Αμμόχωστος: Ιούλιος 1571

Post image for Αμμόχωστος: Ιούλιος 1571
Γράφει η Νάσα Παταπίου

Ο βισκούντης Αμμοχώστου κατέγραψε βήμα προς βήμα τις προετοιμασίες άμυνας εκ μέρους των κατοίκων αλλά και την πολιορκία και την παράδοση της Αμμοχώστου στους Οθωμανούς

Χάρη στη γραφίδα του Pietro Valderio, τελευταίου επί Βενετοκρατίας βισκούντη Αμμοχώστου, γνωρίζουμε όλα όσα συνέβησαν ημέρα με την ημέρα κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών της άμυνας, της πολιορκίας και παράδοσης της Αμμοχώστου στους Οθωμανούς, τον Αύγουστο του 1571.

Όταν πλέον οι ελπίδες χάθηκαν ότι ο στόλος των χριστιανικών δυνάμεων της Ιερής Συμμαχίας (Sacra Liga) θα έφθανε στην Αμμόχωστο να λύσει την πολιορκία και να καταδιώξει τους Οθωμανούς, όταν τα τρόφιμα σώθηκαν και ο πληθυσμός της πόλης καθώς και οι υπερασπιστές της αποδεκατίστηκαν, το Δημοτικό Συμβούλιο και ο λαός της Αμμοχώστου ζήτησαν εγγράφως από τους Βενετούς διοικητές και στρατιωτικούς όπως με συνθηκολόγηση παραδοθεί στον εχθρό με έντιμους όρους η πόλη. Ας σημειωθεί ότι η πόλη της Αμμοχώστου τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τρεις σημαντικούς σταθμούς της ιστορίας της δεν ηττήθηκε ούτε κυριεύθηκε, αλλά μόνο μετά από υπογραφή συνθήκης περνούσε είτε στην εξουσία των Γενουατών το 1373, είτε στα χέρια του τελευταίου Φράγκου βασιλιά της Κύπρου Ιακώβου Β΄ Νόθου, το 1464, ή τέλος στην εξουσία της οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1571. Τέλος, κατά την τουρκική εισβολή το 1974 μετά την προέλαση των εισβολέων, η πόλη εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους της και κατελήφθη έρημη από τα τουρκικά στρατεύματα.

Ποιο ήταν το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο συνέταξε το Δημοτικό Συμβούλιο και ο λαός της Αμμοχώστου για παράδοση της πόλης με έντιμους όρους, διασώζει ο τελευταίος επί Βενετοκρατίας βισκούντης της πόλης, ως αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων και ως άμεσα εμπλεκόμενος. Στο εν λόγω κείμενο περιγράφεται και σχολιάζεται η προσφορά των κατοίκων της Αμμοχώστου στην υπεράσπιση και άμυνά της, αλλά και στα όσα υπέφεραν και υπέμεναν με την ελπίδα σωτηρίας της αγαπημένης πόλης τους.

Για δεκαοχτώ συνεχείς μήνες το εντιμότατο και αφοσιωμένο συμβούλιο (Univesrsita) και ο λαός της Αμμοχώστου βρίσκονταν σε αναμονή επειδή από καιρό υπήρχαν υποψίες ότι οι Οθωμανοί θα έκαναν επίθεση στην Κύπρο. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, όπως αναφέρεται στο έγγραφο, και χωρίς οι κάτοικοι της πόλης να δείξουν αδιαφορία, χάρη στους δικούς τους ώμους και στον δικό τους μόχθο είχαν εργαστεί στα οχυρωματικά έργα και καθάρισαν τις τάφρους μεταφέροντας μέσα στην πόλη τις πέτρες. Ακόμη, οι ίδιοι οι κάτοικοι της πόλης είχαν οικοδομήσει ένδεκα υψηλότατους επιπρομαχώνες (cavallieri) και διεύρυναν τα αναχώματα (spalti) και εκτέλεσαν ουσιαστικά στην εντέλεια κάθε εργασία που είχε σχεδιασθεί και παραγγελθεί για την οχύρωση και επιδιόρθωση της πόλης.

Οι Αμμοχωστιανοί είχαν αγαστή συνεργασία με τους Βενετούς διοικητές και στρατιωτικούς της πόλης, Astorre Baglioni και Marcantonio Bragadin, και μολονότι υπέφεραν υπερβολικά μετά την έναρξη της πολιορκίας κρατήθηκαν με τα δόντια στη ζωή. Οι επιθέσεις του εχθρού, οι κακουχίες και η έλλειψη τροφίμων αποδεκάτισαν τον πληθυσμό της πόλης, όμως τα γεγονότα αυτά δεν τους έκαμψαν αλλά αντίθετα αυξήθηκε η τόλμη τους και δεν υπήρχε κανείς που να μην πάρει τα όπλα για να υπερασπιστεί την πατρίδα και να διαφυλάξει με αφοσίωση το λάβαρο του Αγίου Μάρκου. Οι κάτοικοι της Αμμοχώστου, από τον μικρότερο έως τον μεγαλύτερο, επιζητούσαν την ευκαιρία να ορμήξουν έξω από τα τείχη, με τους τολμηρούς Ιταλούς και Έλληνες στρατιώτες και με το πανέτοιμο ιππικό να πολεμήσουν και να στραφούν εναντίον των βαρβάρων και απίστων. Ο θάνατος για την πατρίδα, σύμφωνα με όσα καταγράφονται στο έγγραφο, αποτελούσε βέβαιη δόξα για τους απογόνους των κατοίκων της πόλης και με τέτοιο σκοπό και τέτοια θέληση άντεξαν και συνέχισαν να υπερασπίζονται την πόλη τους έως τότε. Δεν τους λύγισε, όπως αναφέρουν στο γραπτό αίτημά τους για παράδοση της πόλης, το χρονικό διάστημα των τελευταίων εξήντα οκτώ ημερών πολιορκίας που είχαν υπομείνει τα χείριστα. Στο διάστημα αυτό από την πυροβολαρχία του εχθρού ρίχθηκαν χιλιάδες κανονιοβολισμοί του βαρέος πυροβολικού καθώς και βολές από αμέτρητους βασιλίσκους και βολές από εκατό ή και περισσότερα κανόνια πολύ ισχυρά. Όμως παρ’ όλα αυτά άντεξαν οι κάτοικοι της Αμμοχώστου μπροστά στην καταστροφή και κατεδάφιση τόσο ωραίων αρχοντικών και οικιών, εκκλησιών και άλλων οικοδομημάτων, άντεξαν μπροστά στον θάνατο αγαπημένων προσώπων και στην εικόνα της πόλης που φαινόταν έρημη και εγκαταλελειμμένη. Δεν έχασαν την ελπίδα ούτε το θάρρος τους, ούτε μετά τις επτά σκληρότατες και ανελέητες επιθέσεις που έως τότε εξαπέλυσαν οι εχθροί εναντίον της Αμμοχώστου, ούτε μετά τις εκρήξεις στους τρομερούς υπονόμους που έκαναν τη γη να τρέμει, ούτε ένεκα της πυρκαγιάς που ξέσπασε με τεράστια ορμή στην πύλη της Λεμεσού και προκάλεσε μεγάλες ζημιές και δυσωδία στην πόλη.

Χωρίς να είναι έμπειροι στον πόλεμο, οι κάτοικοι της Αμμοχώστου αντιστάθηκαν μαζί με τους στρατιώτες και υπερασπιστές της πόλης, για να αποκρούσουν τον ισχυρότατο εχθρό που αριθμούσε περισσότερους από 300.000 στρατιώτες, οι οποίοι έβαλλαν ταυτοχρόνως από όλα τα μέρη κατά της πόλης. Οι Αμμοχωστιανοί, στο ίδιο κείμενο επίσης αναφέρουν ότι οι χειρισμοί των Βενετών διοικητών και στρατιωτικών ήταν σωστοί και συνετοί, εκφράζουν όμως τη δυσαρέσκειά τους ότι δεν ενισχύθηκαν από τη μητρόπολη Βενετία και ότι παρασιωπήθηκε ότι τα ελάχιστα χρήματα των κατοίκων της πόλης προσφέρθηκαν για το δημόσιο συμφέρον. Όπως όμως διατείνονται οι Αμμοχωστιανοί, το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται με τις αποδείξεις που υπήρχαν, ότι δηλαδή με τα δικά τους χρήματα έγινε αυτός ο πόλεμος, όπως το γνώριζαν καλά οι κρατούντες. Συνεχώς στέλλονταν οι γυναίκες, οι θυγατέρες και οι νέες της Αμμοχώστου για να μεταφέρουν χώματα, πέτρες και πλινθάρια όπου υπήρχε ανάγκη τόσο στα καταφύγια όσο και στις επιθέσεις, με μεγάλη προθυμία, γεγονός το οποίο γνώριζαν οι Βενετοί διοικητές της πόλης.

Ο εχθρός, άγρια και σκληρά συνέχιζε να βάλλει κατά της πόλης και εισχώρησε στις τάφρους και με σκαπάνες και φτυάρια οικοδόμησε οχυρά, όπως ακριβώς τις ημισελήνους (mezze lune) που έφτιαξαν οι υπερασπιστές της πόλης καθώς και επιχωματώσεις (repari), χαρακώματα και μονοπάτια καλυμμένα, τα οποία δεν μπορούσαν να πλήττουν πλέον οι υπερασπιστές. Στα τέλη Ιουλίου 1571 και συγκεκριμένα στις 27 του μηνός, οι εχθροί καταγίνονταν στο σφηνοειδές προμεσοτείχισμα (Rivellino) να καταστρέψουν τον επιπρομαχώνα του πύργου της Λεμεσού και την πύλη της ξηράς, ενώ ήδη έγιναν κύριοι των δύο πύργων της Ιουδαϊκής και οι υπερασπιστές της πόλης που βρίσκονταν πίσω στα καταφύγια δεν μπορούσαν να προχωρήσουν μπροστά. Ο ένας πύργος ήταν υπ’ ευθύνη του Astorre Baglioni και ο άλλος πύργος, γνωστός με το όνομα Andreucci, ήταν υπ’ ευθύνη του Marcantonio Bragadin. Ακόμη, τόνιζαν οι κάτοικοι της πόλης, στο εν λόγω έγγραφο, στους Βενετούς διοικητές ότι οι περισσότεροι στρατιώτες, Έλληνες και Ιταλοί, είχαν φονευθεί και έτσι δεν υπήρχαν άνδρες να πολεμήσουν, αλλά ούτε και πολεμοφόδια για την υπεράσπιση της πόλης. Και η αναμενόμενη και υποσχόμενη βοήθεια δεν έφθασε, γι’ αυτό οι Αμμοχωστιανοί ζητούσαν επίμονα να πληροφορηθούν τι μέλλει γενέσθαι. Πριν ακόμη από ένα μήνα με φειδώ παραχωρούσαν οι στρατιωτικοί στους υπερασπιστές πυρίτιδα και είναι γνωστό ότι δεν υπήρχαν πλέον αποθέματα, δεν υπήρχε κρασί και ούτε για μια ώρα κρέας και είχαν απομείνει ελάχιστες ποσότητες ψωμιού. Οι κάτοικοι της πόλης στερούνταν από το ψωμί τους και τα τρόφιμά τους, για να στείλουν από το υστέρημά τους στους στρατιώτες επάνω στα τείχη, που υπερασπίζονταν την πόλη. Και αυτός ακόμη ο στρατηγός Astorre Baglioni από τον μόχθο και τις κακουχίες του πολέμου φαινόταν καταπονημένος και από παντού ακουγόταν και από τους πιο εμπειροπόλεμους ακόμη ότι η πόλη και οι κάτοικοί της βρίσκονταν ήδη στα χέρια του εχθρού.

Οι Αμμοχωστιανοί αντιλαμβάνονταν τι τους περίμενε, τόσο αυτούς όσο και τις οικογένειές τους. Γνώριζαν ότι οι γυναίκες και οι θυγατέρες τους θα κατέληγαν λάφυρα στα χέρια των Οθωμανών και ίσως τελικά με βίαιο τρόπο να εξισλαμίζονταν. Θα χάνονταν με την κατάκτηση της πόλης, που ήταν αναπόφευκτη, χιλιάδες αθώες ψυχές και θα είχαν οι διοικητές ν’ απολογηθούν στον ίδιο τον Θεό, εάν δεν έσπευδαν να παραδώσουν με έντιμους όρους την πόλη, αφού πλέον ήταν βέβαιο ότι καμιά βοήθεια δεν θα έφθανε για να τους ελευθερώσει. Τέλος, το Δημοτικό Συμβούλιο της Αμμοχώστου απευθυνόμενο στους Βενετούς διοικητές της πόλης, ζητούσε απεγνωσμένα όπως αποτραπεί ο ολοκληρωτικός όλεθρος της πόλης και των κατοίκων της με την παράδοσή της με έντιμους όρους στον εχθρό, υπενθυμίζοντας τα όσα φοβερά είχαν συμβεί με την κατάκτηση της άτυχης Λευκωσίας. Το έγγραφο των κατοίκων της Αμμοχώστου για παράδοση της πόλης, στο οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω, παρουσιάστηκε και παραδόθηκε από τον βισκούντη Pietro Valderio στους αξιωματούχους: Marcantonio Bragadin, καπιτάνο του βασιλείου, Lorenzo Tiepolo, καπιτάνο Πάφου και Astorre Baglioni, στρατιωτικό διοικητή της πόλης, στην παρουσία άλλων στρατιωτικών και αξιωματούχων. Ο Marcantonio Bragadin, με δακρυσμένα μάτια, πήρε το έγγραφο το οποίο του παρέδωσαν οι κάτοικοι της Αμμοχώστου και αποκάλυψε συντετριμμένος στη συνέχεια ότι πράγματι δεν υπήρχε άλλος τρόπος πιθανής σωτηρίας, παρά μόνο η παράδοση με έντιμους όρους της πόλης στον εχθρό… Εάν ο Θεός, είπε ο Bragadin, με αξιώσει να επιστρέψω σώος στη Βενετία, θα αρχίσω να συγγράφω τα του πολέμου και θα εκδώσω την ιστορία του, και να είστε βέβαιοι ότι δεν θα παραλείψω να αναφέρω τα όσα υπομείνατε εσείς οι Αμμοχωστιανοί και τα όσα προσφέρατε στην άμυνα και υπεράσπιση αυτής της πόλης…

ΛΕΖΑΝΤΑ: Famagosta, από το Isole Famose του Giovanni Francesco Camocio, 1572. Σύμφωνα με σύγχρονες υποθέσεις, πρόκειται για αναπαράσταση της κατάληψης της Αμμοχώστου από τους Οθωμανούς. Η πόλη παραδόθηκε την 1η Αυγούστου 1571.

http://www.parathyro.com/

Σχόλια