ΜΝΗΜΗ ΗΡΩΩΝ : Συμεού Παναγιώτης, Ροτσίδης Σάββας

Συμεού Παναγιώτης
Γεννήθηκε στο χωριό Πάχνα, της επαρχίας Λεμεσού, στις 8 Σεπτεμβρίου 1936.
Σκοτώθηκε από Άγγλους στρατιώτες την αυγή της 25ης Νοεμβρίου 1958 στη Λεμεσό, όταν αποπειράθηκε να δραπετεύσει.
Γονείς : Συμεών Δημητρίου και Μυριάνθη Αθηνάκη
Αδέλφια : Έλλη, Ανδρέας, Χρυστάλλα
Ο Παναγιώτης Συμεού, ή Πανίκος όπως τον φώναζαν οι δικοί του, τελείωσε το δημοτικό σχολείο Πάχνας και ασχολήθηκε με την αμπελοκαλλιέργεια. Το ενδιαφέρον του για τα κοινά εκδηλώθηκε από πολύ νωρίς. Σε ηλικία μόλις 17 χρόνων πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Νέας Συντεχνίας Πάχνας και αθλητικού σωματείου στο χωριό του. Διοργάνωσε επίσης εθνικές εκδηλώσεις, εμπνέοντας όλους με την ελληνική φουστανέλα που φορούσε.
Κατατάχθηκε στην ΕΟΚΑ αρχές του 1956 και ανέπτυξε πλούσια δράση. Έλαβε μέρος στην επίθεση εναντίον του αστυνομικού σταθμού Πάχνας, σε τέσσερις ανατινάξεις του συστήματος ύδρευσης Επισκοπής και σε επιθέσεις της ΕΟΚΑ στις Κιβίδες και στην Κισσούσα. Στη συνέχεια συνδέθηκε με την ανταρτική ομάδα της περιοχής του, που έμενε σε κρησφύγετο μεταξύ των χωριών Φοινί και Άης Νικόλας. Όταν το κρησφύγετο ανακαλύφθηκε από τους Άγγλους, ο Πανίκος Συμεού, με εντολή της Οργάνωσης, συγκέντρωσε με συναγωνιστή τα όπλα και τα μετέφερε στο Όμοδος. Οι αντάρτες, που σκορπίστηκαν προσωρινά, ανασυγκροτήθηκαν και πάλι σε δυο ομάδες, στη μία εκ των οποίων συμπεριλαμβανόταν και ο Πανίκος. Η δράση της ομάδας αυτής συνεχίστηκε με επιθέσεις εναντίον των Άγγλων στην Αυδήμου και την Τριμίκλινη.
Λόγω της πλούσιας δράσης του, ο Πανίκος Συμεού καταζητήθηκε και το Νοέμβριο του 1958 τον συνέλαβαν οι Άγγλοι. Για τρεις μέρες τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια στον αστυνομικό σταθμό Αυδήμου. Το βράδυ της 24ης προς την αυγή της 25ης Νοεμβρίου 1958, ημέρα κατά την οποία άρχιζε η συζήτηση του Κυπριακού στον ΟΗΕ και επικρατούσε εκεχειρία, οι Άγγλοι, υπό την απειλή των όπλων, τον οδήγησαν στη Λεμεσό, για να τους υποδείξει οπλισμό της ΕΟΚΑ. Στην οδό 28ης Οκτωβρίου, κοντά στο γήπεδο ΓΣΟ, ο Πανίκος πήδησε από το αστυνομικό αυτοκίνητο και άρχισε να τρέχει, για να διαφύγει. Οι Άγγλοι στρατιώτες και οι Τούρκοι επικουρικοί αστυνομικοί που τον συνόδευαν, άνοιξαν πυρ εναντίον του και τον σκότωσαν. Ήταν αυγή της 25ης Νοεμβρίου 1958. Από τη διασταύρωση των πυρών τους, σκοτώθηκαν επίσης ένας από τους αστυνομικούς συνόδους του και ένας Άγγλος στρατιώτης.
Στην ταφή του Πανίκου, που κατά διαταγή των Άγγλων, αντίθετα προς τους κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, έγινε στις δέκα το βράδυ, το πλήθος γονάτισε στο κοιμητήριο και έψαλλε τον εθνικό ύμνο. Στο πρώτο του μνημόσυνο οι κοπέλες του χωριού χόρεψαν, καθ’ υπόδειξη της μητέρας του, καλαματιανό τραγουδώντας δικούς του στίχους, που τραγουδούσε και ο ίδιος, όταν χόρευε με την μητέρα του.
“Αν μάθεις πως σκοτώθηκα, χαρές να ‘χετε όλοι, για της πατρίδας την τιμή είναι γλυκό το βόλι…”
Ροτσίδης Σάββας
Γεννήθηκε στο χωριό Μάμμαρι, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 18 Ιανουαρίου 1935.

Φονεύθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1958 σε περιοχή του Αγρού, σε ενέδρα που του έστησαν Άγγλοι στρατιώτες.
Γονείς : Γεώργιος και Αναστασία Ροτσίδη
Αδέλφια : Λοΐζος, Ανδρέας, Ειρήνη και Πολύμνια

Ο Σάββας Ροτσίδης τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του και τη Σχολή Σαμουήλ στη Λευκωσία.
Εργαζόταν στην Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία ως λογιστής και μετά ως αποθηκάριος στο μεταλλείο Μιτσερού. Εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ από την αρχή του αγώνα, συνεργαζόμενος με τις ανταρτικές ομάδες Πιτσιλιάς. Στις 18 Νοεμβρίου 1955 πήρε μέρος στη δεύτερη επιχείρηση του τομέα Πιτσιλιάς, την επίθεση εναντίον της φρουράς των εκρηκτικών υλών του μεταλλείου Μιτσερού. Το μεταλλείο Μιτσερού ήταν η κύρια πηγή εφοδιασμού της ΕΟΚΑ με δυναμίτιδα.
Τον Οκτώβριο του 1956 συνελήφθη και κακοποιήθηκε βάναυσα από τους Άγγλους, επειδή βρέθηκαν στην κατοχή του δυο περίστροφα. Παραπλανητικά ενεργώντας, κατάφερε να οδηγηθεί από τους ανακριτές του στην ορεινή περιοχή του χωριού Άγιος Επιφάνιος, για να τους υποδείξει δήθεν το κρησφύγετο των συνεργατών του και, αφού τους εξαπάτησε, κατόρθωσε να διαφύγει. Πέρασε από το σπίτι του, όπου του περιποιήθηκε τις πληγές η μητέρα του, προτού κρυβεί. Ο Διγενής έδωσε εντολή στους συνεργάτες του να είναι προσεκτικοί στην επανασύνδεσή τους μαζί του, μέχρι που να διαπιστωθεί ότι ο τρόπος της απόδρασής του ήταν έντιμος. Ο Ροτσίδης έμεινε λίγους μήνες στην αφάνεια κρυβόμενος από συναγωνιστές του, αρχικά στην περιοχή της Μόρφου και στη συνέχεια στα χωριά Άγιος Ιωάννης Μαλούντας, Παλαιχώρι και Πολύστυπος. Με την επανασύνδεσή του με τις ανταρτικές ομάδες της Πιτσιλιάς πήρε μέρος σε πολλές επιθέσεις εναντίον των Άγγλων.
Στις 25 Νοεμβρίου 1958 ο Ροτσίδης πήγε σε πηγή με το συναγωνιστή του Ρογήρο Σιηπιλλή, για να πάρουν νερό στο κρησφύγετό τους, στην περιοχή “Σκουρή” του Αγρού. Εκεί ενέπεσαν σε ενέδρα των Άγγλων, που παραβίασαν την υφιστάμενη τότε εκεχειρία. Ο Ροτσίδης σκοτώθηκε και ο συναγωνιστής του κατόρθωσε να διαφύγει βαριά τραυματισμένος. Ο Ροτσίδης είναι ο τελευταίος αντάρτης νεκρός του Αγώνα.
Οι γονείς του τον έντυσαν με γαμπρικό κοστούμι στο Σανατόριο της Κυπερούντας, απ’ όπου τον παρέλαβαν μετά το θάνατό του και, δεχόμενοι στο σπίτι τους το πλήθος του κόσμου που μαζεύτηκε από όλη την Κύπρο να τον αποχαιρετήσει, παράγγειλαν να κτυπήσουν αναστάσιμα οι καμπάνες και πρόσφεραν κουραμπιέδες.
Ο Παναγιώτης Συμεού είναι μαζί με το Σάββα Ροτσίδη οι τελευταίοι νεκροί του αγώνα.

Σχόλια