμένοι 18 άνδρες του «Κυπριακού Συντάγματος», ενώ οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, από τους 17 Κύπριους στρατιώτες που αναπαύονται στο στρατιωτικό κοιμητήριο της Πράγας, πρωτεύουσας της Τσεχίας, ήταν έγκλειστοι των χιτλερικών σε στρατόπεδα αιχμαλώτων. Τη μεγαλύτερη συγκίνηση προκαλούν τέσσερις τάφοι Κυπρίων στρατιωτών στην Ινδία, την Κένυα, τη Σιγκαπούρη και το Χογκ-Κογκ. Σύμφωνα με τη γνωστή ρήση του Θουκυδίδη, του μεγάλου Έλληνα ιστορικού της αρχαιότητας, παρά την «ανωνυμία» τους, και παρότι θάφτηκαν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Κύπρο, παραμένουν «άνδρες επιφανείς», αφού έχασαν τη ζωή τους προασπίζοντας τα υψηλότερα ιδανικά της γενιάς τους και της ανθρωπότητας: Την ελευθερία και την επικράτηση της δικαιοσύνης. 

Σχόλια