Ιστορίες της Κερύνειας και της Ανατολής


Ιωάννης Γαλακτίου

1922, Ανεμούρι (Μικρασιατικά παράλια απέναντι στην Κερύνεια). Στο κονάκι του Μηχαήλη Γαλακτίου η γυναίκα του Ελέγκα, κόρη του Κερυνειώτη καπετάν Κωνσταντή Παώνη, τα τρία παιδιά τους, Θεοφάνα, Κωστής και Δημήτρης και πολλοί φιλοξενούμενοι από την ενδοχώρα, περιμένουν ευκαιρία να «εγκαταλείψουν» τα σπίτια και τις περιουσίες τους μετά την κατάρρευση του Ελληνικού στρατού και την άτακτη υποχώρησή του. Ευτυχώς στα νότια παράλια δεν έγιναν οι σφαγές που έγιναν στη Σμύρνη. Η τύχη του Μιχάλη αγνοείται. Οι Τούρκοι μάζεψαν όλους τους άντρες και τους έβαζαν αγγαρείες στον στρατό τους. (Θυμούμαι που μου ανέφερε ο παππούς για τη περίφημη μάχη του Σαγγάριου).
Η Ελέγκα προσπαθεί να τα βγάλει πέρα μοναχή της. Μια μέρα της κτυπά την πόρτα ένα παιδαρέλι και της ζητά τους φόρους. Η Ελέγκα περήφανη του απαντά: «να πάτε να τους ζητήσετε από τον άντρα μου που τον επιάσετε» Τότε αυτός της δίνει ένα δυνατό χαστούκι και αποχωρεί άπρακτος. Η Ελέγκα όμως απτόητη πάει στον εισαγγελέα που ήταν γνωστός και φίλος της οικογένειας και καταγγέλλει το μικρό προσθέτοντας· έτσι θέλετε να μείνουμε; (αυτός ο νομικός είχε ελληνική μόρφωση και στήριζε την οικογένεια του Μιχάλη -που είχαν Αγγλική υπηκοότητα- και έτσι όπως τους έλεγε, μπορούσαν να μείνουν).
Μια τραυματική εμπειρία των παιδιών ήταν η θέα οκτώ κρεμασμένων πάνω στους ευκαλύπτους μόλις ξύπνησαν κάποιο πρωινό. Ήταν Τούρκοι στρατιώτες που λιποτάκτησαν μετά τις πρώτες επιτυχίες του Ελληνικού στρατού.
Τελικά η ευκαιρία βρέθηκε. Ένα μεγάλο καράβι θα φόρτωνε ξυλεία και θα έπαιρνε και επιβάτες. Η Ελέγκα πάει στον καπετάνιο και κανονίζει αυτή και τα παιδιά της να επιβιβαστούν στη μεγάλη βάρκα του καραβιού. Το πρόβλημα τώρα ήταν πώς θα μπορούσαν να βγάλουν τιμαλφή ή χρήματα. (Τα μόνα που επιτρεπόταν να βγάλουν ήταν ένα μποξά με ρούχα το κάθε άτομο). Μια γνωστή της οικογένεια-του Αραμπατζή Νικόλα- ψήνει παξιμάδια και μέσα στο ζυμάρι βάζει χρυσά νομίσματα. Η Ελέγκα τα βάζει σε μια μουντζωμένη σακούλα των κάρβουνων και από πάνω τη γεμίζει με παλιομαστραπάδες. Στην ίδια σακούλα βάζει και μερικά τιμαλφή ενός απελπισμένου γνωστού της – τα σκυλιά θα μας τα πάρουν όλα. Την προηγούμενη νύχτα της αναχώρησης την τοποθετεί κάτω από τη σκάλα που ανέβαιναν στο ανώι. Η μεγάλη και ταυτόχρονα τραγική στιγμή φθάνει. Μία-μία οι οικογένειες περνούν μπροστά από ένα βαριάνο και επιβιβάζονται στη βάρκα που θα τους ανέβαζε στο καράβι. Παρών και ο εισαγγελέας. Ακόμη και την τελευταία στιγμή θυμίζει στην Ελέγκα ότι μπορούν ελεύθερα να παραμείνουν. Η Ελέγκα απαντά:
— Όταν πεθάνω ποιός θα με θάψει οι Τούρκοι;
— Άκου – άκου τι λέει η μαντάμ Ελέγκα.
— Άμα δε σκεφτώ το θάνατο τι θα σκεφτώ; Και γυρνώντας φωνάζει μια γνωστή της Ιταλίδα:
— Κόρη Ρόζα κάτω από τη σκάλα έχει μια παλιοσακκούλα και φέρε μας την να χαρείς. Όταν ήρθε η σακούλα ο ίδιος ο βαριάνος τη σήκωσε και τη έβαλε μέσα στη βάρκα ρωτώντας:
— Τι έχει μέσα μαντάμ;
— Κατουρέλια, είμαστε τέσσερα πλάσματα.
— Αφερίμ κοκόνα Ελέγκα.
Έτσι πέρασαν λίγα τιμαλφή, λίγοι από τους κόπους είκοσι πέντε χρόνων δουλειάς του παππού. Παραδίπλα η Φατμέ, τα δύο παιδιά της οποίας εργοδοτούσε ο Μηχαήλης και μερικές άλλες Τουρκάλες κουνούσαν το μαντήλι. Και έκλαιγαν. Η Ελέγγα σηκώθηκε και όρθια τις χαιρέτησε. Η βάρκα απομακρύνεται προς το καράβι. Η οικογένεια αποχαιρετά το σπίτι της. Αποχαιρετά τα άγια χώματα της Μικρασίας. Φτάνουν μετά από περιπετειώδες ταξίδι στην Λάρνακα και μετά από την καθιερωμένη καραντίνα 40 ημερών στην Κερύνεια, παραμονές Χριστουγέννων 1922.
Μηχαήλης, Ελέγκα, Θεοφάνα (κορού), Κωστής και Δημήτρης
λίγα χρόνια μετά την επανασύνδεσή της.
Και τι δεν έκανε ο Μηχαήλης για να φέρει ψωμί στην οικογένεια. Επιδότης. Πληρώνεται με το κομμάτι. Μερικές φορές πάει περπατητός στον Άγιο Αμβρόσιο για μισό σελίνι. Έκανε ακόμη και τον αντιγραφέα γιατί είχε ένα υπέροχο γραφικό χαρακτήρα. Τα αγόρια μετά το σχολείο πουλούν μάντολες που φτιάχνει η Ελέγκα και η Θεοφάνα βοηθά στις δουλειές του σπιτιού.
Πολλές φορές η θεία Θεοφάνα μου εξέφρασε την πίκρα της γιατί την έβγαλαν από το σχολείο.
Η Ελέγκα υφαίνει. Με μια μηχανή κάνει κάλτσες. Τα ρούχα της οικογένειας τα ράβει η ίδια. Τη χειροκίνητη ραπτομηχανή SIGER και τη καλτσομηχανή στερεωμένη σε ένα πράσινο τραπεζάκι τη θυμόμαστε καμιά φορά με την Παναγιώτα.
Ο Κωστής πανέξυπνος τελειώνει το δημοτικό και οι δάσκαλοι λένε στους γονείς του ότι πρέπει να προχωρήσει. Τον στέλλουν ένα χρόνο στην Αγγλική σχολή. Μα τα έξοδα είναι δυσβάστακτα για την οικογένεια. Ο πατέρας μου κατατάσσεται στον Αγγλικό στρατό κατά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο.
Η Θεοφάνα παντρεύεται τον Μιχάλη Βράχα, και ο Δημήτρης την Μαρία το γένος Πετρή από την Μύκονο. (Γνωρίστηκαν στο Βασιλικό, όπου εργαζόταν ο αδελφός της σαν ηλεκτρολόγος στην ΕΜΕ και ο θείος από το 1939).
Ο πατέρας παντρεύεται την Μαρία το γένος Χριστοδούλου από τα Φτέρυχα αμέσως μετά που αποστρατεύτηκε. Μάλιστα όπως μου διηγιόταν η μητέρα φορώντας την στρατιωτική στολή του. Τα τελευταία χρόνια ο Μηχαήλης και η Ελέγκα ζουν σε ένα σπίτι που ενοικιάζουν από το Δημαρχείο στην οδό Κωνσταντινουπόλεως αρ. 7 (πρώτη παράλληλος στην ακτή Κανάρη κάτω στο λιμάνι.) Ενοικιάζουν ένα δωμάτιο σε μαθητές του γυμνασίου. Θυμούμαι τον Γιώργο Κύτρο που ο πατέρας του εργαζόταν στην ΕΜΕ, αργότερα τον Λάκη Τυρίμο από τον Άγιο Αμβρόσιο.
Χαίρονται τα εγγονάκια τους που κατοικούν ακριβώς στο διπλανό σπίτι. Καμιά φορά θυμούμαι τον παππού Μηχαήλη που καθόταν σταυροπόδι και μας έλεγε να βάλουμε το πόδι πίσω από το σβέρκο μας. Και μας έδειχνε πώς. Ήταν ένας λεβεντόγερος. Τακτικά μας έφερνε και λίζα (λουκούμια) και καραμέλες. 

Ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο που δείχνει πόσο λάτρευε την Ελέγκα. Μια φορά γυρνώντας από τη δουλειά κρατούσε και μια μπουκάλα κονιάκ άσπρο καψούλα και ετοιμαζόταν να ανέβει τη σκάλα. Η Ελέγκα που τον είδε από δίπλα που βρισκόταν, στο πλυσταριό, του έβαλε τις φωνές. Αυτός επιστρατεύοντας το ωραιότερο του χαμόγελο απάντησε: 
— Πιγκ-πογκ. Και ανέβηκε τη σκάλα. Ποτέ δεν τον ακούσαμε να παραπονεθεί για οτιδήποτε ή να θυμώσει με την γιαγιά μας.
Τα τελευταία του χρόνια δούλευε μεροκάματο εργάτης στην Ηλεκτρική. Και εκεί ήρθε το τέλος του. Σε ένα φρικτό δυστύχημα, τις λεπτομέρειες του οποίου μου αφηγήθηκε εν πλω ο καλός μας φίλος και γείτονας George Elisseou, τον περασμένο Σεπτέμβρη του 2012. Ήταν 76 χρονών.

http://loukis-kyrenia.blogspot.gr/

Σχόλια