Ο ΛΑΟΓΡΑΦΟΣ ΔΡ ΚΥΡΙΑΚΟΣ Π. ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ. ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΥΠΡΟΥ (ΜΕΡΟΣ Β')


Με αφορμή το βιβλίο του Κυριάκου Χατζηιωάννου "Λαογραφικά Κύπρου" δημοσιεύουμε το δεύτερο μέρος από το  άρθρο του ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΣΤ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Φιλολόγου Επιθεωρητού Μέσης Εκπαιδεύσεως, από το περιοδικό «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΥΠΡΟΣ» (Αρ. 167 – 168) ΛΕΥΚΩΣΙΑ - 1974 για τον λαογράφο και πνευματικό άνθρωπο Κυριάκο Χατζηιωάννου.

"Για να προχωρήσουμε όμως σε βάθος και να ερμηνεύουμε τα φαινόμενα οφείλουμε να τα ζήσουμε στη λεπτομέρεια και στο πλάτος τους, ζώντας εκεί όπου αυτά εκδηλώνονται: «Αν πάρουμε τώρα τον ομαδικό πνευματικό πολιτισμό, θα δούμε ότι εκδηλώνεται στα δημοτικά τραγούδια, τις παροιμίες, τα παραμύθια, τους μύθους, τις παραδόσεις κια πρέπει να μελετάται, κατατάσσεται, κρίνεται και αξιολογήται όπως περίπου συμβαίνει και με την προσωπική δημιουργία των ατόμων. Και όπως εκεί, για να εμβαθύνουμε στο έργο του ποιητή, πρέπει να γνωρίσουμε τη ζωή του, έτσι κι’ εδώ η προσπάθεια των επιστημόνων λαογράφων πρέπει να είναι να γνωρίσουν τη ζωή του λαού» («Κυπριακά Γράμματα» 18, 1953, 143 – 145 – «Τα εν Διασπορά» 268). Στο ίδιο ακριβώς μελέτημα, αποκαλύπτοντας τις ιδέες του για τη γραμμή πλεύσεως των ειδικών επιστημόνων που θα επιχειρήσουν λαογραφικές εργασίες αναστρεφόμενοι με το λαό, συνοψίζει: « Χρειαζόμαστε επιτόπιες έρευνες, μεθοδικές ταξινομήσεις υλικού, αναλυτικές μελέτες του υλικού τούτου, συγγραφές επί των γενικών αρχών της Λαογραφίας από ανθρώπους καλά κατηρτισμένους στο θέμα τούτο κι όχι απλώς οδηγίες τι υλικό να συλλέγεται. Δεν θέλω φυσικά να πως ότι οι οδηγίες είναι περιττές». Εξ άλλου στον πρόλογο των «Κυπριακών Μύθων» του, πολύ ορθά, αντιτίθεται έντονα στην αντιεπιστημονική συνήθεια να εκδίδουν οι θεωρητικά καταρτισμένοι συλλογές βασισμένοι πάνω στο υλικό που άλλοι θα μαζέψουν. Να πώς αντικρύζει το έργο του λαογράφου που σέβεται τον εαυτό του: «Άνευ της συστηματικής ερεύνης κατά περιοχάς και δη υπό λαογράφων συνδυαζόντων θεωρητικήν κατάρτισιν και επιτόπιον πρακτικήν εξάσκησιν η λαογρφική έρευνα θα χωλαίνη, με την προσφοράν των ερασιτεχνών, η οποία πολλάκις παραπλανά την επιστήμην και περιπλέκει τα ζητήματα αντί να λύη και διαλευκαίνη ταύτα . . . . . τα λαογραφικά θέματα αποτελούσιν εκδηλώσεις των εν κοινωνία ζώντων ατόμων και πρέπει εντός της κοινωνίας να παρατηρώνται και μελετώνται εν τη λειτουργία των. Ουδείς θεσμός κείται άνευ λόγου, χωρίς να εξυπηρετή κατά τρόπον σοφόν την αρμονικήν της κοινωνίας λειτουργίαν και ο λαογράφος θα ορμηθπη ν’ ανεύρη και εκθέση τον λόγον τούτον, κινούμενος εντός της κοινωνίας και ουχί επί της πολυθρόνας εντός του γραφείου του. Εκεί θα διδάσκωνται μόνον αι θεωρίαι τας οποίας η επιτόπιος έρευνα θ’ αποδεικνύη ορθάς ή εσφαλμένας». Στα «Κριτικά κι ερμηνευτικά» του («Κυπριακά Χρονικά» 11 (1905) σελ. 56 – 68) («Τα εν Διασπορά» σελ. 89 – 00). Σχολιάζοντας τραγούδια της συλλογής του Α. Σακκελλαρίου «Τα Κυπριακά» τομ. Β΄, του Ξ. Π. Φαρμακίδη «Κύπρια Έπη» και του Ν. Γ. Κυριαζή «Κυπριακά Χρονικά» (8, 1931, σελ. 312) και δοκιμάζοντας με προσοχή κι επιστημοσύνη ν’ αποκαταστήση αυτά, τονίζει πόση σημασία δίνει στην καταγραφή των κειμένων. Στο μελέτημα αυτό λέγει εμφαντικά ότι ο λαοράφος οφείλει να διακρίνεται για το γλωσσολογικό εξοπλισμό ώστε νάναι σε θέση να μη υποπίπτη σε σφάλματα διαλεκτικά και ερμηνευτικά που ενδέχεται να μπερδέψουν πιο πολύ. Να διακρίνεται για τη γενικώτερη φιλολογική μόρφωση ώστε, προκειμένου περί ποιητικού λόγου, ν’ αποφεύγη τα στιχουργικά λάθη σαν καταγράφη, να μη παρανοή δε και παρετυμολογή δίνοντας λαθεμένες μορφές και διορθώνοντας αδέξια. Κι είναι ανάγκη να προσέχη πολύ κατά την καταγραφή για να ξεπερνά τ’ ακουστικά λάθη. Έτσι θάναι σε θέση να σέβεται το κείμενο και να μη επιχειρή αυθαιρεσίες και παραποιήσεις.
Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν έχει καθήκον ο επιστήμονας να προβαίνει σε κριτικές εκδόσεις, όπως γράφει ο ίδιος στην εισαγωγή της κριτικής του έκδοσης «Δυό Δημοτικών Τραγουδιών της Κύπρου με θέμα το Χάρο» («Κυπριακά Γράμματα» 16 (1951) σελ 69-76) («Τα εν Διασπορά» σελ. 100 – 116) όπου προβαίνει σε συγκρίσεις με άλλες παραλλαγές, δίνει βιβλιογραφία του τραγουδιού με οτ θέμα αυτό και παλαίει με το πρόβλημα της αποκατάστασης του αρχικού κειμένου όπως το έθεσεν ο Ν. Πολίτης, ακολουθώντας την ίδια μ’ εκείνον μέθοδο, προχωρεί δε πάρα πέρα προσθέτοντας κριτικές σημειώσεις κάτω από το κείμενο. Ιδού λοιπόν τι υποστηρίζει στην πιο πάνω εργασία: «Δεν συμφωνούμε στο ζήτημα ότ πρέπει τα τραγούδια να τα αφήνουμε «απείρακτα και στη φυσική τους κατάσταση», δηλαδή όπως βγήκαν κατακρεουργημένα από τη μνήμη του ξεχασιάρη πληροφοριοδότη, που προχειρολογεί την ώρα που σου υπαγορεύει και κάποτε λεέι και ξαναλέει για να θυμηθή το στίχο (δεν τον βοηθά μάλιστα να θυμηθή το στίχο κι ο ρυθμός της υπαγορεύσεεως) κι αυτοσχεδιάζει και σκαρώνει ο ίδιος δικούς του, νερουλούς στίχους για να τους μπάση όπως – όπως στο σώμα του τραγουδιού και να το διαφθείρη. Αν, κατά τον Αποστολάκη, ο Πολίτης δεν πέτυχε στη μέθοδο αυτή, είναι άλλο ζήτημα. Δεν νομίζω ότι φταίει η μέθοδος. Πάντως είναι προτιμότερο να κάνουμε φιλολογικά πειράματα στην κατεύθυνση αυτή κι ας αποτυγχάνουμε, παρά να στεκόμαστε με χέρια σταυρωμένα. Μονάχα έτσι θα βρούμε το σωστό δρόμο». Το θέμα της κριτικής έκδοσης των κειμένων αντικρύζει σαν εξετάζη το ζήτημα των μεσαιωνικών κυπριακών ερωτικών ποιημάτων: «Η κριτική έκδοση των κυπριακών ερωτικών κειμένων» («Κυπριακά Γράμματα» Γ’ 1936 – 7 79-81). Πρόκειται για παρατηρήσεις γραμμένες εξ αφορμής των εργασιών της Giovanna Pojaghi και του Αντώνη Ιντιάνου. Εδώ τονίζει την ανάγκη της αυστηρής κριτικής βασάνου βασισμένης πάνω στη σημερινή κυπριακή διάλεκτο, ώστε να δοθή το κείμενο διορθωμένο όπως θα ‘βγαινε από το στόμα του δημιουργού του, χωρίς τα λάθη ανεπάρκειας ή τα λάθη σπουδής και απροσεξίας του γραφέα. Με την ευκαιρία λέμε πως και σ’ άλλην εργασία του ασχολήθηκε με τα κυπριακά ερωτικά ποιήματα του μεσαίωνα. Πρόκειται για το δημοσίευμα «Ο Ποιητής των Κυπριακών Ερωτικών Ποιημάτων» («Κυπριακά Γράμματα» 21 1956, σελ. 159 – 163), γραμμένο εξ αφορμής της δημοσίευσης των ποιημάτων αυτών που βρίκσκονται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη από τη Θέμιδα Σιαπκαρά – Πιτσιλλίδη (Αθήναι, 1952). Εδώ αντιμετωπίζει το πρόβλημα του συνθέτη – μεταφραστή των ποιημάτων σχολιάζοντας απόψεις των Σάθα, Legranta, Σιαπκαρά). Για τα ωραία αυτά λυρικά ερωτικά τραγούδια του άγνωστου Κυπρίου ποιητή τα επηρεασμένα από την ιταλική ποίηση και προ παντός από τα σονέττα του Πετράρχη έχει αφιερώσει μέρος μιας διάλεξης με θέμα «Η Μεσαιωνική και δημώδης κυπριακή ποίησις» που έδωσε στο Σύλλογο «Κινύρας» της Πάου («Διαλέξεις περί της Κυπριακής Ποιήσεως» σελ. 25 – 43, 1938, «Τα εν Διασπορά» σελ. 70 – 88). Στη διάλεξη καλύπτει την κυπριακή λαϊκή ποιητική παραγωγή μιας χιλιετηρίδασς περίπου, από την στιγμή που εμφανίστηκαν οι Άραβες μέχρι και των τελευταίων χρόνων, χωρίζοντάς την στην προφραγκική, στη φραγκική και μεταφραγκική. Παίρνει δηλαδή τη Φραγκοκρατία σαν σταθμό «γιατί είναι η αλήθεια, αυτή η περίοδος εχάραξε πολύ βαθειά τα χνάρια της και στο έδαφός μας με τα κάστρα και τις εκκλησίες της και στη γλώσσα και στη φιλολογία μας με τα δάνεια και τις επιδράσεις της». Στη διάλεξη, εκτός από τα ποιήματα του άγνωστου ποιητή που ανάφερα πιο πάνω, μιλά ιδιαίτερα για τ’ ακριτικά τραγούδια, για τα εκατόλογα της αγάπης (παραλληλίζοντας με Ροδίτικη και Αθηναίϊκη παραλλαγή ) τα δίστιχα, τα τραγούδια των ποιητάρηδων, τη θρησκευτική ποίηση και προβαίνει σ’ επισήμανση χαρακτηριστικών της ποίησης μας, της οποίας τελειώνοντας εξαίρει τη σημασία για το μεσαιωνικό και νεώτερο ελληνισμό.
Ανθολόγηση δε, τέλος, τούτων των Κυπριακών ερωτικών ποιημάτων βλέπουμε στο βιβλίο του «Κυπριακά Διαλεκτικά κείμενα» (ανθολόγηση, κριτική επιμέλεια, να μεταδώσουν τες σκέψεις, τα συναισθήματα, τους πόθους και τη φιλοσοφία της ζωής του Κυπριώτη, όλα εξιστορημένα με το δικό του στόμα, με τη δική του λαλιά, έτσι που να δείχνεται τόσο η ψυχοσύνθεσή του, όσο και η λογοτεχνική του ιδιοφυΐα». Εξόν από την προσεκτική επιλογή, έχουμε τις ερμηνείες και περιλήψεις, τις σύντομες κι’ εμπεριστατωμένες εισαγωγές που δείχνουν διαύγεια κι ενημέρωση, ως και το γλωσσάριο μ’ ενδιαφέρουσες ετυμολογίες. Χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια: α) Κυπριακά διαλεκτικά κείμενα Φραγκοκρατίας, β) Κυπριακά δημοτικά τραγούδια, γ) Ποιητάρηδες, δ) Διαλεκτικοί Κύπριοι Ποιητές, ε) Γλωσσάριο. Σ’ όλες του τις καταγραφές που βρίσκονται σκορπισμένες εδώ κι εκεί ακολουθεί την αυτή γραμμή: - Προσοχή στη γραφή, τοποθέτηση κάτω από το αυστηρό επιστημονικό βλέμμα, συγκρίσεις και σχόλια. Τέτοιες είναι: «Κυπριά Λαϊκά Τραγούδια - Αινίγματα» (Κυπριακά Χρονικά), «Κυπριακά Λαϊκά Τραγούδια (Λαογραφία), Κυπριακά Λαϊκά Τραγούδια’ (Κυπριακά Χρονικά), «Ιδιωματικές Εκφράσεις στην Κύπρο» (Κυπρ. Χρονικά), «Γλωσσικά και Λαογραφικά Σταχυολογήματα» (Κυπριακά Γράμματα), «Κυπριακές Παροιμίες» (Λαογραφία) , «Προλήψεις – Δεισιδαιμονίες – παραδόσεις» (Κυπριακά Χρονικά), «Κυπριακά Λαϊκά Τραγούδια» (Κυπριακά Χρονικά), «Γλωσσικά και Λαογραφικά Σταχυολογήματα (Κυπριακά Γράμματα), «Ξόρκια» (Κυπριακά Χρονικά), «Δεισιδαιμονίες και Προλήψεις» (Κυπριακά Χρονικά). Αναφέρουμε την εργασία του «Οι εκπαιδευτικές παροιμίες των Κυπρίων» («Αγωγή» τεύχος 2 1947 – 1948, σελ. 4-5). Εδώ πρόκειται όχι για καταγραφή αλλά για ερμηνεία των παροιμιών του κυπριακού λαού που αναφέρονται στην Αγωγή. Άλλη εργασία του λαογραφικού ενδιαφέροντος φέρει τον τίτλο «Σκληρόπουλλος» («Ελληνικά» 2 (1929) σελ. 203 – 204) (Τα εν Διασπορά σελ. 259 – 260). Σ αυτή σχολιάζει την παρουσία του ονόματος Σκλερόπουλλος, Φτερόπουλλος, Ξερόπουλλος, Ψερόπουλλο, Στερόπουλλον σε κυπριακές παραλλαγές κυπριακών ακριτικών δημοτικών τραγουδιών καθιστά γνωστά όσα ο Ν. Πολίτης περί Συρόπουλου λέγει, προτιμά δε να συνδέση το όνομα με την ακμάζουσα στην Κωνσταντινούπολη μεγάλη στρατιωτική οικογένεια των Σκληρών, γνωστών στα θέματα της Μικράς Ασίας για τη στρατιωτική τους ισχύ και τα κατορθώματά τους.

Εξ άλλου στη μελέτη «Σύμμεικτα Λαογραφικά από τους Κυπριώτες Χρονογράφους» («Πάφος» 2 1937 σελ. 297 – 307) («Τα εν Διασπορά» σελ. 50 – 61) ασχολείται με γεγονότα λαϊκού Πολιτισμού προσφιλή στους μεσαιωνικούς Κυπρίους χρονογράφους Μαχαιρά και Βουστρώνιο. Ως γνωστό οι χρονογράφοι δίνουν βαρύτητα σε δεισιδαιμονίες, προλήψεις, θέματα μαγείας και αστρολογίας, μεταχειρίζονται σωρεία παροιμιών, είνια πεπεισμένοι για την επέμβαση του θείου στα ανθρώπινα: «παραχώρησις θεού δια τας αμαρτίας μας». Φέρει παραδείγματα και παραβάλλει με αρχαία και σημερινά. Στην ωραία εργασία του «Ο Λιπέρτης κι η κυπριακή πραγματικότης» (Δελτίον Ελληνικού Πνευματικού Ομίλου Κύπρου», έτος 1954-5, σελ. 33-54) («Τα εν Διασπορά» σελ. 117 – 138) αντικρύζει διεξοδικά το θέμα από πού έπαιρνε τις εμπνεύσεις του, πώς δούλευε το στίχο του και τι κόσμους δημιουργούσε ο ποιητής πούταν κάτοχος όχι μονάχα της γλώσσας του λαού παρά και της ψυχής του. Και καταδεικνύει πώς: «Στην ποίηση του Λιπέρτη δεν υπάρχει τίποτε το εγκεφαλικό, τίποτε το εμπνευσμένο από βιβλία ή από μελέτες. Ό,τι τον συγκινεί και τον εμπνέει είναι η σύγχρονη ζωή μακριά από κάθε μεταφυσική, η ζωή όμως η γεμάτη θυμοσοφία. Γι’ αυτό τα ποιήματα του Λιπέρτη είναι: απλά, χαριτωμένα, και αποπνέουν το άρωμα των αγριολουλουδιών του Κυπριακού κάμπου και του βουνού». Από τις βιβλιοκρισίες που μας έδωσε θα σημειώσουμε στην παρούσα σκιαγραφία δύο μόνον, όχι πως οι υπόλοιπες είναι μικρότερης σημασίας αλλά γιατί κατά τη γνώμη μας σ’ αυτές επιτυγχάνει καλύτερες ερμηνείες από δυο καθηγητές Πανεπιστημίου τους Στίλπωνα Κυριακίδη και Φάιδωνα Κουκουλέ. Πρόκειται για την κρίση για το περιοδικό «¨Λαογραφία» (τόμος ΙΒ΄ ) (Κυπριακά Γράμματα» 14 (1949) σελ. 134-136) (Τα εν Διασπορά» σελ. 263 – 267) και για την κρίση για το βιβλίο του Φαίδωνος Κουκουλέ «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός’ (τόμ. Ε΄ Παράρτημα) (Κυπριακά Γράμματα, 18, σελ. 182-183) (Τα εν Διασπορά, σε. 272-274). Στην πρώτη σχολιάζει την «περί των συμβόλων και συμβολικών πράξεων εν τη νεοελληνική λαογραφία» πραγματεία του Στ. Π. Κυριακίδη και πιστεύω πως δίνει καλύτερη ερμηνεία για την αμοιβαία ανταλλαγή δώρων, από του αρραβώνος, μεταξύ γαμβρού, νύμφης και συγγενών των μελλονύμφων, καθώς και για τις κοινές τράπεζες κατά τον αρραβώνα και το γάμο. Υποστηρίζει πως εκτός από το δακτύλιο αρραβώνα ούτε τα δώρα ούτε οι εστιάσεις αποτελούν σύμβολα ή συμβολικές πράξεις, αλλά τα τοιαύτα γίνονται για να συσφίγξουν τις δυο οικογένειες σε στενούς κοινωνικούς δεσμούς. Παρατάσσει δε μερικά σύμβολα σχετικά με το γάμο από δικές του παρατηρήσεις της κυπριακής ζωής. Στη δεύτερη εκφέρει απόψεις για το παράρτημα του Ε΄ τόμου του βιβλίου του Φ. Κουκουλέ με το οποίο ο διαπρεπής καθηγητής κλείει τη μεγάλη εργασία του γύρω από το βίο και τον πολιτισμό των Βυζαντινών κι όπου αναλύει και ερμηνεύει λέξεις και φράσεις της νέας ελληνικής. Ο δρ. Κυριάκος Π. Χατζηιωάννου τονίζει τη διπλή χρησιμότητα του έργου, την πολιτιστική και γλωσσική συνάμα: «α) γιατί μας διδάσκει πώς από ένα λαογραφικό στοιχείο, από μια εθιμική ή απλή συνήθεια ξεπετιέται μια φράση ή μια λέξη και β) πώς αυτή εξελίσσεται εννοιολογικά και φτάνει στη σημερινή της σημασία αγνώριστη, ανυποψίαστη, χωρίς να προδίδει την αρχή της». Αναφέρεται στη φράση: «αυτή τα ψήνει με τον τάδε» - «τα ‘χουν ψημένα’, όπως την ερμηνεύει ο Φαίδων Κουκουλές, κι ενισχύει την υπόθεση του συγγραφέα. Αλλά για την ερμηνεία της φράσης «τον παίζω στα δάχτυλα» διαφωνεί κι υποστηρίζει (συμφωνούμε δε κι εμείς με την ερμηνεία του) πως προήλθεν από τα νευρόσπαστα ή τους φασουλήδες που τους παίζουμε στα δάχτυλά μας και τους βάζουμε να κάνουν ό,τι θέλουμε εμείς. Έτσι διαφωνεί μ’ όσα γράφει ο Κουκουλές «τον απατώ, τουτέστιν ως απατά τον συναλλασσόμενον ο ταχέως κατά τον υπολογισμόν κινών τους δαχτύλους». Φωτίζει τέλος τη φράση «την έπαθε Χιώτικη». (εμείς τη ξέρομε «την έπαθε Χιώτικα») καταγράφοντας δυο τέτοια παθήματα (ένα αρχαίο κι ένα νεώτερο) που ίσως να γέννησαν την Πανελλήνια αυτή παροιμιώδη φράση."

ΤΕΛΟΣ Β' ΜΕΡΟΥΣ


Σχόλια