Ένα βρέφος στην αιχμαλωσία το 1570

Post image for Ένα βρέφος στην αιχμαλωσία το 1570
Γράφει η Νάσα Παταπίου

Ο μικρός Ιάκωβος Δενόρες γεννήθηκε το 1569, λίγο πριν την 9η Σεπτεμβρίου του έτους 1570, όταν οι Οθωμανοί κατόρθωσαν να κατακτήσουν τη Λευκωσία – ο ίδιος βρέθηκε σκλάβος στα χέρια των Οθωμανών

Είχε γεννηθεί γύρω στο 1569 και τον ονόμασαν Ιάκωβο και είδε το φως στην πρωτεύουσα της Κύπρου, τη Λευκωσία, όπου είχαν τα μέγαρά τους και κατοικούσαν οι φεουδάρχες, οι ιππότες και οι ευγενείς, δηλαδή, μεταξύ αυτών και οι γεννήτορες και οι πρόγονοί του. Εάν γεννήθηκε στο πατρικό της μητέρας του πολύ πιθανόν να ήταν το μεγάλο μέγαρο, κοντά στη μονή του Τάγματος του Αγίου Αυγουστίνου, κοντά στον καθεδρικό του Αγίου Ιωάννη. Εάν γεννήθηκε στο πατρικό του πατέρα του, τότε πρέπει να ήταν το μέγαρο κοντά στην Αγία Σοφία, εκεί όπου η γιαγιά του είχε οχυρωθεί στις 9 Σεπτεμβρίου 1570, με τους θησαυρούς της και με τα αμάξια της, αναμένοντας τις διαβουλεύσεις με τους Οθωμανούς, ώστε να σώσει τη ζωή της και τις ζωές των μελών της οικογένειάς της.
Ο μικρός Ιάκωβος ήταν μόλις βρέφος, αφού γεννήθηκε το 1569, όταν τις πρώτες μέρες του φθινοπώρου, στις 9 Σεπτεμβρίου του έτους 1570, οι Οθωμανοί κατόρθωσαν να εισβάλουν στην πόλη και να την κατακτήσουν. Καταγόταν από δύο σπουδαίες οικογένειες της Κύπρου, που πέρασαν όχι μόνο στην ιστορία της μεγαλονήσου αλλά και έγραψαν ιστορία. Τα μέλη αυτών των δύο οικογενειών ήταν φεουδάρχες και κατείχαν πολλά χωριά σε όλα τα διαμερίσματα της Κύπρου. Διενεργούσαν εμπόριο με τη μητρόπολη Βενετία και εκλέγονταν ως επίτροποι της Κοινότητας (Universita) της Λευκωσίας. Εκπροσωπούσαν επίσης τους κατοίκους της πόλης στην πόλη των τεναγών όπου μετέβαιναν για να υποβάλουν αιτήματα. Είχαν άριστες σχέσεις με τις βενετικές αρχές και συνεργάζονταν στενά με τους Βενετούς αξιωματούχους που διορίζονταν στην Κύπρο. Πολύ συχνά στη Βενετία και σε επίσημες τελετές παραχωρούνταν σε κάποια μέλη των δύο οικογενειών τα διάσημα του ιππότη του Αγίου Μάρκου. Συντηρούσαν από ένα λόχο μισθοφόρων στρατιωτών για την άμυνα της Κύπρου. Συνδέονταν μ’ επιγαμίες με Βενετούς πατρικίους. Σπούδαζαν στα πανεπιστήμια της Πάδοβας και κάποιοι διέπρεψαν στα γράμματα ή ως προστάτες των γραμμάτων και των τεχνών. Η καταγωγή της μητέρας του ήταν ελληνική, το γένος Ποδοκάθαρου, και η καταγωγή του πατέρα του ήταν φραγκική, από τον κλάδο των Δενόρες. Το μέλλον του μικρού αγοριού, υπό κανονικές συνθήκες, διαγραφόταν λαμπρό. Όταν θα μεγάλωνε θα μετέβαινε στη Βενετία και στη συνέχεια θα σπούδαζε στο περίφημο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Θα νυμφευόταν κάποια Βενετή πατρικία, ή εάν επέστρεφε στην Κύπρο, κάποια θυγατέρα ενός άλλου φεουδάρχη. Θα κληρονομούσε από τους φεουδάρχες παππούδες του κάποια χωριά και θα ήταν ιδιοκτήτης γαιών. Ίσως ν’ ακολουθούσε πανεπιστημιακή σταδιοδρομία, όπως ο συγγενής του πατέρα του, Ιάσων Δενόρες, ή να γινόταν λόγιος όπως ο αδελφός του παππού του, Ιωάννης Ποδοκάθαρος. Πολύ πιθανόν εάν η Κύπρος δεν περνούσε στην εξουσία των Οθωμανών και αυτός ο ίδιος να προσέφερε για την άμυνά της, όπως οι δυο παππούδες του το 1567, αφού ο ένας οικοδόμησε τον προμαχώνα Ποδοκάθαρο και ο άλλος τον προμαχώνα που φέρει το όνομα Τρίπολη της κομητείας του.
Η κατάκτηση της Κύπρου το 1570-1571 από τους Οθωμανούς μετέβαλε την πορεία της μεγαλονήσου και επηρέασε την εξέλιξη της κυπριακής κοινωνίας, αφού έμεινε πίσω από την πρόοδο και υποδουλώθηκε σ’ ένα ολοκληρωτικό σύστημα. Ταυτόχρονα, άλλαξε και η πορεία της ζωής των κατοίκων της, όσοι βέβαια δεν σφαγιάστηκαν από τη σπάθη των εχθρών. Οι περισσότεροι σύρθηκαν αιχμάλωτοι και πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, άλλοι δεμένοι με αλυσίδες στις γαλέρες κωπηλατούσαν ημέρα και νύχτα, σύμφωνα με τις εντολές αυτών που υπηρετούσαν, άλλοι πέθαναν από τις κακουχίες, κάποιοι κατέφυγαν σε γειτονικές χώρες και όσοι έμειναν στην πατρίδα τους βίωναν την κατάσταση υποδούλωσης που τους είχε επιβληθεί. Μερικοί μετά από μία χρονική περίοδο στυγνής αιχμαλωσίας κατόρθωναν να απελευθερωθούν και κατέφευγαν στις χώρες της Ευρώπης και, κυρίως, στην Ιταλία, όπως στη Ρώμη ή στη Βενετία.

Κατά την πολιορκία και πτώση της Λευκωσίας
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Λευκωσίας, ο κόμης παππούς του μικρού Ιάκωβου κτυπήθηκε από ένα βέλος στο κεφάλι, στον προμαχώνα Costanzo, και μετά από λίγο πέθανε. Τάφηκε στον Άγιο Φραγκίσκο χωρίς ιδιαίτερες τιμές σε κλίμα βαθύτατου πένθους. Πολλά μέλη της οικογένειάς του και από τις δύο οικογένειες και του πατέρα και της μητέρας του φονεύθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Ο αδελφοί του παππού του, Σκιπίωνας και Ιούλιος, καθώς και ένας γιος του Ιούλιου, σκοτώθηκαν στον προμαχώνα Ποδοκάθαρο. Δύο άλλοι αδελφοί του παππού του, που βρίσκονταν στην άμυνα της Αμμοχώστου, ο ένας φονεύθηκε και ο άλλος συνελήφθη αιχμάλωτος, ενώ στο τέλος με την καταβολή λύτρων ελευθερώθηκε και κατέφυγε στη Βενετία και ύστερα εγκαταστάθηκε στην Κρήτη. Επίσης, ένας άλλος αδελφός του παππού του, ο λόγιος Ιωάννης Ποδοκάθαρος, αιχμαλωτίστηκε μαζί με τον ίδιο τον παππού του και κτήτορα του ομώνυμου προμαχώνα, Λίβιο. Μαζί με όλους όσους αιχμαλωτίστηκαν σύρθηκε και ο μικρός Ιάκωβος αιχμάλωτος, που μόλις θα ήταν, εάν ήταν, ενός έτους καθώς και ένα άλλο νήπιο εξάδελφός του.
Η μητέρα του μικρού Ιάκωβου ήταν η θυγατέρα του Λίβιου Ποδοκάθαρου και ονομαζόταν Μαρία και είχε παντρευτεί τον γιο του κόμη της Τρίπολης, του οποίου όμως αγνοούμε το όνομα. Το 1578 είχε απελευθερωθεί στην Κωνσταντινούπλη μία Αικατερίνη Ποδοκάθαρου, της οποίας η θυγατέρα, Μαρία, τελούσε ακόμη υπό αιχμαλωσία. Πρέπει αναμφίβολα να πρόκειται για τη γιαγιά και τη μητέρα του μικρού Ιάκωβου. Τούτο συνάγεται και από το γεγονός ότι το επόμενο έτος, δηλαδή το 1579, ο Λίβιος Ποδοκάθαρος έπρεπε να πληρώσει πεντακόσια δουκάτα για να ελευθερώσει τη θυγατέρα του Μαρία.

Σκλάβος στον Turan Bali
Ο μικρός Ιάκωβος, σκλάβος πλέον στα χέρια των Οθωμανών μακριά από την πατρίδα και τις μητρικές αγκάλες, πέρασε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια κοντά στον Οθωμανό πυροβολητή Turan Bali του Σκούταρη. Το 1581 ταξίδεψε μαζί με τον αφέντη του στα σύνορα της Περσίας, όπου μαζί με τα οθωμανικά διδάχθηκε και υποτυπωδώς την περσική γλώσσα. Έξι χρόνια αργότερα, ένας Κύπριος έμπορος, που διενεργούσε εμπόριο στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλα οθωμανικά λιμάνια, κατέβαλε διακόσια εξήντα δουκάτα εκ μέρους της μητέρας του Ιάκωβου, Μαρίας Ποδοκάθαρου, για την απελευθέρωσή του. Η Μαρία είχε ήδη απελευθερωθεί και είχε εγκατασταθεί στη Βενετία. Ο Δημήτριος Γονέμης ήταν μέλος της μεγάλης και γνωστής κυπριακής οικογένειας που μαρτυρείται στη μεγαλόνησο από τον 13ο αιώνα. Ήταν ασφαλιστής και μεσίτης εμπορικών πλοίων και πολλοί συγγενείς του ζούσαν στο χωριό Βατυλή της Μεσαορίας. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι πρόκειται για τον πατέρα του Αλέξανδρου Γονέμη, ο οποίος διετέλεσε πρόξενος της Δημοκρατίας της Βενετίας στην Κύπρο, κατά τις αρχές του 17ου αιώνα.
Το 1587, μετά την απελευθέρωσή του, ο Ιάκωβος ήταν μόλις δεκαεπτά ή δεκαοκτώ ετών και όταν έφθασε στη Βενετία, όπου διέμεναν η μητέρα του Μαρία Ποδοκάθαρου και άλλοι συγγενείς του, γνώριζε σχεδόν ελάχιστα ιταλικά.
Το 1589 ως γνώστης της οθωμανικής είχε προσληφθεί ως διερμηνέας στο Εμπορικό Τμήμα, στο βενετικό Δημόσιο, και ως μεσίτης των Οθωμανών εμπόρων που έφθαναν ή διέμεναν για κάποιο χρονικό διάστημα στη Βενετία.
Πέρσες έμποροι στη Βενετία
Το 1603 έφθασαν στη Βενετία δύο Πέρσες μπέηδες και οι βενετικές αρχές έσπευσαν να τους υποδεχθούν, λόγω της μεγάλης αξίας εμπορευμάτων που είχαν φέρει στη θαλασσινή Πολιτεία. Τότε, είχε κληθεί ως διερμηνέας ο Ιάκωβος Δενόρες, ο εγγονός του κόμη της Τρίπολης, γιατί, όπως έχει προαναφερθεί, γνώριζε μερικώς την περσική γλώσσα, την οποία είχε μάθει κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του, αφού είχε ζήσει μαζί με τον αφέντη του στα σύνορα της Περσίας. Ο διερμηνέας πληροφορήθηκε τελικά ότι η άφιξή τους είχε σκοπό, όπως, αφού πωλήσουν πρώτα τα πολύτιμα είδη που είχαν μεταφέρει, στη συνέχεια να αγοράσουν όπλα κυρίως και στρατιωτικές δικτυωτές πανοπλίες (cotte di maglia). (Μας είναι άγνωστο, ωστόσο, τότε ποιοι καρπώνονταν τις προμήθειες του εμπορίου όπλων…).
Οι δύο Πέρσες αξιωματούχοι και έμποροι έγιναν δεκτοί στη μεγάλη αίθουσα του Κολεγίου μαζί με την ακολουθία τους, η οποία αποτελείτο από έξι Πέρσες και τρεις Αρμένιους και στην παρουσία του Κύπριου διερμηνέα με τον περιπετειώδη βίο. Οι Πέρσες αξιωματούχοι προσέφεραν τότε στον δόγη πολύτιμα δώρα και, μεταξύ άλλων, του είχαν προσφέρει ένα μεταξωτό χαλί και ένα ύφασμα με χρυσή κλωστή (drappo tessuto in oro), με τη μορφή της Παναγίας και το Θείο Βρέφος στην αγκαλιά (Gesu Bambino in braccio). Σημαντικό είναι να σημειώσουμε ότι τα πολύτιμα αυτά δώρα -με το βάρος της ιστορίας που φέρουν- φυλάσσονται έως σήμερα σε μουσεία της Βενετίας. Το μεταξωτό χαλί φυλάσσεται στο μουσείο του μεγάρου Mocenigo και το χρυσοΰφαντο ύφασμα με την Παναγία και τον Χριστό στο μουσείο του Αγίου Μάρκου. Την προσφορά των δώρων ενώπιον του δόγη Marino Grimani αποθανάτισε σε έργο του ο ζωγράφος Gabriele Caliari, το οποίο κοσμεί σήμερα την τετράθυρη αίθουσα (sala delle Quattro Porte) του δουκικού παλατιού. Αδημονούμε να πραγματοποιήσουμε περαιτέρω αρχειακή έρευνα για τον μετέπειτα βίο του Κυπρίου αυτού, του οποίου η ροή της ζωής ακολούθησε άλλη πορεία και άλλες διαδρομές, λόγω του πολέμου 1570 -1571 και της κατάκτησης της πατρίδας του από τους Οθωμανούς. Παράλληλα, συλλογιζόμαστε, πόσο ομοιάζει και πόσο ίδια είναι, και τη μεταβολή των δικών μας διαδρομών της ζωής, εμάς των προσφύγων της εισβολής του 1974 με εκείνες των Κυπρίων του 1570 και, γενικά, όλων των Κυπρίων αλλά και της ιστορικής πορείας του γενέθλιού μας τόπου…

Εικόνα: Οι Πέρσες αξιωματούχοι με τα δώρα το 1603 ενώπιον του δόγη Marino Grimani. Έργο του ζωγράφου Gabriele Caliari στην τετράθυρη αίθουσα του δουκικού ανακτόρου.


http://www.parathyro.com/

Σχόλια