Τραγική μαρτυρία για τις σφαγές των Τούρκων στον Καραβά- Τούρκοι κομάντος είχαν αποβιβαστεί μέρες πριν την εισβολή – Ξεκλήρισαν ολόκληρη την οικογένεια του- Ο μόνος επιζώντας αφηγείται- Ποιοι ήταν οι δύο Τούρκοι αξιωματικοί που βοήθησαν πολλούς Ε/κ

Συγκλονιστική μαρτυρία για τις βιαιότητες και τις σφαγές των Τούρκων στον Καραβά- Τούρκοι κομάντος αποβιβάστηκαν μέρες πριν την εισβολή- Σκότωσαν όλην την οικογένεια του- Ο μοναδικός επιζώντας αφηγείται- Ποιος ο ρόλος των δύο «Τούρκων» αξιωματικών που έσωσαν πολλούς Ε/κ και το πλήρωσαν με τη ζωή τους 
Των Στέλιου Ξιουρή- Αντρέα Πολυκάρπου  
Ο πόλεμος είναι μια σκληρή πραγματικότητα. Ένας βίαιος τρόπος καταπάτησης της ορμής για ζωή που φέρουν τα έμβια όντα. 
Ο πόλεμος του 1974 αποτελεί την απόδειξη της βιαιότητας των Τούρκων απέναντι στους Ελληνοκύπριους.
Σήμερα σας παρουσιάζουμε την ιστορία του συγχωρεμένου Δημήτρη Κοζάκου όπως μας την αφηγήθηκε ο ίδιος. 
Η ζωή του Δημήτρη Κοζάκου, από τον Καραβά της επαρχίας Κερύνειας και οι στιγμές που πέρασε στην εισβολή των Τούρκων το 1974 ξεπερνούν κάθε ανθρώπινη φαντασία.
 Κάποιες στιγμές της ζωής του θυμίζουν ταινία με πρωταγωνιστές κάποιους σχιζοφρενείς δολοφόνους. Μόνο που ακόμα και η δράση των σχιζοφρενών δολοφονών ωχριά μπροστά στη  δράση του Αττίλα. 
«Η οικογένεια μου στον όμορφο Καραβά περνούσε πριν το 1974 υπέροχα. Ο πατέρας μου Κώστας διατηρούσε εστιατόριο, αλλά ήταν και εργολάβος , ενώ η μητέρα μου Δέσποινα εργαζόταν μαζί του για να συντηρήσει την πολυμελή οικογένεια μας, που αποτελείται από επτά κορίτσια και δυο αγόρια . Εγώ δούλευα ως ασφαλιστής. Είχαμε τα περβόλια μας τους κήπους μας και στο πανέμορφο τοπίο της Λάμπουσας η ζωή ξετυλιγόταν ιδανικά». 
Το σπίτι της οικογένειας Κοζάκου ήταν κτισμένο ανάμεσα  στο Πέντε και Έξι Μίλι, στην περιοχή που λεγόταν Πλάτανοι . Στους χώρους όπου πολλοί Λευκωσιάτες περνούσαν τις διακοπές τους και απολάμβαναν το πανέμορφο τοπίο. Όλα φάνταζαν υπέροχα.
Τα πρώτα σημάδια 
«Ο κόσμος στον Καραβά και την Κερύνεια δεν είχε επηρεασθεί από τη διχόνοια των Μακαριακών και Γριβικών . Ακούγαμε για εκρήξεις βομβών σε αστυνομικούς σταθμούς για ανταλλαγές πυροβολισμών σε άλλες πόλεις , αλλά εμείς ζούσαμε στο δικό μας κόσμο, της ευημερίας . Δυστυχώς όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων …». 
Οι Τουρκοκύπριοι κτίστες που εργάζονταν με τους ελληνοκυπρίους προειδοποιούσαν  προ καιρού ότι θα γίνει εισβολή και θα καταλάβουν την Κερύνεια. Ποιος όμως τους πίστευε; Από τις αρχές του Ιούλη φρόντισαν χωρίς να ξαναδώσουν σημεία ζωής, να εξαφανισθούν. 
Η βίαιη ανατροπή και ο τρόμος
Δευτέρα 15 Ιουλίου. Στο ραδιόφωνο ακούγεται το τραγούδι του Νταλάρα το πουκάμισο το θαλασσί. Ο Δημήτρης ξεκινάει για την Κερύνεια να φέρει τον πατέρα του από την πόλη όπου πήγε να ψωνίσει, για τις ανάγκες του εστιατορίου.
 Ο κ. Κώστας ήταν θλιμμένος και μονολογούσε: « Θα γίνει πόλεμος γιέ μου. Θα καταστραφούμε». 
Τον καθησύχασε ο γιος αλλά πλέον όλα είχαν «πάρει το δρόμο» τους. Επέστρεψαν στο σπίτι και πήγαν μάλιστα και για μπάνιο στην θάλασσα, λες και  τους έσπρωχνε κάποιο αδιόρατο χέρι για ν’ απολαύσουν, όσο περισσότερο μπορούσαν τις παραλίες της Κερύνειας. Το πρώτο σημάδι της καταστροφής όμως ήταν στο σπίτι τους το ίδιο βράδυ. Άκουσαν κάποιον να φωνάζει . 
Βγήκαν έξω και είδαν στο μισοσκόταδο κάποιο άντρα, ρακένδυτο να ζητάει φαγητό και κάποιο δωμάτιο για να μείνει. Η φωνή του παράξενη, βραχνή και κάπως ακαταλαβίστικη. 
Του παραχώρησαν δωμάτιο, φαγητό. Το πρωί είχε εξαφανισθεί με τον ίδιο μυστηριώδη τρόπο που ήρθε μέσα στη νύκτα. Το πλέον σίγουρο ήταν Τούρκος αξιωματικός-προπομπός των εισβολέων. 
« Είχαμε την κουφή στο κόρφο μας» λέει ο Δημήτρης με δόση αυτοσαρκασμού. Την επομένη 16 Ιουλίου κανένας δεν πήγε δουλειά , αφού κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος. Τα προμηνύματα πλήθαιναν. Η φωτιά που κατέκαψε μεγάλες εκτάσεις στο Πενταδάκτυλο ήταν κι αυτή έργο των Τούρκων πρακτόρων για να βρουν ευκολότερα τον προσανατολισμό τους οι αποβατικές δυνάμεις. Οι ξένοι τουρίστες ειδοποιήθηκαν και έφυγαν , διακόπτοντας τις διακοπές τους. Συγγενείς από το εξωτερικό τηλεφωνούσαν πανικόβλητοι αναφέροντας ότι τα πλοία των Τούρκων στο λιμάνι της Μερσίνας είναι έτοιμα για απόβαση. 
«Οι Κερυνειώτες όμως δεν ήθελαν να πιστέψουν το κακό που διαφαινόταν στον ορίζοντα.» Εξάλλου στο Καραβά και την Κερύνεια όλα κυλούσαν ομαλά. Μερικές μόνο γυναίκες πήγαν στο στρατόπεδο της Αχεροποιήτου και διαμαρτυρήθηκαν στους Ελλαδίτες αξιωματικούς. Την Παρασκευή 19 Ιουλίου αρρώστησε το παιδάκι του γείτονα του Αντρέα Σπαθιά. 
Ο Δημήτρης παίρνει το παιδί και τους γονείς του στη Λάπηθο, στο γιατρό τον Παρασκευαίδη, χωρίς να συμβεί οτιδήποτε. 
Ήδη άρχισε να νυκτώνει…
Στην επιστροφή συνάντησε καμιά 50αριά άτομα συγκεντρωμένα και τον προέτρεψαν να πάνε όλοι μαζί στο στρατόπεδο της Αχεροποιήτου να πάρουν όπλα γιατί θα γινόταν εισβολή των Τούρκων. 
Ο Διοικητής του πυροβολικού όμως τους περιγελούσε. « Ποια εισβολή λέτε ρε παιδιά. Άσκηση κάνουν.» Βγάλε τα πυροβόλα στο χώρο διασποράς να είναι έτοιμα τον παρακαλούν οι Καραβιώτες.
 « Φύγετε απ’ εδώ» τους φώναξε… Μετανιώσαμε λέει με απολογητικό ύφος ο Κοζάκος. Θα έπρεπε να τον σκοτώσουμε και όλα μπορεί σήμερα να ήταν διαφορετικά. 
Η μέρα της καταστροφής
Ξημέρωσε η 20η Ιουλίου. Η κυρία Δέσποινα περίμενε το γιό της να επιστρέψει. « Έχω κακό προαίσθημα». Ξάπλωσε και δεν συμβαίνει τίποτε την παροτρύνει  ο Δημήτρης .Στις 5.15 το πρωί η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει. 
«Το βουητό των αεροπλάνων ακόμη το ακούω μέχρι και σήμερα.» Βγήκε στην ταράτσα και πλέον έβλεπε καθαρά τα τουρκικά πλοία.  Χαμός πρωτόγνωρος για όλους. Εκρήξεις βομβών. Φωτιές. Κακό μεγάλο. Δεν ήξερε κανένας τι συμβαίνει. 
Στο δρόμο τα πυροβόλα του στρατοπέδου της Αχεροποιήτου ,δέχονται βομβαρδισμό, αφού ο διοικητής «άργησε» να καταλάβει ότι γίνεται πόλεμος. Εκτός από 2-3 πυροβόλα τα υπόλοιπα καταστράφηκαν. 
Κι ενώ γινόταν χαμός το ραδιόφωνο  μετέδιδε την προσευχή , την πρωινή γυμναστική. Η Κερύνεια καιγόταν. Ξεκίνησε για τον Καραβά ο Δημήτρης για να δει τι γίνεται. Στο δρόμο όμως  πήρε την πρώτη γεύση του θανάτου. Αεροπλάνο σε χαμηλή πτήση μυδραλιοβόλησε το  αυτοκίνητο. 
Πετάχτηκε κάτω και φοβισμένος έτρεξε να κρυφτεί στο σπίτι του ξαδέλφου του Παντελή Γεμέττα. Μετά από παρέλευση λίγων λεπτών, και αφού επικράτησε ησυχία, πετάχτηκε έξω , πήρε τ’ αυτοκίνητο  και πήγε στο σπίτι του.
Μπαίνοντας στο σπίτι αντίκρισε καταστροφές. Φώναξε την μάνα και τον πατέρα αλλά δεν πήρε απάντηση. Τότε έτρεξε προς το κοντινό γεφύρι όπου συνάντησε τους δικούς του και την οικογένεια Χαράλαμπου Καουλλή, φοβισμένοι όλοι, να κρύβονται κάτω απ ‘το γεφύρι.
« Η ζέστη του κυπριακού καλοκαιριού άρχισε να μας καταβάλει. Δεν είχαμε ούτε μια μπουκάλα νερό.» Μαζί με τον Καουλλή βγαίνει ο Δημήτρης για να βρουν νερό. Μπροστά τους δυο στρατιώτες. « Που πάτε. Ελάτε μαζί μας» . «Όχι θα πάμε στην μονάδα μας. Ο Διοικητής θα μας σκοτώσει». Τα δυο αυτά παιδιά είναι ακόμη αγνοούμενοι.
Στην επιστροφή βλέπουν ελικόπτερα. « Είναι ελληνικά» φωνάζει με προσδοκία ο Καουλλής. « Όχι είναι Τούρκικα . Γρήγορα να φύγουμε από το γεφύρι γιατί θα κτυπήσουν».
Η κυρία Δέσποινα ήταν τραυματισμένη  και δεν μπορούσε να κινηθεί γρήγορα. Οι αδελφές του Δημήτρη πήραν την απόφαση. Θα πάμε πιο γρήγορα προς τον Καραβά μαζί με τους άλλους συγχωριανούς. Προτού ξεκινήσουν ο Δημήτρης και ο Καουλλής βγαίνουν σε παρακείμενο ύψωμα για να δουν τι συμβαίνει. Η θάλασσα της Κερύνειας ξέβρασε τα θηρία της Αποκάλυψης.
Στο μέσο του θανάτου
 Τα επιβατηγά έφθασαν και κατέβαζαν σε βάρκες τους εισβολείς. Oι Τούρκοι κατέβαιναν ανενόχλητοι και κάθονταν στην άμμο τετράδες. « Μας έπιασαν. Πάμε να φύγουμε». Η φωνή συντάραξε όλους γιατί συνειδητοποίησαν πλέον το μέγεθος της καταστροφής. Επιστρέφοντας εκεί που άφησαν τους γονείς του Δημήτρη βρήκαν μαζί τους την οικογένεια του Χρήστου Δράκου(γυναίκα, παιδιά ηλικίας 6 και 8 χρονών) από τον Άγιο Γεώργιο Κερύνειας. 
Ο Καουλλής έψαξε τις κόρες του και την γυναίκα του. « Προχώρησαν μπροστά. Πήγαινε κι εσύ να βρεις τις αδελφές σου Δημήτρη». Η προτροπή της μάνας ήταν σωτήρια. Βγαίνοντας προς τον δρόμο που οδηγεί στο χωριό Φτέρυχα άρχισε να καλεί τις αδελφές του : « Ευγενία- Αντρούλλα». 
Δεν έπαιρνε όμως καμιά απάντηση. Και ξαφνικά ακούστηκε καταιγισμός πυροβολισμών από απέναντι (όχι από την πλευρά της θάλασσας) δείγμα ότι οι Τούρκοι είχαν κατέβει από τις προηγούμενες μέρες. 
Όπως φάνηκε και από άλλες περιπτώσεις όπως ο σφαγιασμός αγρότη στο Πικρό Νερό, κομάντος ήταν στην Κερύνεια από τις προηγούμενες μέρες , για να μην πούμε και βδομάδες.  
Τρέχοντας κρύφτηκε σε κάποιο θάμνο (σιοινιά) με τις αδελφές του να βρίσκονται κάπου στα δεξιά και  τους γονείς του αριστερά. Βρισκόταν ανάμεσα στη μοιρασμένη οικογένεια του και τον θάνατο να καραδοκεί. Τι έγινε σε 15-20 λεπτά ήταν κάτι το απίστευτο. Αρκετοί Καραβιώτες ανάμεσα τους και οι αδελφές μου με τα χέρια υψωμένα και οι Τούρκοι να βρίσκονται τριγύρω. Αιχμαλωτίστηκαν. Η απελευθέρωση τους ξετύλιξε το κουβάρι μιας άλλης τραγικής ιστορίας.
Οι σωτήρες- ξαδέλφια από την Τουρκία. 
Πρόγονοι του Δημήτρη το 1914  για βιοποριστικούς λόγους είχαν πάει στην Τουρκία για να δουλέψουν. Εκεί έκαναν την οικογένεια τους αλλά πάντα με την νοσταλγία της επιστροφής στην πατρίδα. Τα παιδιά τους μεγάλωσαν στην Τουρκία αλλά πάντα είχαν μέσα τους την Κύπρο και το Καραβά. Έγιναν αξιωματικοί του στρατού. 
Και η τραγικότητα της μοίρας τους έστειλε το 1974 να καταλάβουν το χωριό των παππούδων και του πατέρα τους για το οποίο τους μιλούσαν καθημερινά. Ως αρχαία τραγωδία μοιάζουν οι στιγμές που έζησαν τα δυο αδέλφια από την Τουρκία. Βοήθησαν πολλούς ελληνοκυπρίους άμαχους να διαφύγουν στις ελεύθερες περιοχές. Ανάμεσα τους και οι ξαδέλφες τους. 
Οι δύο νεαροί αξιωματικοί με κίνδυνο της ζωής τους, προστάτευσαν αρκετούς ελληνοκύπριους εγκλωβισμένους. 
Όπως περιγράφει και ο Δημήτρης Κοζάκος μέσα από το βιβλίο του « Αγνοούμενοι της ελπίδας» τα δυο ξαδέλφια του ήταν πραγματικοί ήρωες, γι’ αρκετούς Κερυνειώτες. Μάλιστα ο ένας εκ των δυο σε επιχείρηση των εισβολέων προτίμησε να σκοτώσει κάποιο Τούρκο για να γλιτώσει Ελληνοκύπριους στρατιώτες, τους οποίους ετοιμαζόταν να κτυπήσει πισώπλατα. 
Ο ένας εκ των δύο Τούρκων αδελφών σκοτώθηκε από πυρά δικών του. Ποιοι ήταν όμως τελικά οι δικοί του; 
Όσο για τον άλλο αδελφό οι Τούρκοι αξιωματικοί πήραν τις πληροφορίες τους και τον χρησιμοποίησαν για την μεταφορά των αιχμαλώτων-ελληνοκυπρίων από τις ακτές της Κερύνειας στα μεγάλα επιβατηγά πλοία που τους μετέφεραν στις φυλακές των Αδάνων . Μάλλον σκοτώθηκε κι αυτός…
Η σφαγή των γονιών
Ο Δημήτρης είδε τις αδελφές του έστω και αιχμάλωτες. Οι γονείς του όμως στ’ αριστερά του διαδραματιζόταν άλλη μια τραγική ιστορία. 
Έφυγαν οι Τούρκοι από την περιοχή. Ξέφυγε από το πρόχειρο καταφύγιο του και ανηφόρισε προς την περιοχή προφήτη Ηλία. Εκεί κατάφυγε σε στρατόπεδο της περιοχής, ρακένδυτος και μισολιπόθυμος. 
Οι Τούρκοι όμως προέλαυναν και σε περίοδο εκεχειρίας. Αναγκάσθηκαν όλοι να προχωρήσουν σε αναδίπλωση προς την περιοχή του χωριού Βασίλεια. Ήθελε να μάθει για τους δικούς του. 
Μαζί με άλλους συγχωριανούς τράβηξαν προς το Καραβά για να μάθουν για τους δικούς τους. Στο δρόμο βρήκαν αρκετούς που έφευγαν και τους απέτρεπαν να πάνε στο Καραβά γιατί η περιοχή ήταν γεμάτη Τούρκους. Συνέχισαν όμως το δρόμο τους και έφτασαν στο χωριό Σκυλλούρα. 
Σε κάποια στιγμή εμφανίζεται ένα φορτηγό γεμάτο ανθρώπους. Μέσα ήταν συγχωριανοί μου που μόλις τον αντίκρισαν έμειναν έκπληκτοι. « Μα είσαι ζωντανός;» του φωνάζουν  « Έπαθαν τίποτε οι δικοί μου;» . 
« Είναι σκοτωμένοι όλοι οι δικοί σου» . Παγωμάρα. Μα αφού τις αδελφές του τις είδε και ήταν ζωντανές. Μπορεί και να έγινε κάποιο λάθος. Να μην έμαθαν σωστά. Την αλήθεια θα την μάθει αργότερα μέσα από κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία , ο Χρήστος Δράκος που ήταν μαζί με τους γονείς του . 
άθισαν να πιούν νερό στο ποταμό και εμφανίσθηκαν Τούρκοι. Θα έπρεπε να τους πάρουν στο σημείο που ήταν και οι άλλοι συγχωριανοί. Φτάνοντας στο ξέφωτο ο ένας από τους δυο γιους του Δράκου, προσπάθησε  να τρέξει για να φύγει. Οι Τούρκοι πυροβόλησαν το μικρό. Τότε όρμησαν η μάνα και ο άλλος γιος πάνω στο δολοφόνο του μικρού. Τους σκότωσαν και τους δυο.
 «Ο πατέρας μου προσπάθησε να τους σταματήσει και τον σκότωσαν κι αυτό. Η μάνα μου φώναζε γιατί σκότωσαν τον άντρα της και την πυροβόλησαν κι αυτή…». Ο Δράκος γλίτωσε από την επέμβαση άλλου Τούρκου αξιωματικού. 
«Εμένα με έσωσε η ευχή της μάνας μου.»


http://www.offsite.com.cy/

Σχόλια